Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

«Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Μτ 1,1-25) του Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ. Θεολογίας




Δόξα στὸν ἅγιο Θεό. Ἡ μητέρα τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα, εἶναι ἐγγύς. Καὶ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα μᾶς φέρνουν ἐγγύτερα στὸ νόημα τῶν ἑορτῶν, ὅπως τὸ σημερινό, ποὺ εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ ὁποία ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Βλέπετε ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ μεγάλο, τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν Γενεαλογία θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ πολὺ μακρυά. Θὰ πᾶμε γιὰ λίγο στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θὰ τὸν δοῦμε νὰ χάνη, λόγω τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἐξορίζεται, νὰ διώχνεται ἀπὸ αὐτόν. Ἡ ἀπομάκρυνσις τοὺ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταστροφή. Ὅμως ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο μιὰ φωτεινὴ ἐλπίδα. Τὴν ὥρα τῆς ἐξορίας τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναικὸς θὰ σώση, θὰ λυτρώση, τὸν ἄνθρωπο, καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρη στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ στὴν Θεολογία μας λέγεται «Πρωτευαγγέλιο», δηλαδὴ πρώτη χαρούμενη εἴδησις. Ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πορευόταν στοὺς αἰῶνες μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι, ἀπογοητεύονταν καὶ ξεχνοῦσαν τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔστελνε τοὺς ἀνθρώπους του, τοὺς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔφερναν στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Μιλοῦσαν προφητικὰ καὶ ὄχι μόνον ἀνανέωναν τὴν ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ εἰκόνες καὶ σύμβολα ἔδιναν στοιχεῖα γιὰ τὸν χρόνο, τὸν τόπο, τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ἐρχόταν «ὁ ἀπόγονος τῆς γυναικὸς γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλήν τοῦ ὄφεως». Μέσα στὴν γενικὴ ἀποστασία καὶ ἀπιστία ὑπῆρχαν πάντα ἐκεῖνοι, οἱ λίγοι, ποὺ διατηροῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα, δὲν ξεχνοῦσαν τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεσι γιὰ τὴν λύτρωσι, καὶ ὑπομονετικὰ περίμεναν, διότι εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Εἶχαν μία βεβαιότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαινόταν ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε στὸ διάβα τῶν αἰώνων, οἱ πιστοὶ ὅμως περίμεναν. Καὶ ἦσαν σίγουροι ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἐρχόταν ὁ Λυτρωτής, ὁ Μεσσίας.

Τὸν Μεσσία τὸν εἶχε ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ἕνας κόσμος ποὺ εἶχε φθάσει στὸ ἀδιέξοδο ἀπὸ κάθε πλευρά, χρειαζόταν ἕνα σωτήρα. Γιὰ αὐτὸν τὸν σωτήρα μίλησαν καὶ οἱ προφῆτες στὰ παλαιὰ χρόνια.

Τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Λυτρωτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρχαν πάντα, λίγοι μὲν ἀλλὰ πάντοτε παρόντες, σὲ κάθε ἐποχὴ κρατοῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα καὶ περίμεναν. Ὄχι μόνον περίμεναν, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν γενιά τους ὁ Μεσσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κρατοῦσαν κατάστιχα μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ γενεαλογικοῦ τους δένδρου.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ ἡ Ἐκκλησία μας διατήρησε, στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τὸ γενεαλογικὸ δέντρο. Ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι πράγματι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες.

Τὴν γενεαλογία ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὴν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν χωρίζει σὲ τρία μέρη δεκατεσσάρων γενεῶν. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Δαβίδ, ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος, καὶ ἀπὸ τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος μέχρι τὸν Χριστό. Δὲν εἶναι πλήρης, οὔτε εἶναι μόνον αὐτὰ τὰ ὀνόματα στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ὅμως ἀποδεικνύεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ υἱὸς Ἀβραὰμ καὶ υἱὸς Δαβίδ. Ἡ καταγωγὴ του ὡς ἀνθρώπου ἔχει τὶς ρίζες της στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ καὶ τὸν προφήτη Δαβίδ. Εἶναι στοιχεῖα γνησιότητος, διότι πρέπει νὰ ξέρωμε πὼς κατὰ καιροὺς ἐμφανίσθηκαν κάποιοι οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ ἐξαπατοῦσαν τὸν λαό, ποὺ λαχταροῦσε γιὰ ἕνα σωτήρα. Νὰ γιατί, ἐπὶ πλέον, χρειάζεται ἡ μαρτυρία τῆς γενεαλογίας, ποὺ βεβαιώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία.

Τὸ Πρωτευαγγέλιο ἐκπληρώθηκε, οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν, ὁ Μεσσίας ἦρθε. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν γυναῖκα, τὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία, καὶ ὡς ἀπόγονος τῆς γυναικὸς ἦρθε νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως. Τὰ Χριστούγεννα ἀκοῦμε σὲ ἕναν ὕμνο τὴν προτροπὴ˙ «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι…». Δηλαδὴ καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ δίκαιοι, νὰ χαροῦν ποὺ ἡ ἐλπίδα τους δὲν πῆγε χαμένη, ὁ Μεσσίας ἦρθε ἔτσι ὅπως τὸν περίμεναν, ἦρθε ὅπως ἀκριβῶς μίλησαν γι’ αὐτὸν οἱ προφῆτες, καὶ, ἀφοῦ πρῶτα συντρίψει μὲ τὸ πάθος του στὸν Γολγοθᾶ τὸ κεφάλι τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ, τοῦ διαβόλου, ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χαμένο Παράδεισο.

Ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε πραγματοποιεῖται. Πιστὸς ὁ λόγος, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποτὲ δὲν διαψεύδεται. Πέρασαν αἰῶνες γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ Πρωτευαγγέλιο, ὅμως ὁ θεϊκὸς λόγος βγῆκε ἀληθινός. Αὐτὸ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. Διότι ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ μία ἄλλη ὑπόσχεσι. Καὶ αὐτὴ εἶναι γιὰ τὴν δεύτερή του Παρουσία στὸν κόσμο, ποὺ θὰ ἔρθη γιὰ τὸν κρίνη. Ὅπως πραγματοποιήθηκε ἡ πρώτη ὑπόσχεσις, νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ καὶ ἡ δεύτερη. Σήμερα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, πολλοὶ γελοῦν, ἄλλοι δυσπιστοῦν, οἱ περισσότεροι κοροϊδεύουν. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ γιὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο. Οἱ περισσότεροι ὁδηγήθηκαν στὴν ἄρνησι καὶ τὴν εἰδωλολατρία τότε. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ οἱ λίγοι, τὸ «μικρὸν ποίμνιον», οἱ ὁποῖοι καρτερικὰ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος. Αὐτοὶ δικαιώθηκαν. Ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε. Καὶ ἦρθε τὴν πρώτη φορὰ, γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Τότε, κατὰ τὴν πρώτη του παρουσία στὴν γῆ, μᾶς πληροφόρησε ὅτι θὰ ξανάρθη, ἀλλὰ ὅταν θὰ ἔρθη γιὰ δεύτερη φορά, θὰ ἔρθη γιὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος ὅ,τι λέγει τὸ κάνει, καὶ ὁ λόγος του εἶναι ἀληθινός. Δικαίωμα τοῦ κόσμου εἶναι νὰ γελάη καὶ νὰ κοροϊδεύη καὶ νὰ δυσπιστῆ. Ἐμεῖς θέλομε νὰ εἴμαστε στό «μικρὸ ποίμνιο». Πιστεύομε ἀκράδαντα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἑορτάζομε τώρα τὴν πρώτη του ἔλευσι, τὴν ἐνανθρώπησι. Θὰ περιμένουμε καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε καὶ στὴν δεύτερή του ἔλευσι καὶ νὰ βρεθοῦμε τότε στὰ δεξιά του. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου