ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ [: Κολ. 3,4-11]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Κολ. 3,4-15]
«Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν (:Ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθεῖ ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ζωῆς μας)», τότε νὰ ζητεῖτε τὴ δόξα, τότε τὴ ζωή, τότε τὴν ἀπόλαυση. Αὐτὰ εἶναι προπαρασκευαστικὰ γιὰ νὰ ἀπομακρύνει αὐτοὺς ἀπὸ τίς ἀπολαύσεις καὶ τίς ἀνέσεις. Ἔτσι συνηθίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ ἄλλα, μεταπηδᾷ σὲ ἄλλα· γιὰ παράδειγμα, ὁμιλῶντας γιὰ ἐκείνους ποὺ τρέχουν ἔγκαιρα στὰ δεῖπνα [Κολ. 2.16-23], μεταπήδησε ἀμέσως στὴν παρατήρηση τῶν μυστηρίων· διότι ἔχει μεγάλη δύναμη ὁ ἔλεγχος, ὅταν γίνει σὲ ἀνύποπτο χρόνο. «Εἶναι κρυμμένη», λέγει, «ἀπὸ ἐσᾶς». «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε (:Τότε κι ἐσεῖς μαζὶ μὲ Αὐτὸν θὰ φανερωθεῖτε)». Συνεπῶς τώρα δὲν φαίνεστε. Πρόσεχε μὲ ποιόν τρόπο μετέθεσε αὐτοὺς στὸν οὐρανό. Ὅπως δηλαδὴ προανέφερα, πάντοτε προσπαθεῖ νὰ δείξει ὅτι ἔχουν τὰ ἴδια ποὺ ἔχει καὶ ὁ Χριστὸς καὶ σὲ ὅλες τίς ἐπιστολές του τὸ ἴδιο θέμα ὑπάρχει, νὰ δείξει δηλαδὴ ὅτι σὲ ὅλα εἶναι μέτοχοι μὲ τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κεφαλὴ καὶ σῶμα Τὸν ὀνομάζει καὶ τὰ πάντα κάνει γιὰ νὰ παρουσιάσει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Ἐὰν λοιπὸν φανερωθοῦμε τότε, ἂς μὴ στενοχωρούμαστε, ὅταν τώρα δὲν ἀπολαμβάνουμε τὴν τιμή. Ἐὰν ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ζωή, ἀλλὰ εἶναι κρυμμένη, ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὰν νεκροί. «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ (:Τότε κι ἐσεῖς μαζὶ μὲ Αὐτὸν θὰ φανερωθεῖτε δοξασμένοι)», λέγει. «Δοξασμένοι» εἶπε, ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀφοῦ καὶ τὸ μαργαριτάρι εἶναι κρυμμένο, ἕως ὅτου εἶναι μέσα στὸ στρείδι. Καὶ ἂν λοιπόν μᾶς ὑβρίσουν, ἂς μὴ θλιβόμαστε, καὶ ἂν ἀκόμη παθαίνουμε ὁτιδήποτε· διότι δὲν εἶναι δική μας ζωὴ αὐτὴ ἡ ζωή, εἴμαστε ξένοι καὶ προσωρινοί. «Διότι πεθάνατε», λέγει. Ποιός εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε στὸ νεκρὸ σῶμα ποὺ ἔχει ταφεῖ ἢ δούλους νὰ ἀγοράζει ἢ σπίτια νὰ κτίζει ἢ νὰ κάνει πολυτελῆ ἐνδύματα; Κανείς. Ἄς μὴν εἶστε λοιπὸν οὔτε καὶ ἐσεῖς, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἕνα μόνο ζητοῦμε, νὰ μὴ γυμνωθοῦμε δηλαδή, ἔτσι καὶ ἐδῶ ἂς ζητοῦμε μόνο ἕνα.
Ἐνταφιάστηκε ὁ πρῶτος μας ἄνθρωπος. Ἐνταφιάστηκε ὄχι μέσα στὴ γῆ, ἀλλὰ στὸ νερό, χωρὶς νὰ τὸν διαλύει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἀφοῦ διέλυσε το θάνατο, ὁ ὁποῖος τὸν θανάτωσε, ὄχι μὲ τὸν νόμο τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ τὸ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴ φύση πρόσταγμα τῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου· διότι αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴ φύση ἔγιναν θὰ μπορέσει κάποιος καὶ νὰ τὰ διαλύσει, αὐτὰ ὅμως ποὺ γίνονται μὲ τὸ πρόσταγμά Του ὄχι πιά. Τίποτε δὲν εἶναι μακαριότερο ἀπὸ τὴν ταφὴ αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ὅλοι χαίρονται, καὶ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων. Γιὰ τὴν ταφὴ αὐτὴ δὲν χρειάζονται οὔτε ἐνδύματα· οὔτε λάρνακα, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια.
Θέλεις νὰ δεῖ τὸ σύμβολο; Θὰ σοῦ δείξω την κολυμβήθρα, μέσα στὴν ὁποία ὁ ἕνας ἐνταφιάστηκε καὶ ὁ ἄλλος ἀναστήθηκε [ἐνταφιάστηκε ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναστήθηκε ὁ νέος, ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος]. Στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα βυθίστηκαν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἀνυψώθηκαν οἱ Ἰσραηλῖτες· στὸ ἴδιο πρᾶγμα ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὑπάρχει ταφή, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ γέννηση. Μὴν ἀπορήσεις ἐὰν γίνεται στὸ βάπτισμα γένεση καὶ φθορὰ συγχρόνως. Γιατί, πές μου, ἡ διάλυση δὲν εἶναι ἀντίθετο ἀπὸ τὴ συγκόλληση; Εἶναι ὁλοφάνερο. Αὐτὸ κάνει τὸ πῦρ, διότι διαλύει καὶ ἀφανίζει τὸ κερί, συγκολλᾷ ὅμως τὸ χῶμα ποὺ περιέχει μεταλλεύματα καὶ κάνει τὸ χρυσάφι. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ, ἡ δύναμη τοῦ πυρὸς ἀφοῦ ἐξαφάνισε τὸν πήλινο ἀνδριάντα, παρουσίασε στὴ θέση ἐκείνου τὸν χρυσὸ ἀνδριάντα· διότι πραγματικὰ πρὶν ἀπὸ τὸ λουτρὸ τοῦ βαπτίσματος ἤμασταν πήλινοι, ὕστερα ὅμως ἀπὸ αὐτὸ γινόμαστε χρυσοί.
Ἀπὸ ποῦ ἀποδεικνύεται αὐτό; Ἄκουσε τὸν Παῦλο ὁ ὁποῖος λέγει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ (:Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τὴ γῆ, χωματένιος. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μαζὶ μὲ τὴ θεία Του φύσῃ προσέλαβε καὶ τὴν ἀνθρώπινη)» [Α΄ Κορ. 15,47]. Εἶπα λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ τοῦ πήλινου ἀπὸ τὸν χρυσό, βρῆκα ὅμως πιὸ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ γῆ. Καὶ δὲν εἶναι τόση ἡ διαφορὰ πήλινου καὶ χρυσοῦ, ὅση τῶν γήινων καὶ τῶν οὐρανίων. Ἤμασταν κέρινοι καὶ πήλινοι πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναγέννησή μας μέσῳ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, διότι ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας μᾶς ἔλειωσε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὸ πῦρ λειώνει τὸ κερί· καὶ ὁ τυχαῖος ὁ πειρασμὸς μᾶς συνέθλιψε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ὁ λίθος τοὺς πήλινους. [...]
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς (:Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος. Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ συστηματικὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲν θέλουν νὰ πιστεύουν. Στὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ καὶ ἐσεῖς κάποτε πορευθήκατε καὶ τὰ ὑπηρετήσατε, ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς, τοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους)» [Κολ. 3,5-7].
Ἀκούσατε τί βροντοφώναξε πρὶν λίγο ὁ Παῦλος; Τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ μία τέτοια πλεονεξία; Αὐτὴ εἶναι πιὸ κακὴ ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία. Αὐτὸ εἶναι πιὸ βαρὺ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγα, δηλαδὴ ἡ μανία καὶ ἡ βλακεία γιὰ τὰ χρήματα. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (:Καὶ τὴν πλεονεξία ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος)». Βλέπετε ποῦ τελειώνει τὸ κακό; Μὴ λοιπὸν δυσανασχετεῖτε· διότι δὲν τὸ κάνω ἐπειδὴ τὸ θέλω, οὔτε ἁπλῶς θέλω νὰ ἔχω ἐχθρούς, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ φτάσετε σὲ τέτοιο σημεῖο ἀρετῆς, ὥστε ἐγὼ νὰ ἀκούω ἀπὸ ἐσᾶς τὰ πρέποντα. Ὥστε δὲν εἶναι αὐτὸ ἀποτέλεσμα αὐθεντίας, οὔτε ἀξιώματος, ἀλλὰ ὀδύνης καὶ ὑπερβολικοῦ πόνου ψυχῆς. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με· δὲν θέλω νὰ ἀσχημονῶ ὁμιλῶντας γιὰ τέτοιου εἴδους πράγματα, ἀλλὰ ἀναγκάζομαι. Δὲν λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ ἀνακουφίσω τὴν ὀδύνη τῶν φτωχῶν, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς δικῆς σας σωτηρίας. Καθόσον θὰ χαθοῦν, θὰ χαθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔθρεψαν τὸν Χριστό. Διότι τί καὶ ἂν τρέφεις φτωχὸ ἄνθρωπο; Ἐνόσω κάνεις τέτοιες σπατάλες καὶ ζεῖς ἔτσι μὲ ἀπολαύσεις, ὅλα εἶναι περιττά. Διότι ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖται δὲν εἶναι νὰ δώσεις πολλά, ὄχι, ὅμως καὶ τὸ μικρότερο μέρος τῆς περιουσίας σου· διότι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα ἀνθρώπου ποὺ ἐμπαίζει, ποὺ ἀστειεύεται.
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (:Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές)». Τί λέγεις, Παῦλε; Δὲν εἶπες ἐσὺ ὅτι ἐνταφιαστήκατε; Ὅτι ἐνταφιαστήκατε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό; Ὅτι περιτμηθήκατε; Ὅτι «γδυθήκαμε τὸ σῶμα, ποὺ δούλευε στὶς ἁμαρτίες τῆς σάρκας»; Πῶς λοιπὸν λέγεις πάλι, «νεκρῶστε»; Μήπως ἀστειεύεσαι; Σὰν νὰ εἶναι αὐτοὶ ἀνάμεσά μας, ἔτσι ὁμιλεῖς; Δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση. Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς, ἐὰν κάποιος, ἀφοῦ καθαρίσει ἐντελῶς ἀκάθαρτο ἀνδριάντα, ἢ καλύτερα, ἀφοῦ τὸν κατασκευάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ τὸν παρουσιάσει ἀστραφτερὸ πάλι, ἐὰν μὲν ἔλεγε ὅτι ἐξαφανίστηκε ἡ σκουριὰ καὶ ἔχει χαθεῖ, καὶ συμβούλευε πάλι νὰ φροντίζουμε νὰ ἀπομακρύνεται ἡ σκουριά, δὲν θὰ ἀντέφασκε· διότι δὲν συμβουλεύει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἡ σκουριὰ ἐκείνη, ποὺ καθάρισε, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται ὕστερα· ἔτσι ὁ Παῦλος δὲν ἐννοεῖ τὴν προηγούμενη νέκρωση, οὔτε ἐκεῖνες τίς πορνεῖες, ἀλλὰ ἐκεῖνες ποὺ ἐμφανίζονται ἀργότερα. Εἶπε ὅτι δὲν εἶναι δική μας ἡ παροῦσα ζωή, ἀλλὰ ἄλλη ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς.
Πὲς μου λοιπόν· ἐπειδὴ εἶπε: «Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές», μήπως λοιπὸν καὶ ἡ γῆ ἔχει διαφθαρεῖ; Ἢ μὲ τὸ «ἐπὶ τῆς γῆς» ἐννοεῖ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα; «Τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία», λέγει. Παράβλεψε τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα οὔτε νὰ τὰ ἀναφέρει θεώρησε καλό, καὶ μὲ τὴν ἀκαθαρσία ἔχει δηλώσει τὰ πάντα. «Τὸ πάθος», λέγει, «τίς κακὲς ἐπιθυμίες». Νὰ λοιπὸν γενικὰ εἶπε τὸ καθετί· διότι ὅλα εἶναι ἐπιθυμία κακή, δηλαδὴ ἡ βασκανία, ἡ ὀργή, ἡ λύπη. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας· δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:Καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος. Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ συστηματικὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲ θέλουν νὰ πιστεύουν)», λέγει. Διότι γι᾿ αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀπειθοῦν.
Μὲ πολλοὺς τρόπους ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτά· μὲ τίς εὐεργεσίες ποὺ ἔγιναν στὸ παρελθόν, μὲ τὰ μελλοντικὰ κακὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ, ποιοὶ εἴμαστε καὶ γιατί. Καὶ ὅλα ἐκεῖνα, ὅπως ποιοὶ καὶ σὲ ποιά κατάσταση εἴμαστε, καὶ ὅτι ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτήν, πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο καὶ γιατί, ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀρκετὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μακριὰ ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ τὸ πιὸ φοβερὸ ἀπὸ ὅλα ἦταν αὐτό, δυσάρεστο μὲν νὰ τὸ ποῦμε, ὄχι ὅμως ἀνωφελὲς ἀλλὰ καὶ ὠφέλιμο· «δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:γιὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ συστηματικὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲ θέλουν νὰ πιστεύουν)», λέγει. Δὲν εἶπε «σέ σᾶς», ἀλλὰ «ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:σὲ αὐτοὺς ποὺ συστηματικὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲν θέλουν νὰ πιστεύουν)»· «ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς (:Στὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ καὶ ἐσεῖς κάποτε πορευθήκατε καὶ τὰ ὑπηρετήσατε, ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς, τοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους)». Ἐλέγχοντας λέγει, «ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς», καὶ ἐγκωμιάζοντας, διότι τώρα δὲ ζοῦν· τότε μποροῦσαν νὰ ζοῦν ἀνάμεσά τους.
«Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα (:Τώρα ὅμως βγάλτε καὶ πετᾶξτε ἀπὸ πάνω σας κι ἐσεῖς, σὰν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα αὐτὰ τὰ κακά)». Πάντοτε λέγει καὶ γενικὰ καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸν καθένα. Αὐτὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαθέσεως τοῦ καθενός. «Ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους (:Τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν κακία καὶ πονηριά, τὴν κακολογία, τὴν αἰσχρολογία ἀπὸ τὸ στόμα σας. Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο)»· «αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν (:τὴν αἰσχρολογία ἀπὸ τὸ στόμα σας)», λέγει μὲ ἔμφαση, διότι τὸ λερώνει.
«ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν (:ἀφοῦ πλέον γδυθήκατε τὸν παλαιὸ διεφθαρμένο ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τίς πράξεις του καὶ ντυθήκατε τὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ συνεχῶς ἀνανεώνεται καὶ γίνεται καινούργιος, ὥστε νὰ προοδεύει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται διαρκῶς καινούργιος μὲ τὸ νὰ παίρνει τὴν ἴδια μορφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν δημιούργησε)» [Κολ. 3,9]. Ἀξίζει νὰ ἐξετάσουμε ἐδῶ, γιατί τέλος πάντων καλεῖ τὸν ἀνήθικο βίο ''μέλη'' καί ''ἄνθρωπο'' καί ''σῶμα'' καὶ τὸν ἐνάρετο πάλι τὸ ἴδιο. Καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἱ ἁμαρτίες, πῶς λέγει «μαζὶ μὲ τίς πράξεις του»; Μὲ τὸ νὰ πεῖ «τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο», ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἐκεῖνο. Ἡ προαίρεση εἶναι πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία, καὶ αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος, παρὰ ἐκεῖνο. Διότι ἡ οὐσία δὲν ὠθεῖ στὴν κόλαση, οὔτε εἰσάγει στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κανένα οὔτε ἀγαπᾶμε, οὔτε μισοῦμε ὅταν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅταν αὐτὸς εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἄνθρωπος.
Ἐὰν λοιπὸν ἡ μὲν οὐσία εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὴ δὲ δὲν φέρει εὐθύνη γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ δύο, πῶς λέγει ὅτι αὐτὸ εἶναι κακό; Καὶ γιατί λέγει: «σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ (:μαζὶ μὲ τίς πράξεις του)»; Ἐννοεῖ τὴν προαίρεση μαζὶ μὲ τὰ ἔργα. Ἀποκαλεῖ αὐτὸν παλαιό, ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξει την ἀτιμία του καὶ τὴν ἀσχήμια τους καὶ τὴν ἀδυναμία του. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ νέο, ἀντὶ νὰ λέγει «μὴν περιμένετε ὅτι καὶ αὐτὸ θὰ πάθει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο· διότι ὅσο προχωρεῖ ἡ ἡλικία του, δὲν προχωρεῖ πρὸς τὰ γηρατειά, ἀλλὰ πρὸς νεότητα, ποὺ εἶναι σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν πρώτη». Διότι τὸ νὰ τὰ ἀποκτήσει περισσότερη γνώση, ἀξιώνεται καὶ μεγαλύτερα, καὶ περισσότερο προοδεύει, γίνεται πιὸ δυνατός, ὄχι ἀπὸ τὴ νεότητά του μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ εἶδος στὸ ὁποῖο ἀνήκει. Νά, ''κτίσις'' ὀνομάζεται ὁ ἄριστος τρόπος ζωῆς. Σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ· διότι αὐτὸ σημαίνει «σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα Ἐκείνου ποὺ τὸν δημιούργησε», ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε στὰ γηρατειά, ἀλλὰ ἦταν τόσο καλός, ὥστε οὔτε νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν περιγράψουμε.
«Ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός (:Σὲ αὐτὸν τὸν νέο ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει διάκριση Ἕλληνα καὶ Ἰουδαίου, περιτετμημένου Ἰσραηλίτη καὶ ἀπερίτμητου ἐθνικοῦ, βάρβαρου καὶ Σκύθη, δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἀλλὰ καὶ ἐθνικότητα καὶ καταγωγὴ καὶ ἀξίωμα καὶ τὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως καὶ μέσα σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς πάλι εἶναι ὁ Χριστός)» [Κολ. 3,11]. Ἰδοὺ τρίτο ἐγκώμιο τοῦ ἀνδρὸς αὐτοῦ, ὅταν δὲν ἰσχύει ἡ διαφορὰ οὔτε τῆς ἐθνικότητας, οὔτε τοῦ ἀξιώματος, οὔτε τῆς καταγωγῆς, ὅταν δὲν ἔχει τίποτε ἀπό τὰ ἐκτὸς τῆς πίστεως, οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά· διότι τέτοια εἶναι ὅλα αὐτά.
«Δὲν ὑπάρχει διάκριση Ἕλληνα καὶ Ἰουδαίου, περιτετμημένου Ἰσραηλίτη καὶ ἀπερίτμητου ἐθνικοῦ, βάρβαρου καὶ Σκύθη, δούλου καὶ ἐλεύθερου»· «Ἕλληνας», δηλαδὴ προσήλυτος· «καὶ Ἰουδαῖος», ἀπὸ καταγωγή. Ἄν ἔχεις Αὐτὸν μόνο, θὰ κατορθώσεις τὰ ἴδια μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ τὰ ἔχουν αὐτά. «Τὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως καὶ μέσα σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς πάλι εἶναι ὁ Χριστός», λέγει. «Ὅλα σὲ ἐσᾶς θὰ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸ γένος, καὶ σὲ ὅλους θὰ εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος». Ἢ κάτι ἄλλο ἐννοεῖ, ὅτι «ὅλοι ἔχετε γίνει Χριστὸς ἕνας καὶ εἶστε σῶμα Αὐτοῦ».
«Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι (:Σὰν ἐκλεκτοὶ λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶστε καὶ ἁγιασμένοι καὶ ἀγαπημένοι Του, ἀποκτῆστε καὶ ντυθεῖτε)». Ἀποδεικνύει πόσο εὔκολα κατορθώνεται ἡ ἀρετή, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε αὐτὴν πάντοτε καὶ γιὰ νὰ τὴν μεταχειριζόμαστε σὰν τὸ πιὸ μεγάλο στολίδι μας. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἔπαινο γίνεται καὶ ἡ παραίνεση· διότι τότε ἔχει τὴν πιὸ μεγάλη δύναμη. Διότι ἔγιναν ἅγιοι, ἀλλὰ ὄχι ἐκλεκτοί. Τώρα ὅμως ἔγιναν καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ ἅγιοι καὶ ἀγαπημένοι. «Σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (:Ντυθεῖτε καρδιὰ συμπονετικὴ καὶ εὐσπλαχνική)». Δὲν εἶπε εὐσπλαχνία, ἀλλὰ ἐντονότερα τὸ ἐξέφρασε μὲ τίς δύο λέξεις. Καὶ δὲν εἶπε, ὅπως συμβαίνει στὰ ἀδέλφια, ἀλλὰ ὅπως φέρονται οἱ πατέρες στὰ παιδιά. Μὴ λοιπόν μοῦ πεῖς ὅτι ἔκανε λάθος· γι᾿ αὐτὸ εἶπε σπλάχνα. Καὶ δὲν εἶπε, συμπάθεια, γιὰ νὰ μὴν ἐξευτελίσει ἐκείνους, ἀλλά, «καρδιὰ συμπονετικὴ καὶ εὐσπλαχνική».
«Χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς (:Ἀγαθὴ καὶ εὐεργετικὴ διάθεση, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. Νὰ ἀνέχεστε ὁ ἕνας τίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου καὶ νὰ συγχωρεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἐὰν ἔχει κανεὶς παράπονο ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ὅπως καὶ ὁ Χριστός σᾶς ἔκανε χάρη καὶ σᾶς συγχώρησε, ἔτσι κι ἐσεῖς νὰ συγχωρεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο)». Πάλι ξεχωριστὰ τὰ ἀναφέρει καὶ αὐτὸ κάνει πάντοτε, διότι ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα προέρχεται ἡ ταπεινοφροσύνη, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἡ μακροθυμία.
«Νὰ ἀνέχεστε ὁ ἕνας τίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου», λέγει, δηλαδή, νὰ παραδέχεστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ πρόσεχε πῶς αὐτὸ τίποτε δὲ φανέρωσε, ἀφοῦ τὸ ὀνόμασε παράπονο καὶ εἶπε «καθὼς καὶ ὁ Χριστός σᾶς συγχώρησε». Εἶναι μεγάλο τὸ πρότυπο, πρᾶγμα ποὺ πάντοτε κάνει, ἀπὸ τὸν Χριστὸ προτρέποντας αὐτούς. ''Παράπονο'', λέγει. Ἐκεῖ μόνο τὸ παρουσίασε αὐτὸ ἀσήμαντο, ὅταν ὅμως ἀνέφερε τὸ Πρότυπο, ἔπεισε ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουμε μεγάλα παράπονα, πρέπει νὰ συγχωροῦμε. Διότι τό «καθὼς ὁ Χριστός», αὐτὸ σημαίνει· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ὅτι πρέπει καὶ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ νὰ συγχωροῦμε· καὶ δὲν φτάνει αὐτὸ μόνο ἀλλὰ ὅτι πρέπει καὶ νὰ ἀγαπᾶμε. Διότι ἀφοῦ ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε γιὰ παράδειγμα, παρουσιάζει στὴ συνέχεια ὅλα αὐτά· καὶ ὅτι πρέπει νὰ θυσιάζουμε τὴ ζωὴ μας γι᾿ αὐτούς, εἴτε εἶναι μεγάλα τὰ ἀδικήματα εἴτε δὲν ἔχουμε ἀδικήσει ἐμεῖς πρῶτοι, εἴτε ἐμεῖς μὲν εἴμαστε μεγάλοι, ἐκεῖνοι δὲ μικροί, εἴτε πρόκειται νὰ μᾶς ὑβρίζουν καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτά, διότι τό, καθὼς αὐτὰ ἀπαιτεῖ· καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ σταματήσουμε μέχρι τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἐὰν εἶναι δυνατό, νὰ συνεχίσουμε καὶ ὕστερα.
«Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος (:Καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ ντυθεῖτε τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία σὰν κρίκος δένει μαζὶ ὅλες τίς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο)» [Κολ. 3,11]. Βλέπεις ὅτι αὐτὸ ἐννοεῖ; Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀγαπᾷ κανείς, ἂν καὶ συγχωρεῖται, ναί, λέγει, καὶ νὰ ἀγαπᾷ, καὶ δείχνει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι δυνατὸ νὰ συγχωρεῖ κανείς. Διότι μπορεῖ κανεὶς καὶ ἀγαθὸς νὰ εἶναι καὶ πρᾶος καὶ ταπεινόφρονας καὶ μακρόθυμος καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ τὰ πάντα. Γι᾿ αὐτὸ ἀρχίζοντας εἶπε: «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (:καρδιὰ συμπονετικὴ καὶ εὐσπλαχνική)», καὶ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία. «Καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ ντυθεῖτε τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία σὰν κρίκος δένει μαζὶ ὅλες τίς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο». Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπὸ ἐκεῖνα, διότι ὅλα ἐκεῖνα διαλύονται, ἂν δὲν γίνονται μὲ ἀγάπη. Αὐτὴ περισφίγγει ὅλα ἐκεῖνα· ὁποιοδήποτε ἀγαθὸ καὶ ἂν ἀναφέρεις, ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτή, δὲν εἶναι τίποτε, ἀλλὰ ἐξαφανίζεται. Καὶ ὅπως στὸ πλοῖο, ἂν οἱ ἀποσκευὲς εἶναι μεγάλες, οἱ δὲ ταινίες γιὰ τὸ δέσιμό τους εἶναι μικρές, δὲν ὑπάρχει κανένα ὄφελος· ὅμοια καὶ στὸ σπίτι, ἐὰν δὲν ὑπάρχουν οἱ συνδέσεις ξύλων· ἀλλὰ καὶ στὸ σῶμα, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι μεγάλα τὰ ὀστᾶ, ἂν οἱ σύνδεσμοι δὲν ὑπάρχουν, δὲν ὑπάρχει κανένα ὄφελος. Διότι ὁποιαδήποτε κατορθώματα καὶ ἂν ἔχει κανείς, ὅλα εἶναι μάταια, ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη. Δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ἡ κορυφὴ τῶν ἀρετῶν ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σπουδαιότερο, ''σύνδεσμος''· αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀναγκαῖο, παρὰ ἐκεῖνο· διότι ἡ μὲν κορυφὴ εἶναι αὔξηση τῆς τελειότητας, ἐνῶ ὁ σύνδεσμος εἶναι ἡ συνοχὴ ἐκείνων ποὺ συνιστοῦν τὴν τελειότητα, σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ ἡ ρίζα.
«Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε (: Καὶ ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς ἂς ἐπιστατεῖ καὶ ἂς κυριαρχεῖ μέσα στὶς καρδιές σας. Γι᾿ αὐτὴν τὴν εἰρήνη ἐξάλλου προσκληθήκατε, ὥστε νὰ γίνετε ἕνα σῶμα. Προσπαθεῖτε ἀκόμη νὰ γίνεστε καὶ εὐχάριστοι μεταξύ σας)» [Κολ. 3,15]. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ σταθερὴ καὶ ἀσφαλὴς αὐτὴ εἶναι. Ἄν ἐξαιτίας ἀνθρώπου ἔχεις εἰρήνη, γρήγορα διαλύεται, ἂν ὅμως ἔχεις εἰρήνη ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ, δὲ διαλύεται. Ἄν καὶ ἀνέφερε τὸ γενικό, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη, ὅμως ἔρχεται πάλι στὸ ἰδιαίτερο· διότι ὑπάρχει καὶ ἀγάπη χωρὶς μέτρο, ὅπως, ὅταν ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη κατηγορεῖ κανεὶς χωρὶς λόγο καὶ φιλονικεῖ καὶ δείχνει ἀποστροφή. «Ὄχι», λέγει, «δὲν θέλω αὐτό. Ὄχι ὅπως στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς ἔκανε εἰρήνη πρὸς ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε». Πῶς ἔκανε; Ἐπειδὴ Αὐτὸς θέλησε, χωρὶς νὰ λάβει κάτι ἀπὸ ἐμᾶς.
Τί σημαίνει: «ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς ἂς ἐπιστατεῖ καὶ ἂς κυριαρχεῖ μέσα στὶς καρδιές σας»; Ἐὰν ἀντιμάχονται δύο σκέψεις, μὴν ἐπιτρέψεις τὸν θυμό, μὴν ἐπιτρέψεις τὴν ὕβρη νὰ κατέχει τὸ βραβεῖο, ἀλλὰ τὴν εἰρήνη. Γιὰ παράδειγμα, ἔστω ὅτι κάποιος ὑβρίστηκε ἄδικα. Ἀπὸ τὴν ὕβρη γεννήθηκαν δύο σκέψεις, ἡ μία ποὺ προτρέπει νὰ ἀμυνθεῖ καὶ ἡ ἄλλη νὰ ὑπομείνει τὴν ὕβρη, καὶ παλεύουν μεταξύ τους. Ἐὰν ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ μέσο γιὰ νὰ κρίνει, δίνει τὸ βραβεῖο στὴ σκέψη ποὺ προτρέπει τὴν ὑπομονή, καὶ καταντροπιάζει τὴν ἄλλη. Μὲ ποιό τρόπο; Πείθοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι εἰρήνη, ὅτι ἔκανε εἰρήνη μὲ ἐμᾶς. Δὲν δείχνει μόνο μεγάλο τὸν ἀγῶνα τοῦ πράγματος. «Ἄς μὴν ἐπιστατεῖ καὶ νὰ κυριαρχεῖ», λέγει, «ὁ θυμός, οὔτε ἡ φιλονικία, οὔτε ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων, διότι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ ἀμύνονται οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ τὸ νὰ μὴν παθαίνουν κανένα κακό. Ἀλλὰ δὲν θέλω αὐτὴν τὴν εἰρήνη», λέγει, «ἀλλὰ ἐκείνη, τὴν ὁποία καὶ ἄφησε Αὐτός. Ἔκανε στάδιο μέσα στὶς σκέψεις μας καὶ ἀγῶνα καὶ ἄθληση καὶ κριτή».
Ἔπειτα πάλι προτροπή: «εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε (:Γι᾿ αὐτὴν τὴν εἰρήνη ἐξάλλου προσκληθήκατε)», λέγει. Ὑπενθύμισε πόσων ἀγαθῶν αἰτία εἶναι ἡ εἰρήνη. Γι᾿ αὐτὴν σὲ κάλεσε, σὲ αὐτὴν σὲ κάλεσε, ὥστε νὰ δεχτεῖς ἀξιόπιστα τὸ βραβεῖο. Γιατί λοιπὸν ἔκανε ἕνα σῶμα; Ὄχι γιὰ νὰ ἐξουσιάζει αὐτή; Ὄχι γιὰ νὰ ἔχουμε ἀφορμὴ γιὰ εἰρήνη; Γιατί ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα; Καὶ πῶς εἴμαστε ἕνα σῶμα; Γιὰ τὴν εἰρήνη εἴμαστε ἕνα σῶμα, καὶ ἐπειδὴ τὸ σῶμα εἶναι ἕνα, ἔχουμε εἰρήνη. Γιατί ὅμως δὲν εἶπε «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἂς νικᾷ», ἀλλὰ «ἂς βραβεύει»; Ἔκανε περισσότερο ἀξιόπιστη. Δὲν ἄφησε τὴν πονηρὴ σκέψη νὰ ἀγωνίζεται ἐναντίον της, ἀλλὰ νὰ στέκεται πιὸ κάτω. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ βραβείου ἐξύψωσε τὸν ἀκροατή, διότι ἂν δώσει τὸ βραβεῖο στὴν ἀγαθὴ σκέψη, ὅσες ἀναισχυντίες καὶ ἂν κάνει ἐκείνη, δὲ θὰ προκύψει κανένα ὄφελος στὸ μέλλον. Ἄλλωστε καὶ ἐκείνη ἀντιλαμβανόμενη, ὅτι ὅσα καὶ ἂν κάνει, δὲν θὰ λάβει τὸ βραβεῖο ὅσο καὶ ἂν ἐξαγριωθεῖ καὶ ἐπιχειρήσει νὰ προσβάλλει πιὸ δυνατά, ἐπειδὴ ματαιοπονεῖ, θὰ ἀπομακρυνθεῖ.
Καὶ καλῶς πρόσθεσε: «καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε (:καὶ νὰ προσπαθεῖτε νὰ γίνεστε εὐχάριστοι μεταξύ σας)». Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς εὐχάριστος καὶ πάρα πολὺ ὑποχωρητικός, τὸ νὰ μεταχειρίζεται τοὺς συνανθρώπους του μὲ ὅμοιο τρόπο, ὅπως αὐτὸν ὁ Θεός, τὸ νὰ ὑποχωρεῖ στὸν κύριό του, τὸ νὰ ὑπακούει, τὸ νὰ αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅλα, εἴτε τὸν ὑβρίσει κανείς, εἴτε τὸν χτυπήσει· διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐκφράζει εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό, γιὰ τὰ ὅσα ἔπαθε, θὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Δημιουργό του, καθόσον ἐκεῖνος ποὺ ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτό του, δὲν αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη. Ἀλλὰ ἂς μὴ γίνουμε ὅπως ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ χρωστοῦσε τὰ ἑκατὸ δηνάρια, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε τό «Πονηρὲ δοῦλε» [Ματθ. 18,32: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκὰ σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; (:Δοῦλε πονηρέ, ὅλο τὸ χρέος ἐκεῖνο, τὸ τόσο μεγάλο, σοῦ τὸ χάρισα, ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δὲν ἔπρεπε καὶ ἐσὺ νὰ λυπηθεῖς καὶ νὰ σπλαχνιστεῖς τὸν σύνδουλό σου, ὅπως καὶ ἐγὼ σὲ λυπήθηκα καὶ σοῦ ἔδειξα ἔλεος, ἂν καὶ δὲν εἶμαι σύνδουλός σου, ἀλλὰ κύριός σου;)»], διότι τίποτε δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀχαριστία αὐτή. Ὥστε αὐτοὶ ποὺ δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους εἶναι ἀχάριστοι.
Γιατί ὅμως ἀνέφερε πρῶτα τὴν πορνεία; Διότι ἀφοῦ εἶπε «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (:Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές)», ἀμέσως λέγει «τὴν πορνεία» καὶ αὐτὸ σχεδὸν κάνει παντοῦ. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ πάθος προπάντων ἐξουσιάζει, ἀφοῦ καὶ στὴν ἐπιστολή του ποὺ ἔγραφε πρός τοὺς Θεσσαλονικεῖς αὐτὸ ἔκανε: «Τοῦτο γὰρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας (:Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός σας· δηλαδὴ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἁγιάζετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν πορνεία)» [Α΄ Θεσ. 4,3].
Καὶ τί τὸ παράδοξο; Γράφοντας καὶ στὸν Τιμόθεο λέγει: «Χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει (:Νὰ μὴ θέτεις γρήγορα τὰ χέρια σου σὲ κανένα γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσεις, οὔτε νὰ γίνεσαι συμμέτοχος καὶ συνυπεύθυνος σὲ ξένες ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες εἶναι ἑπόμενο νὰ διαπράξει αὐτὸς ποὺ χειροτονεῖται ἀνάξια. Νὰ διατηρεῖς τὸν ἑαυτό σου καθαρὸ καὶ ἀπὸ δικές σου ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ξένες)» [Α΄ Τιμ. 5,22]· καὶ πάλι ἀλλοῦ λέγει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (:Ἐπιδιώκετε εἰρήνη μὲ ὅλους. Ἐπιδιώκετε καὶ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀπὸ κάθε πάθος· διότι χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο)» [Ἑβρ. 12,14].
«Νεκρώσατε οὖν (:Νεκρῶστε λοιπόν)», λέγει, «τὰ μέλη ὑμῶν (:τὰ μέλη σας)». Γνωρίζετε πῶς εἶναι τὸ νεκρό, μισητό, ἀποτρόπαιο, ἀποσυντεθειμένο. Ἄν τὸ νεκρώσεις δὲν μένει νεκρό, ἀλλὰ φθείρεται ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα. Σβῆσε λοιπὸν τὴ θερμότητα καὶ τίποτε δὲν μένει νεκρό. Δείχνει αὐτὸν νὰ κάνει αὐτό, πρᾶγμα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔκανε στὴν περίπτωση τοῦ βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ ὀνομάζει μέλη, σὰν νὰ παρουσιάζει κάποιον ἄριστο καὶ νὰ μεταχειρίζεται πιὸ μεγάλη ἔμφαση. Καὶ καλῶς εἶπε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (:τὰ εὑρισκόμενα ἐπάνω στὴ γῆ)», διότι ἐδῶ μένουν καὶ ἐδῶ φθείρονται, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ μέλη αὐτά. Ὥστε δὲν εἶναι τόσο τὸ σῶμα γήινο, ὅσο γήινη εἶναι ἡ ἁμαρτία. Διότι αὐτὸ φαίνεται κάποτε καὶ καλό, ἐκεῖνα ὅμως ποτέ. Καὶ τὰ μέλη αὐτὰ ἐπιθυμοῦν ὅλες τίς γήινες ἀπολαύσεις. Ἄν τὸ μάτι εἶναι τέτοιο, δὲν βλέπει τὰ ἀγαθὰ ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, ἂν τὸ αὐτὶ εἶναι τέτοιο, ἂν τὸ χέρι ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέλος ἀναφέρεις. Τὸ μάτι βλέπει τὰ σώματα, τὰ κάλλη καὶ τὰ χρήματα, αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπό τὴ γῆ, μὲ αὐτὰ εὐχαριστεῖται· τὸ αὐτὶ εὐχαριστεῖται μὲ τὸ ἡδυπαθὲς μελωδικὸ τραγούδι, τὴν κιθάρα καὶ τὸν αὐλὸ καὶ τὴν αἰσχρολογία. Αὐτὰ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴ γῆ.
Ἀφοῦ λοιπὸν τοποθέτησε αὐτοὺς στὸν οὐρανὸ πλησίον τοῦ θρόνου, τότε λέγει: «Νεκρῶστε τὰ μέλη σας ποὺ βρίσκονται ἐπάνω στὴ γῆ». «Διότι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σταθεῖτε στὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μέλη αὐτά· δὲν εἶναι δυνατὸ ἐκεῖ, ὅπου πρέπει νὰ ἐνεργοῦν». Καὶ τὸ χῶμα αὐτὸ εἶναι χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο. Διότι ἐκεῖνο τὸ χῶμα γίνεται χρυσός· διότι λέγει: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν (:Καὶ θὰ ἀλλάξουμε, διότι τὸ φθαρτὸ αὐτὸ σῶμα πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ τὸ θνητὸ αὐτὸ σῶμα νὰ ντυθεῖ ἀθανασία)» [Α΄ Κορ. 15,53], αὐτὸ ὅμως τὸ χῶμα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἀναχωνευτεῖ. Ὥστε αὐτὰ τὰ μέλη ἀνήκουν περισσότερο στὴ γῆ, παρὰ ἐκεῖνα.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπε «ἀπό τὴ γῆ», ἀλλὰ «τὰ εὑρισκόμενα ἐπάνω στὴ γῆ», διότι μπορεῖ αὐτὰ νὰ μὴν εἶναι ἐπάνω στὴ γῆ. Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι ἐπάνω στὴ γῆ, ἐκεῖνα ὅμως δὲν εἶναι ἀνάγκη πιά. Διότι ὅταν τὸ αὐτὶ δὲν ἀκούει τίποτε ἀπὸ ὅσα λέγονται στὴ γῆ, ἀπὸ τὰ ἐδῶ, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, δὲ βρίσκεται ἐπάνω στὴ γῆ· ὅταν τὸ στόμα δὲ λέγει τίποτε ἀπὸ τὰ ἐδῶ, δὲ βρίσκεται ἐπάνω στὴ γῆ· ὅταν τὸ χέρι δὲν πράττει τίποτε ἀπὸ τὰ πονηρά, δὲν εἶναι ἀπὸ ὅσα βρίσκονται ἐπάνω στὴ γῆ αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ εὑρισκόμενα στοὺς οὐρανούς.
Αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς λέγει: «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γὰρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (: Καὶ ἂν κάποιο πρόσωπο ποὺ εἶναι χρήσιμο, φιλικὸ καὶ ἀγαπητὸ σὲ σένα σὰν τὸ δεξί σου μάτι σου γίνεται ἀφορμὴ ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας καὶ ἁμαρτίας, χωρίσου ὁριστικὰ ἀπὸ αὐτὸ καὶ πέταξέ το μακριὰ ἀπὸ ἐσένα· ὅπως θὰ ἔκανες καὶ μὲ τὸ μάτι σου ἐὰν κινδύνευε νὰ πάθει καὶ νὰ βλαφτεῖ ἀπὸ αὐτὸ ὅλο τὸ σῶμα σου· διότι σὲ συμφέρει νὰ χαθεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη σου καὶ νὰ μὴ ριχτεῖ ὅλο τὸ σῶμα σου στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως. Σὲ συμφέρει νὰ στερηθεῖς τὴν φιλία καὶ τὴ χρησιμότητα τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ νὰ μὴ ριχτεῖς μαζὶ μὲ ἐκεῖνο στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως)» [Ματθ. 5,29], δηλαδὴ ἐὰν βλέπεις μὲ ἀκόλαστο τρόπο, «νὰ τὸ βγάλεις», δηλαδὴ τὴν πονηρὴ σκέψη. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι λέγοντας «πορνεία», «ἀκαθαρσία», «πάθος», «ἐπιθυμία», ἐννοεῖ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, δηλαδὴ τὴν πορνεία, ἀπομακρύνοντάς μας μὲ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ αὐτήν. Διότι στὴν πραγματικότητα τὸ πάθος αὐτὸ εἶναι· καὶ ὅπως ἀκριβῶς πάσχει τὸ σῶμα ἢ ἔχει πυρετὸ ἢ τραυματίζεται, ἔτσι καὶ αὐτό.
Καὶ δὲν εἶπε «ἐμποδίστε», ἀλλὰ «νεκρῶστε», ὥστε νὰ μὴν ἀναστηθοῦν στὸ μέλλον, καὶ «ἀπομακρύνετε». Ἐκεῖνο ποὺ γίνεται νεκρὸ τὸ ἀπομακρύνουμε, ὅπως παραδείγματος χάρη, ἂν ὑπάρχουν ἐξογκώματα στὸ σῶμα, τὸ σῶμα εἶναι νεκρό, καὶ ἀπομακρύνουμε αὐτό. Ἀλλὰ ἐὰν μὲν τὸ κόψεις ἐνῶ εἶναι ζωντανό, προκαλεῖ φοβερὸ πόνο, ἐὰν ὅμως τὸ κόψεις ὅταν εἶναι νεκρωμένο, οὔτε κἂν τὸ αἰσθανόμαστε. Ἔτσι λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη· κάνουν ἀκάθαρτη τὴν ψυχή, κάνουν τὴν ἀθάνατη ψυχὴ νὰ ὑπόκειται σὲ πάθη.
Πῶς ἔχει ὀνομαστεῖ εἰδωλολατρία ἡ πλεονεξία, πολλὲς φορὲς τὸ ἔχουμε πεῖ. Διότι ἐκεῖνα ποὺ ὑπερβολικὰ τυραννοῦν τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι αὐτά, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀκολασία καὶ ἡ κακὴ ἐπιθυμία. «Δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ συστηματικὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ δὲν θέλουν νὰ πιστεύουν)», λέγει. «Υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» τοὺς ὀνομάζει, ἀποστερῶντας αὐτοὺς τῆς συγγνώμης καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν πειστεῖ, εἶναι ἀνάμεσα σὲ αὐτούς. «Ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε (:Στὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ καὶ ἐσεῖς κάποτε πορευθήκατε καὶ τὰ ὑπηρετήσατε, ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς, τοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους)», λέγει, καὶ πειστήκατε. Παρουσιάζει αὐτοὺς ἀκόμη καὶ νὰ βρίσκονται ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπαινεῖ λέγοντας: «Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν (:Τώρα ὅμως βγάλτε καὶ πετᾶξτε ἀπὸ πάνω σας κι ἐσεῖς, σὰν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν κακία καὶ πονηριά, τὴν κακολογία, τὴν αἰσχρολογία ἀπὸ τὸ στόμα σας)».
Ἀλλὰ σὲ ἄλλους μεταφέρει τὸν λόγο. Τίς ὕβρεις ὀνομάζει «πάθη καὶ βλασφημίες», ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τὸ θυμὸ λέγει τὴν πονηρία. Καὶ ἀλλοῦ λέγει ἐλέγχοντας: «Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη (:Γι᾿ αὐτὸ πετᾶξτε ἀπὸ ἐπάνω σας μιὰ γιὰ πάντα τὸ ψέμα, καὶ ὁ καθένας σας νὰ λέει τὴν ἀλήθεια στὸ συνάνθρωπό του· διότι ὅλοι μας ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα καὶ εἴμαστε μεταξύ μας μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου)» [Ἐφ. 4,25]. Παρουσιάζει αὐτοὺς σὰν δημιουργοὺς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἄλλον τὸν ἀπομακρύνουν, ἄλλον πάλι τὸν ἀποδέχονται. Εἶπε ἐκεῖ τὰ μέλη, ἐδῶ λέγει τὰ πάντα. Ἀνέφερε τὴν καρδιὰ αὐτοῦ, τὸν θυμό, τὸ στόμα, τὴ βλασφημία, τὰ μάτια, τὴν πορνεία, τὴν πλεονεξία, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸ ψέμα, αὐτὴν τὴ διάνοια καὶ τὸν παλαιὸ νοῦ. Ἔχει μία βασιλικὴ μορφή, τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Νόμιζα ὅτι αὐτοὶ προέρχονται μᾶλλον ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς· διότι ὅπως ἀκριβῶς τὸ χῶμα ποὺ εἶναι ἄμμος, ἂν ἄλλη εἶναι πιὸ μεγάλη σὲ μέγεθος καὶ ἄλλη πιὸ μικρή, ἔχασε πρῶτα τὴ δική της μορφὴ καὶ ὕστερα γίνεται χρυσή, καὶ ὅπως τὰ μαλλιὰ ὅποια καὶ ἂν εἶναι δέχονται ἄλλη ὄψη καὶ ἔκρυψαν τὴν πρώτη, ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ πιστός.
«ἀνεχόμενοι ἀλλήλων (:Νὰ ἀνέχεστε ὁ ἕνας τίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου)», λέγει. Ἔδειξε τὸ δίκαιο, νὰ ἀνέχεσαι τὸν ἄλλο καὶ ὁ ἄλλος ἐσένα, πρᾶγμα ποὺ λέγει στὴν «πρὸς Γαλάτας» ἐπιστολὴ του: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ (:Γιὰ νὰ προστατεύεστε λοιπὸν ἀπ᾿ τὸν κίνδυνο νὰ πέσετε κι ἐσεῖς, νὰ ὑπομένετε ὁ ἕνας τίς ἐνοχλήσεις τοῦ ἄλλου, ποὺ ὀφείλονται στὰ ἐλαττώματα καὶ τίς ἐλλείψεις του· καὶ ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονετικὴ αὐτὴ ἀνοχή, ἐκπληρῶστε τελείως τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν ὑπομένει μὲ ἀγάπη τὴν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, δὲν συναισθάνεται ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς ἐλαττώματα, ἀλλὰ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτὴ εἶναι ψεύτικη)» [Γαλ. 6,2].
«Καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε (:Προσπαθεῖτε ἀκόμη νὰ γίνεστε καὶ εὐγνώμονες ἀπέναντι στὸν εὐεργέτη Θεό)», λέγει. Διότι αὐτὸ προπάντων ἐπιζητεῖ παντοῦ, τὸ ἀποκορύφωμα τῶν ἀγαθῶν. Ἄς Τὸν εὐχαριστοῦμε λοιπὸν γιὰ ὅλα, ὅπως καὶ ἂν γίνονται, διότι αὐτὸ εἶναι εὐχαριστία· διότι τὸ νὰ κάνουμε αὐτὸ ὅταν εὐημεροῦμε, δὲν εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα, διότι ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς ὠθεῖ σὲ αὐτό· ὅταν ὅμως Τὸν εὐχαριστοῦμε ἐνῶ βρισκόμαστε σὲ κατάσταση ἀπογνώσεως, τότε εἶναι ἀξιοθαύμαστο. Ὅταν λοιπὸν γιὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἄλλοι βλασφημοῦν καὶ ἀποθαρρύνονται, ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε Αὐτόν, βλέπε πόση εἶναι ἡ εὐσέβεια. Πρῶτο, εὐχαρίστησες τὸν Θεό· δεύτερο, καταντρόπιασες τὸν διάβολο· τρίτο, καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε δὲν τὸ φανέρωσες· διότι συγχρόνως καὶ ἐσὺ εὐχαριστεῖς καὶ ὁ Θεὸς τὴν στενοχώρια ἀφαιρεῖ, καὶ ὁ διάβολος ὑποχωρεῖ.
Ἄν λοιπὸν ἀποθαρρυνθεῖς, ἐπειδὴ πραγματοποίησε ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε, παραμένει αὐτός, καὶ ὁ Θεὸς ἐπειδὴ βλασφημήθηκε, σὲ ἐγκαταλείπει, καὶ τὸ κακὸ αὐξάνει. Ἐὰν ὅμως εὐχαριστήσεις, ἐπειδὴ ἀποχωρεῖς χωρὶς κανένα ὄφελος, ἀποχωρεῖ καὶ ὁ διάβολος, καὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ τιμήθηκε, ἀνταποδίδει τὴν τιμὴ πλουσιότερα. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ εὐχαριστεῖ γιὰ τὰ κακά, νὰ αἰσθάνεται τὰ κακά. Διότι χαίρεται ἡ ψυχὴ ἐπειδὴ πέτυχε, ἀμέσως καθίσταται γελαστὴ ἡ συνείδηση, λάμπει ἀπὸ χαρὰ μὲ τοὺς ἐπαίνους της ἡ ψυχή, ἡ γελαστὴ ψυχὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι σκυθρωπή. Καὶ ἐκεῖ ἐνῶ μαζὶ μὲ τὴ συμφορὰ ἔρχεται καὶ ἡ συνείδηση ὡς τιμωρός, ἐδῶ ὅμως στεφανώνει καὶ ἀναγνωρίζει τὸν νικητή.
Τίποτε δὲν εἶναι ἁγιότερο ἀπὸ τὴ γλῶσσα ἐκείνη ποὺ στὰ κακὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Πράγματι, δὲν ὑπολείπεται καθόλου τῆς γλώσσας τῶν μαρτύρων, ὅμοια καὶ αὐτὴ καὶ ἐκεῖνος στεφανώνονται. Καθόσον καὶ σὲ αὐτὴν στάθηκε ὁ δήμιος ἀναγκάζοντάς την νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεὸ μὲ βλασφημίες, στάθηκε ὁ διάβολος ἐνοχλῶντας μὲ βασανιστικὲς σκέψεις, προκαλῶντας σύγχυση μὲ στενοχώριες. Ἄν λοιπὸν ὑποφέρει τίς θλίψεις καὶ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου