Δ |
ια βάζουμε στὸ
Γεροντικὸ τὸ ἑξῆς: Ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος, ὅταν ἔβγαινε στὴν ὡραία πύλη γιὰ νὰ
κοινωνήσει τὸ λαό, ἔβλεπε νὰ πλησιάζουν μερικοὶ μὲ κατάμαυρο πρόσωπο ἢ μὲ ἐξογκωμένα
μάτια. Αὐτοί, μόλις ἔπαιρναν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καίγονταν. Ἄλλοι ὅμως πλησίαζαν
μὲ ὁλόλευκα φορέματα καὶ φωτεινὸ πρόσωπο κι ἔπαιρναν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου μὲ
προσοχὴ κι εὐλάβεια. Αὐτοὺς ἡ Θεία Κοινωνία τοὺς λάμπρυνε περισσότερο.
Ὁ ἐπίσκοπος παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ
τοῦ ἐξηγή σει αὐτὸ τὸ μυστήριο. Τότε ἄγγελος Κυρίου παρου σιάστηκε καὶ τοῦ εἶπε:
– Ὅσοι κοινωνοῦν μὲ λαμπρὸ πρόσωπο
καὶ λευ κὴ στολὴ εἶναι ἁγνοὶ καὶ καθαροί, δίκαιοι καὶ σπλα χνικοί. Αὐτοὶ
πλησιάζουν μὲ καθαρὴ συνείδηση, γι’ αὐτὸ τοὺς ἐπισκιάζει ἡ θεία χάρη. Ἀντίθετα,
ὅσοι φαίνονται κατάμαυροι εἶναι βυθισμένοι στὴ λάσπη τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Ὅσοι
ἔχουν ἐρεθισμένα κι ἐξογκωμένα μάτια εἶναι πονηροὶ καὶ ἄδικοι, φθο νεροὶ καὶ ἄπληστοι.
Αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία, ἀλλὰ καταδικάζονται, γιατὶ
τολμοῦν νὰ πλησιάσουν μὲ ἔνοχη συνείδηση χωρὶς μετάνοια καὶ προετοιμασία.
Ἀπὸ τότε ὁ ἐνάρετος ἐπίσκοπος κήρυξε μετάνοια στὸ ποίμνιό του κι ἐμπόδιζε τοὺς ἀναξίους ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ περιγράφει τὴ
συνήθεια τῶν σημερινῶν χριστιανῶν ποὺ πηγαίνουν νὰ κοινωνήσουν τὶς μεγάλες
γιορτὲς τῆς Πίστεώς μας χωρὶς καμία προετοιμασία. Οἱ γιορτὲς ἑλκύουν τὸν ἄνθρωπο
στὴν ἱερὰ συνήθεια τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἔτσι τὸ παρέλαβαν καὶ ἔτσι τὸ
συνεχίζουν «για τὸ καλὸ», ὅπως λέγουν. Νηστεύουν μὲ ἕναν πολὺ αὐστηρὸ καὶ
βασανιστικὸ τρόπο. Προσέρχονται μὲ μία αὐτοβεβαίωση καὶ σιγουριὰ ὅτι μποροῦν νὰ
κοινωνήσουν. Ἀκοῦς νὰ λένε «ἐγὼ νήστεψα καὶ θὰ πάω νὰ κοινωνήσω». Ἄλλοι ρωτοῦν
«πόσο πρέπει νὰ νηστέψω γιὰ νὰ κοινωνήσω;». Θεωροῦν τὴν Θεία Κοινωνία μία τυπικὴ
θρησκευτικὴ πράξη, ποὺ πρέπει κάτι νὰ κάνουν. Δίνουν ὅμως κάτι ἐξωτερικὸ καὶ ὄχι
τὴν καρδιά τους. Προετοιμασία ὅμως δὲν εἶναι ἡ τυπικὴ νηστεία, οὔτε τὸ ἔθιμο τῶν
ἡμερῶν, οὔτε καὶ ἡ συνήθεια, ἀλλὰ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ νηστεία, ὅταν
γίνεται ὅπως τὴν λέγει ὁ Θεός, μὲ τὴν μετάνοιά της καὶ τὴν ἀγάπη, ὄντως
καθαίρει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ὅλη αὐτὴ τυπικὴ προσέλευση καὶ μὲ τὸ καύχημα τῆς τροφικῆς
νηστείας γίνεται μία ψεύτικη καὶ ἐπιζήμια εὐλάβεια ἀπέναντι στὸν Θεό. Ποτὲ ὅσοι
προσέρχονται τυπικὰ δὲν θὰ νιώσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅμως
ποὺ ἡ ἀσέβεια φτάνει στὸ μεγαλεῖο της εἶναι ὅταν στὶς μεγάλες γιορτὲς ἔρχονται
νὰ κοινωνήσουν σὰν μπουλούκι, σπρώχνοντας καὶ ἀδημονώντας καὶ προσπερνώντας στὴ
σειρὰ ἢ καὶ διαπληκτιζόμενοι μὲ τὸν διπλανό τους γιὰ νὰ προχωρήσουν πιὸ γρήγορα
καὶ νὰ τελειώνουν. Ἔρχονται πρὸς τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ μόλις
κοινωνήσουν φεύγουν ἀμέσως, γιὰ νὰ προλάβουν νὰ κάνουν τὶς δουλειὲς των. Καὶ
λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα ποὺ βιαζόταν νὰ
κοινωνήσει στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ ἀμέσως, ἐνῶ στὸ στόμα του εἶχε ἀκόμη τὴν Θεία
Κοινωνία, ἔτρεχε γιὰ νὰ προδώσει τὸν Χριστό. Ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ προέρχεται ἀπὸ
μία ἄγνοια καὶ μία παραδοσιακότητα καὶ ἐθιμοτυπία ποὺ ἔχει παγιωθεῖ στοὺς
χριστιανοὺς καὶ βολεύει ὅλους, γιὰ νὰ μὴ σκύψουν βαθιὰ νὰ δοῦν τὴν ἁμαρτωλότητα
τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ νὰ μετανοήσουν. Πολὺ ἐκφραστικὰ περιγράφει τὴν κατάσταση αὐτὴ
ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δυστυχῶς σὲ τέτοια ἀνοησία καὶ καταφρόνηση ἔφτασαν πολλοὶ
ἀπὸ τοὺς πιστούς, πού, ἐνῶ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ κακά, δὲν φροντίζουν καθόλου γιὰ τὴν
μετάνοιά τους, ἀλλὰ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε προσέρχονται στὴν Ἁγία Τράπεζα… γι’ αὐτὸ
σᾶς παρακαλῶ ὅλους σας μὴν πλησιάζετε στὰ Θεῖα Μυστήρια γιὰ τὸ ἔθιμο τῆς ἑορτῆς.
Ἀλλά, ὅταν πρόκειται νὰ κοινωνήσετε, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρὶν νὰ καθαρίζετε τοὺς ἑαυτούς
σας μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ἀσχολίες
σας, ὥστε νὰ μὴν ἐπιστρέφετε πάλι στὶς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν τὸ σκυλὶ ποὺ γυρίζει
πίσω καὶ τρώει τὸν ἐμετό του».
Ὁ ἱερέας προσκαλεῖ νὰ προσέλθουμε
«μετὰ φόβου Θεοῦ…» Ποιός εἶναι ὁ φόβος ποὺ ἐννοεῖ ἐδῶ; δὲν εἶναι ὁ φόβος τοῦ
παιδιοῦ ποὺ τρέμει μπροστὰ στὸν πατέρα του, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸ δείρει
γιατί ἔκαμε ζημία. Εἶναι ἡ μετάνοια καὶ τὸ πένθος τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ νιώθεις
μπροστὰ στὸν Θεό, λίγο πρὶν κοινωνήσεις καὶ ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ φύγεις
λόγῳ τῆς ἀναξιότητός σου. Εἶναι παράλληλα καὶ ὁ μεγάλος ἀκατάσχετος πόθος γιὰ νὰ
ἑνωθεῖς μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ σὲ σπρώχνει νὰ πλησιάσεις. Εἶναι ἀκριβῶς δύο μυστήρια
ποὺ συμπλέκονται καὶ διενεργοῦνται μέσα στὴν καρδιά σου, ὅπως λέγει ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος,
τὸ μυστήριο τοῦ φόβου καὶ τὸ μυστήριο τοῦ πόθου. Μὲ τὴν καρδιά μας αὐτὴ μπροστὰ
στὰ Ἅγια συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι τὸ πολύτιμο Αἷμα καὶ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς
κάμει Θεούς, ποὺ τρέφει μὲ μυστικὸ τρόπο τὸν νοῦ μας. Εἶναι ὅμως καὶ τὸ
κάρβουνο ποὺ καίει ὅσους ἀνάξια κοινωνοῦν. «Θεουργὸν
αἷμα φρίξον, ἄνθρωπε, βλέπων. Ἄνθραξ γὰρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων. Θεοῦ τὸ σῶμα
καὶ θεοῖ με καὶ τρέφει. Θεοῖ τὸ πνεῦμα, τὸν δὲ νοῦν τρέφει ξένως».
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐλέγχει καὶ ἐπιπλήττει
τοὺς Κορινθίους, ὥστε νὰ ἔχουν σωστὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο: «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ
ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου». Σὲ ὁμιλία του ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος σὲ καιρὸ νηστείας παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει μὲ ἀγωνία νὰ μὴν πλησιάσει
στὴν Ἁγία Τράπεζα κανεὶς ἔχοντας κηλίδες, κανεὶς ἁμαρτωλὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση,
διότι αὐτὸ γίνεται καταδίκη καὶ κόλαση καὶ προσθήκη τιμωρίας. Ὅμως, λέγοντας αὐτὸ
νιώθει ὅτι ἀποκλείει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ὅλους ἀπὸ τὸ Μυστήριο, διότι ποιός
μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος; Γι’ αὐτὸ καὶ διορθώνει, λέγοντας ὅτι κανεὶς
ἀμετανόητος νὰ μὴν προσέλθει «μηδεὶς
μένων ἁμαρτωλὸς προσίτω». Συγκαταλέγει καὶ τὸν ἑαυτό του στοὺς ἁμαρτωλοὺς
ποὺ μὲ μετάνοια πλησιάζουν στὰ Τίμια Δῶρα. Ὁμολογεῖ ὅτι ὅλοι εἴμαστε «ἐν ἐπιτιμίοις»
( γιὰ ξύλο) καὶ πὼς κανένας δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει τὴν καρδιά του ἁγνή.
Γι’ αὐτὸ καὶ σὰν ἁμαρτωλοὶ πηγαίνουμε στὸν Κύριο ποὺ θέλει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς
συγχωρήσει. Ὁ πόθος τῆς μετανοίας ἐκφράζεται μὲ τὰ δάκρυα, μὲ τὴν ὁμολογία καὶ
τὴν συγχώρηση ὅλων τῶν ἀδελφῶν. Καὶ ἄραγε πῶς νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων
Μυστηρίων ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τὴν δική του μετάνοια καὶ τὴν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ;
Πλησιάζοντας τὰ Ἅγια χωρὶς μετάνοια
ἐμπαίζουμε τὸν Θεό. Ὁ Χριστός μας εἶναι παρὼν σὲ κάθε Θεία Λειτουργία καὶ
βλέπει τὶς καρδιές μας, ποιός προσέρχεται δηλαδὴ μὲ καθαρότητα καὶ ποιός μὲ
πράξεις μιαρὲς καὶ λογισμοὺς ρυπαροὺς καὶ πονηρὴ συνείδηση. Καὶ τὸν ἀμετανόητο
τὴν ὥρα ἐκείνη τὸν παραδίδει στὸ δικαστήριο τῆς συνειδήσεώς του, γιὰ νὰ τὸν
μαστιγώσει μὲ τὴν ἁγία λύπη καὶ τὴν ἐνοχὴ καὶ ἔτσι νὰ μπεῖ στὴν μετάνοιά του καὶ
τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του. Κι ἂν αὐτὸ δὲν γίνει καὶ δὲν μετανοήσει;
δὲν εἶναι εὔκολο νὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν κοροϊδεύει καὶ στέκεται
μπροστά Του σκληρὸς καὶ τυπικός.
Ἡ μετάνοιά μας εἶναι κατὰ πρῶτον ἡ
κύρια ἑτοιμασία μας. Εἶναι ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγηση ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὴν ἱερωσύνη καὶ τὸ δικαίωμα νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἰδιαίτερα ἡ
πρώτη ἐξομολόγησή μας εἶναι ἡ σημαντικὴ καὶ θεωρεῖται ὡς τὸ δεύτερο βάπτισμα. Εἶναι
ἀπαράδεκτο νὰ κοινωνᾶ κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχει κάνει ποτὲ στὴ ζωή του τὴν πρώτη του
ἐξομολόγηση. Αὐτὴ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι σημαντικὴ στὴ ζωή μας, διότι μᾶς εἰσάγει
στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συνειδητά. Ἔκτοτε ὁ πιστὸς χρησιμοποιεῖ πρὶν τὴν Θεία
Κοινωνία τὰ δύο ἐξομολογητήρια ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ παρέχει. Γιὰ τὰ καθημερινά
του ἁμαρτήματα σκύβει καὶ προσκυνᾶ μέσα στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς του, στὸ ἐξομολογητήριο
τῆς καρδιᾶς του, καὶ ζητᾶ μετὰ δακρύων συγχώρηση σὲ μία προσωπικὴ ἐξομολόγηση.
Γιὰ τὰ πιὸ σύνθετα καὶ δύσκολα σκύβει στὸ ἄλλο ἐξομολογητήριο, ὅπου στέκει στὸν
τόπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἱερέας. Ὁ Πνευματικός μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐλαφρύνει
τὴν συνείδησή μας καὶ μᾶς καθοδηγεῖ στὸν Θεό. Ὅλοι μας ἔχουμε μπροστά μας τὸν
δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα καὶ δικαιούμαστε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν
μετάνοιά μας. Μὲ τὴν μετάνοια αὐτὴ πλησιάζουμε τὰ Ἅγια. Δὲν πλησιάζουμε
τέλειοι, οὔτε ἅγιοι, ἀλλὰ μετανοοῦντες. Ποτέ μας δὲν πρέπει νὰ ἀπελπισθοῦμε ἀπὸ
τὰ λάθη μας καὶ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ τιμωροῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν
Θεία Κοινωνία. Ἀντὶ νὰ αὐτοτιμωρούμαστε καλύτερα νὰ μετανοοῦμε. Ἡ ἀποχή μας ἀπὸ
τὴν Θεία Κοινωνία δὲν εἶναι ὑπόθεση προσωπικὴ δική μας, ἀλλὰ τοῦ Πνευματικοῦ
μας. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι τρόπος ζωῆς μας, εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ἡμετέρων
τραυμάτων, πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὁ πλοῦτος ποὺ ποτὲ δὲν
τελειώνει. Δὲν πρέπει εὐκαίρως ἀκαίρως νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ
τὶς ἐγωιστικές μας ἐνοχικότητες καὶ αὐτοτιμωρίες. Ἡ ἀπελπισία δὲν ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο
ἀλλὰ στὸν διάβολο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα ποὺ μπορεῖ
νὰ σκύψει καὶ νὰ συγχωρήσει ὅλα μας τὰ λάθη ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶναι. Ὁ Χριστὸς δὲν
μᾶς λογιάζει ἀπὸ τὰ λάθη μας ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετάνοιά μας. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ Θεὸς τῶν
μετανοούντων».
Βέβαια, αὐτὴ ἡ προετοιμασία
καθαρότητος δὲν εἶναι μόνο τὸ πένθος καὶ ἡ ἐξομολόγηση, ἀλλὰ καὶ ἡ πρακτικὴ
πλευρὰ τῆς ἀγάπης στὸν ἀδελφὸ μὲ τὴν συγχωρητικότητα καὶ τὴν προσφορὰ στοὺς ἄλλους,
τὴν ἐλεημοσύνη δηλ. Σὲ ὅλη τὴν ποικιλόμορφη ἔκφρασή της. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη
θυσία στὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία, ὅπως διαβάζουμε στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο
«καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν
ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν» (Μάρκ. ιβ΄ 33). Πῶς μπορεῖ νὰ
κοινωνήσει κάποιος ποὺ δὲν μιλᾶ μὲ τὸν διπλανό του καὶ κουβαλᾶ μέσα του πικρία
γι’ αὐτὸν καὶ ταράζεται μὲ τὴν μνησικακία του; Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θεωρεῖ τὴν
μνησικακία κώλυμα γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ πορνεία καὶ ἡ
βλασφημία. Καὶ ἔλεγε στὰ κηρύγματά του: «σᾶς τὸ λέω… καὶ τὸ φωνάζω δυνατά.
Κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐχθρό, ἂς μὴν πλησιάζει στὴν Ἱερὴ Τράπεζα καὶ ἂς
μὴ δέχεται τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος πλη σιάζει νὰ μὴν ἔχει ἐχθρό. Ἔχεις ἐχθρό;
νὰ μὴν προσέλθεις. Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου καὶ τότε νὰ προσέλθεις καὶ
νὰ ἀγγίξεις τὸ ἱερό. Δὲν τὰ λέω ἐγὼ αὐτά, ἀλλὰ τὰ λέει ὁ Κύριος ποὺ σταυρώθηκε
γιὰ μᾶς. Αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώσει μὲ τὸν Πατέρα δὲν δίστασε νὰ θυσιαστεῖ καὶ
νὰ χύσει τὸ αἷμα Του. Καὶ σὺ γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου οὔτε
λέξη δὲν θέλεις νὰ πεῖς καὶ πρῶτος νὰ τρέξεις;...».
Καὶ ἔσκυβα μέσα στὴν καρδιά μου καὶ ἀναλογιζόμουν τὴν μετάνοια
καὶ τὴν ἀγάπη μου. Ἡ πρώτη ἐνεργεῖται σὲ μία προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ
δεύτερη σὲ μία κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς. Καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ τὰ
δώσει καὶ τὰ δύο σὰν τρόπο συνεχοῦς ζωῆς μου, γιὰ νὰ πλησιάζω τὸν Θεὸ καθάρια, ὅταν
Τὸν κοινωνῶ, τότε ποὺ γίνομαι σύσσωμος καὶ σύναιμος Αὐτοῦ, Χριστοφόρος. Καὶ ἔνιωθα
ἕναν θεϊκὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστὸ γλυκὰ νὰ μὲ ἀλλοιώνει καὶ ἕναν πόθο νὰ μὲ
θέλγει μέσα μου γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία.
Καὶ παρακαλοῦσα «κατάφλεξον, Κύριε, πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου