Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (38. ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ)

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


Γεώργιος Χ. Μόδης

Εκλεκτά Διηγήματα: 38. ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ


Δέκα μέρες ύστερα απʼ τη Βουλγαρική ενέδρα ξαναβρεθήκαμε την 5 Νοεμβρίου στη Μπέσιστα πολλά κατά φρένα και θυμόν μερμηρίζοντες κατά της άπιστης Πόλτσιστας. Το αμαρτωλό χωριό είχε γίνει για το σώμα μας ό,τι ήταν η Καρχηδών για τους Ρωμαίους Delenda Πόλτσιστα, θα έλεγαν όλοι οι σύντροφοι, εάν είχαν κάποια ιδέα από Λατινικά...

Εμείναμε στη Μπέσιστα όλη την ημέρα, με την απόφαση να ξεκαθαρίσουμε την ίδια νύκτα όλους τους λογαριασμούς μας με την Πόλτσιστα. Αλλά παρʼ όλη την ανυπομονησία μας να πιούμε το μαύρο αίμα των προδοτών, μας κράτησε και τη νύκτα εκείνη στη Μπέσιστα το μαύρο κρασί της που ήταν περίφημο στο Μορίχοβο.

Αυτό μας έσωσε. Οι ακοίμητοι Πολτσιστιανοί μας επρόλαβαν και πάλι. Μη έχοντας πια εμπιστοσύνη στα όπλα των κομιτατζήδων, ανέθεσαν στη φρουρά της Βιτώλιστας το έργο της εξοντώσεώς μας. Όλη τη νύκτα, παγερή και ατέλειωτη νύκτα του Νοεμβρίου, οι στρατιώτες μας περιμέναν στην ίδια θέση όπου οι Βούλγαροι μας είχαν στήσει την ενέδρα τους. Και όταν κοντά στην αυγή είδαν πως δεν είχαμε διάθεση εμείς να πάμε σʼ αυτούς, αφήκαν σαν καλοί οπαδοί του Μωάμεθ τα μετερίζια τους και ήλθαν αυτοί προς το βουνό, δηλαδή σʼ εμάς. Οι δυο χωρικοί που φύλαγαν καραούλι έπεσαν στα χέρια τους, πριν προφθάσουν να βγάλουν μιλιά.

Τόση ήταν η σατανικότης των προδοτών που τους οδηγούσαν, ώστε εκτός απʼ την κυρία πολιορκητική ζωνή, έστησαν χωριστή πολιορκία ολόγυρα και απʼ το καθένα σχεδόν απʼ τα πέντε καταλύματά μας.

Εμείς ήμαστε μακαρία βυθισμένοι στις απολαύσεις του πρωινού ύπνου.

Πρώτος αντελήφθηκε τον κίνδυνο ο καπετάνιος. Η νοικοκυρά υποψιάσθηκε την πρωινή αναστάτωση των σκύλων του χωρίου με την οξύτητα εκείνων που η ζωή και η περιουσία τους κρέμεται σε μια τρίχα κι άνοιξε τη μικρή πορτούλα του σπιτιού να ιδεί τι συμβαίνει. Μόλις πρόβαλε έξω το κεφάλι βρέθηκε αντιμέτωπη με οπλοφόρους, που της είπαν: «μάσε, γκιαούρισσα, τα σκυλιά σου να μη γαυγίζουν». Έντρομη η κακόμοιρη γυναίκα ξανάκλεισε την πορτούλα κι εκυλίσθηκε σπαρταρώντας απʼ τον τρόμο στα πόδια των ανταρτών και των κοιμωμένων τέκνων της, ενώ στα χείλη της επνιγόταν βραχνή και ραγισμένη η κραυγή «καπετάνε!... ασκέρ!... ασκέρ!...». Ο αρχηγός τινάχθηκε όρθιος κι απʼ την ταραχή της περισσότερο παρά απʼ τα λόγια της κατάλαβε τι εσήμαινε η πρωινή εκείνη επιληπτική εμφάνιση της. Χωρίς να χάσει καιρό και την ψυχραιμία του έριξε επάνω της μια χονδρή βελέντζα για να μην ακουσθούν έξω οι στεναγμοί και οι βόγγοι της, αυτός δε με τους τέσσερες άνδρες του πηγαίνοντας σιγά-σιγά κολλητά στον τοίχο μέσα στο θαμπό σκιόφως της χαραυγής, βγήκε έξω απʼ το σπίτι. Μʼ όλη την κρισιμότητα της στιγμής κατόρθωσε να συγκεντρώσει κοντά και άνδρες δύο άλλων καταλυμάτων. Μαζί μʼ αυτούς όρμησε ανάμεσα απʼ τις Τουρκικές γραμμές έξω απʼ το χωριό. Κι εσώθηκε. Δυο μονάχα άνδρες του πληγώθηκαν, κι αυτοί όχι βαρειά.

Σχεδόν την ίδια ώρα διέφευγε κι ένα άλλο κατάλυμα από πέντε άνδρες. Και σʼ αυτούς οι σκύλοι εξετέλεσαν χρέη ξυπνητηριού. Πήραν όμως την αντίθετη κατεύθυνση του καπετάνιου. Αφού τουφεκίζοντας και τουφεκιζόμενοι διέσχισαν το χωριό κι έφθασαν στην άκρη του, ακολούθησαν τον δρόμο για το Ψώβικ. Αλλά κι αυτός είχε πιασθεί απʼ το στρατό. Ο αξιωματικός με το σαλπιγκτή και λίγους στρατιώτες είχε στήσει εκεί το στρατηγείο του. Οχυρωμένος πίσω από ένα πέτρινο φράκτη ψηλό ένα μέτρο, τους είδε να κατεβαίνουν τρεχάτοι και αγριεμένοι. Αντί όμως να τους σταματήσει κρύφθηκε πίσω απʼ τον πρόχειρο προμαχώνα του. Η έξοδος του χωριού σʼ εκείνο το μέρος ήταν στενόμακρη και ομαλότατη. Δεν ήταν λοιπόν σοφότερο νʼ αφήσει τους γκιαούρηδες να προσπεράσουν και έπειτα να τους κτυπήσει στα σίγουρα απʼ τα νώτα, παρά να ριψοκινδυνεύσει σε μια πάλη εκ του συστάδην μαζί τους; Ο αξιωματικός δεν ήταν γενναίος εκεί που δεν χρειαζόταν και ήξερε να φειδωλεςύεται το αίμα των ανδρών και το τομάρι του. Ατυχώς γιʼ αυτόν το φέσι ενός στρατιώτου του χάλασε τα σχέδια. Περίεργος ο αγαθός Ανατολίτης να ιδεί από κοντά ζωντανούς τους διαβολανθρώπους αυτούς, για τους οποίους τόσα άκουε, επρόβαλε την ογκώδη κεφαλή με το ογκωδέστερο κάλυμμά της επάνω απʼ τον τοίχο. Το κόκκινο φέσι προκάλεσε την επίθεση και την καταστροφή όπως και το κόκκινο πανί του ταυρομάχου. Οι αντάρτες, Μαυρογένης, Μανώλης, Αράπης και άλλοι δύο, όταν είδαν πως ο χαμηλός τοίχος έκρυβε εχθρούς, αντί να συνεχίσου τη φυγή ήλθαν και κόλλησαν επάνω του. Έτσι ο ταπεινός αυτός φράκτης που είχε προορισμό να χωρίζει την πτωχή περιουσία δύο ταπεινών αγροτών, χώριζε τώρα ανθρώπους που διεκδικούσαν την κυριότητα όλης της Μακεδονίας. Από οχύρωμα καθαρό τουρκικό έγινε και ελληνικό, στρεφόμενο σαν δίκοπο μαχαίρι εναντίον και των δύο αντιπάλων.

Το πρωτάκουστο τόλμημα έσωσε τους πέντε συντρόφους. Όχι μόνον οι ολόγυρα στρατιώτες έπαυσαν να πυροβολούν απʼ τον φόβο μήπως σκοτώσουν τον αξιωματικό τους, αλλά και αυτοί που ήσαν πίσω απʼ τον τοίχο βρέθηκαν άξαφνα σε θέση μειονεκτική. Από πολιορκητές έγιναν πολιορκούμενοι. Το κόλλημα στον τοίχο των ανταρτών, ανέτρεψε μαζί με όλους τους γνωστούς των κανόνας πολεμικής τέχνης και το ηθικό τους. Εξ άλλου, ο οπλισμός τους αποδεικνύονταν ολότελα ακατάλληλος για τέτοιου είδους πόλεμο. Τα μάουζερ ήσαν πολύ μακριά και για να φέρουν αποτέλεσμα έπρεπε να σηκωθούν όρθιοι πάνω απʼ τον φράκτη. Τουναντίον οι δικοί μας οπλισμένοι με βραχύκανα μάνλιχερ και με περίστροφα, άρπαζαν με το αριστερό χέρι την κάνη των μάουζερ και άδειαζαν με το δεξί τα πιστόλια των στα κεφάλια των Τούρκων. Μʼ αυτό τον τρόπο απεστάλησαν να βοσκήσουν στο μουσουλμανικό παράδεισο ο αξιωματικός, ο σαλπιγκτής και κάμποσοι στρατιώτες.

Μόνο κατάλυμα για το οποίο δεν ελάλησαν αυτή την αυγή οι σκύλοι ήταν το δικό μας. Μας εξύπνησαν οι τουφεκιές. Κοιμηθήκαμε όπως οι μωρές παρθένες του Ευαγγελίου και όταν πια τη δωδεκάτη ώρα πεταχθήκαμε για να φύγουμε, η Μπέσιστα εβούιζε απʼ τους πυροβολισμούς.

Στο θαμπό φέγγος της αυγής είδαμε τους συντρόφους μας της παρέας του αρχηγού να φεύγουν στον αντικρυνό λόφο. Πάνω απʼ το κεφάλι μας κάποιο υψωματάκι που στη ρίζα του ήταν σκαμμένο το σπίτι μας, στρατιώτες τους πυροβολούσαν. Σχεδόν άγγιζαν τη στέγη οι κάνες των μάουζερ που ξεπερνούσαν τη φωτιά. Γύρω απʼ τους φυγάδες οι Τουρκικές βολίδες σήκωναν στον ξηρό λόφο σύννεφα από σκόνη. Αλλʼ αυτοί απορροφημένοι απʼ τη φυγή έτρεχαν τουφεκώντας και τουφεκούσαν τρέχοντας χωρίς να στρέψουν προς τα πίσω το κεφάλι, όπως οι κάπροι, που στη φυγή μονάχα μπροστά τους κυττάζουν. Τα πυρά των τα είχαν συγκεντρώσει όλοι πάνω στους λίγους στρατιώτες που τους έφραζαν το δρόμο. Οι κάπες τους ανέμιζαν στην πνοή της αυγής. Για μια στιγμή είδαμε κάποιον να πέφτει κατά γης. «Θεός σχωρέσʼ τον!», είπαμε, κάνοντας μηχανικά τον σταυρό μας. Αμέσως όμως σηκώθηκε κι ακολούθησε τους άλλους έως ότου όλοι μαζί εξαφανίσθηκαν πίσω απʼ το διάσελο του λόφου. Οι φρουροί της κορυφής στρατιώτες σκόρπισαν και τους βλέπαμε να κατρακυλούν προς τα κάτω.

Στεναγμός ανακουφίσεως ξέφυγε τότε απʼ τα στήθη μας. Ταυτοχρόνως όμως τα πλημμύρισε ένα άλλο πικρό αίσθημα που δοκιμάζει ο πληγωμένος κλέφτης του λαϊκού τραγουδιού «που δεν κλαίει την λαβωματιά, δεν κλαίει και το βόλι μόνʼ κλαίει που τον άφησαν οι σύντροφοι του όλοι». «Που φεύγετε, που φεύγετε σκυλιά...» εφώναζε ο Ξυλευσίνος, δείχνοντας τους γρόνθους του στο γυμνό κι ήσυχο τώρα λόφο.

- Εδώ πάν κι άλλοι... Κύττα τώρα τα χάλια μας. Να δούμε τι θʼ απογίνουμε... είπε ο τρίτος σύντροφος του καταλύματός μας, που ήταν γνωστός με τόνομα Ναύτης, ίσως γιατί η μόνη σχέση που είχε με τη θάλασσα ήταν μια ξύλινη ναυτική πίπα.

- Σκυλιά... λιποτάχτες... προδότες... επανελάμβανε ο Ξυλευσίνος.

- Εγώ λέω, εξακολούθησε ο Ναύτης, καλά ʼμαστε δω. Να μείνουμε και να κρυφθούμε... Άσε τους παλικαράδες να κουρεύονται. Αυτούς θα κυνηγήσουν οι Τούρκοι.

Η πρόταση του χερσαίου θαλασσινού εψηφίσθηκε χωρίς αντιρρήσεις, όπως θα γίνονταν αποδεκτή και οιαδήποτε ιδέα που παρέχει κάποια σανίδα σωτηρίας σε απελπισμένους ναυαγούς. Μʼ αυτόν τον τρόπο θα εκδικούμεθα και τους συντρόφους μας για την εγκατάλειψή μας, αφού όλες οι ελπίδες της επιτυχίας του σχεδίου του Ναύτη στηρίζονταν στην εκμετάλλευση ακριβώς της φυγής των.

Δεν ήταν πολύ πιθανότερο να προτιμήσουν οι Τούρκοι την καταδίωξη των φυγάδων που τους έβλεπαν παρά να κάτσουν νʼ απασχοληθούν με το χωριό απʼ το οποίο – ήταν λογικό να το πιστέψουν – είχε πετάξει πια το πουλί;

Ζητήσαμε τους οικοδεσπότες για να ιδούμε μήπως είχαν καμιά κρύπτη. Αλλά το σπίτι ήταν άδειο. Κοντά στην εξώπορτα έστεκε άοπλος ο Πετρούσης.

- Τι λες συ Πετρούση; τον ρώτησε ο Ναύτης. Να φύγουμε ή να μείνουμε;

- Εγκώ ντεν ξέρει.

- Που είναι οι νοικοκυραίοι;

- Έφυγκαν. Όλο χωριό φύγει.

- Ο Σουδίας τι έγινε;

- Έφυβγκε. Φύβγκει κι εγώ. Αντίο. Νάτο το τουφέκια.

Μας έδειξε δυο όπλα που ήσαν σε μια γωνιά με τις αρμάδες τους και τα μαχαίρια. Είχαν κρατήσει μονάχα τα πιστόλια. Και με το πλήθος των ανδρών, γυναικών, παιδιών και σκυλιών που ξεχύνονταν έντρομοι έξω από το χωριό βγήκε κι αυτός πέρα απʼ τις Τουρκικές γραμμές. Είχαν την πρόβλεψη να μη αλλάξουν τα χωριάτικα ρούχα τους...

Εμείναμε τρεις στο έρημο σπίτι με πέντε τουφέκια στη διάθεσή μας.

- Καλά είναι κι αυτά, είπε ο Ξυλευσίνος, παίρνοντας απʼ τη γωνιά τα δύο παραπανήσια όπλα. Ίσως μας χρειασθούν.

Εκλείσαμε ήσυχα και αθόρυβα τις πόρτες, έτοιμοι να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας, εάν η τουρκική περιέργεια έφθανε έως εκεί μέσα. Ο Ξυλευσίνος ανέλαβε να φυλάξει τη μικρή πισινή πορτούλα και εγώ με τον Ναύτη οχυρωθήκαμε πίσω απʼ την κύρια είσοδο, που μπορούσε να θεωρηθεί και το κύριο μέτωπο του μικροσκοπικού μας φρουρίου.

Στην κατάσταση αυτή της ενόπλου ειρήνης μείναμε πολλή ώρα, που είχε δώσει μεγάλα φτερά στις ελπίδες μας. Ήταν αλήθεια πως οι Τούρκοι δεν είχαν φύγει ακόμα απʼ το χωριό, ούτε έλυσαν την πολιορκία του. Αλλʼ ήταν εξίσου φανερό πως δεν είχαν καμιά διάθεση να χάσουν τον καιρό τους με ανώφελη έρευνα.

Έξαφνα αντήχησαν τουφεκιές πολύ κοντά μας. Και αμέσως σχεδόν είδαμε τον Ξυλευσίνο να ορμάει μέσα απʼ την πορτούλα, που φρουρούσε, κατακίτρινος και κρατώντας με τα δυο του χέρια τον αιματωμένο του μηρό.

- Τι τρέχει Ξυλεσίνε; τον ερωτήσαμε και οι δυο μαζί, ενώ εγώ με το μανδήλι της κεφαλής και ο Ναύτης με το ζουνάρι του προσπαθούσαμε να δέσουμε την πηγή του.

- Σωπάτε βρε παιδιά. Την έπαθα σαν αγράμματος.

- Είδα να περνάει απʼ έξω, είπε, αποτεινόμενος σε μένα, ένα στρατιώτη που είχε το μπόι και τα ρούχα σου. Τον πήρα για σένα και έτρεξα στο κατόπι του.

- Βλάκα! Διέκοψε ο Ναύτης.

- Στάσου ρε Γιώργο, του φωνάζω. Μʼ αφήνετε και σεις;! Εκείνος τρόμαξε και άρχισε να τρέχει. Τρέχει και εγώ πίσω του. Σε μια γωνιά στάθηκε και μου ʼδωκε μια στο πόδι. Τα κατάλαβα τότε κι εγώ και του ʼριξα δυο τρεις. Θαρρώ τον βάρεσα. Καί τώρα;...

- Μʼ είδαν άλλοι Τούρκοι, που έμπαινα εδώ και μού ʼριξαν. Λέω να φύγουμε, να μη χάνουμε καιρό.

- Βλάκα! Ζώον! Χτήνος! Επανέλαβε ο Ναύτης.

Θέλοντας και μη αφήκαμε το ήσυχο καταφύγιό μας. Η ημέρα τώρα ήταν προχωρημένη. Οι στρατιώτες ελεύθεροι από κάθε άλλον περισπασμό, έστεκαν με τα τουφέκια στο μάτι εξ αιτίας των πυροβολισμών της ανόητης παρεξηγήσεως του Ξυλευσίνου. Βροχή από σφαίρες υποδέχθηκε την εμφάνισή μας. Ογδόντα περίπου στρατιώτες δοκίμαζαν την σκοπευτική τους δεινότητα επάνω στη μονάκριβη τριάδα μας. Από τοίχο σε τοίχο και γωνιά σε γωνιά προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε τον κατακλυσμό αυτό. Προπορευόταν ο λαβωμένος, όλος αίματα στο ένα του πόδι. Υπερπηδούσε με ευκινησία αίλουρου, φράκτες, τοίχους, θάμνους, παραπήγματα. Κατόπι του και μεις με διασκελισμούς και πηδήματα, που έμοιαζαν μάλλον με αναδύσεις και καταδύσεις, φθάσαμε στην άκρη του χωριού, όπου είχε γίνει η πρωινή τοιχομαχία. Εδώ αναπνεύσαμε. Η ανοικτή έκταση που ξάνοιγε μπροστά μας μας φάνηκε σαν νʼ άπλωνε αγκαλιά για να μας σώσει. Λίγο παραπέρα ήταν μια στενόμακρη ρεματιά, η σωτηρία. Αρχίσαμε πια νʼ απαντούμε στις τουρκικές τουφεκιές. Αλλά ξάφνου αναπηδούν εμπρός σχεδόν στα πόδια μας από ένα χαντάκι στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα και μας φωνάζουν «τεσλίμ! Τεσλίμ» (παραδοθήτε). Γιʼ απάντηση αδειάσαμε επάνω τους τα όπλα μας, χωρίς πολλή αμφιβολία πως αποτελούσαν το κύκνειο άσμα μας και με μια απότομη στροφή γυρίσαμε πίσω εξαντλημένοι, απελπισμένοι, ζαλισμένοι.

Τρομερή ομοβροντία έπεσε τότε στα νώτα μας. Έκλεισα τα μάτια περιμένοντας το μοιραίο τέλος. Στον ανοιχτό εκείνο χώρο, είμαστε εξαίρετος στόχος. Δεν υπήρχε πια καμμιά ελπίδα. Ο Ξυλευσίνος πρώτος κυλίσθηκε καταγής. Ο ντουλαμάς του ήρθε στις πλάτες του. Ξανασηκώθηκε, αλλά με αίματα στον τράχηλο και στο στόμα. Μας ακολουθούσε τρικλίζοντας και μουρμουρίζοντας αρβανίτικα μοιρολόγια. Οι σφαίρες άρπαζαν απʼ το κεφάλι του Ναύτη το μαύρο σκούφο του. Εγώ άρχισα να νοιώθω ξένο κι ανυπότακτο το αριστερό μου πόδι. Ήμουν πληγωμένος; Ποιος είχε καιρό να το εξετάσει; Στην παραζάλη μας βυθισθήκαμε στη δεξαμενή κάποιας βρύσης, ζητώντας απʼ το νερό προστασία εναντίον της πύρινης βροχής. Τα μολυβένια όμως φίδια δεν εσεβάσθηκαν το υγρό στοιχείο και μας ανάγκασαν νʼ αναδύσουμε απʼ τα βάθη του με μια ψυχρολουσία που δεν την είχαμε καθόλου ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Εστριφογυρίσαμε ακόμα λίγο εκεί ολόγυρα σαν μεθυσμένοι, χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε και τι θέλουμε, σε μια κατάσταση μετέωρη μεταξύ ζωής και θανάτου. Έψαχνα τα μέλη μου να βεβαιωθώ αν είναι σωστά ήμουν ακόμα από σάρκα και οστά. Τυχαίως και μοιραίως βρεθήκαμε εμπρός στο σπίτι, που η ανοησία του Ξυλευσίνου μας είχε κάμει να το αφήσουμε και μηχανικά μπήκαμε μέσα. Γιατί προτιμήσαμε αυτό κι όχι άλλο, αφού ήσαν όλα ανοικτά και άδεια, δεν ξεύρω.

Μόλις πάτησε το κατώφλι ο Ξυλευσίνος σωριάστηκε ξερνώντας αίμα. Εκτός απʼ την πληγή του μηρού είχε πάρει κι άλλη διαμπερή στο στήθος και τρίτη στο κεφάλι. Σε λίγο έπλεε στο αίμα. Παρέκει ξαπλώθηκα κι εγώ. Σφαίρα ντούμ-ντούμ είχεν ανοίξει βαθειά και πλατειά σαν ανοικτό στόμα πληγή στην αριστερή κνήμη μου κάτω απʼ το γόνατο. Δυο άλλες είχαν χαράξει απλά εγκαύματα στο στήθος. Άτρωτος είχεν απομείνει μόνος ο Ναύτης, σαν αντίθεση προς τα ρούχα του, που είχαν πάθει αληθινή πανωλεθρία. Ήταν ο πρόχειρος νοσοκόμος και προστάτης μας.

Μια στιγμή ο Ξυλευσίνος κούνησε το χέρι. Ο Ναύτης έτρεξε κοντά του.

- Πάαρρεε τα ππέντε ττουφφέκια... εμουρμούρισε.

- Να τα κάμω τι;!

- Βρράστα!...

Ακούσθηκαν τότε απʼ την κορυφή του αντικρυνού λόφου αραιοί-αραιοί πυροβολισμοί γκρα. «Μην είναι ο καπετάνιος, Ναύτη;» φώναξα; Ο Ξυλευσίνος σκίρτησε κι αυτός κι ανασηκώθηκε λιγάκι απʼ την πορφυρή κλίνη του.

- Δεν βαριέσαι! απάντησε ο Ναύτης. Θα ʼναι τίποτε απομεινάρια σαν κι εμάς. Τα βαρούν ως να τα ξεκάμουν. Φθάνει και η σειρά μας.

Ο Ξυλευσίνος ξανακάθισε στο αίμα του μʼ ένα βαθύ αναστεναγμό...

Ο Ναύτης πήρε τρία όπλα, τα γέμισε και τα έβαλε κοντά μου. «Έχε τα! είπε. Εγώ τάλλα δυο...» και πήγε νʼ αμπαρώσει την πόρτα. Αλλά κάποιος έσπρωχνε απʼ έξω και μπήκε ορμητικά μέσα. Ήταν μια κόρη, νέα και καλοκαμωμένη. Αναμαλλιασμένη και λαχταρισμένη είχε κόκκινα απʼ τα κλάματα τα μάτια της.

Το Χρήστο, το Χρήστο, έλεγε κυττάζοντας ολόγυρα.

- Κορίτσι μου, μας αφήκαν κι ο Χριστός κι η Παναγία... της απάντησε ο Ναύτης.

- Το Χρήστο... το Χρήστο... έλεγε εκείνη.

Τα μάτια της έπεσαν στον Ξυλευσίνο. Έτρεξε επάνω του με κλάματα και τις φωνές «Νικόλα! Νικόλα! Το Χρήστος! Το Χρήστος!».

Ο Ξυλευσίνος έκαμε με το χέρι την κίνηση που σημαίνει φυγή και μουρμούρισε:

- Έφυγε... Λένω.

Η χωρική έσκυψε περισσότερο. Τα δάκρυά της τον έβρεχαν.

- Ποιον ζητάς, σε τέτοιες στιγμές εδώ, Λένω; της είπα στη γλώσσα της.

Πετάχθηκε κοντά μου.

- Τον Χρήστο, τον Χρήστο, απάντησε, τον αντάρτη, το σύντροφό σας απʼ τη Μπέσιστα. Που είναι; Τον είδατε;

- Μα τι τον έχεις; Αδελφό; Δεν ξέρομε να έχει αδελφή.

- Τι έγινε; Έφυγε; Είναι στο χωριό;

- Έφυγε.

Τα μάτια της άστραψαν απʼ τη χαρά.

- Είναι παλιός γείτονάς μου... Είναι, είναι αρραβωνιαστικός μου! Έφυγε; Γλύτωσε; Είσαι βέβαιος;

- Έφυγαν στο λόφο αντίκρυ όλοι οι δικοί μας. Ήταν κι ο Χρήστος. Μόνο που δεν μʼ εφίλησε.

Έπειτα σα να ʼνοιωσε πως ο εγωισμός και η χαρά της δεν ταίριαζαν και πολύ με την κατάστασή μας άρχισε πάλι να σφουγγίζει τα δάκρυά της.

- Και σεις;! Καημένα παιδιά;! Τι θα γίνετε; Θέλετε να σας βοηθήσω; Τι θέλετε;

- Να μας θυμάσε και μας από κάποτε, Λένω, και να μας ανάψεις κανένα κερί.

- Καημένα παιδιά! Οι μάνες σας! Οι αρραβωνιαστικές σας!... Θέλετε νερό;

- Όχι, Λένω. Τι γίνεται έξω; Τι έμαθες;

- Δεν ξέρω. Το χωριό είναι άδειο. Οι χωριάτες είναι έξω στις ράχες. Είναι και Τούρκοι. Λένε πως στο δρόμο προς το Ψώβικ είναι σκοτωμένοι Τούρκοι και ένας αξιωματικός. Οι Τούρκοι είναι θυμωμένοι. Αν παραδοθήτε θα σας σκοτώσουν... Θεέ μου! Πες μου τι θέλετε να σας κάμω;

- Πήγαινε, Λένω. Δε μπορείς να μας κάμεις τίποτε. Φύγε, μη σε βρουν και σένα δω.

Έφυγε.

- Για τον Αράπη; Δεν είναι γιʼ αυτόν που έκανε έτσι; Να που βρέθηκε κοπέλλα νʼ αγαπήσει κι αυτόν τον αγριάνθρωπο.. είπε ο Ναύτης.

Η Λένω ξεπρόβαλε στο μικρό παραθυράκι του σπιτιού.

- Θέλετε ρακή να σας φέρω; Κρασί; Ψωμί;

- Πήγαινε, Λένω. Πήγαινε. Και να μη ξαναγυρίσεις. Δεν είναι τόπος αυτός να ξαναπλησιάσεις.

Μέσα στο μοιραίο σπίτι οι τρεις μελλοθάνατοι περιμέναμε το τέλος με την ήσυχη εγκαρτέρηση μοιρολάτρου, που πείσθηκε, πως ο φύλαξ άγγελός του τον εγκατέλειψε. Ο ρόγχος του Ξυλευσίνου μας υπενθύμιζε ότι ο χάρος επλανάτο μεταξύ μας. Απʼ τα ύψη του λόφου οι αραιοί και βαρειοί κρότοι του γκρα ηχούσαν σαν πένθυμοι ήχοι νεκρικής καμπάνας. Τίποτε δεν μπορούσε να μας σώσει. Οι στρατιώτες ήξεραν το άσυλό μας, ήμαστε ανίκανοι για την άμυνα ή τη φυγή, οι σύντροφοι μάς είχαν προδώσει. Ήταν πεπρωμένο να γίνει το καλυβόσπιτο εκείνο ο τάφος μας.

Ο Ξυλευσίνος σήκωσε το δεξί του χέρι, σαν να ήθελε να μου παραδώσει κάτι που κρατούσε. Δεν έχασε τις αισθήσεις του, αν και τον νομίζαμε στο τελευταίο ψυχοράγημα. Σύρθηκα με κόπο κοντά του. Μου έδωκε δυο λίρες, όλη του την περιουσία.

- Τι να τα κάμω, καημένε Ξυλεύσινε; Εμένα θα μου χαρισθούν οι Τούρκοι; είπα θαρρώντας πως ήθελε να με κάμει γενικό κληρονόμο του.

- Κρρύύψτα... Τα σσκυλιά... Να μην τα βρουν.

Εννόησα! Ο πληγωμένος αντάρτης ενδιαφερόταν για την μετά θάνατο τύχη της κληρονομιάς του. Και αφού δεν ήτανε δυνατόν να του σώσουμε σύμφωνα με την κλεφτική παράδοση το κεφάλι και τʼ άρματά του, ήθελε τουλάχιστον να μην τουρκέψουν τα χρήματά του. Το προνοητικό παράδειγμα ακολουθήσαμε κι οι άλλοι δύο. Με βία εμάσαμε ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχαμε επάνω μας, λίγα ασημικά κι ακόμη λιγότερα χρήματα και τα έκρυψε ο Ναύτης στο τζάκι μέσα στη στάχτη. Οι πειναλέοι Τούρκοι στρατιώτες μπορούσαν να ʼρθουν. Αλλʼ εκτός απʼ τα πτώματά μας άλλο πλιάτσικο δεν θα εύρισκαν.

Οι Τούρκοι παραδόξως, αργούσαν να φανούν. Τι έκαναν; Είχαν φύγει; Ήταν δυνατό; Ο Ναύτης απʼ το παραθυράκι του τους έβλεπε στις ράχες ολόγυρα απʼ τη Μπέσιστα. Άλλοι περιτριγύριζαν το καταφύγιό μας σαν λύκοι, που μυρίζονται λεία. Γιατί λοιπόν δεν έρχονταν; Η καθυστέρησή των δεν είνε άλλο σκοπό και αποτέλεσμα παρά να παρατείνει την αγωνία μας. Αρχίσαμε νʼ αγανακτούμε για την απανθρωπιά τους αυτή, που μας καταδίκαζε να μένουμε με το ένα πόδι στη ζωή και το άλλο στον τάφο. Να υπήρχε τουλάχιστον καμιά ελπίδα! Αλλʼ αν αντιστεκόμεθα αρκούσε ένα σπίρτο στην αχυρένια στέγη του φρουρίου μας, για να μας κάψει ζωντανούς. Αν παραδινόμεθα; Ήταν κοινό μυστικό πως οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν τη συνήθεια να ξεφορτώνονται το οχληρό φορτίο πληγωμένων ανταρτών με λογχισμούς και κλωτσιές. Σε τέτοιες περιστάσεις ο ηρωισμός είναι μεταξύ δύο κακών το μη χείρον. Ευρήκαμε προτιμότερο νʼ αφήσουμε τους Τούρκους να μπουν ανύποπτοι στο σπίτι κι έπειτα εγώ με τον Ναύτη τους ρίχναμε κατάμουτρα με τα μπόλικα στη διάθεσή μας όπλα. Έτσι τουλάχιστον θα πεθαίναμε σαν σωστοί αντάρτες κι υπήρχε ελπίδα να παρασύρουμε μαζί μας στον κάτω κόσμο και μερικούς αγάδες.

Προσεπάθησα να εγκαρδιώσω τον εαυτό μου με την ανάμνηση όλων εκείνων που είχαν επίσης αποθάνει για την εθνική ιδέα. Όλο το εθνικό μαρτυρολόγιο κάλεσα σε βοήθειά μου. Ο θάνατος δεν μʼ ετρόμαζε όσο περίμενα. Τον προσέβλεπα τώρα με τη γαλήνη των μετουσιωμένων υπάρξεων. Σκηνές του πόνου και της απελπισίας των οικείων μου, όταν θα εμάθαιναν το οικτρό τέλος μου, άρχισαν να παρελαύνουν με καλπασμό μπροστά μου. Τις αντίκρυζα ήρεμος σαν να βρισκόμουν πια σε άλλον κόσμο ανώτερο απʼ τις μικρές αυτές αδυναμίες.

Σιγή τάφου βασίλευε στο σπίτι, που την διέκοπτε μονάχα ο ρόγχος του Ξυλευσίνου. Ο Ναύτης ακουμπισμένος στον τοίχο κοντά στο παραθύρι του, εφαίνονταν σαν να είχε αποκοιμηθεί. Εγώ ξαπλωμένος έπλεα στις μακάβριες ονειροπωλήσεις μου.

Ένα μανδρόσκυλο, το σκυλί του σπιτιού, ήρθε να ταράξει τη βαθειά γαλήνη. Επρόβαλε το ρύγχος του στο παραθύρι, εγαύγισε μια δυο φορές και αφού έκαμε ένα γύρο ολόγυρα απʼ το σπίτι, φάνηκε στην πόρτα. Μας έριξε απʼ εκεί μια εξεταστική ματιά και έβγαλε μια κραυγή που δεν ήταν ούτε γαύγισμα ούτε κλάμμα. Έπειτα έκαμε λίγα βήματα προς τον Ξυλευσίνο και τον μύρισε ίσως για να ιδεί αν είναι ζωντανός ή πεθαμμένος, μας ξανακύτταξε τους άλλους δύο, ξαναμύρισε τον Ξυλευσίνο και έφυγε βιαστικό με την ουρά κάτω απʼ τα σκέλη του.

- Πάει να πει τα χάλια μας στʼ αφεντικά του, είπε ο Ναύτης κλείνοντας τώρα από μέσα την πόρτα.

Κάποτε ο Ξυλευσίνος άρχισε να ψιθυρίζει, έπειτα από μακρό λήθαργο, μερικά ακατάληπτα, όπου ξεχώριζε το όνομα Μαρία. Τον επλησίασα να ιδώ τι ήθελε.

- Αφʼ στον, μου είπε ο Ναύτης, νομίζοντας πως ο σύντροφος που ψυχομαχούσε το έλεος και τας πρεσβείας της Παναγίας. Δεν βλέπεις πως αγγελώθηκε; Ο Θεός να τον σχωρέσει... Κι αυτόν και μας...

Εγώ όμως έβλεπα, πως τα ψιθυρίσματα αυτά δεν ήταν τόσο ασυνάρτητα όσο μπορούσε να νομισθεί. Ο Ξυλευσίνος εκείνη τη στιγμή έκανε την ξομολόγησή του, που έχυνε λίγο φως στο μυστηριώδες παρελθόν του. Ο ανώνυμος συναγωνιστής μας αποδεικνύονταν τώρα πως είχε βρεθεί στα Μακεδονικά βουνά εξ αιτίας της διαγωγής του προς τη Μαρία, για την οποία μετανοούσε τώρα τη δωδεκάτη ώρα του εξιλασμού...

- Τα βλέπεις; είπα του Ναύτη. Κάποια Μαρία έστειλε εδώ πάνω τον Ξυλευσίνο.

- Ο καθένας μας κάτι θα ʼχει, μου απάντησε.

- Δεν το ξέρουμε ουδέ το όνομα του φτωχού αυτού Ξυλευσίνου... Δεν το ξέρει άραγε ο καπετάνιος;

- Τι έχει να κάμει τόνομα;! Άμα χαθεί αυτός!... Όλα χαμένα...

- Να ειδοποιηθούν τουλάχιστον αργότερα οι δικοί του.

- Δε βαριέσαι... Το κακό μαθαίνεται... Κι έπειτα;!...

- Και συ καημένε, είσαι πιο μυστήριος κι απʼ τον Ξυλευσίνο. Δεν ξέρομε τόνομά σου, ούτε πουθε κρατάει η σκούφια σου. Ο Ναύτης έριξε μια ματιά στο παραθύρι και λίγο καπνό στην πίπα του και ακούμπησε το κεφάλι στην παλάμη. Ύστερα απάντησε:

- Μυστήριος είπες; Γιατί όχι; Και τι μʼ αυτό; Μυστήριος σου λέγει. Τελειώνει σήμερα το μυστήριο. Κʼ εμένα που με βλέπεις, για το χατήρι της γυναίκας είμʼ εδώ. Με πάντρεψαν με το ζόρι. Δηλαδής όχι. Το θέλησα κι εγώ... Για να μη ξεκληρισθούν δυο οικογένειες. Είμαι απʼ το Λασήθι, απʼ τα χωριά. Ἀξιζε τον κόπο να σκοτωθούν τόσοι άνδρες για το διάβασμα ενός παπά; Τη στεφανώθηκα το λοιπόν και την άλλη μέρα απʼ το πρωί τόσκασα για τον Πειραιά... Στο λιμάνι. Να φορτώνεις και να ξεφορτώνεις κάρβουνα. Δυο χρόνια... Ξέρεις τι θα πει; Γιʼ αυτό που με βάφτισαν Ναύτη... Και να έχεις μεγαλώσει μέσα στις ελιές και τʼ αμπέλια... Να! Περνούν τώρα κάτω στο δρόμο δυο, τρεις, τέσσαροι πέντε Τούρκοι. Που πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Δεν το καταλαβαίνω... Το λοιπόν ήρθαν στον Πειραιά οι συγγενείς μου για να με πάρουν. Εγώ πάλι τόσκασα για τα σύνορα. Με το πρώτο σώμα πέρασα στη Μακεδονία. Ήσαν κάτι Χασιώτες. Τόρριξαν στην κλεψιά. Ο κόσμος αυτός έχει απʼ όλα τα είδη. Μα έτσι. Δεν ταίριαζαν τα χνώτα μας. Αυτό ήταν όλο... το μυστήριο.

Γίνεται σήμερις και το θέλημα μιας γύφτισας, θʼ αποθάνεις, μου είπε, από μπάλα. Ας ποθάνω το λοιπόν... Σπουδαίο πράμα που θα χάσω. Κύττα συ που είσαι γραμματισμένος και νοικοκυρόπουλο.

Ο Ναύτης βυθίσθηκε πολλή ώρα στους συλλογισμούς του.

- Θυμάσαι, μου είπε, άξαφνα, τη γριά μπάμπω στο Γνίλες με το παγούρι; Την καημένη... Και τον κομιτατζή, που πιάσαμε ζωντανό; Μα, γιατί πάει ο λογισμός μου όλο σε δαύτους;

Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει νευρικά.

Το απόγευμα ακούσθηκαν πολλά βήματα που πλησίαζαν απʼ το οπίσθιο μέρος στο άσυλό μας. Τα συνώδευε κι η κρυστάλλινη υπόκρουση των ασημικών. «Να τους! Έρχονται... Θάχουν βαρέσει τον καπετάνιο και κουβαλούν τώρα τʼ ασημικά του...», είπε ο Ναύτης ενώ έκανε το σταυρό του και γονυπετούσε έτοιμος να πυροβολήσει. Εγώ έστρεψα κατά της πόρτας το περίστροφο κρατώντας εφεδρεία τα τρία γεμάτα όπλα. Ο Ξυλευσίνος άφηκε τον επιθανάτιο ρόγχο του κι άνοιγε τα μεγάλα και άχρωμα πια μάτια του. Αλλά ποια ήταν η ευχάριστη ἐκπληξίς μας όταν ακούσαμε τη γνώριμη φωνή του αρχηγού να φωνάζει: «Ανοίξτε μωρές! Τι διάτανο, πεθάνατε απʼ το φόβο σας;!».

Ο αρχηγός με οκτώ άνδρες είχε μείνει στην κορυφή του λόφου για να βοηθήσει εν ανάγκη τους συτνρόφους που είχαν λησμονηθεί στο χωριό. Όταν έπεσαν οι τουφεκιές της εξορμήσεως και της περιπλανήσεώς μας άρχισε να πυροβολάει ιδίως με δύο όπλα γκρα, με το διπλό σκοπό να φοβίσει τους Τούρκους και να μας καταστήσει γνωστή με τον ξεχωριστό των ήχο την παρουσία του. Φαίνεται πως οι έφεδροι στρατιώτες, μαζί με τον αξιωματικό, έχασαν αυτή την ημέρα και το ηθικό τους. Οι απρόοπτες φάσεις της παράξενης συμπλοκής ανάτρεψαν κάθε υπολογισμό και προσδοκία των.

Ήρχοντο με την ελπίδα να πιάσουν, χωρίς να ματώσει μύτη, αντάρτες και πλούσια πλιάτσικα. Έβλεπαν τώρα πως ο λογαριασμός του σπιτιού δεν έβγαινε καθόλου στο παζάρι. Έβλεπαν αντάρτες οχυρωμένους στα καταφύγια του χωρίου που έβγαιναν, έβγαιναν χωρίς τελειωμό και αντάρτες ταμπουρωμένους στην κορυφή του λόφου, που θρασύτατα τους είχαν βάλει ανάμεσα σε δυο πυρά. Με τους τελευταίους μάλιστα είχε εξομοιώσει η ταραγμένη φαντασία τους και τους χωρικούς που εγύριζαν ειρηνικοί και ουδέτεροι ολόγυρα από το χωριό των. Έσπευσαν λοιπόν να φορτώσουν το απόγευμα σʼ ένα καραβάνι άλογα τους νεκρούς και πληγωμένους των και τις κάπες μας, που είχαν αιχμαλωτίσει στο πεδίο της μάχης και απεχώρησαν από τη Μπέσιστα κανονικά μʼ όλες τις τιμές των όπλων. Κατόπιν τους κατέβηκε στο χωριό και ο Βολάνης και αφού μας φόρτωσε κι αυτός επί πώλων όνου μας οδήγησεν εν πομπή και παρατάξει απʼ την αντίθετη διεύθυνσι στη Γραδέσνιτσα.

(«Στα Μακεδονικά Βουνά»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου