Δ |
ιαβάζουμε στὸ
Γεροντικὸ ὅτι ὁἅγιος Μαρτινιανὸς πέρασε κάποια στιγμὴ μεγάλο πειρασμὸ καὶ μόνο ὁ Θεὸς τὸν ἔβγαλε καθαρὸ καὶ ἀλώβητο μὲ τὴν ἀγάπη Του. Μία νύχτα ποὺ ὁ καιρὸς ἦταν ἄσχημος ἔφτασε στὸ κελί του ψηλὰ στὸ βουνὸ μία γυναίκα μὲ πονηρὴ διάθεση γιὰ νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἁμαρτία. Ἦταν ντυμένη μὲ σεμνὸ τρόπο, γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσει ὑποψίες καὶ προσποιούμενη ὅτι χάθηκε μέσα στὸ βουνὸ χτύπησε τὴν πόρτα του. Ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὸν χτύπο καὶ ἀπόρησε γιὰ τὴν ὥρα καὶ τὸν ἐπισκέπτη. Ὅμως μὲ ἀγάπη Θεοῦ τὴν φιλοξένησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ κοιμηθεῖ τὸ βράδυ στὸν πάγκο τῆς σάλας τοῦ κελιοῦ του. Τὸ βράδυ ὁ ἴδιος ἀποκοιμήθηκε στὰ γόνατά του προσευχόμενος μέσα στὸ δωμάτιό του. Τὸ πρωὶ βγαίνοντας τί νὰ δεῖ! Ἔμεινε ἔκπληκτος, καθὼς βρισκόταν μπροστὰ σὲ μία πανέμορφη γυναίκα ντυμένη μὲ προκλητικὰ ροῦχα ποὺ τὸν προκαλοῦσε στὴν ἁμαρτία. Τινάχτηκε στὴν ἀρχὴ πίσω μὲ μία ἀντίδραση χριστιανική, ἀλλὰ ἡ γυναίκα μὲ τὰ θέλγητρά της καὶ τὴν πρόκλησή της τὸν ἔσπρωχνε στὸν πειρασμό. Ἐπὶ λίγη ὥρα ἀντιστεκόταν, ἀλλὰ πόσο νὰ ἄντεχε; Λίγο - λίγο οἱ λογισμοὶ πήγαιναν νὰ τὸν διαλύσουν σβαρνίζοντάς τον στὴν ἀπόφαση νὰ ἐνδώσει στὴν πορνεία. Τότε ποὺ ἔβλεπε παραδομένο τὸν ἑαυτό του στὸν πειρασμό, ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουσε τὴν καρδιά του νὰ φωνάζει τὸν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου «καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως» καὶ ἕναν δεύτερο λόγο νὰ τοῦ λέγει «δὲν βλέπεις ὅτι τὸ σῶμα σου εἶναι ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πῶς θὰ τὸν κάνεις πόρνης μέλη;». Τότε τινάχτηκε ψηλά, σὰν νὰ ξύπνησε ἀπὸ λήθαργο, καὶ τῆς εἶπε «καὶ τὸν ἑαυτό μου θὰ σώσω καὶ σένα θὰ σώσω». Ὁδήγησε τὴν γυναίκα ἔξω στὴν αὐλή, πῆρε φρύγανα καὶ ξύλα καὶ ἄναψε φωτιά. Σὲ μία στιγμὴ πήδηξε μέσα στὶς φλόγες λέγοντάς της ὅτι αὐτὴ ἡ φωτιὰ εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας. Θὰ καιγόταν ὁλόκληρος, ἂν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ γυναίκα δὲν ξεσποῦσε σὲ δάκρυα μετανοίας καὶ συντριβῆς βλέποντας τὸν ἀγωνιστὴ ἀσκητή. Ἐπενέβη, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὸν γλύτωσε. Μὲ κλάμα ψυχῆς ζητοῦσε συγχώρηση καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τῆς δείξει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Κι αὐτὸς μέσα στὸν πόνο τῶν καμένων ποδιῶν του τῆς ἔδειχνε ποῦ θὰ βρεῖ τὸ γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ λιμάνι τῆς ψυχῆς της.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ὁ μεγάλος ἔνοικος τῆς καρδιᾶς μας. Κατοικεῖ μέσα μας, γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Εἶναι ἡ προσωπική μας Πεντηκοστή, ἡ Κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά μας. Ἀπὸ τότε ἐνοικεῖ σ’ ὅλη μας τὴν ζωὴ καὶ μᾶς κατευθύνει μὲ τὴν χάρη Του. Ὁ Θεὸς ὅμως σέβεται τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἡ ἀγάπη Του δὲν μᾶς δεσμεύει. Ἔτσι, μὲ τὴν θέλησή μας πολλὲς φορὲς ἐκδιώκουμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιλογές μας καὶ τὴν φυγή μας ἀπὸ τὸ θέλημά Του καὶ τὶς ἀγάπες μας μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἔτσι λυποῦμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἀποχωρεῖ ἐλεύθερα ἀπὸ τὸ σπιτικὸ τῆς ψυχῆς μας, τὸ ὁποῖο κατόπιν καταλαμβάνεται ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Πολὺ δυνατὴ ἀκούγεται ἡ παράκληση τοῦ ἀπ. Παύλου «μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Ἄραγε ποιές ἁμαρτίες ἐκδιώκουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ Τὸ λυποῦν; Μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ βρίσκουμε πὼς τρεῖς εἶναι οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ἡ ἀνηθικότητα, οἱ ἔριδες καὶ ἡ φιλία τοῦ κόσμου.
Ἀνοίγουμε, κατὰ πρῶτον, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκεῖ ποὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Νῶε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν καταντήσει σάρκες καὶ ζοῦσαν μέσα στὰ πάθη τους καὶ τὴν ἀνηθικότητα. Τότε ὁ Θεὸς ἀκούγεται νὰ λέγει: «τὸ Πνεῦμα μου δὲν μπορεῖ πλέον νὰ καταμείνει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔπλασα καὶ ἀγάπησα, γιατὶ γίνανε σάρκες. Ἀποφάσισα νὰ κάμω κατακλυσμὸ νὰ τοὺς ἀφανίσω». Σκεφτεῖτε, ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε, τὴν ἀπελπισία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζοῦνε μακριά Του μέσα στὴν ἀνηθικότητα. Εἶχαν ἐκδιώξει τὸ Πνεῦμα Του ἀπὸ τὴν ζωή τους. Ἔκανε τὸν κατακλυσμὸ ὁ Κύριος καὶ ἐπέζησε μόνο ὁ Νῶε μὲ τὰ παιδιά του μαζὶ καὶ μὲ τὰ ζῶα ποὺ διαφυλάχτηκαν μέσα στὴν Κιβωτό του. Ὅταν, τελικά, τελείωσε ὁ κατακλυσμός, ὁ Θεὸς καὶ πάλι μετάνιωσε καὶ εἶπε πὼς τέτοια ὁλοσχερῆ καταστροφὴ καὶ ὁλοκληρωτικὸ θανατικὸ ποτέ Του δὲν θὰ ξανακάνει. Καὶ τὴν ὑπόσχεσή Του αὐτὴ τὴν ὑπόγραψε στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ οὐράνιο τόξο, ποὺ περιέχει τὰ χρώματα ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὸ θρόνο Του, ὅπως τὸ περιγράφει ἡ Ἀποκάλυψη. Ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια κατασκευαζόταν ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ναυπηγοῦ Θεοῦ. Τὴν ἔφτιαχνε πάνω στὸ βουνὸ καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία ἦταν ἕνα κήρυγμα μετανοίας.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο λυπᾶται κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἑαυτός μας παρασύρεται στὴν ἀνηθικότητα. Λυπᾶται ὅταν ἔρχεται αὐτὴ ἡ ἠθικὴ βρωμιὰ καὶ μπαίνει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ διαλύει. Κάθε φορὰ ποὺ ἀφήνει τὸν πειρασμὸ τῆς λαγνείας νὰ μπαίνει μέσα του εἴτε μὲ τὰ μάτια του, εἴτε μὲ τὴ σκέψη του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του εἴτε καὶ μὲ τὸ κορμί του, εἶναι σὰν νὰ πετάει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Σ’ ἕνα βρώμικο σπίτι δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι στέκεται ὄρθιος, σκληρὸς καὶ δυνατὸς ὁ χριστιανὸς γιὰ νὰ κρατάει καθάριο τὸν ἑαυτό του. Ἡ καθαρότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῶν ματιῶν μας, τῆς σκέψης μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας εἶναι αὐτὰ ποὺ δίνουν τὸ γλυκύτατο ἁγνὸ περιβάλλον, γιὰ νὰ κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Κι ὅταν ἔρθουν οἱ πτώσεις σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, τότε εἶναι ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν μεγάλη ἐρήμωση τῆς ψυχῆς του, ζεῖ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν λύπη.
Καὶ πῶς νὰ εἰρηνεύσει καὶ νὰ κατοικήσει καὶ πάλι ὁ Θεὸς μέσα του; Εἶναι ὁ δρόμος τῶν δακρύων καὶ τῆς μετανοίας ποὺ ὁδηγεῖ τὸν Θεὸ πάλι στὸ σπιτικὸ τῆς ψυχῆς του. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς μετρᾶ ἀπὸ τὰ λάθη μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετάνοιά μας. Δὲν θυμᾶται τὶς ἁμαρτίες μας οὔτε καὶ μᾶς τὶς θυμίζει, γιὰ νὰ μᾶς μαλώσει, ἂν τὶς ἔχουμε σβήσει μὲ τὰ δάκρυά μας. Ναί, πάλι καὶ πάλι καὶ πάντοτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔρχεται πίσω καὶ κατοικεῖ μέσα μας, ὅταν ἐμεῖς μὲ τὴν μετάνοιά μας Τοῦ λέμε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, πάλι σήμερα ἔπεσα μὲ τὰ μάτια μου βλέποντας τὴν γύμνια, πάλι ἡ σκέψη μου ἁμάρτησε μὲ πορνικὲς ἐπιθυμίες, πάλι τὸ σῶμα μου τραντάχθηκε ἀπὸ λάγνα σκιρτήματα» καὶ ραντίζουμε τὴν καρδιά μας μὲ τὰ δάκρυά μας καὶ βαθὺ πόνο γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ λυπήσαμε. Καὶ βλέπουμε τότε μέσα μας μία χαρά, μία εἰρήνη ποὺ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπέστρεψε. Ἡ προσευχὴ τῆς μετανοίας μας Τὸ ἔφερε πίσω καὶ νιώθουμε ὅλους τοὺς καρπούς Του καὶ τὴν εὐωδία τῆς ἀγάπης Του μὲ τὴν παρουσία Του. Ἀμέσως μόλις μετανοήσαμε καὶ προσευχηθήκαμε, νά, ὁ Θεὸς καὶ πάλι μέσα μας μᾶς δίνει χαρὰ καὶ μᾶς γλυκαίνει τὴν ψυχή. Ἔτσι παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μετὰ ἀπὸ τὴν διπλή του ἁμαρτία, τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο, ὁ μετανοημένος Δαβὶδ «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Ἦταν ποὺ μὲ ἀγωνία ἔλεγε «δῶσ’ μου καρδία καθαρή, γιὰ νὰ κατοικεῖ μέσα μου τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο καὶ νὰ μοῦ δίνει εὐθύτητα καὶ καθαρότητα καὶ σταθερότητα καὶ ἡγεμονικὸ πνεῦμα μπροστὰ στὸν πειρασμὸ καὶ στὴ θλίψη».
Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο λυπᾶται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ἡ φιλία τοῦ κόσμου. Λέγει μέσα στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὅτι «πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» ποὺ κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιά μας. Ζηλεύει δηλ. ὁ Θεὸς ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, ὅταν ἐρωτοτροποῦμε μὲ ἄλλες ἀγάπες, μὲ τὶς φιλίες τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου». Δηλαδὴ ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιλαργυρία εἶναι οἱ τρεῖς ἐρωμένες ποὺ διεκδικοῦν τὴν φιλία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ποῦ ἄραγε ἔχουμε τὴν καρδιά μας δοσμένη; Στὸ χρῆμα, στὴ δόξα, στὴ λαγνεία; Ὅπου ὁ θησαυρὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Τὸ χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος σήμερα ζεῖ μία ἔντονη ἀγχώδη μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο.
Σκοτώνεται στὴ δουλειὰ καὶ στὴν ἔγνοια καὶ προσκολλᾶται στὰ γήινα καὶ τὴν ἀπόλαυσή τους. Καὶ βλέπει ὁ Θεὸς πόσο Τὸν παραγκωνίζουμε καὶ λυπᾶται καὶ ζηλεύει ποὺ τὴν καρδιά μας δὲν τὴν δίνουμε σ’ Αὐτόν. Ἡ ζήλεια αὐτὴ δὲν εἶναι ζήλεια ἐγωιστική, ἀλλὰ εἶναι ζήλεια ταπεινή. Ζηλεύει ποὺ Τὸν ἐγκαταλείπουμε καὶ δὲν Τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ νὰ μᾶς προσφέρει. Πατέρας εἶναι καὶ Τὸν βάζουμε στὴν ἄκρη. Αὐτὸς ξέρει τὶς ἀνάγκες μας, μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει, ἀλλὰ ἐμεῖς στὰ χέρια μας βασιζόμαστε. Ἡ κακιὰ ζήλεια εἶναι ὅταν ζηλεύεις, γιατὶ δὲν προσέχουν ἐσένα γιὰ νὰ σοῦ τὰ προσφέρουν ὅλα κατὰ ἀποκλειστικότητα. Ἡ μάνα ζηλεύει ποὺ τὸ παιδί της παρασύρθηκε καὶ ἔχει τὴν ἀγάπη του στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν παρασυρμό. Ἡ ζήλεια αὐτὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ προέρχεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ προσφέρει στὸ παιδί της καὶ ὄχι γιὰ νὰ δρέπει τὴ δική του ἀγάπη ἐγωιστικὰ κι ἀρρωστημένα μὲ μία ἄθλια προσκόλληση. Εἶμαι ζηλιάρης Θεὸς ἐγώ, «ζηλῶν Θεὸς εἰμι ἐγώ», ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἰσραηλίτες, ὅταν τοὺς ἔβλεπε νὰ ἐρωτοτροποῦν μὲ ψεύτικους θεοὺς καὶ νὰ ὀργιάζουν στὰ ἅλση καὶ στὰ θυσιαστήρια τοῦ Βάαλ. Πῶς μποροῦσε νὰ ἀντέξει αὐτὴν τὴν πνευματική τους μοιχεία; Ὑπάρχει ἡ ἐγωιστικὴ ζήλεια, ἀλλὰ καὶ ἡ θεϊκὴ ζήλεια. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μιλᾶ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς ζήλῳ Θεοῦ» «σᾶς ἀγαπῶ μὲ ζήλεια Θεοῦ». Ἔτσι, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο λυπεῖται, ὅταν ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε καὶ παρασυρόμαστε σ’ ἄλλες ἀγάπες καὶ τὴν ζωή μας ὅλη δὲν τὴν παραθέτουμε στὸν Πατέρα μας.
Τὸ τρίτο εἶναι ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, ἁπλώνει στὶς καρδιές μας τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα. Ἔτσι, προτρέπει ὁ ἀπ. Παῦλος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τηροῦν τὴν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὁ Θεὸς λυπᾶται ἀφάνταστα ὅταν βλέπει νὰ ζοῦμε μέσα στὶς ἔριδες, τὶς πικρίες καὶ τὶς κατακρίσεις. Δὲν εἶναι ὁ τόπος Του, ὅπου μπορεῖ νὰ κατοικεῖ. Εἶναι ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης καὶ σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον κατοικεῖ. Καί, δυστυχῶς, πάγωσε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καὶ ὁ ἐγωισμὸς δὲν ἀφήνει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐπιείκεια νὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλ’ ἀντιθέτως παντοῦ βλέπεις ἕναν διχασμό. Ποικίλλει αὐτὸς ὁ διχασμός, καὶ ἔτσι βλέπεις οἰκογένειες νὰ μὴ μιλιοῦνται, καὶ ἀκολουθοῦν βρώμικα μαλώματα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ στ’ ἀντρόγυνα, καὶ τὸ παιδὶ γκρινιάζει μὲ τὸν γονιό του, καὶ ἡ μάνα τρώγεται μὲ τὴ νύφη, καὶ οἱ ἱερεῖς δὲν ἔχουν ἑνότητα καὶ ἀγάπη μεταξύ τους, καὶ δὲν ὑπάρχει ἡ χαρὰ τῆς συγχωρητικότητος, καί… τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο φεύγει. Ὁ μεγάλος ἔνοικος, ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ νὰ κατοικεῖ μαζί μας, μέσα μας. Εἴμαστε ὑποκριτές, εἴμαστε νεκροὶ στὴν πίστη, εἴμαστε φτωχοί, πολὺ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη. Δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει μέσα μας ὁ Ἕνας, ὅταν ἐγὼ καὶ ἐσὺ ἔχουμε γκρίνια μὲ τὸν διπλανό μας, ὅταν τρωγόμαστε καὶ κατατρώγουμε τὸν ἄλλον, ὅσο δίκιο κι ἂν λέμε πὼς ἔχουμε ποὺ ὁ διπλανός μας μᾶς βλάπτει. Ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητος καὶ τῆς εἰρήνης μεταξύ μας εἶναι θυσία αἵματος μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ πόνο καὶ συγχωρητικότητα. Ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ κρατήσει τοὺς μαθητές Του στὴν ἑνότητα ὅπως καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μὲ τρία πρόσωπα, «ἵνα ὧσιν ἓν καθὼς καὶ ὑμεῖς ἓν ἐσμέν».
Καὶ ἔβλεπα μέσα μου πὼς κάθε φορὰ ποὺ ἔπεφτα στὰ λάθη μου αὐτὰ ἔνιωθα μία ἀπεράντη μοναξιὰ καὶ ἐρημία πὼς μ’ ἄφησε ὁ Θεὸς καὶ χάνω τὴν ψυχή μου. Καὶ παρακαλοῦσα καὶ προσευχόμουνα στὸν Κύριο ποτέ μου νὰ μὴ Τὸν λυπῶ καὶ μὲ τὴν μετάνοιά μου νὰ εἶναι πάντα ὁ μεγάλος Ἔνοικός μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου