O |
ἀββᾶς Παφνούτιος,
καθὼς περπατοῦσε στὸ δρόμο, συνέβηκε νὰ χαθεῖ λόγῳ τῆς ὁμίχλης καὶ νὰ βρεθεῖ
κοντὰ σ’ ἕνα χωριό. Ἐκεῖ κοντὰ εἶδε κάποιους νὰ μαλώνουν καὶ σταμάτησε,
γονάτισε καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ σκεφτόμενος τὰ δικά του ἁμαρτήματα.
Προσευχόταν μὲ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ τοὺς κρίνει. Τότε
στὴν ταπεινή του προσευχὴ ἦλθε Ἄγγελος μὲ τὴν ρομφαία του καὶ τοῦ λέγει
«Παφνούτιε, ὅλοι ὅσοι κρίνουν τοὺς ἀδελφοὺς των θὰ καταστραφοῦν μ’ αὐτὴν τὴν
ρομφαία. Τὸ δικό σου ὅμως ὄνομα, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἔκρινες τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ
ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου μπροστὰ στὸν Θεὸ σὰν νὰ ἔκαμες ἐσὺ τὴν ἁμαρτία, ἔχει
γραφτεῖ στὴν βίβλο τῶν ζώντων».
Συχνὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ταπείνωση ἀλλὰ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὴν βροῦμε, εἶναι σπάνιο λουλούδι. Συνήθως βλέπουμε μία ταπεινοσχημία, ποὺ εἶναι τόσο παγερὴ καὶ τόσο ἐπαγγελματική, σὰν ὑποκρισία καὶ θεατρινισμός. Ὁ ἅγιος Παφνούτιος ἦταν ὁ ταπεινὸς ποὺ δὲν ἔκρινε, ἀλλὰ προσευχόταν. Μόλις βρέθηκε μπροστὰ στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ φανερὰ ἁμάρταναν, ἀμέσως ἔσκυψε καὶ σκεφτόταν τὰ δικά του ἁμαρτήματα. Προσευχόταν σὰν νὰ εἶναι δικές του οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν. Τοῦ βγῆκε πηγαῖα αὐτὴ ἡ ἀντίδραση τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀδελφοὶ ἁμάρταναν δημόσια.
Εἶναι πολὺ δύσκολο τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος
ἁμαρτάνει, ἐσὺ νὰ σκύψεις στὰ δικά σου ἁμαρτήματα. Μία περιέργεια καὶ μία
κουτσομπολίστικη νοοτροπία νοσοῦν μόνιμα μέσα μας καὶ ἀμέσως στήνουμε αὐτὶ γιὰ
νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ συζητήσουμε. Εἶναι ἡ ἀθλία ἐξωστρέφειά μας νὰ γνωρίζουμε
καλὰ τοὺς ἄλλους καὶ τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ὁ μεγάλος ἄγνωστος.
Καὶ τὸ χειρότερο, ἐνῶ ἀσχολούμαστε μὲ ἔντονο εὐσεβισμὸ γιὰ τὰ λάθη τῶν
πνευματικῶν μας ὁδηγῶν καὶ προτείνουμε λύσεις καὶ κρίνουμε σκληρά, τὸν ἑαυτό
μας ὅμως, ἐξωτερικὰ μόνο τὸν ἐπιμελούμαστε καὶ τὸν φτιασιδώνουμε μὲ μπογιὲς καὶ
ἐπιχρίσματα ἁγίου. Κι ἂν δοῦμε τὸν ἑαυτό μας πεσμένο, προφασιζόμαστε ἐγωιστικὰ ἄλλες
αἰτίες καὶ προβλήματα, ὅπως λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «καὶ ὁ φονιὰς λέγει πὼς
φταίει ὁ θυμός του καὶ ὁ κλέπτης ρίχνει τὴν αἰτία στὴν φτώχεια του καὶ ὁ μοιχὸς
στὴν ἐπιθυμία τῆς φύσης του καὶ ὁ ἄλλος σ’ ἄλλη δυσκολία του. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι
προφάσεις ἀνόητες καὶ καμιὰ ἀπολογία εὔλογη δὲν ἔχουν».
Τὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του
καὶ τὰ λάθη του εἶναι ταπείνωση βαθειὰ ποὺ τὸν βοηθᾶ νὰ βλέπει μὲ ἐπιείκεια τὸν
διπλανό του. Ὅταν θρηνεῖ τὸν δικό του νεκρό, πῶς νὰ βρεῖ χρόνο γιὰ νὰ μιλᾶ γιὰ
τὸν νεκρὸ τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας, ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι τὸ
νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας καὶ νὰ μεμφόμαστε τὸν ἑαυτό μας, «ἡ ἑαυτοῦ κατάγνωσις». Ἡ ἀρετὴ αὐτὴ λέγεται αὐτομεμψία. Δὲν
σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του μὲ μία ἁμαρτωλοφοβία καὶ
μὲ μία ἐνοχικότητα ποὺ τὸν ὁδηγοῦν στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀτολμία. Ποτὲ δὲν θὰ
μᾶς ἤθελε ὁ Κύριος νὰ ζοῦμε στὴ μιζέρια τῆς θύμησης τῶν παλαιῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλ’
ἀντιθέτως μᾶς θέλει χαρούμενους καὶ εἰρηνικούς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὴν
μετάνοιά του καὶ ἐξομολογεῖται, ποτὲ δὲν πρέπει νὰ γυρίζει πίσω καὶ νὰ θυμᾶται
τὴν πρὸ Χριστοῦ ζωή του. Ἐξάλλου ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν μετανοοῦντα καὶ δὲν τὸν
μετρᾶ ἀπὸ τὰ λάθη του. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἔλεγε τὰ ὄπισθεν νὰ τὰ ξεχνοῦμε καὶ στὰ
μπροστὰ νὰ προχωροῦμε. Ὁ διάβολος δὲν χαίρεται ποὺ θὰ πέσουμε σὲ μία ἁμαρτία, ἀλλὰ
ποὺ θὰ μᾶς βάλει σὲ ἀπελπισία. Πῶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του ὁ ἐν μετανοίᾳ
χριστιανὸς μὲ ἐλπίδα γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ζωή του, ὅταν πελαγώνει στὴ σκέψη τῶν
μεγάλων ἁμαρτιῶν του;
Ἡ παρότρυνση τῶν Πατέρων γιὰ αὐτομεμψία,
δὲν ἔρχεται κόντρα πρὸς τὴν χαρὰ τοῦ μετανοοῦντος, ἀλλὰ ἔχει δύο ἄλλες ἐκφάνσεις.
Αὐτομεμψία εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς καὶ νὰ μέμφεται τὶς ἁμαρτίες του, ὄχι γιὰ νὰ ἀπελπίζεται,
ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιεικὴς καὶ
συγχωρητικὸς μὲ τοὺς ἄλλους. Τὸ ἕνα δηλ. εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία καὶ
τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ποὺ ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ
γιατρεμένος, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ μὲ κραυγὴ εὐχαριστοῦσε τὸν γιατρό του. Καὶ ὅταν
τὸν προκάλεσε ὁ Κύριος ρωτώντας τον ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἐννέα, αὐτὸς δὲν ἀπάντησε.
Γιατί; Ἡ καρδιά του ἦταν τόσο γεμάτη ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη ποὺ δὲν χωροῦσε οὔτε
ἕνα σχόλιο καὶ οὔτε ἀκόμη πιὸ πολὺ μία κατάκριση. Βλέποντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες ὁ ἄνθρωπος, γεμίζει ἀπὸ ἕνα ἱερὸ φιλότιμο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους
σὰν ἕνα ἀντίδωρο γιὰ τὸν Θεό. Ἐξάλλου πῶς νὰ ζητᾶς συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν δὲν
ξεκινᾶς ἀπὸ τὴν δική σου συγχώρηση γιὰ τοὺς ἄλλους; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς
δίδαξε νὰ προσευχόμαστε: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ
ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Σὰν δεύτερο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε γιὰ
τὴν αὐτομεμψία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος σὰν χωμάτινος ποὺ εἶναι κουβαλᾶ τὴν ροπή
του πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ὀφείλει νὰ ἑστιάζει τὰ μάτια του στὰ δικά του καθημερινὰ
λάθη καὶ νὰ δικάζει τὸν ἑαυτό του. Κι ἂν ἀκόμη δὲν πέφτει στὰ λεγόμενα μεγάλα ἁμαρτήματα,
δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ τὴν τελειότητα. Καὶ ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνεις τόσο καὶ
πιὸ ἀτελὴς νιώθεις. Καὶ ὅσο τὸν Θεὸ πιὸ πολὺ γνωρίζεις τόσο πιὸ πολὺ ἀδύναμος
νιώθεις. Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ κάνεις τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν κάνεις τὸ
καλὸ καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ τὸν Θεό. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ
ὅτι εἶναι τέλειος; Ἄβυσσος εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος,
μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶμαι αὐτὸ ποὺ εἶμαι καὶ εἶμαι δυνατὸς ὅταν μὲ ἐνισχύει ὁ
Θεός. Βλέπω, ἔλεγε, μέσα μου ἕναν ἕτερο νόμο καὶ ἐκεῖ ποὺ πάω νὰ κάνω τὸ καλὸ
ξεφεύγω καὶ κάνω τὸ λάθος. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὸν θάνατο αὐτὸ
ποὺ κουβαλῶ μέσα μου; Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μόνο σίγουρο δικό
μας εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας. Κι ἂν ὁ Θεὸς πάρει τὴν Χάρη Του, ἄραγε ποῦ μπορεῖ νὰ
βρεθοῦμε;
Οἱ ἀσκητικοὶ
πατέρες ζοῦσαν πολὺ ἔντονα τὴν ἁμαρτωλότητά τους, μόνιμα κοιτοῦσαν μέσα τους στὸ
βάθος τῆς ἀθλιότητὸς των, καὶ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπ’ ὅλους καὶ ἔτσι
ἦταν πολὺ ἐπιεικεῖς μὲ τοὺς ἄλλους. Κάποιος ἀσκητής, ὅταν ἔμαθε ὅτι κάποιος ἀδελφὸς
ἁμάρτησε στὴ Σκήτη, λυπήθηκε τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ προσευχόταν καὶ
ἔλεγε «αὐτὸς ἔπεσε σήμερα, αὔριο ἴσως ἐγώ. Αὐτὸς μετανοεῖ καὶ ἐγὼ τί κάνω;» Ἔτσι
ἁπλὰ καὶ συνειδητοποιημένα κινοῦνταν μπροστὰ στὴν πτώση τοῦ ἀδελφοῦ τους. Εἶχαν
μεγάλη καρδιὰ ἀγάπης ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ταπείνωσή τους. Καὶ ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων ἔμαθε
πὼς στὴ Σκήτη δίκασαν ἕναν Μοναχὸ καὶ τοῦ ἐπέβαλαν, ὡς τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία
του, νὰ φύγει ἀπὸ τὸν χῶρο τους σὰν μίασμα ποὺ τοὺς ντρόπιαζε καὶ τοὺς ρεζίλευε
μέσα στὴ μοναστική τους ἀδελφότητα. Στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπε τὸν
πεπτωκότα ἀδελφὸ νὰ μαζεύει τὰ πράγματά του καὶ νὰ φεύγει, μάζεψε κι αὐτὸς τὰ ἀναγκαῖα
σ’ ἕνα σακί, τὸ φορτώθηκε καὶ ἔφευγε ξωπίσω του φωνάζοντας δυνατὰ μὲ κλάματα καὶ
ὀλολυγμό: «κι ἐγὼ ἁμαρτωλὸς εἶμαι» καὶ ἄκουγε ὅλη ἡ Σκήτη καὶ ἀποροῦσε μὲ τὴν
σαλότητά του. Καὶ ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς βρέθηκε σὲ μεγάλη δυσκολία, ὅταν οἱ πατέρες τῆς
Σκήτης τὸν πίεζαν, γιὰ νὰ δικάσουν ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἁμάρτησε. Ὑποχωρώντας στὴν
πίεση αὐτὴ ἐμφανίστηκε στὸ δικαστήριό τους μὲ ἕνα τσουβάλι ἄμμο στὴν πλάτη ποὺ ἦταν
τρυπημένο καὶ ἔτρεχε ἀπὸ πίσω του συνεχῶς ἡ ἄμμος. Ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ
περίμεναν νὰ δοῦν τί ὑπονοεῖ μ’ αὐτό. Καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι οἱ δικές μας ἁμαρτίες
εἶναι σὰν τὴν ἄμμο καὶ τρέχουν πίσω μας καὶ δὲν τὶς βλέπουμε, ἐνῶ τῶν ἄλλων εὔκολα
τὶς καταγράφουμε.
Οἱ ἀσκητικοὶ πατέρες, ἐπίσης,
σκέπτονταν καὶ ἔλεγαν πὼς ὁ Θεὸς βλέπει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ δὲν τὸν καίει, τότε
ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὸν κρίνει; Πρὶν κρίνεις κάποιον, σκύψε πρῶτα στὸν
ἑαυτό σου καὶ δὲς πόσο ἁμαρτωλὸς εἶσαι ἐσύ. Σίγουρα δὲν θὰ κρίνεις οὔτε καὶ θὰ
βρίσεις καὶ δὲν θὰ ὑποτιμήσεις τὸν ἁμαρτάνοντα. Ὅσες φορὲς σκεπάζουμε τὶς ἁμαρτίες
τῶν ἄλλων καὶ τοὺς δικαιολογοῦμε καὶ εἴμαστε ἐπιεικεῖς, τόσο πιὸ πολὺ σκεπάζει ὁ
Θεὸς τὶς δικές μας. Τότε γινόμαστε γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἴμαστε οἰκτίρμονες,
ὅπως καὶ ὁ Πατέρας μας. Εἶναι μεγάλη ἀσφάλεια ἡ αὐτομεμψία γιὰ νὰ μένει ἡ
ταπείνωση μέσα μας. Χάνει τὸν κόπο του ὁ ἄνθρωπος, ἂν μέσα στὸ σπιτικό του δὲν ἐγκαταστήσει
αὐτὴν τὴν ἀρετή.
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται νὰ σκύψει καὶ νὰ
δεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, διότι ἀγωνιᾶ μήπως αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ
προσώπου του. Ὅταν ἐκ τοῦ μακρόθεν πάει νὰ δεῖ τὸ βάθος τῶν ἁμαρτιῶν του, τὸν
πιάνει πανικὸς καὶ φοβᾶται πῶς θὰ ἀντιμετωπίσει τὸν ἑαυτό του σ’ αὐτὴν τὴν ἀθλιότητα.
Δὲν ἀντέχει τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καὶ νιώθει νὰ τὸν πνίγει ἡ ἀπελπισία.
Κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ κρυφτεῖ καὶ νὰ ἀμνηστεύσει τὰ λάθη του ἢ καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴ
λήθη καὶ μὲ προφασιολογία νὰ τὰ δικαιολογήσει. Τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα στὸν ἄνθρωπο
εἶναι νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του σὰν σὲ καθρέπτη μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες του. Αὐτὸ εἶναι
ἕνα ἔργο εὐθύνης καὶ ἰδιαίτερα πίστεως στὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀνθρώπινα ἂν
δεῖ κανεὶς τὸν κακό του κόσμο καὶ βέβαια θὰ ἀπελπισθεῖ καὶ θὰ ἀκυρωθεῖ καὶ θὰ ἀφανισθεῖ
ὡς πρόσωπο ἀπὸ τὴν ντροπή του. Ἂν ὅμως μέσα σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐνδοσκόπηση ὑπάρχει
βιωματικὰ ἡ πίστη, ὅτι ὅποιος καὶ νὰ εἶναι καὶ ὅσα ἀτοπήματα κι ἂν ἔκανε, ὁ
Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος καὶ τὸν μετράει ἀπὸ τὴν μετάνοιά του καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά
του, τότε ἡ ἐλπίδα του εἶναι μεγάλη. Ὁ καθένας φοβᾶται καὶ δυσφορεῖ γιὰ τὴν αὐτοεξέτασή
του, γιατὶ βλέπει μετὰ τὸ πόσο πρέπει νὰ τιμωρήσει τὸν ἑαυτό του ἢ καὶ πόσο θὰ
τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Τοῦ εἶναι μεγάλος ἐφιάλτης ἀφανισμοῦ καὶ φόβος τιμωρίας
τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ αὐτὰ περὶ αὐτοτιμωρίας καὶ τοῦ τιμωροῦ Θεοῦ εἶναι μόνο ἐγωιστικὲς
ἐνοχικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἔλλειψη πίστεως στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ὁ
τύραννος καὶ ὁ δυνάστης καὶ ὁ τιμωρός, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἐγωιστὴς
καὶ ὁ ἀλαζονικός. Συνηθίζει αὐτὸς νὰ φτιάχνει τὸν Θεὸ στὰ μέτρα του, ὅπως αὐτὸς
εἶναι τιμωρὸς καὶ κακός. Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ μοιάζει. Εἶναι ἐπιπλέον καὶ
ὁ μεγάλος πειρασμὸς τῆς ἀπόγνωσης, ποὺ ἐμβάλλει ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀπελπισθεῖ
καὶ νὰ νιώθει μόνος χωρὶς Πατέρα ποὺ νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Ἔτσι, ἡ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ Ἰούδα
δὲν ἦταν τόσο ἡ προδοσία, ἀλλὰ ἡ ἀπελπισία του ἔναντι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ποὺ
τὸν ὁδήγησε στὴν αὐτοκτονία. Αὐτὸς ποὺ φοβᾶται νὰ δεῖ τὰ ἁμαρτήματά του ὁδηγεῖται
λίγο – λίγο σ’ αὐτὴν τὴν αὐτοκτονία καὶ τὴν διάλυση. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ φόβοι ἀπομακρύνουν
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ μία εἰλικρινῆ συζήτηση μὲ τὰ λάθη του. νὰ γιατὶ ἐγωιστικὰ ἀπορρίπτει
κάποιος τὴν ἐξομολόγηση καὶ νὰ γιατὶ κανεὶς δὲν δέχεται παρατηρήσεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους
καὶ δὲν κινεῖται εὐθυνοκεντρικὰ βλέποντας μόνο τὰ δικά του σὲ μία διένεξη
σχέσεων καὶ δυσκολία συντροφικότητος. Εἶναι ἡ ἀλαζονεία καὶ ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ
πρόσωπό του. Προτιμᾶ καλύτερα νὰ μὴ σκέφτεται περὶ ἁμαρτίας καὶ νὰ ἔχει μία
τυπικὴ θρησκευτικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ παρὰ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν μετάνοιά του. Καὶ
φοβούμενος νὰ δεῖ τὰ δικά του βλέπει μόνιμα τὰ τῶν ἄλλων.
Καὶ γονάτιζα καὶ προσευχόμουνα μὲ τὴν
εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου:
«Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαὶ μοι τοῦ
ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου