ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ [:Ἰω. 5,1-16]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ
[ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Ιω.5,1-22]
«Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα (:Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔπεφτε περίπου ἕνα μῆνα πρὶν τὸ Πάσχα. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα)»[Ἰω.5,1].Σὲ ποιά ἑορτὴ ἀναφέρεται ὁ Εὐαγγελιστής; Κατὰ τὴν ἄποψή μου, στὴν ἑορτὴ τῆς πεντηκοστῆς[:μεγάλη ἐτήσια ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ ὁποία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀποκαλεῖται Γιορτὴ τοῦ Θερισμοῦ ἢ Γιορτὴ τῶν Ἑβδομάδων (Ἔξοδος 23,16 καὶ 34,22) ἡ ὁποία ἦταν καθαρὰ γεωργικὴ ἑορτή. Ἡ τήρησή της λάβαινε χώρα τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τίς 16 Νισὰν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἡμερολογίου, τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία κάθε οἰκογένεια προσέφερε στὸν Θεὸ ἕνα δεμάτι κριθάρι, ποὺ ὑποδήλωνε τὴν ἐπιθυμία γιὰ εἰρηνικὴ σχέση μαζὶ Του (Λευιτικὸ 23,15-16). Οἱ προσφορὲς γιὰ αὐτὴ τὴ γεωργικὴ γιορτὴ γίνονταν μέσῳ τοῦ ἱερατείου ἀρχικὰ στὴν Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἐνῶ ἀργότερα στὸν Ναὸ στὴν Ἱερουσαλήμ]. Κατὰ τίς ἑορτὲς ὁ Ἰησοῦς ἔμενε συνήθως στὴν πόλη, ἀφενὸς γιὰ νὰ φαίνεται ὅτι ἑορτάζει μαζί τους, καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ προσελκύει στὴν πίστη τὸν ἁπλὸ λαό. Καὶ μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνων τῶν ἡμερῶν συνέρρεαν στὴν πόλη οἱ πιὸ ἀγαθοί, καλοπροαίρετοι, ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι.
«Ἒστι δὲ ἐν τοῖς ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι (:ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλεως ὑπάρχει κάποια λίμνη στὴν ὁποία κολυμποῦσαν, καὶ ἡ ὁποία στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ εἶχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. Σὲ αὐτὰ τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο μέλος πιασμένο καὶ ἀναίσθητο ἢ ἀτροφικό· καὶ ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν νὰ κινηθεῖ τὸ νερό της κολυμβήθρας· διότι ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνας ἄγγελος κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ ἀνατάραζε τὰ νερά της. Καὶ ὅποιος ἔμπαινε πρῶτος σὲ αὐτὴ μετὰ τὴν ἀνατάραξη τοῦ νεροῦ, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια ποὺ εἶχε)». Ποιός τρόπος θεραπείας εἶναι αὐτός; Ποιό μυστήριο ὑπαινίσσεται; Διότι αὐτὰ δὲν γράφτηκαν χωρὶς αἰτία καὶ τυχαία, ἀλλὰ περιγράφει τὰ μέλλοντα σὰν μιὰ προτύπωση καὶ ἀναπαράσταση, γιὰ νὰ μὴν κλονίσει τὴ δύναμη τῆς πίστεως τῶν πολλῶν αὐτὸ τὸ πολὺ παράδοξο καὶ ἀπροσδόκητο ποὺ συνέβαινε.
Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ προτυπώνεται ἐδῶ; Ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ στὸ μέλλον τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, τὸ ὁποῖο θὰ εἶχε πολλὴ δύναμη καὶ θὰ ἦταν μεγίστη δωρεά, βάπτισμα τὸ ὁποῖο θὰ καθάριζε ὅλες τίς ἁμαρτίες καὶ ἀπὸ πνευματικὰ νεκροὺς θὰ τοὺς ἔδινε ζωή. Αὐτὰ περιγράφονται ὅπως σὲ μία ἀπεικόνιση καὶ γιὰ τὴ δεξαμενὴ τῆς Βηθεσδὰ καὶ γιὰ ἄλλα πολλά. Καὶ κατὰ πρῶτον ἔδωσε τὸ νερό, τὸ ὁποῖο καθαρίζει τίς κηλῖδες τῶν σωμάτων καὶ τοὺς μολυσμοὺς ποὺ στὴν οὐσία δὲν ὑφίσταντο, ἀλλὰ τοὺς θεωροῦσαν πραγματικοὺς οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν κηδεία, ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ ἀπὸ ἄλλα παρόμοια. Καὶ θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ἔχουν γίνει μὲ νερὸ πολλὲς τέτοιες καθαρτικὲς ἐνέργειες, ἐξαιτίας τῆς ἰδέας ὅτι μολύνονταν ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ διάφορα ἀπαγορευμένα πρόσωπα ἢ ἀντικείμενα.
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως τώρα στὸ θέμα μας. Κατὰ πρῶτον, λοιπόν, ὅπως προανέφερα, παραχωρεῖ νὰ πραγματοποιοῦνται μὲ τὸ νερὸ καθαρισμοὶ σωματικῶν μολυσμῶν, καὶ ἔπειτα νὰ θεραπεύονται καὶ διάφορες ἀσθένειες. Ὁ Θεὸς δηλαδή, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μᾶς φέρει πλησιέστερα πρὸς τὴ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος, ὄχι μόνο μολυσμοὺς ἁπλῶς καθαρίζει πλέον, ἀλλὰ καὶ ἀσθένειες θεραπεύει. Διότι οἱ εἰκόνες ποὺ προσεγγίζουν περισσότερο τὴν ἀλήθεια, καὶ αὐτὲς ποὺ ἀναφέρονται στὸ Βάπτισμα καὶ αὐτὲς ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ Πάθος καὶ ὅσες ἀνάγονται σὲ ἄλλα γεγονότα, εἶναι πιὸ εὐδιάκριτες πλέον, ἐντονότερες καὶ παραστατικότερες ἀπὸ τίς παλαιότερες. Ὅπως δηλαδὴ οἱ σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως, οἱ ὁποῖοι στέκονται δίπλα του εἶναι ἐμφανέστεροι σέ μᾶς καὶ μεγαλοπρεπέστεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ στέκονται καὶ τὸν φρουροῦν ἀπὸ μακριά, κατὰ ὅμοιο τρόπο συνέβῃ καὶ μὲ τίς προτυπώσεις τῆς ἀλήθειας.
Κατέβαινε λοιπὸν ἄγγελος καὶ τάρασσε τὸ νερὸ καὶ τοῦ μετέδιδε θεραπευτικὴ δύναμη, γιὰ νὰ μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολὺ περισσότερο δύναται νὰ θεραπεύσει ὅλα τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων. Ἀλλὰ ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση δὲν θεράπευε ἁπλῶς ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ νεροῦ (διότι αὐτὸ τότε θὰ συνέβαινε συνεχῶς), ἀλλὰ ἀποκτοῦσε θεραπευτικὲς ἰδιότητες μόνο μετὰ τὴν παρέμβαση τοῦ ἀγγέλου ποὺ τὸ ἀνατάραζε, ἔτσι καί σὲ μᾶς δὲν ἐπιτελεῖ τὸν καθαρισμὸ ἀπὸ μόνο του τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ τότε συγχωρεῖ ὅλα μας τὰ ἁμαρτήματα ἀνεξαιρέτως, ὅταν δεχθεῖ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γύρω λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴ δεξαμενὴ «βρισκόταν πολὺ πλῆθος ἀπὸ ἀρρώστους, τυφλοί, κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ ἀκίνητο καὶ σὰν ξερό, κάποιο μέλος τοῦ σώματός τους καὶ οἱ ὁποῖοι ὅλοι περίμεναν νὰ κινηθεῖ τὸ νερό της». Τότε ὅμως ἡ ἀσθένεια ἐμπόδιζε ὅποιον ἤθελε νὰ θεραπευθεῖ, ἐνῶ σήμερα ὁ καθένας ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ προσέλθει· διότι δὲν εἶναι ἄγγελος ἐκεῖνος ποὺ ταράσσει τὸ νερό, ἀλλὰ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων εἶναι ποὺ ἐργάζεται καὶ ἐπιτυγχάνει τὰ πάντα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τώρα ὁ ἄρρωστος «Ἄνθρωπο δὲν ἔχω», δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ: «ἐνῶ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω ἐγὼ μόνος μου, προλαβαίνει ἄλλος καὶ κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα». Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη προσέλθει, ἡ χάρη δὲν λιγοστεύει, οὔτε ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια δαπανᾷται, παρὰ διατηρεῖται ἡ ἴδια καὶ μάλιστα σὲ τέτοια κατάσταση, στὴν ὁποία ἦταν πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα. Καὶ ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου φωτίζουν κάθε μέρα χωρὶς νὰ δαπανῶνται, καὶ χωρὶς νὰ ἐλαττώνεται τὸ φῶς τους ἀπὸ τὴ μεγάλη παροχή, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ σὲ μεγαλύτερο, μάλιστα, βαθμὸ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἐλαττώνεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ τὴν ἀπολαμβάνει. Αὐτὸ λοιπὸν ἔγινε ὥστε ὅσοι ἔμαθαν ὅτι ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νὰ θεραπεύουν τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος στὸ νερό, καὶ μάλιστα γιὰ πολὺ χρόνο ἀσκήθηκαν σὲ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς θεραπείας, νὰ πιστέψουν εὐκολότερα ὅτι τὸ νερό, διὰ τῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Βάπτισμα, εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπεύσει καὶ τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς.
Καὶ γιατί ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ ἄφησε τοὺς ἄλλους πλησίασε ἐκεῖνον ποὺ ἦταν γιὰ τριάντα ὀχτὼ χρόνια ἀσθενὴς καὶ γιατί τὸν ρώτησε ἂν θέλει νὰ γίνει ὑγιής; Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μάθει αὐτὸ ποὺ ρωτοῦσε (διότι αὐτὸ ἦταν περιττὸ φυσικὰ γιὰ τὸν Παντογνώστη Θεό), ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει τὴν καρτερία τοῦ ἀσθενοῦς αὐτοῦ καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι γι᾿ αὐτὸ ἄφησε τοὺς ἄλλους καὶ πῆγε σὲ αὐτόν. Τί ἔκανε ὁ ἀσθενής; «Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ μὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει(:ἀποκρίθηκε σὲ Αὐτὸν ὁ ἀσθενὴς καὶ εἶπε: ''Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ρίξει στὴν κολυμβήθρα ἀμέσως μόλις ἀναταραχτοῦν τὰ νερά της· καὶ ἐνῶ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω ἐγὼ μόνος μου, προλαβαίνει ἄλλος καὶ κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα'')»[Ἰω. 5,7].
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;(:Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;)», γιὰ νὰ μάθουμε αὐτά. Καὶ δὲν τοῦ εἶπε «Θέλεις νὰ σὲ θεραπεύσω;»(διότι ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶχε ἀκόμη καταλάβει ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει), ἀλλὰ «Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;»[χωρὶς δηλαδή, ἐξαρχῆς ἄμεση ἀναφορὰ στὴ δική Του θεραπευτικὴ ἐπενέργεια].
Ἦταν ἐκπληκτικὴ ἡ ὑπομονὴ τοῦ παραλυτικοῦ, ἐπειδὴ ἦταν παράλυτος γιὰ τριανταοκτὼ ἔτη καὶ κάθε ἔτος εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ἐπέμενε, χωρὶς νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὴν προσπάθειά του· διότι ἂν ὄχι τὰ παρελθόντα, τοὐλάχιστον τὰ μέλλοντα δὲν ἦσαν ἱκανά, ἐὰν δὲν ἦταν καρτερικός, νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν τόπο αὐτόν. Σκέψου, ἀκόμη, σὲ παρακαλῶ, πόσο ἔπρεπε νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐκεῖ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀσθενεῖς, διότι ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ταρασσόταν τὸ νερὸ δὲν ἦταν φανερός. Καὶ οἱ μὲν χωλοὶ καὶ ἀκρωτηριασμένοι μποροῦσαν νὰ παρατηροῦν, οἱ τυφλοὶ ὅμως πῶς ἔβλεπαν; Ἴσως νὰ καταλάβαιναν ἀπὸ τὸν θόρυβο ποὺ γινόταν.
Ἄς αἰσθανθοῦμε ντροπή, ἀγαπητοί μου, ἂς αἰσθανθοῦμε ντροπὴ καὶ ἂς στενάξουμε γιὰ τὴν πολλή μας ραθυμία. Γιὰ τριανταοκτὼ ἔτη ἐπέμενε ἐκεῖνος ὁ παραλυτικός, χωρὶς νὰ πετυχαίνει αὐτὸ ποὺ ἤθελε, ὅμως δὲν ἐγκατέλειπε ἀπογοητευμένος τὴν προσπάθεια καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ δὲν πετύχαινε τὸν σκοπό του, ὄχι ἀπὸ τὴ δική του ἀμέλεια, ἀλλὰ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι παρεμποδιζόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὑφίστατο τὴ βία τους, χωρὶς ἐντούτοις νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ μιὰ μελλοντική του θεραπεία, ἔστω καὶ κάτω ἀπὸ τίς συνθῆκες αὐτές. Ἐμεῖς ὅμως ἐὰν ἐπὶ δέκα μέρες μόνο ἐπιμένουμε νὰ παρακαλοῦμε γιὰ κάτι καὶ δὲν τὸ ἐπιτύχουμε, στὴ συνέχεια ἀδιαφοροῦμε νὰ ἐπιδεικνύουμε τὴν ἴδια προθυμία καὶ θέρμη στὶς παρακλήσεις μας. Καὶ πλησίον μὲν τῶν συνανθρώπων μας ἐπιμένουμε τόσο πολὺ χρόνο, στρατευόμενοι, ταλαιπωρούμενοι καὶ προσφέροντας δουλικῶς τίς ὑπηρεσίες μας, χάνοντας πολλὲς φορὲς στὸ τέλος καὶ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, πλησίον ὅμως τοῦ Κυρίου μας, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε ἀμοιβὴ πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς κόπους μας, δὲν ἀνεχόμαστε νὰ ἐπιμένουμε μὲ τὴν πρέπουσα προθυμία.
Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἀπόστολος: «ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν(:ἡ θλίψη παράγει σιγὰ σιγὰ ὡς μόνιμο καὶ τέλειο ἔργο τὴν ὑπομονή· ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη καὶ τέλεια, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό· καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σέ μᾶς ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τίς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβῶνας τῆς ἐλπίδας μας)»[Ρωμ.5,5].
[...]Μεγάλο ἑπομένως κέρδος ἔχουμε ἀπὸ τίς Ἅγιες Γραφὲς καὶ μεγάλη ὠφέλεια. Καὶ αὐτὸ θέλοντας νὰ δείξει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ὅσα γὰρ προεγράφῃ, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφῃ, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν(:καὶ σᾶς φέρνω τὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι ὅσα γράφτηκαν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους ἄντρες, γράφτηκαν γιὰ τὴ δική μας διδασκαλία, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ κρατοῦμε στερεὰ τὴν ἐλπίδα μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἐνίσχυση ποὺ δίνουν οἱ Ἅγιες Γραφές)»[Ρωμ.15,4].
Πραγματικὰ τὰ θεῖα λόγια εἶναι θησαυροφυλάκιο ἐξεύρεσης παντὸς εἴδους φαρμάκων γιὰ κάθε ἀσθένεια. Ἑπομένως, εἴτε παραστεῖ ἀνάγκη νὰ ἐξαλείψει κανεὶς τὴν ἀλαζονεία, εἴτε νὰ ἀποκοιμίσει κάποια ἐπιθυμία, εἴτε νὰ καταπατήσει τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων, εἴτε νὰ περιφρονήσει τὸν πόνο, εἴτε νὰ μεταδώσει αἰσιοδοξία καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ὑπομονὴ καὶ νὰ ἐνσταλάξει τὴ χαρά, μπορεῖ νὰ βρεῖ μεγάλη ἀνακούφιση καὶ ἐξεύρεση λύσεων γιὰ ὅλα αὐτὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Διότι ποιός ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται διαρκῶς μὲ τὴν πενία ἢ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ βαριὰ νόσο, ἀφοῦ ἀναγνώσει τὸ παραπάνω χωρίο σχετικὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά, δὲ θὰ λάβει μεγάλη παρηγορία; Διότι αὐτὸς ἔμενε ἐπὶ τριανταοκτὼ χρόνια παράλυτος καὶ κάθε ἔτος ἔβλεπε ἄλλους μὲν νὰ θεραπεύονται, τὸν ἑαυτό του ὅμως νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κατέχεται ἀπὸ τὸ νόσημα, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχασε τὸ θάρρος του καὶ δὲν ἀπογοητεύθηκε. Καὶ ὅμως, ἡ λύπη γιὰ τίς ἀποτυχημένες προσπάθειές του στὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔλλειψη ἐλπίδας γιὰ τίς ὁποιεσδήποτε μελλοντικές του προσπάθειες ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σωματικῆς του ἀναπηρίας ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προλάβει κάθε φορά, θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν εἶχαν κλονίσει.
Ἄκουσε λοιπὸν τί λέγει καὶ σκέψου τὸ μέγεθος τῆς τραγωδίας του. Ὅταν δηλαδὴ τὸν ρώτησε ὁ Χριστὸς ἂν θέλει νὰ γίνει ὑγιής, ἀπάντησε: «Ναί, Κύριε, θέλω νὰ γίνω ὑγιής· ὅμως δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ βάλει στὴ δεξαμενή, ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό». Τί περισσότερο λυπηρὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσει κανείς; Ποιά μεγαλύτερη συμφορὰ ἀπὸ αὐτήν; Εἶδες ψυχὴ ποὺ εἶχε συντριβεῖ ἀπὸ τὴ διαρκῆ καὶ μακρόχρονη ἀσθένεια; Εἶδες ποὺ εἶχε κατασταλεῖ κάθε ὀργὴ μέσα του γιὰ τὴν κατάστασή του; Διότι δὲν εἶπε τίποτε τὸ βλάσφημο, ὅπως ἀκοῦμε ἀπὸ πολλοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ παρόμοιες δύσκολες περιστάσεις, οὔτε καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, οὔτε θύμωσε γιὰ τὴν ἐρώτηση, οὔτε εἶπε: «Ἦλθες νὰ μὲ περιπαίξεις καὶ νὰ μὲ διακωμωδήσεις καὶ ρωτᾷς κάτι τὸ αὐτονόητο, δηλαδὴ ἂν θέλω νὰ γίνω ὑγιής;». Ἀντιθέτως, μὲ πραότητα καὶ σεβασμὸ μεγάλο ἀπαντᾷ: «Ναί, Κύριε».
Καὶ ὅμως οὔτε ἤξερε ποιός ἦταν Αὐτὸς ποὺ τὸν ρωτοῦσε, οὔτε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τὸν θεραπεύσει. Διηγεῖται, ὡστόσο, τὰ πάντα μὲ ἠρεμία καὶ δὲν ζητεῖ τίποτε πλέον, σὰν νὰ ἀπευθυνόταν σὲ κάποιο γιατρὸ στὸν ὁποῖο ἤθελε νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀρρώστιά του καὶ μόνο. Πιθανὸ νὰ ἤλπισε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ φαινόταν χρήσιμος σὲ αὐτό, νὰ τὸν ρίξει δηλαδὴ στὸ νερὸ καὶ νὰ ἤθελε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ νὰ τὸν συγκινήσει. Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι μὲ τὸν λόγο Του μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, τοῦ εἶπε: «Ἒγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει(:Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτα)»[Ἰω.5,4].
Μερικοὶ νομίζουν ὅτι ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς τῆς Βηθεσδὰ στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶναι ὁ ἴδιος μὲ ἐκεῖνον τῆς Καπερναοὺμ στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος[βλ. Ματθ. 9,1-8: «Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. καὶ ἰδοὺ τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γὰρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις(:καὶ ἀφοῦ μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σὲ ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καὶ ἦλθε στὴ δικὴ Του πόλη, τὴν Καπερναούμ. Τότε Τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν εἶχαν βάλει πάνω σὲ ἕνα κρεβάτι. Καὶ καθὼς ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστη ποὺ εἶχε καὶ ὁ παράλυτος κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν μετέφεραν, εἶπε στὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε καὶ φοβόταν μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο στὴ θεραπεία του: '' Ἔχε θάρρος, παιδὶ μου˙ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου''. Τότε ὅμως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τούς: ''Αὐτὸς βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα ποὺ μόνον ὁ Θεὸς ἔχει''. Ὁ Ἰησοῦς τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους τίς σκέψεις τους καὶ εἶπε: ''Γιατί κάνετε μέσα στὶς καρδιές σας σκέψεις πονηρὲς καὶ κακοπροαίρετες; Καὶ εἶναι πράγματι οἱ σκέψεις σας αὐτὲς κακόγνωμες καὶ κακοπροαίρετες, διότι, τί εἶναι εὐκολότερο: νὰ πεῖ κανείς˙ εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου, ἢ νὰ πεῖ, σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ἔνδοξος Κριτής της κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία Του, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ στὴ γῆ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων'', τότε λέει στὸν παράλυτο: ''Σήκω ὄρθιος καὶ πᾶρε στοὺς ὤμους σου τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου''. Καὶ πραγματικὰ ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ὅταν λοιπὸν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε, θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους τέτοια ἐξουσία, νὰ συγχωροῦνται δηλαδὴ οἱ ἁμαρτίες, καὶ συγχρόνως νὰ γιατρεύονται μὲ ἕνα λόγο ἀθεράπευτες ἀσθένειες τοῦ σώματος)»].
Δὲν πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο παραλυτικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις. Καταρχὰς ἀπό τὸ ὅτι ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ δὲν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν φροντίζει. Διότι ὁ μὲν παραλυτικὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος εἶχε πολλοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν καὶ τὸν μετέφεραν, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστῇς Ἰωάννης δὲν εἶχε κανέναν. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε: «Δὲν ἔχω ἄνθρωπο». Ἔπειτα ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Διότι ὁ παράλυτος τῆς Καπερναοὺμ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, δὲν λέγει τίποτε, ἐνῶ ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδά, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, διηγεῖται ὅλα ὅσα τὸν ἀφοροῦν. Καὶ τρίτον ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸν χρόνο· διότι ὁ παραλυτικός τῆς Βηθεσδὰ θεραπεύεται κατὰ ἑορτάσιμη ἡμέρα καὶ μάλιστα Σάββατο[«ἦν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ(:καὶ ἦταν Σάββατο ἡ ἡμέρα ποὺ ἔγινε αὐτό)»], ἐνῶ ὁ ἄλλος σὲ ἄλλη ἡμέρα.
Εἶναι ἐπίσης διαφορετικὸς ὁ τόπος ὅπου ἐπιτελοῦνται τὰ δύο αὐτὰ θαύματα ἰάσεως τῶν παράλυτων αὐτῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἕνας θεραπεύεται στὸ σπίτι του, ἐνῶ ὁ ἄλλος πλησίον τῆς δεξαμενῆς τῆς Βηθεσδά. Καὶ ὁ τρόπος τῆς θεραπείας εἶναι ἐπίσης διαφορετικός. Διότι στὸν παραλυτικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὁ Ἰησοῦς λέγει: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(:ἔχε θάρρος,παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου)», ἐνῶ στὸν παραλυτικό τῆς Βηθεσδὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστῇς Ἰωάννης, ὁ Ἰησοῦς πρῶτα θεραπεύει τὸ σῶμα καὶ ἔπειτα φροντίζει γιὰ τὴν ψυχή.
Καὶ στὴ μία μὲν περίπτωση δίνεται συγχώρηση· διότι ὁ Χριστὸς λέγει: «Σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου», ἐνῶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἐδῶ δίδεται συμβουλὴ καὶ ἀπειλῇ, ἡ ὁποία τὸν ἀσφάλιζε γιὰ τὸ μέλλον· καθόσον ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει: «Ἲδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρὸν σοὶ τί γένηται(:Βλέπεις, τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβῃ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος σου καὶ τὴν ψυχή σου)»[Ἰω.5,14]. Ὡστόσο, καὶ οἱ κατηγορίες τίς ὁποῖες διατυπώνουν οἱ Ἰουδαῖοι στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις εἶναι διαφορετικές. Διότι στὴν προκειμένη περίπτωση ποὺ καταγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, Τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἐργάστηκε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἐνῶ στὴν ἄλλη, ὅτι βλασφήμησε διότι κατὰ τὴν ἄποψή τους σφετερίστηκε τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες.
Ἐσὺ ὅμως πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ τὸ μέγεθος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ· διότι δὲν τὸν θεραπεύει ἀμέσως τὸν παραλυτικό της Βηθεσδά, ἀλλὰ πρῶτα τοῦ δημιουργεῖ ἀτμόσφαιρα ἐμπιστοσύνης μὲ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ὑποβάλλει, γιὰ νὰ τὸν προετοιμάσει γιὰ τὴν μελλοντικὴ πίστη· καὶ δὲν τὸν σηκώνει μόνο ὄρθιο, ἀλλὰ τὸν παροτρύνει νὰ σηκώσει καὶ τὸ κρεβάτι του, ὥστε καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε νὰ διαπιστωθεῖ καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ ὑποψιαστεῖ κανεὶς ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει, ἦταν μόνο ἀποκύημα φαντασίας καὶ ἀπάτη· διότι ἐὰν τὰ μέλη τοῦ σώματος δὲν εἶχαν ἀποκτήσει σταθερότητα καὶ δύναμη, ὁ παραλυτικὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ σηκώσει τὸ κρεβάτι.
Καὶ αὐτὸ τὸ πράττει πολλὲς φορὲς ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἀποστομώσει ἐντελῶς ὅσους θὰ ἤθελαν νὰ διατυπώσουν ἀναίσχυντες ἀμφιβολίες. Πραγματικὰ καὶ στὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, γιὰ νὰ μὴν ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι ἁπλῶς χόρτασαν καὶ ὅτι τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἦταν φανταστικό, προνοεῖ νὰ μείνουν πολλὰ περισσεύματα ἀπὸ τοὺς ἄρτους αὐτούς. Καὶ στὸν λεπρὸ τὸν ὁποῖο καθάρισε, εἶπε: «Ὃρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(:πρόσεξε νὰ μὴν πεῖς σὲ κανένα τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου, ἀλλὰ πήγαινε καὶ δεῖξε τον ἑαυτό σου στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρο ποὺ ἔχει καθορίσει ὁ Μωυσῆς. Γιὰ νὰ χρησιμεύσει ἡ ἐξέτασή σου ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη στὸν ἱερέα καὶ στοὺς Ἰουδαίους ὅτι καὶ ἐσὺ θεραπεύτηκες τελείως καὶ ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ καταργήσω τὸν νόμο)»[Ματθ.8,4], ἀφενὸς γιὰ νὰ κάνει καὶ τὴν ἀπόδειξη τοῦ καθαρισμοῦ τῆς λέπρας σταθερότατη καὶ ἀκριβέστατη, καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ κλείσει τὰ ἀναίσχυντα στόματα ἐκείνων, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ἔκανε ἔργα ἀντίθετα πρὸς ὅσα ἔχουν δοθεῖ ὡς ἐντολὲς ἀπὸ τὸν Θεό.
Καὶ στὸ θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασὶ στὴν Κανά, τὸ ἴδιο ἔκανε. Δηλαδὴ ὄχι μόνο ἔδειξε ἁπλῶς τὸ κρασί, ἀλλὰ φρόντισε νὰ σταλεῖ καὶ στὸν ἀρχιτρίκλινο, ὥστε αὐτὸς ποὺ ὁμολογοῦσε ὅτι δὲν ἤξερε τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶχαν γίνει, νὰ δώσει τὴ μαρτυρία τοῦ θαύματος χωρὶς καμία ὑποψία. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶπε ὅτι ὁ ἀρχιτρίκλινος δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ προερχόταν τὸ κρασί, ἀποδεικνύοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀδιάψευστη τὴ μαρτυρία του [βλ. Ἰω.2,9-10: «Ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον -καὶ οὐκ ᾔδει πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ- φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀρχιτρίκλινος. καὶ λέγει αὐτῷ· πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι(:Μόλις λοιπὸν ὁ ὑπεύθυνος τοῦ τραπεζιοῦ γεύτηκε τὸ νερὸ ποὺ εἶχε γίνει κρασί - καὶ δὲν γνώριζε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ποιός τὸ ἔφερε αὐτό, οἱ ὑπηρέτες ὅμως ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ νερὸ καὶ γέμισαν μὲ αὐτὸ τίς στάμνες τὸ γνώριζαν - φωνάζει ὁ ὑπεύθυνος τοῦ τραπεζιοῦ τὸν γαμπρὸ καὶ τοῦ λέει: ''Κάθε ἄνθρωπος ποὺ καλεῖ σὲ τραπέζι, προσφέρει στοὺς καλεσμένους πρῶτα τὸ καλὸ κρασί, κι ὅταν αὐτοὶ ἔλθουν σὲ εὐθυμία, τότε παρουσιάζει τὸ κατώτερο˙ διότι τότε αὐτοὶ ζητοῦν κυρίως ποσότητα κρασιοῦ καὶ ὄχι τόσο ποιότητα. Ἐσὺ ὅμως φύλαξες τὸ καλὸ καὶ ἐκλεκτὸ κρασὶ μέχρι αὐτὴ τὴ στιγμή'')»].
Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση ἐπίσης, τότε ποὺ ἀνέστησε τὴ νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου, «διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν (:ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ τῆς δώσουν φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση ποὺ τῆς εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της)»[Λουκ. 8,55], γιὰ νὰ δώσει ἀναμφισβήτητη τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς της. Μὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνόητους ὅτι δὲν ἦταν κάποιος ἀπατεῶνας ἢ φαντασιοκόπος, ἀλλὰ ὅτι ἦρθε γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὅμως, γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀπαιτεῖ πίστη ἀπὸ τὸν παραλυτικό, ὅπως εἶχε κάνει μὲ τοὺς τυφλοὺς στοὺς ὁποίους εἶπε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;(:πιστεύετε ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε, δηλαδὴ νὰ σᾶς δώσω τὸ φῶς σας;)»[ Ματθ.9,28]. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς δὲν ἤξερε καθόλου ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς· διότι αὐτὸ συνήθιζε νὰ τὸ κάνει ὄχι πρίν, ἀλλὰ μετὰ τὰ θαύματα· διότι ἐκεῖνοι οἱ ἀσθενεῖς μὲν ποὺ εἶχαν δεῖ τὴν θαυματουργικὴ δύναμή Του σὲ ἄλλες περιπτώσεις, δίκαια ἄκουγαν τὴν ἐρώτηση αὐτή. Ἐκεῖνοι, ὡστόσο, οἱ ἀσθενεῖς ποὺ δὲν Τὸν ἤξεραν καθόλου, ἀλλὰ ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν ἀπὸ τὰ θαύματά Του ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καλοῦνται στὴν πίστη μετὰ ἀπὸ τὰ θαύματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος δὲν παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ ὑποβάλλει τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ξεκίνησε τὰ θαύματά Του, ἀλλὰ ἀφοῦ πρῶτα εἶχε θεραπεύσει πολλούς, ἔπειτα ζήτησε ἀπάντηση σὲ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς δύο τυφλούς.
Ἐσὺ ὅμως καὶ ἔτσι πρόσεξε τὴν πίστη τοῦ παραλύτου. Διότι ὅταν ἄκουσε τὸν Ἰησοῦ νὰ τοῦ λέει: «Πᾶρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτησε», δὲ γέλασε, οὔτε εἶπε: «Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια τέλος πάντων; Ἐδῶ κατεβαίνει ἄγγελος καὶ ταράσσει τὸ νερὸ καὶ ἕναν μονάχα θεραπεύει, καὶ ἐσύ, ἕνας ἄνθρωπος κοινός, πιστεύεις ὅτι θὰ κατορθώσεις κάτι σπουδαιότερο ἀπὸ τὸν ἄγγελο μὲ ἕνα ἁπλὸ πρόσταγμά σου μονάχα; Αὐτὰ εἶναι ἐγωισμὸς καὶ ἀλαζονεία καὶ ἀξιογέλαστα πράγματα ἐκ μέρους σου». Δὲν εἶπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, οὔτε τὰ σκέφθηκε, ἀλλὰ μόλις τὰ ἄκουσε, σηκώθηκε ὄρθιος καὶ ὑγιής. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύτηκε, δὲν παράκουσε στὸν Ἰησοῦ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἒγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει(:Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτησε)». «Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει(:καὶ ἀμέσως ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ πῆρε τὸ κρεβάτι του στὸν ὦμο του καὶ ἄρχισε νὰ περπατάει)»[Ἰω.5,8-9].
Ἡ ὑπακοή του αὐτὴ εἶναι βέβαια θαυμαστή, ἀλλὰ τὰ ὅσα συνέβησαν στὴ συνέχεια εἶναι πολὺ περισσότερο ἀξιοθαύμαστα. Μᾶλλον ὅμως ἡ ἀρχικὴ ὑπακοὴ τοῦ παραλύτου, ὅταν κανένας δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ ὑπακούσει, δὲν εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστη, ὅσο ἡ στάση ποὺ τήρησε ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν κυριευτεῖ ἀπὸ μανία καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν ποικιλοτρόπως ἐξαγριωμένοι καὶ τὸν κατηγοροῦσαν καὶ τὸν πολιορκοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστὶ σοι ἆραι τὸν κράβαττον(:σήμερα εἶναι Σάββατο καὶ δὲ σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις τὸ κρεβάτι σου)»[Ἰω.5,10], τὸ γεγονὸς ὅτι ὄχι μόνο ἀντιμετωπίζει μὲ ἀδιαφορία τὴ μανία τους, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλο θάρρος διακηρύσσει τὸν Εὐεργέτη του ἐνώπιον ὅλων καὶ ἀποστομώνει τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους, νομίζω ἐγὼ τοὐλάχιστον ὅτι εἶναι ἀπόδειξη μεγάλης γενναιότητας.
Πραγματικά, ὅταν τὸν περικύκλωσαν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν ἐπιτιμητικὰ καὶ μὲ αὐθάδεια στὸν πρώην παραλυτικό: «Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστὶ σοι ἆραι τὸν κράβαττον(:Σήμερα εἶναι Σάββατο. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις καὶ νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου)», ἄκουσε τί ἀπαντᾷ: «Ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖνὸς μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει(:Ἐκεῖνος ποὺ μὲ θαῦμα ἀποκατέστησε τὴν ὑγεία μου, μοῦ εἶπε: Πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε)»[Ἰω.5,11], σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε κατὰ κάποιο τρόπο, τὰ ἀκόλουθα: «Φλυαρεῖτε καὶ παραφέρεστε, ὅταν μὲ προτρέπετε νὰ μὴ θεωρῶ διδάσκαλο Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ θεράπευσε ἀπὸ μία τόσο μακρόχρονη καὶ βαριὰ ἀσθένεια καὶ νὰ μὴν ὑπακούω ἀπολύτως σὲ ὅλες τίς ἐντολές Του».
Καὶ ὅμως, ἐὰν ἤθελε νὰ συμπεριφερθεῖ μὲ κακὸ τρόπο, μποροῦσε καὶ διαφορετικὰ νὰ ἀπαντήσει· γιὰ παράδειγμα, μποροῦσε νὰ ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Δὲν κάνω αὐτὸ μὲ τὴ θέλησή μου, ἀλλὰ κατὰ διαταγὴ ἄλλου. Ἐὰν αὐτὸ ἀποτελεῖ παράβαση, νὰ κατηγορήσετε Αὐτὸν ποὺ μὲ διέταξε καὶ θὰ ἀφήσω κάτω τὸ κρεβάτι». Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ ἀποκρύψει τὴ θεραπεία του· διότι γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι στὴν πραγματικότητα δὲν δυσφοροῦσαν τόσο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ὅσο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἀσθένειας. Ὅμως οὔτε αὐτὸ τὸ ἔκρυψε, οὔτε ἐκεῖνο εἶπε, οὔτε συγχώρηση ζήτησε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁμολογοῦσε τὸν Εὐεργέτη του καὶ μὲ παρρησία ἀνακήρυττε σὲ ὅλους τὴ θεραπεία του.
Καὶ ὁ μὲν παράλυτος ἔτσι συμπεριφέρθηκε, ἐνῶ ἐκεῖνοι, πρόσεξε μὲ πόση κακότητα ἐνεργοῦν. Διότι δὲν τοῦ εἶπαν: «Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ θεράπευσε;», ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀποσιώπησαν καὶ προβάλλουν ἔντονα πρὸς πᾶσα κατεύθυνση τήν, κατὰ τὴ γνώμη τους, παραβίαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. «Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπὼν σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;(:Ρώτησαν λοιπὸν αὐτόν: "Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ σηκώσεις τὸ κρεβάτι σου καὶ νὰ ἀρχίσεις νὰ περπατᾷς;")»[Ἰω.5,12]. Ὁ παράλυτος ὅμως ποὺ εἶχε θεραπευθεῖ δὲν ἤξερε ποιός ἦταν ὁ εὐεργέτης του· διότι ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχε πολὺς κόσμος καὶ ἦταν εὔκολο αὐτό[«Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ(:ὁ θεραπευμένος ὅμως παράλυτος δὲν ἤξερε ποιός εἶναι˙ διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος καὶ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Καὶ ἦταν εὔκολο νὰ ἐξαφανιστεῖ, διότι ὑπῆρχε πολὺς λαὸς στὸν τόπο ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα)»[:Ἰω.5,13].
Καὶ γιατί ἀπέκρυψε τὸν ἑαυτό Του ὁ Ἰησοῦς; Κατὰ πρῶτον, γιὰ νὰ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ παραλύτου χωρὶς ὑποψία, ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς θὰ ἦταν ἀπών· διότι ἀφοῦ ὁ παραλυτικὸς αἰσθάνθηκε τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του, ἦταν ὁ πλέον ἀξιόπιστος μάρτυρας τῆς εὐεργεσίας. Ἔπειτα γιὰ νὰ μὴν ἀνάψει στὶς ψυχὲς τῶν Ἰουδαίων περισσότερο θυμό· διότι γνώριζε ὅτι καὶ μόνο ἡ παρουσία αὐτοῦ ποὺ προκαλεῖ το φθόνο, δὲν ἀνάβει μικρὴ φωτιὰ σὲ ὅσους αἰσθάνονται τὸ φθόνο γι᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε καὶ ἄφησε τὸ ἴδιο τὸ ἔργο Του νὰ ἀγωνίζεται πρὸς αὐτούς, ὥστε νὰ μὴ λέγει τίποτε ὁ Ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ νὰ συζητοῦν γι᾿ Αὐτὸν ὅσοι θεραπεύτηκαν καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ οἱ κατήγοροί Του· διότι πραγματικὰ καὶ αὐτοὶ τότε μαρτυροῦν τὸ θαῦμα. Δὲν εἶπαν, δηλαδή: «Γιατί ἔδωσες ἐντολὴ νὰ γίνουν αὐτὰ τὸ Σάββατο;», ἀλλὰ «Γιατί πράττεις αὐτὰ τὸ Σάββατο;». Ὄχι ἐπειδὴ αἰσθάνονταν δυσφορία γιὰ τὴν κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθάνονταν φθόνο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας καὶ τὴ σωτηρία τοῦ παραλύτου.
Βέβαια, ὡστόσο, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀνθρώπινη ἐργασία, αὐτὸ περισσότερο ἀποτελοῦσε ἐργασία, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔκανε ὁ παράλυτος[:τὸ ὅτι δηλαδὴ σήκωσε τὸ κρεβάτι του, μέρα Σαββάτου]· ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνας λόγος. Στὴν προκειμένη λοιπὸν περίπτωση, μὲ ἄλλο τρόπο διατάσσει νὰ καταλυθεῖ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἐνῶ ἄλλοτε τὸ κάνει ὁ Ἴδιος μὲ ἄλλο τρόπο, ἀναμιγνύοντας πηλὸ καὶ ἀλείφοντας μὲ αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θεραπεύσει. Καὶ ἐνεργεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὄχι παραβιάζοντας τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἀλλὰ ὑπερβαίνοντας τὸν μωσαϊκὸ νόμο. Μὲ τὸ θέμα ὅμως αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀργότερα· διότι δὲν ἀπολογεῖται μὲ ὅμοιο τρόπο γιὰ τὴν κατάλυση τοῦ Σαββάτου, κάθε φορὰ ποὺ κατηγορεῖται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐξετάσουμε μὲ ἀκρίβεια, ὄχι ὅμως ἀκόμη τώρα.
«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρὸν σοὶ τι γένηται(:ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τὸν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς στὸ ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε: Βλέπεις, τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβῃ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυχή σου)»[Ἰω.5,14].
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ ἁμαρτία, φοβερὸ καὶ ὀλέθριο γιὰ τὴν ψυχή. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸ κακὸ ὑπερπλεονάζει καὶ βλάπτει καὶ τὰ σώματα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἀσθενεῖ ἡ ψυχή μας, δὲν συναισθανόμαστε τὸν πόνο ἐνῶ, ὅταν τὸ σῶμα μας πάθει ἔστω καὶ τὴν παραμικρὴ βλάβη, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς τιμωρεῖ τὸ σῶμα γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς ψυχῆς, ὥστε μὲ τὴ δοκιμασία τοῦ μικρότερου νὰ θεραπευτεῖ τὸ μεγαλύτερο.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο ποὺ πόρνευε στὴν Κόρινθο, ἀφοῦ συγκράτησε τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μὲ τὴν φθορὰ τοῦ σώματος· διότι κατέστειλε τὸ κακό, κάνοντας ἐγχειρητικὴ τομὴ στὸ σῶμα, σὰν νὰ ἦταν ἕνας ἄριστος γιατρός, ὁ ὁποῖος, ὅταν δὲν ὑποχωρεῖ ἡ ὑδρωπικία ἢ ἡ ἀσθένεια τῆς σπλῆνας, μὲ τὴν χρησιμοποίηση ἐσωτερικῶν φαρμάκων, τὰ καυτηριάζει ἐξωτερικῶς[βλ.Α΄Κορ.5,1-5: «Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεῖα, καὶ τοιαύτῃ πορνείᾳ, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκα τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:εἶναι σὲ ὅλους γνωστὸ καὶ διαδεδομένο ὅτι ἐπικρατεῖ ἀνάμεσά σας μιὰ περίπτωση πορνείας καὶ μάλιστα τέτοιου εἴδους πορνεία ποὺ οὔτε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν ἀναφέρεται, ὥστε κάποιος ἀπὸ ἐσᾶς νὰ ἔχει τὴ γυναῖκα τοῦ πατέρα του, τὴ μητριά του δηλαδή. Καὶ ἐσεῖς, ἀντὶ νὰ ντρέπεστε γι᾿ αὐτό, ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φαντασμένοι καὶ φουσκωμένοι γιὰ τὴ σοφία σας, καὶ δὲν κηρύξατε μᾶλλον πένθος ἐπίσημο καὶ γενικό, γιὰ νὰ ἐκδιώξει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική σας κοινότητα ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε τὴν πράξη αὐτή! Ἡ εὐθύνη πέφτει ὁλόκληρη ἐπάνω σας. Διότι ἐγώ, καθὼς ἀπουσιάζω βέβαια σωματικά, εἶμαι ὅμως παρὼν στὴν Κόρινθο μέ τον νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, ἔχω πλέον κρίνει καὶ καταδικάσει σὰν νὰ ἤμουν παρὼν τὸν ἀναίσχυντο αὐτὸν ποὺ ἔκανε τὴ μισητὴ αὐτὴ πράξῃ. Καὶ τώρα, ἀφοῦ συναχθοῦμε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς καὶ ἐγὼ παρὼν ἀνάμεσά σας πνευματικὰ μαζὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς παραδώσουμε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν στὸν σατανᾶ, ἀποκόπτοντάς τον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ καὶ νὰ κολαστεῖ σκληρὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ συνετιστεῖ μὲ τὴν παιδαγωγία αὐτή, ὥστε νὰ σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ)».
Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Χριστὸς στὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου. Καὶ πρόσεξε πῶς ὁμίλησε ὁ Κύριος γιὰ νὰ δηλώσει αὐτό: «Βλέπεις, τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβῃ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυχή σου». Τί διδασκόμαστε λοιπὸν ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά; Καταρχὰς ὅτι ἡ ἀσθένεια προῆλθε ἀπὸ τίς ἁμαρτίες στὸν παραλυτικό. Δεύτερο ὅτι ὁ λόγος γιὰ τὴν γέενα εἶναι ἀξιόπιστος καὶ τρίτον ὅτι ἡ τιμωρία εἶναι μακρὰ καὶ ἄπειρη. Ποῦ εἶναι συνεπῶς ἐκεῖνοι ποὺ διαμαρτύρονται λέγοντας: «Γιὰ τὸ διάστημα μιᾶς ὥρας ποὺ φόνευσα καὶ γιὰ τὸ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα ποὺ μοίχευσα, θὰ τιμωροῦμαι αἰωνίως;». Καὶ ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ ἀντίστοιχα δὲν ἁμάρτησε γιὰ τόσα ἔτη, γιὰ ὅσα τιμωροῦνταν, καὶ ὅμως σχεδὸν μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ πέρασε εὑρισκόμενος στὴ μακρόχρονη τιμωρία· διότι τὰ ἁμαρτήματα δὲν κρίνονται ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ διαρκοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση τῶν παραβάσεων.
Μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι δυνατὸ νὰ προσέξουμε, ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη ὑποστοῦμε βαριὰ τιμωρία γιὰ τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα καὶ ἔπειτα περιπέσουμε πάλι στὰ ἴδια, πολὺ περισσότερο θὰ πάθουμε ἐκ νέου πολὺ χειρότερα. Καὶ πολὺ δικαιολογημένα. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔγινε καλύτερος οὔτε μὲ τὴν τιμωρία, ἐπισύρει γιὰ τὸν ἑαυτό του μεγαλύτερη ποινὴ ὡς ἀναίσθητος πλέον καὶ περιφρονητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια ἡ τιμωρία ἦταν ἀρκετὴ μόνη της νὰ διορθώσει καὶ νὰ καταστήσει σωφρονέστερο αὐτὸν ποὺ γιὰ μία φορὰ ἁμάρτησε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν σωφρονίστηκε μὲ τὴν πρώτη τιμωρία ποὺ τοῦ ἐπιβλήθηκε, ἀλλὰ ἀποτολμᾷ μὲ θράσος πάλι τὰ ἴδια, εἶναι φυσικὸ καὶ δίκαιο ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νὰ ὑποστεῖ κάποια τιμωρία, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος προκαλεῖ στὸν ἑαυτό του. Ἐὰν λοιπὸν τιμωρηθήκαμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ ὑποπέσαμε στὴ συνέχεια στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, κατόπιν τιμωρούμαστε αὐστηρότερα· ὅταν ὅμως δὲν τιμωρούμαστε στὴν παροῦσα ζωὴ γιὰ τὰ ὅσα ἔχουμε ἁμαρτήσει, πῶς δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε καὶ νὰ τρέμουμε ἐπειδὴ πρόκειται αἰωνίως πλέον νὰ ὑποστοῦμε ἀνεπανόρθωτα κακά;
«Καὶ γιὰ ποιό λόγο», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, «δὲν τιμωροῦνται ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο;» Διότι βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς νὰ εἶναι ὑγιεῖς καὶ σφριγηλοὶ στὸ σῶμα καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν μεγάλη εὐημερία. Ἀλλὰ ἂς μὴν ἐνθαρρυνόμαστε καὶ νὰ ἀποροῦμε βλέποντας αὐτοὺς ἀτιμώρητους στὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ τοὺς λυπούμαστε περισσότερο· διότι τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑφίστανται ἐδῶ καμία τιμωρία, γίνεται αἰτία μεγαλύτερης τιμωρίας στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ τὸ καταστήσει αὐτὸ σαφὲς ἔλεγε: «Κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν(:ὅταν λοιπὸν τιμωρούμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ ἀσθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικὰ ἀπὸ Αὐτὸν γιὰ νὰ διορθωθοῦμε καὶ νὰ μὴν κατακριθοῦμε στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ μὲ τὸν κόσμο ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό)»[Α΄κορ.11,32]· διότι ἡ ἐδῶ τιμωρία ἔχει τὸν χαρακτῆρα νουθεσίας, ἐνῶ ἐκεῖ εἶναι πραγματικὴ τιμωρία.
«Τί λοιπόν; Ὅλες οἱ ἀσθένειες προέρχονται ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα;», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Ὄχι ὅλες βέβαια, ἀλλὰ οἱ περισσότερες. Μερικὲς προκαλοῦνται ἀπὸ ραθυμία. Πραγματικὰ ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καὶ ἡ ὀκνηρία προκαλοῦν τίς ἀσθένειες αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Πρέπει ὅμως σὲ κάθε περίπτωση ἕνα μόνο νὰ προσέχουμε, πῶς δηλαδὴ θὰ ὑποφέρουμε μὲ εὐχαρίστηση κάθε πληγή.
Οἱ ἀσθένειες ἐπίσης προκαλοῦνται καὶ γιὰ ἀποφυγὴ ἁμαρτημάτων, ὅπως βλέπουμε στὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν κάποιον ποὺ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ καταλήφθηκε ἀπὸ μιὰ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια τῶν ποδιῶν[βλ. Γ΄βασιλ. 15,23: «Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀσὰ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ τὰς πόλεις, ἃς ᾠκοδόμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐστὶν ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; πλὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ γήρως αὐτοῦ ἐπόνεσε τοὺς πόδας αὐτοῦ(:τὰ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ δίκαιου βασιλέως Ἀσὰ καὶ ὅλα τὰ μεγάλα του κατορθώματα ποὺ εἶχε ἐπιτύχει, καὶ οἱ πόλεις τίς ὁποῖες ὀχύρωσε, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τῶν βασιλέων Ἰούδα; Ὡστόσο κατὰ τὸν καιρὸ τῶν γηρατειῶν του ὑπέφερε αὐτὸς ἀπὸ πόνους τῶν ποδῶν του)»].
Προκαλοῦνται ὅμως οἱ ἀσθένειες καὶ γιὰ νὰ προοδεύσουμε στὴν ἀρετή, ὅπως λέγει ὁ Θεὸς στὸν Ἰώβ: «Μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα. οἴει δὲ με ἄλλως σοὶ κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος;(:Μὴν ἀρνεῖσαι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀρνηθεῖς τὴ δίκαιη ἀπόφασή μου καὶ ἐνέργεια σχετικὰ μὲ ἐσένα. Νομίζεις ὅτι γιὰ ἄλλο λόγο ἐνήργησα ἐγὼ γιὰ ἐσένα καὶ σὲ δοκίμασα, παρὰ μόνο γιὰ νὰ ἀναδειχτεῖς δίκαιος;)»[Ἰώβ, 40,8].
Ἀλλὰ γιατί τέλος πάντων ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς τίς ἁμαρτίες τῶν παραλυτικῶν αὐτῶν; Διότι καὶ σὲ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει: «Ἔχε θάρρος, παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου»[Ματθ.9,2] καὶ σὲ αὐτὸν τῆς Βηθεσδὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστῇς Ἰωάννης: «Ἰδοὺ τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πλέον». Γνωρίζω βέβαια ὅτι μερικοὶ διαβάλλουν τὸν παραλυτικὸ αὐτό, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς ἔγινε κατήγορος τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέγει αὐτὰ τὰ λόγια. Τί θὰ ποῦμε ὅμως γιὰ ἐκεῖνον τὸν παράλυτο τοῦ Ματθαίου, ὁ ὁποῖος ἄκουσε σχεδὸν τὰ ἴδια τὰ λόγια; Καθὼς καὶ σὲ ἐκεῖνον εἶπε: «Σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου».
Συνεπῶς εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ δὲν ἄκουσε αὐτὰ περὶ ἁμαρτιῶν του ἐξαιτίας κάποιας κατηγορίας σὲ βάρος τοῦ Κυρίου. Καὶ αὐτὸ μάλιστα εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε καθαρότερα ἀπὸ τὴ συνέχεια· «Ὕστερα ἀπὸ αὐτά», λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τὸν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς στὸν ναό», πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη μεγάλης εὐλάβειας· διότι δὲν πῆγε ὁ παράλυτος σὲ ἀγορὲς καὶ σὲ περιπάτους, οὔτε παρέδωσε τὸν ἑαυτό του σὲ τρυφὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση, ἀλλὰ περνοῦσε τὸν καιρό του στὸ ναό, μολονότι ἐπρόκειτο νὰ ἀντιμετωπίσει τόση μεγάλη ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ ἐκδιώκεται ἀπὸ ὅλους ἀπὸ ἐκεῖ. Τίποτε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν τὸν ἔπεισε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ναό. Ὅταν λοιπὸν τὸν βρῆκε ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἀφοῦ πλέον ὁ παράλυτος εἶχε συζητήσει μὲ τοὺς Ἰουδαίους, δὲν ἔκανε κανένα ὑπαινιγμὸ τέτοιου εἴδους. Διότι ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ τὸν κατηγορήσει γι᾿ αὐτό, θὰ ἔλεγε: «Πάλι τὰ ἴδια ἐπιχειρεῖς καὶ οὔτε μὲ τὴ θεραπεία ἔγινες καλύτερος;». Ὅμως δὲν τοῦ εἶπε τίποτε ἀπὸ αὐτά, παρὰ μόνο τὸν ἀσφαλίζει γιὰ τὸ μέλλον.
Γιατί ὅμως καὶ ὅταν θεράπευσε χωλοὺς καὶ ἄλλους ἀναπήρους, δὲν ἀνέφερε σὲ καμία περίπτωση αὐτά; Ἐγὼ νομίζω ὅτι σὲ αὐτοὺς ἡ ἀσθένεια προερχόταν ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, ἐνῶ στοὺς ἄλλους αὐτὸ τὸ πάθος ὀφειλόταν σὲ φυσικὴ αἰτία. Διαφορετικὰ καὶ στοὺς ἄλλους θὰ ἔλεγε τὰ ἴδια ποὺ εἶπε στοὺς παραλύτους· διότι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τῆς παραλύσεως εἶναι χειρότερη ἀπὸ ὅλες τίς ἄλλες, διαμέσου τοῦ μεγαλύτερου διορθώνει καὶ τὰ ἐλαφρότερα. Δηλαδή, ὅπως ὅταν θεράπευσε κάποιον ἄλλο, τοῦ ἔλεγε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, δὲν συμβούλευε ἐκεῖνον μόνο, ἀλλὰ διαμέσου αὐτοῦ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ σὲ αὐτοὺς μὲ ὅσα λέγει νουθετεῖ καὶ συμβουλεύει ὅλους τοὺς ἄλλους τὰ ἴδια ἀκριβῶς, ποὺ εἶπε στοὺς παραλυτικούς.
Ἐπιπλέον, πρέπει νὰ ποῦμε καὶ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἐπειδὴ διεῖδε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ παραλυτικοῦ τὴν καρτερικότητα καὶ ἐπειδὴ ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ δεχθεῖ τὸ παράγγελμα, τὸν συμβουλεύει καὶ τὸν συγκρατεῖ καὶ μὲ τὴν εὐεργεσία καὶ μὲ τὸν φόβο τῶν μελλοντικῶν κακῶν γιὰ τὴν ὑγεία του.
Καὶ πρόσεξε τὴν ἔλλειψη κάθε ὑπερηφάνειας ἀπὸ τὸν Κύριο. Διότι δὲν τοῦ εἶπε: «Κοίταξε, σὲ ἔκανα ὑγιῆ», ἀλλὰ «ἔχεις γίνει ὑγιής, νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πλέον». Ἐπίσης δὲν τοῦ εἶπε «γιὰ νὰ μὴ σὲ τιμωρήσω», ἀλλὰ «γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο». Καὶ τὰ δύο τὰ ἐξέφρασε ἀπρόσωπα καὶ τοῦ φανέρωσε ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του ἦταν περισσότερο ἀποτέλεσμα χάριτος, παρὰ τῆς προσωπικῆς ἀξίας τοῦ παραλύτου. Διότι δὲν εἶπε ὅτι ὁ παραλυτικὸς ἐπάξια ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ὅτι θεραπεύτηκε ἀπὸ φιλανθρωπία. Ἐπειδὴ ἂν δὲν ἐπρόκειτο γι᾿ αὐτό, θὰ τοῦ ἔλεγε: «Ἰδού, τιμωρήθηκες ἀρκετὰ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου. Εἶσαι πλέον ἀσφαλής». Τώρα ὅμως δὲν τοῦ μίλησε ἔτσι, ἀλλὰ πῶς; «Ἰδού, ἔχεις γίνει ὑγιής. Νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πλέον».
Ἐὰν ὅμως δὲν τιμωρούμαστε, μολονότι ἐπιμένουμε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, ἐπαναλαμβάνω συνεχῶς τὸν ἀκόλουθο ἀποστολικὸ λόγο: «Λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ; ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σὲ ἄγει; κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον, τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή(: Καὶ νομίζεις, ἄνθρωπέ μου, ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ἐκείνους ποὺ κάνουν τέτοια ἀπρεπῆ ἔργα καὶ ὅμως κάνεις καὶ ἐσὺ τὰ ἴδια, νομίζεις λοιπὸν ὅτι ἐσὺ προνομιακὰ θὰ ἀποφύγεις τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ; Ἢ καταφρονεῖς τὸν πλοῦτο τῆς εὐεργετικῆς ἀγαθότητάς Του καὶ τῆς ἀνεκτικότητας καὶ μακροθυμίας ποὺ δείχνει σὲ σένα καὶ δὲν δείχνεις ἐνδιαφέρον νὰ μάθεις ὅτι τὸ νὰ σὲ εὐεργετεῖ ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἐξαπολύσει τὴν ὀργή Του ἐναντίον σου γιὰ τίς κακὲς πράξεις σου, πρέπει νὰ σὲ παρακινεῖ καὶ νὰ σὲ ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια; Καὶ σύμφωνα μὲ τὴ σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου, ποὺ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόση καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἐξαπολυθοῦν ἐναντίον σου τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ξεσπάσει ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του· σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ ὑπομονὴ ἐργάζονται κάθε καλὸ ἔργο καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία, θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια· σὲ ἐκείνους ὅμως ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα φατριαστικὸ καὶ ἀπειθοῦν στὴν ἀλήθεια, ἐνῶ πείθονται στὴν ἀδικία καὶ δὲν τὴν ἀποφεύγουν, θὰ πέσει θυμὸς καὶ ὀργὴ πάνω τους)»[Ρωμ. 2,3-8].
Καὶ δὲν ἔδωσε στὸν παράλυτο ἀπόδειξη τῆς θεότητάς Του μονάχα μὲ τὴ θεραπεία καὶ τὴ στερέωση τοῦ σώματός του, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο· διότι μὲ τὸ νὰ τοῦ πεῖ: «Μὴν ἁμαρτάνεις πλέον», ἀπέδειξε ὅτι γνώριζε ὅλα τὰ προηγούμενα σφάλματα, ποὺ εἶχε διαπράξει. Ἑπομένως, θὰ ἦταν ἀξιόπιστος καὶ γιὰ ὅσα τοῦ ἔλεγε ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ συμβοῦν στὸ μέλλον, ἐὰν δὲν διορθωνόταν.
«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ(:ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸ καί, ἀφοῦ συνάντησε τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν γιάτρεψε)»[Ἰω.5,15]. Πρόσεξε ὅτι ὁ παραλυτικὸς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει στὴν ἴδια ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης· διότι δὲν εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ τοῦ εἶπε νὰ σηκώσει τὸ κρεβάτι του· ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐκεῖνοι προέβαλλαν συνεχῶς τὸ θεωρούμενο ἁμάρτημα τῆς καταλύσεως τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, αὐτὸς πάντοτε προβάλλει διαρκῶς τὴν ἀπολογία καὶ ἔτσι ἀποκαλύπτει τὸν Ἰατρὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ προσελκύσει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς κάνει φιλικὰ προσκείμενους πρὸς τὸν Ἰησοῦ· διότι δὲν ἦταν τόσο ἀναίσθητος, ὥστε ὕστερα ἀπὸ τόσο μεγάλη εὐεργεσία καὶ σπουδαία συμβουλὴ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, νὰ προδώσει τὸν εὐεργέτη του καὶ νὰ πεῖ αὐτὰ τὰ λόγια μὲ κακοπροαίρετη διάθεση.
Πραγματικά, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν θηρίο ἢ ἂν ἦταν ἀπάνθρωπος καὶ σκληρὸς σὰν τὴν πέτρα, ἡ εὐεργεσία καὶ ὁ φόβος θὰ ἦταν ἀρκετὰ γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσουν· διότι στὰ αὐτιά του θὰ ἠχοῦσε ἀκόμη ἡ ἀπειλὴ καὶ θὰ φοβόταν μήπως πάθαινε τίποτε χειρότερο, ἐπειδὴ εἶχε λάβει πολὺ μεγάλες ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Ἰατροῦ· ἄλλωστε, ἂν ἤθελε νὰ Τὸν διαβάλλει, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποσιωπήσει τὴ θεραπεία καὶ νὰ ἀναφέρει τὴν παράβαση τοῦ νόμου καὶ ἔτσι θὰ διατύπωνε τὴν κατηγορία. Δὲν συνέβῃ ὅμως αὐτό, ὁπωσδήποτε δὲν συνέβῃ. Ἀντίθετα, οἱ λόγοι του φανερώνουν μεγάλη παρρησία καὶ εὐγνωμοσύνη καὶ ἐπαινεῖ τὸν εὐεργέτη του ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸν τυφλό. Διότι τί εἶπε ἐκεῖνος; «Ἂνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπὲ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα(:ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὀνομάζεται Ἰησοῦς ἔκανε πηλὸ καὶ μοῦ ἄλειψε μ᾿ αὐτὸν τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ καὶ νίφτηκα, καὶ βρῆκα τὸ φῶς μου)» [Ἰω.9,11]. Τὸ ἴδιο εἶπε καὶ ὁ παράλυτος: «Αὐτὸς ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ εἶναι ὁ Ἰησοῦς».
«Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ(:καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι καταδίωκαν τὸν Ἰησοῦ καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, διότι ἔκανε τίς θαυματουργικὲς αὐτὲς θεραπεῖες κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου)»[Ἰω.5,16].Καὶ τί ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς λοιπόν; «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι(:ὁ Θεὸς Πατέρας μου ἐργάζεται ἕως τώρα συνεχῶς καὶ χωρὶς διακοπή˙ διότι ὄχι μόνο δημιούργησε, ἀλλὰ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο καὶ προνοεῖ γι᾿ αὐτόν. Κι ἐγὼ λοιπόν, ὁ Υἱός Του, ἐργάζομαι συνεχῶς ὅπως ὁ Πατέρας μου, χωρὶς νὰ διακόπτω τὸ σωτήριο ἔργο μου τίς ἡμέρες τοῦ Σαββάτου)»[Ἰω.5,17].
Καὶ ὅταν λοιπὸν ἔπρεπε νὰ ὑπερασπίσει τοὺς μαθητές Του ποὺ ἡμέρα Σαββάτου πείνασαν καὶ ἄρχισαν νὰ κόβουν στάχυα ἀπὸ ἕνα σπαρμένο ἀγρό, νὰ τὰ τρίβουν καὶ νὰ τρῶνε τὸν καρπό, ἔφερνε ὡς παράδειγμα τὸν ὀμόδουλό τους Δαβίδ, λέγοντας: «Οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυΐδ ὅτε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι;(:δὲν διαβάσατε τί ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὅταν πείνασε καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί του; Ὅτι δηλαδὴ μπῆκε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους ποὺ ἦταν βαλμένοι πάνω στὴν τράπεζα τῆς σκηνῆς ὡς θυσία πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ τοὺς φάει, οὔτε αὐτὸς οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί του, παρὰ μόνον οἱ ἱερεῖς; Κι ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ἀνάγκη τὸ ἐπέβαλλε, οἱ ἀφιερωμένοι στὸ Θεὸ ἄρτοι χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἦταν ἱερεῖς˙ καὶ ὁ Θεὸς δὲν ὀργίστηκε γι᾿ αὐτό)»[Ματθ.12,3-4]. Ὅταν ὅμως ἔπρεπε νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό Του, κατέφευγε στὸν Πατέρα, γιὰ νὰ δείξει καὶ ἀπὸ τίς δύο πλευρὲς ὅτι ἦταν ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἐπικαλεῖται Αὐτὸν ἰδιαιτέρως καὶ ἀπό τὸ ὅτι κάνει τὰ ἴδια μὲ Ἐκεῖνον.
Καὶ γιατί δὲν εἶπε ὅσα εἶχαν γίνει στὴν Ἰεριχὼ μὲ τὴ θεραπεία ποὺ ἐπιτέλεσε ἐκεῖ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό; Ἤθελε νὰ τοὺς ἀνυψώσει ἀπό τὴ γῆ, ὥστε νὰ μὴν Τὸν θεωροῦν πλέον ὡς ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὡς Θεὸ ποὺ ὄφειλε νὰ νομοθετεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἦταν γνήσιος Υἱὸς καὶ τῆς ἰδίας οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα, τότε ἡ δικαιολογία τῆς καταλύσεως τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου εἶναι βαρύτερη ἀπὸ τὴν κατηγορία. Πραγματικά, ἐὰν κάποιος ὕπαρχος κατέλυε ἕνα βασιλικὸ νόμο καὶ κατηγορεῖτο γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπολογεῖτο καὶ ἔλεγε ὅτι καὶ ὁ βασιλιᾶς κατέλυσε αὐτὸν τὸν νόμο, ἀσφαλῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ξεφύγει μὲ αὐτά, ἀλλὰ θὰ καθιστοῦσε μεγαλύτερη τὴν κατηγορία. Ἐδῶ ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ἀξία εἶναι ἴση, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπολογία ἔχει καταρτιστεῖ μὲ κάθε βεβαιότητα καὶ ἀσφάλεια· «διότι», λέγει, «ἀπὸ ὅσες κατηγορίες ἀπαλλάσσετε τὸν Θεό, ἀπὸ τίς ἴδιες θὰ ἀπαλλάξετε καὶ ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ πρόφθασε καὶ εἶπε «ὁ Πατέρας μου», γιὰ νὰ τοὺς πείσει καὶ παρὰ τὴ θέλησή τους νὰ Τοῦ συγχωρήσουν τὰ ἴδια μὲ Ἐκεῖνον, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἀληθινὴ γνησιότητα.
Ἐὰν ὅμως κάποιος ρωτοῦσε καὶ ἔλεγε: «Καὶ ποῦ ἐργάζεται ὁ Πατήρ, ἀφοῦ κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα Του;», ἂς μάθει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάζεται. Ποιός εἶναι λοιπὸν ὁ τρόπος τῆς ἐργασίας Του; Προνοεῖ καὶ συντηρεῖ ὅλη τὴ δημιουργία. Ὅταν δηλαδὴ βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ ἀνατέλλει, τὴ σελήνη νὰ τρέχει, τίς λίμνες, τίς πηγές, τοὺς ποταμούς, τίς βροχὲς καὶ τὴν πορεία τῆς φύσεως, ὅπως φαίνεται στοὺς σπόρους ἢ στὰ σώματα τὰ δικά μας ἢ στὰ σώματα τῶν ἀλόγων ζώων καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει συσταθεῖ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, τότε θὰ καταλάβεις τὴ συνεχῆ ἐργασία τοῦ Πατρός: «ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ(:διότι καὶ Αὐτὸς τὸν ἥλιο, ποὺ εἶναι δικὸς Του)», λέγει, «ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:τὸν ἀνατέλλει χωρὶς διακρίσεις σὲ πονηροὺς καὶ καλούς, καὶ βρέχει τὴ βροχή Του σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους)»[Ματθ.5,45].
Καὶ πάλι: «Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;(: καὶ ἂν ὁ Θεὸς ντύνει μὲ τόση μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρὸ καὶ δὲν ἔχουν προορισμὸ νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλὰ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο ρίχνονται στὸ φοῦρνο ὡς καύσιμη ὕλη, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιά σᾶς καὶ δὲν θὰ σᾶς δώσει ἔνδυμα, ὀλιγόπιστοι;)»[Ματθ.6,30]· καὶ γιὰ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐπίσης λέγει: «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;(:κοιτᾶξτε τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ δεῖτε ὅτι αὐτὰ δὲν σπέρνουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν τροφὲς σὲ ἀποθῆκες γιὰ τὸν χειμῶνα ἢ τὸν καιρὸ τῆς στερήσεως. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει. Ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτά;)»[Ματθ.6,26].
Ἐδῶ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔκανε μὲ τὰ λόγια τὸ θαῦμα Του τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ δὲν πρόσθεσε πλέον τίποτε, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα ἔγιναν στὸ ναὸ καὶ ἀπὸ τίς πράξεις τῶν Ἰουδαίων ἀντικρούει τὴν κατηγορία. Ὅπου ὅμως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐκτελεστεῖ καὶ κάποιο ἔργο κατὰ τὸ Σάββατο, ὅπως γιὰ παράδειγμα νὰ σηκώσει ὁ πρώην παράλυτος ἄνθρωπος τὸ κρεβάτι, τὸ ὁποῖο ἔργο δὲν ἔπαιζε κανένα ρόλο στὴν ἐπιτέλεση τοῦ θαύματος, παρὰ σὲ ἕνα μόνο συντελοῦσε, στὸ νὰ δείξει καθαρὰ τὴν κατάλυση τοῦ Σαββάτου, σὲ αὐτὲς τίς περιπτώσεις ἀνάγει τὸν λόγο στὸ σπουδαιότερο, ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς καταπλήξει μὲ τὴν ἀξία τοῦ Πατρὸς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Σάββατο, δὲν ἀπολογεῖται μόνο ὡς ἄνθρωπος, οὔτε ὡς Θεὸς μόνο, ἀλλὰ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος καὶ ἄλλοτε ὡς Θεός· διότι ἤθελε καὶ τὰ δύο νὰ γίνουν πιστευτά, δηλαδὴ καὶ ἡ οἰκονομία καὶ συγκατάβαση τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Θεότητος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση ἀπολογεῖται ὡς Θεός· διότι, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ὁμιλεῖ πρὸς αὐτοὺς πάντοτε μὲ βάση τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, θὰ παρέμεναν συνεχῶς στὴν ἴδια ταπεινὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ λοιπὸν αὐτό, ἐπικαλεῖται τὸν Πατέρα.
Καὶ ὅμως καὶ ἡ ἴδια ἡ κτίση ἐργάζεται κατὰ τὸ Σάββατο· πραγματικὰ καὶ ὁ ἥλιος διαγράφει τὴν τροχιά του καὶ τὰ ποτάμια κυλοῦν καὶ οἱ πηγὲς ἀναβλύζουν καὶ οἱ γυναῖκες γεννοῦν τὰ παιδιά τους. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι Αὐτὸς δὲν ἦταν ἕνα ἀκόμη κτίσμα τοῦ Πατρός, δὲν εἶπε «Ναί, ἐργάζομαι»· διότι καὶ ἡ κτίση ἐργάζεται· ἀλλὰ τί εἶπε; «Ναί, ἐργάζομαι, διότι καὶ ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται».
«Διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ Σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ(:ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἄκουσαν τὰ λόγια Του αὐτά, ἐπιζητοῦσαν ἀκόμη περισσότερο νὰ Τὸν θανατώσουν γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε˙ ἐπειδὴ δηλαδὴ ὄχι μόνο κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ καὶ ἔλεγε ὅτι ἔχει Πατέρα Του τὸν Θεὸ καὶ ἐξίσωνε ἔτσι τὸν ἑαυτὸ Του μὲ τὸν Θεό)»[Ἰω.5,18]. Καὶ ὅμως δὲν καθιστοῦσε φανερὸ αὐτὸ μονάχα · διότι δὲν τὸ ἀποδείκνυε μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ ἔργα. Τί συμβαίνει λοιπὸν καὶ φέρονται ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι; Διότι τὰ λόγια τοὺς ἔδιναν τὴ δυνατότητα νὰ Τοῦ ἐπιτίθενται καὶ νὰ Τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀλαζονεία, ἐνῶ ὅταν ἔβλεπαν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ στὰ ἔργα ἀκόμη νὰ ἀνακηρύσσεται περίτρανα ἡ δύναμή Του, δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ προβάλουν καμία ἀντίρρηση.
Ὅσοι ὅμως δὲν θέλουν νὰ δεχτοῦν αὐτὰ μὲ εὐσεβῆ διάθεση, ὑποστηρίζουν ὅτι δὲν ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτό Του ἴσο πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὴν ὑποψία αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἂς ἐξετάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ. Πές μου, λοιπόν, κατεδίωκαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν Ἰησοῦ ἢ δὲν Τὸν κατεδίωκαν; Εἶναι φανερό, νομίζω, στὸν καθένα ὅτι Τὸν κατεδίωκαν. Καὶ Τὸν κατεδίωκαν γι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία ἢ γιὰ κάποια ἄλλη; Καὶ αὐτὸ εἶναι συνομολογούμενο ὅτι γιὰ τὴ συγκεκριμένη αἰτία Τὸν κατεδίωκαν. Κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ἢ δὲν τὴν κατέλυε; Οὔτε καὶ σὲ αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει ἀντίρρηση. Ὀνόμαζε τὸν Θεὸ Πατέρα Του ἢ δὲν Τὸν ὀνόμαζε; Καὶ τοῦτο εἶναι ἀληθές. Ἑπομένως, αὐτὴ τὴ σειρὰ συλλογισμῶν ἀκολουθοῦν καὶ τὰ ἑξῆς: Ὅπως δηλαδή τὸ ὅτι ἔλεγε τὸν Θεὸ Πατέρα Του, τὸ ὅτι κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, τὸ ὅτι καταδιωκόταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ γιὰ τὴν κατάλυση τῆς ἀργίας καὶ γιὰ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα δὲν ἦταν μία ἐσφαλμένη ὑποψία, ἀλλὰ γεγονὸς πραγματικό, κατὰ ὅμοιο τρόπο καί τὸ ὅτι ἔκανε ὁ Ἰησοῦς τὸν ἑαυτό Του ἴσο μὲ τὸν Θεὸ ἦταν ἀπόδειξη ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὴν ἴδια συλλογιστικὴ διαδικασία.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα εἰπώθηκαν προηγουμένως εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ μὲ σαφέστερο τρόπο. Πραγματικὰ ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ «Ὁ Πατὴρ ἐργάζεται καὶ ἐγὼ ἐργάζομαι» σημαίνει ὅτι ὑποδείκνυε τὸν ἑαυτό Του ὡς ἴσο μὲ τὸν Θεό· διότι σὲ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν φανέρωνε καμία διαφορὰ μεταξὺ Τους νὰ ὑπάρχει. Διότι δὲν εἶπε: «Ἐκεῖνος μὲν ἐργάζεται, ἐνῶ ἐγὼ Τὸν ὑπηρετῶ», ἀλλά : «Ὅπως ἐργάζεται Ἐκεῖνος, ἔτσι ἐργάζομαι καὶ ἐγώ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπέδειξε μεγάλη ἰσότητα μεταξύ τους.
Ἐὰν ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ παρουσιάσει αὐτὴν τὴν ἰσότητα πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι μάταια εἶχαν τὴν ὑποψία αὐτήν, ἀσφαλῶς δὲν θὰ τοὺς ἄφηνε νὰ ἔχουν τὴν ἐσφαλμένη αὐτὴ γνώμη, ἀλλὰ θὰ τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν «πλάνη» αὐτήν. Οὔτε καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς θὰ τὸ ἀποσιωποῦσε, ἀλλὰ θὰ ἔλεγε καθαρὰ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν αὐτὴν τὴν ὑποψία, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔκανε τὸν ἑαυτό Του ἴσο μὲ τὸν Θεό. Ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἔβλεπε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε τὸ ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἀκροατές Του μὲ διαφορετικὴ σημασία ἀπὸ τὴν πραγματική· παραδείγματος χάρη, ὁ Χριστὸς ἔλεγε : «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν(: γκρεμίστε τὸν ναὸ αὐτὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες ἐγὼ θὰ τὸν ἀνοικοδομήσω)»[Ἰω.2,19], ἀναφερόμενος στὸ σῶμα Του.
Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, νόμισαν ὅτι ἀναφερόταν στὸν ἰουδαϊκὸ ναὸ καὶ ἔλεγαν: «Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθῃ ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;(:Σαράντα ἕξι χρόνια χρειάστηκαν γιὰ νὰ κτιστεῖ ὁ ναὸς αὐτός, κι ἐσὺ θὰ τὸν κτίσεις μέσα σὲ τρεῖς ἡμέρες;)»[Ἰω.2,20]. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄλλο εἶπε ὁ Κύριος καὶ ἄλλο κατάλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι(διότι Ἐκεῖνος ἀναφερόταν στὸ σῶμα Του, ἐνῶ αὐτοὶ νόμιζαν ὅτι εἰπώθηκε αὐτὸ γιὰ τὸν ναό τους), γιὰ νὰ ἐπισημάνει τὴν παρανόηση αὐτὴν ὁ Εὐαγγελιστὴς ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ διορθώσει αὐτὴν τὴν ὑποψία τους, πρόσθεσε: «Ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ(:Ἐκεῖνος ὅμως ἐννοοῦσε τὸν ἀσυγκρίτως λαμπρότερο καὶ ἁγιότερο ναὸ τοῦ σώματός Του. Καὶ βεβαίωνε ἔτσι προφητικὰ ὅτι μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατό Του θὰ ἀνέσταινε τὸν ναὸ αὐτὸ τοῦ σώματός Του ἀπὸ τὸν τάφο)»[Ἰω.2,21]. Κατὰ συνέπεια καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε τὸν ἑαυτό Του ἴσο πρὸς τὸν Θεὸ ἢ δὲν ἤθελε νὰ δώσει αὐτὴν τὴν ἐντύπωση, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι σχημάτισαν αὐτὴν τὴν ὑποψία, θὰ διόρθωνε ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ἐδῶ τὴν ὑποψία τους καὶ θὰ ἔλεγε: «Οἱ Ἰουδαῖοι μὲν νόμιζαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάνει τὸν ἑαυτό Του ἴσο πρὸς τὸν Θεό, ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἰσότητα αὐτή».
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς ὁ Εὐαγγελιστὴς ποὺ κάνει αὐτὸ σὲ αὐτὸ ἐδῶ τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρεται σχετικὰ μὲ τὸν ναό. Καὶ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς φαίνεται νὰ κάνει ἀκριβῶς τὸ ἴδιο σὲ ἄλλη περίπτωση. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε παραγγελία στοὺς μαθητές Του λέγοντας: «Ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων(:Ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπίδραση τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ μοιάζει μὲ κακὸ προζύμι)»[Ματθ.16,6], ἐκεῖνοι συλλογίζονταν καὶ ἔλεγαν ὅτι δὲν πῆραν καθόλου ψωμιὰ μαζί τους[Ματθ.16,7:«Οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν(:Αὐτοὶ ὅμως ἄρχισαν νὰ συλλογίζονται μέσα τους καὶ νὰ λένε: ''Δὲν πήραμε ἄρτους ἀπὸ προζύμι καθαρό, προζύμι ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ σπίτι Φαρισαίου ἢ Σαδδουκαίου'')»].
Καὶ ἄλλο ἐννοοῦσε ὁ Κύριος ὀνομάζοντας «ζύμη» τὴ διδασκαλία, ἐνῶ ἄλλο κατάλαβαν οἱ μαθητές, νομίζοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναφερόταν ἁπλῶς στὰ ψωμιά. Καὶ αὐτὴ τὴν παρανόηση δὲν τὴ διορθώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς πλέον, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτου εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων;(:Πῶς δὲν καταλαβαίνετε ὅτι δὲν σᾶς εἶπα γιὰ τὸν συνηθισμένο ὑλικὸ ἄρτο, ὅταν σᾶς σύστησα νὰ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων;)». «Τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ἄρτου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων(:Τότε κατάλαβαν ὅτι δὲν τοὺς εἶπε νὰ φυλάγονται ἀπ᾿ τὸ προζύμι μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ὁ ἄρτος, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν κακὴ διδασκαλία καὶ τὴν ὑποκρισία τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ μοιάζει μὲ χαλασμένο προζύμι)».
Ἐδῶ ὅμως δὲν συμβαίνει τίποτε παρόμοιο. «Καὶ ὅμως», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος ὅτι «ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἀναιρέσει τὴν ἰδέα αὐτή, πρόσθεσε: «Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδέν(:δὲν μπορῶ νὰ πράττω τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου)»[Ἰω.5,30]. Τὸ ἀντίθετο, ἄνθρωπέ μου, ἔχει κάνει· διότι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὄχι μόνο δὲν ἀναιρεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἰσότητα. Ὅμως πρόσεχε μὲ ἀκρίβεια, διότι τὸ συζητούμενο δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀσήμαντο. Ἡ ἔκφραση «ἀπὸ τὸν Ἑαυτὸ Του» βρίσκεται σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἀναφέρεται καὶ στὸν Ἰησοῦ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἐπιβάλλεται νὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῆς φράσης αὐτῆς. Πράγματι, ἐὰν κανεὶς τὴν ἐκλάβει αὐτὴν καθ᾿ ἑαυτήν, ὅπως εἶναι εὔκολο νὰ τὴν ἐννοήσει, κοίταξε σὲ πόσο μεγάλο παραλογισμὸ καταλήγουμε. Διότι δὲν εἶπε ὅτι ἄλλα μὲν δύναται, ἐνῶ ἄλλα δὲν δύναται νὰ τὰ πράττει «ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Του» ἀλλὰ εἶπε γενικῶς «Αὐτοὶ θὰ δικαστοῦν ἀπὸ ἐμένα μὲ κάθε δικαιοσύνη. Διότι ἐγὼ καὶ τώρα καὶ πάντοτε δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε ἀπὸ μόνος μου, ποὺ νὰ μὴν τὸ θέλει καὶ ὁ Πατέρας μου. Κρίνω σύμφωνα μὲ ὅσα ἀκούω ἀπὸ τὸν Πατέρα μου νὰ λέει σὲ μένα, τὸν Υἱό του, ποὺ ἔγινα καὶ ἄνθρωπος. Καὶ ἡ κρίση μου αὐτὴ εἶναι δίκαιη· διότι δὲν ζητῶ νὰ στήσω τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου ποὺ μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο καὶ ποὺ εἶναι σὲ ὅλα δίκαιος)».
Ἄς ρωτήσουμε λοιπὸν ἐκεῖνον ποὺ φέρνει ἀντιρρήσεις σὲ αὐτά· Πές μου, δὲν μπορεῖ τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του νὰ πράττει ὁ Υἱός; Καὶ ἂν μᾶς ἀπαντήσει: «Τίποτε», θὰ τοῦ ποῦμε ὅτι τὸ μέγιστο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τὸ ἔκανε ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του. Καὶ ὁ Παῦλος διακηρύσσει καὶ λέγει: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, ἂν καὶ εἶχε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύσῃ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὡς ἀπαράλλακτη καὶ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ μορφὴ καὶ τὴ φύσῃ τοῦ Θεοῦ, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά Του με τον Θεὸ Πατέρα ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς. Διότι ἐὰν ἦταν ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ τὸ ἀποθέσει, ἀπὸ φόβο μήπως τὸ χάσει. Ἀλλὰ κένωσε τὸν ἑαυτό Του συγκαλύπτοντας καὶ κρύβοντας γιὰ κάποιο διάστημα τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητάς Του. Πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ βρέθηκε ἔτσι κατὰ τὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἐνῶ δὲν ἔπαψε οὔτε στιγμὴ νὰ εἶναι καὶ τέλειος Θεός. Καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ Του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος)»[Φιλιπ.2,6-8].
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πάλι λέγει: «Ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν(:ἔχω ὅμως κι ἄλλα πρόβατα, ποὺ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴ μάνδρα αὐτὴ τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, ἀλλὰ εἶναι διασκορπισμένα ἀνάμεσα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Πρέπει κι ἐκεῖνα νὰ τὰ ὁδηγήσω καὶ νὰ τὰ ἑνώσω μὲ τὰ ἄλλα. Καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ τὰ καλέσω γιὰ νὰ τὰ συναθροίσω, ὁπωσδήποτε ἐκεῖνα θὰ ἀκούσουν τὴ φωνή μου. Κι ἔτσι, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα θὰ γίνει μία ποίμνη, ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἕνας ποιμένας, ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν μὲ ἀγαπᾷ ὁ Πατέρας μου, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζει προσφέρω τὴ ζωή μου σὲ θάνατο, γιὰ νὰ τὴν ξαναπάρω πίσω. Κι ἔτσι νὰ ἐξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή μου τὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου καὶ τῆς σωτηρίας τους μὲ τὴ συνένωσή τους σὲ μία ποίμνη καὶ σὲ ἕνα σῶμα)»[Ἰω.10,16-17]. Βλέπεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ ὅτι τὸ μεγάλο ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία μας τὸ πραγματοποίησε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ;
Καὶ γιατί ὁμιλῶ γιὰ τὸν Χριστό; Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ εὐτελέστερο ἀπὸ ἐμᾶς, πολλὰ τὰ πράττουμε ἀπὸ μόνοι μας, δηλαδὴ καὶ τὴν κακία ἀπὸ μόνοι μας τὴν προτιμοῦμε καὶ τὴν ἀρετὴ ἀπὸ μόνοι μας ἀσκοῦμε. Διότι ἐὰν δὲν ἐνεργούσαμε ἀπὸ μόνοι μας καὶ δὲν εἴχαμε ἐξουσία, τότε οὔτε στὴ γέεννα θὰ πέφταμε μὲ τίς ἁμαρτίες μας, οὔτε τὴν οὐράνια βασιλεία θὰ πετυχαίναμε μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή μας. Δὲ σημαίνει λοιπὸν τίποτα ἄλλο τὸ «Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ», παρὰ τὸ ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα ἀντίθετο πρὸς τὸν Πατέρα, οὔτε ξένο πρὸς Αὐτόν», πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα τὴν ἰσότητα καὶ τὴ μεγάλη συμφωνία Υἱοῦ καὶ Πατρός.
Καὶ γιὰ ποιόν λόγο δὲν εἶπε ὅτι δὲν πράττει τίποτε τὸ ἀντίθετο, ἀλλὰ ὅτι «δὲν δύναται»; Γιὰ νὰ δείξει καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τῆς ἐκφράσεως πάλι τὴν ἀμετάβλητη καὶ ἀκριβῆ ἰσότητα· διότι τὸ ρῆμα δὲν Τοῦ ἀποδίδει ἀδυναμία, ἀλλὰ μαρτυρεῖ ὅτι ἡ δύναμή Του εἶναι μεγάλη. Ἐπειδὴ καὶ ἀλλοῦ λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸν Πατέρα: «ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος(:καὶ δέχτηκε τὴ μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του καὶ μὲ τὸν ὅρκο Του, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε σὲ Αὐτὸν μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ προτροπὴ καὶ στήριγμα προκειμένου νὰ κρατήσουμε δυνατὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας)»[Ἑβρ.6,18]. Καὶ πάλι: «εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει· ἀρνήσασθαι ἑαυτὸν οὐ δύναται(:ἐὰν ἐμεῖς δείχνουμε ἀπιστία, Ἐκεῖνος μένει πιστὸς σὲ ὅσα ὑπόσχεται. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ νὰ ἀθετήσει τοὺς λόγους Του)»[Β΄Τιμ.2,13].
Καὶ τὸ «δὲν μπορεῖ» αὐτὸ λοιπὸν ὄχι μόνο δὲν εἶναι δηλωτικὸ ἀδυναμίας, ἀλλὰ δυνάμεως, καὶ μάλιστα δυνάμεως ἀπερίγραπτης. Ὅ,τι λέγει δηλαδὴ σημαίνει τὸ ἑξῆς: «Ἡ οὐσία ἐκείνη ἡ θεία δὲν δέχεται τίποτε ἀπὸ αὐτά». Πραγματικά, ὅπως ὅταν λέμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσει ὁ Θεός, δὲν Τοῦ ἀποδίδουμε ἀδυναμία, ἀλλὰ Τοῦ ἀποδίδουμε κάποια ἄρρητο δύναμη, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος λοιπόν, ὅταν λέγει «Δὲ δύναμαι ἀφ᾿ ἑαυτοῦ νὰ πράττω τίποτε», αὐτὸ ἐννοεῖ, ὅτι «εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀνεπίτρεπτο νὰ πράξω ἐγὼ κάτι ἀντίθετο πρὸς τὸν Πατέρα».
Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ φράσῃ, ἂς ἐξετάσουμε τὸ ἑξῆς καὶ ἂς δοῦμε μὲ ποιούς συμφωνεῖ ὁ Χριστός, μὲ ποιό ἀπὸ τὰ δύο δηλαδή, μὲ ὅσα εἴπαμε ἐμεῖς ἢ μὲ τίς δικές σας ἀπόψεις. Ἐσὺ λοιπὸν ὑποστηρίζεις ὅτι τὸ ρῆμα «οὐ δύναται» ἀναιρεῖ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν αὐθεντία ποὺ ταιριάζει σὲ Αὐτὸν καὶ παρουσιάζει μικρὴ τὴ δύναμή Του. Ἐγὼ ἀντιθέτως δέχομαι ὅτι ἀποδεικνύει τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ὁμοιότητα καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ὅτι συμβαίνει ἀπὸ κοινὴ γνώμη καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη.
Ἄς ρωτήσουμε λοιπὸν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἂς δοῦμε μὲ ὅσα λέγει παρακάτω, ἂν ἑρμηνεύει τὰ λόγια Του σύμφωνα μὲ τὴ δική σου ἢ μὲ τὴ δική μας ἄποψη. Τί λέγει λοιπόν; «Ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ(:Ἀληθινά σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Υἱὸς εἶναι φυσικῶς ἀδύνατο νὰ κάνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ κάνει αὐτό. Εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, αὐτὰ κάνει καὶ ὁ Υἱὸς ἀκριβῶς ὅπως τὰ κάνει ὁ Πατήρ· διότι εἶναι κοινὴ καὶ μία ἡ θέληση, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ)»[Ἰω.5,19]. Εἶδες πῶς ἀναίρεσε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἄποψή σας καὶ ἐπιβεβαίωσε ὅσα εἴπαμε ἐμεῖς; Διότι ἐὰν δὲν πράττει τίποτε ἀπὸ μόνος Του, καὶ ὁ Πατὴρ δὲν θὰ πράττει τίποτε ἀπὸ μόνος Του, ἐὰν βέβαια πράττει τὰ πάντα ὁμοίως πρὸς Αὐτόν.
Διότι ἐὰν δὲν συμβαίνει αὐτό, ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλο ἄτοπο συμπέρασμα. Πραγματικὰ δὲν εἶπε ὅτι ὅσα εἶδε τὸν Πατέρα νὰ πράττει, ἔπραξε, ἀλλὰ «ἐὰν μὴ τί βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα(:ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ πράττει)», ἐπεκτείνοντας τὸν λόγο σὲ ὁλόκληρο τὸν χρόνο. Καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψή σας θὰ μαθαίνει πάντοτε τὰ ἴδια. Εἶδες πὼς εἶναι μὲν τὸ νόημα ὑψηλό, ἐνῶ ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου ἀναγκάζει καὶ τοὺς πολὺ ἀναίσχυντους καὶ τοὺς ἰσχυρογνώμονες νὰ ἀποφεύγουν τὴν εὐτέλεια καὶ καθετὶ ποὺ δὲν ἁρμόζει μὲ τὴν ἀξία Ἐκείνου; Διότι, ποιός εἶναι τόσο ἄθλιος καὶ δυστυχὴς ὥστε νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ Υἱὸς μαθαίνει κάθε ἡμέρα ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ κάνει;
Καὶ πῶς εἶναι ἀληθινὸ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Προφήτης «Σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν(:Ἐσὺ ὅμως εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ τὰ ἔτη τῆς αἰωνιότητάς σου δὲ θὰ ἐξαντληθοῦν ποτέ)»[Ψαλμ.101,28]; Καὶ πῶς εἶναι ἐπίσης ἀληθινό τό «πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:Ὅλα τὰ δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι᾿ Αὐτοῦ, σὲ συνεργασία μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα˙ καὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν ἔγινε τὸ παραμικρὸ ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει)»[Ἰω.1,3], ἐὰν αὐτὰ μὲν τὰ ἔκανε ὁ Πατήρ, ἐνῶ ὁ Υἱὸς τὰ μιμεῖται βλέποντάς τα;
Βλέπεις ὅτι καὶ ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν στὰ προηγούμενα καὶ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ μετὰ ἀποδεικνύεται ἡ αὐθεντία Του; Ἐὰν ἐπίσης μερικὲς φορὲς ὁμιλεῖ ἁπλούστερα, μὴν ἀπορήσεις. Ἐπειδὴ δηλαδὴ Τὸν κατεδίωκαν, ὅταν ἄκουσαν νὰ ὁμιλεῖ περὶ ὑψηλῶν πραγμάτων καὶ νόμισαν ὅτι εἶναι ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκανε ἁπλούστερο τὸν λόγο, ἔπειτα τὸν ἀναβιβάζει πάλι στὰ ὑψηλὰ καὶ στὴ συνέχεια πάλι τὸν ἁπλουστεύει, γιὰ νὰ ποικίλλει τὴ διδασκαλία Του, ὥστε νὰ γίνεται εὔκολα παραδεκτὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγνώμονες.
Πρόσεχε, σὲ παρακαλῶ· ἀφοῦ εἶπε «ὁ Πατέρας μου ἐργάζεται καὶ ἐγὼ ἐργάζομαι» καὶ ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸν ἑαυτό Του ἴσο μὲ τὸν Θεό, ἐπαναλαμβάνει: «Δὲν δύναται ὁ Υἱὸς νὰ πράττει τίποτε ἀπὸ μόνος Του, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ πράττει καὶ τὸ παραμικρό»[Ἰω.5,19].
Στὴ συνέχεια πάλι πρὸς τὸ ὑψηλότερο ἀνάγει τὸν λόγο· «Διότι ἐκεῖνα ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, αὐτὰ πράττει καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως» καὶ ὕστερα πάλι χαμηλότερο: «Ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα(:ἡ συμφωνία αὐτὴ καὶ ἡ κοινὴ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βασίζεται καὶ πάνω στὴν ἀγάπη ποὺ τοὺς συνδέει· διότι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ μὲ ἄπειρη στοργὴ τὸν Υἱό Του. Δὲν κρύβει τίποτε ἀπ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ Τοῦ φανερώνει ὅλα ὅσα κάνει, ὥστε νὰ ἐνεργοῦνται αὐτὰ διαμέσου τοῦ Υἱοῦ. Καὶ θὰ δείξει στὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ Του ὑπερφυσικὰ ἔργα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ ποὺ ἕως τώρα εἴδατε, ὥστε νὰ τὰ ἐνεργήσει καὶ αὐτὰ ὁ Υἱός, γιὰ νὰ θαυμάζετε ἐσεῖς ποὺ τώρα ἀπιστεῖτε)»[Ἰω.5,20]. Εἶδες πῶς ἁπλουστεύει πάλι τὸν λόγο; Καὶ δικαίως. Διότι μόλις πρὸ ὀλίγου εἶπα καὶ δὲ θὰ πάψω νὰ λέγω αὐτὸ ποὺ θὰ ἐπαναλάβω τώρα: ὅτι δηλαδὴ ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ κάτι εὐτελὲς καὶ ταπεινό, τὸ ἀναφέρει μὲ ὑπερβολή, γιὰ νὰ πείσει τοὺς ἀσεβεῖς ἡ ἁπλότητα καὶ εὐτέλεια τῶν λόγων ὅτι πρέπει νὰ δεχθοῦν τὰ νοήματα μὲ εὐσεβῆ διάθεση.
Ὅμως, ἂν δὲ συμβαίνει αὐτό, κοίταξε πόσο εἶναι ἀνόητο αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε, τὸ ὁποῖο καὶ θὰ καταλάβεις ἐὰν ἐρευνήσεις αὐτὰ τὰ λόγια. Διότι ὅταν λέγει «καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα (:καὶ θὰ δείξει στὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό του ὑπερφυσικὰ ἔργα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ ποὺ ἕως τώρα εἴδατε, ὥστε νὰ τὰ ἐνεργήσει καὶ αὐτὰ ὁ Υἱός, γιὰ νὰ θαυμάζετε ἐσεῖς ποὺ τώρα ἀπιστεῖτε)», θὰ βρεθεῖ ὁ Υἱὸς νὰ μὴν ἔχει μάθει ἀκόμα πολλὰ ἔργα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο οὔτε γιὰ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ λεχθεῖ. Διότι ἐφόσον ἔλαβαν μία φορά την χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμέσως γνώρισαν τὰ πάντα καὶ εἶχαν τὴ δύναμη νὰ πράξουν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε καὶ νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν αὐτοί· ἐνῶ ὁ Χριστὸς θὰ βρεθεῖ νὰ μὴν ἔχει μάθει ἀκόμη πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ γνωρίζει. Καὶ τί μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ περισσότερο παράδοξο ἀπὸ αὐτό;
Ποιά σημασία ἔχει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε; Ἐπειδὴ στερέωσε τὰ μέλη τοῦ παραλύτου καὶ σκοπεύει νὰ ἀναστήσει τὸν νεκρό, γι᾿ αὐτὸ ὁμίλησε ἔτσι, σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: «Θαυμάζετε ἐπειδὴ θεράπευσα τὸν παράλυτο; Θὰ δεῖτε στὴ συνέχεια μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ αὐτά». Ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁμίλησε μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, παρὰ χρησιμοποιεῖ ἁπλούστερο τρόπο ἔκφρασης, γιὰ νὰ κατασιγάσει τὴ μανία τους. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι τὸ «Θὰ δείξει» δὲν ἔχει λεχθεῖ κυριολεκτικά, ἄκουσε αὐτὰ ποὺ προσθέτει: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:Ὁ Υἱὸς ἀκόμη καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήσει· διότι, ὅπως ὁ Πατὴρ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς δίνει ζωή, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ἔχει ἀπεριόριστη ἐξουσία καὶ δύναμη ὥστε νὰ δίνει ζωὴ ὄχι μόνο φυσική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Καὶ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ζωὴ τὴν μεταδίδει σὲ ὅποιον θέλει καὶ σὲ ὅποιον κρίνει ἄξιο νὰ τὴν μεταδώσει)»[Ἰω.5,21]. Βέβαια, τὸ «Δὲν δύναται νὰ πράττει τίποτε ἀπὸ μόνος Του» εἶναι ἀντίθετο ἀπό τὸ «ἐκείνους ποὺ θέλει». Διότι, ἂν ζωοποιεῖ αὐτοὺς ποὺ θέλει, τότε δύναται νὰ τὸ κάνει ἀπὸ μόνος Του(διότι τὸ «θέλει» σημαίνει «δύναται», τὸ ρῆμα «θέλω» εἶναι ἀπόδειξη ἐξουσίας), ἐὰν ὅμως δὲν δύναται ἀπὸ μόνος Του, τότε δὲν ζωοποιεῖ πλέον ὅποιους θέλει· διότι τὸ μὲν «ὅπως ὁ Πατὴρ ἀνασταίνει» ἀποδεικνύει τὴν ἰσότητα καὶ ἀπαραλλαξία τῆς δυνάμεως, ἀντίστοιχα τό «ἐκείνους ποὺ θέλει» ἀποδεικνύει τὴν ἰσότητα τῆς ἐξουσίας.[...]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου