Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ὁ σκύλος, ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ.Τοπάλη

 



Σ

’ ἕνα μο ναστήρι ἐρχόταν κάθε τόσο ἕνας γέρος ἀ σκητὴς καὶ ζητοῦσε λίγη βοήθεια. Μ’ αὐτὰ ποὺ ἔ παιρνε τρεφόταν ἐκεῖνος καὶ βοηθοῦσε καὶ ἄλλους, πιὸ γέρους ἀπ’ αὐτόν. Πρόκειται γιά τόν ἐνάρετο Γέροντα Ἐνώχ τόν Ρουμάνο.

Μία μέρα ποὺ ἦλθε γιὰ τὴ συνηθισμένη του ἐπίσκεψη εἶπε σὲ κάποιον ἀδελφὸ τοῦ μοναστηριοῦ: «Δὲν πιστεύω νὰ στενοχωριέστε ποὺ ἔρχομαι καὶ ζητῶ βοήθεια. Ἂν εἶναι ἔτσι, δὲν πειράζει, μπορῶ νὰ μὴν ἔλθω ἄλλη φορά. Μὴ στενοχωριέστε, γιατί ὁ μοναχὸς εἶναι σὰν ἕνας σκύλος. Ἂν τοῦ δώσεις μιὰ κλωτσιά, καλὸ τοῦ κάνεις· ἂν δὲν τοῦ δώσεις κλω τσιά, ἀλλὰ τοῦ δώσεις ἕνα κόμματι ψωμί, κι αὐτὸ καλὸ εἶναι».

Ὁ Γέροντας αὐτός, παρόλο ποὺ εἶχε περάσει τὰ 75 του χρόνια, δὲν ἔχει ἀπαίτηση νὰ τὸν σέβεται κανείς. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του σὰν ἕνα σκύλο. Βάζει μετάνοια καὶ ζητᾶ εὐλογία ἀπὸ ὅλους: μονα χούς, δοκίμους καὶ προσκυνητές.

Ἔχει ὅμως ντυθεῖ μὲ μιὰ τέτοια ἀνέκφραστη χάρη, ποὺ γίνεται πανηγύρι χαρᾶς κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἔλθει στὸ μοναστήρι. Ὅλοι, μοναχοὶ καὶ προσκυνη τές, συγκεντρώνονταν γύρω του, γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους τῆς Χάριτος ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα του, γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ ἐκπέμπει τὸ πρόσωπό του, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸ ὑποψιάζεται.

Ὁ ἀσκητὴς τῆς ἱστορίας μας ἦταν ντυμένος μὲ τὴν βαθειὰ ταπεινοφροσύνη. Ἡ χαρακτηριστική του αὐτὴ πηγαία συμπεριφορὰ εἶναι ἡ καλύτερη περιγραφὴ τῆς ταπείνωσης. Ἡ μεγάλη του ἀρετὴ σκεπαζόταν καὶ διαφυλαγόταν ἀπ’ αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός του. Ἔνιωθε νὰ εἶναι ὑποκάτω ὅλων σὰν τὸ σκυλὶ ποὺ δὲν διαμαρτύρεται ὅταν τοῦ κακοφέρονται, ποὺ πάντοτε δείχνει εὐγνωμοσύνη καὶ ποὺ ποτέ του δὲν κρίνει τὸ ἀφεντικό του. Ζοῦσε τὴν μετάνοιά του μόνιμα καὶ ὅλα τὰ δεχόταν εὐχάριστα ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένα. Δὲν εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε ἔκτιζε τὸ καλὸ πρόσωπο τοῦ εὐλαβοῦς γέροντα καὶ δὲν ἀπαιτοῦσε τὴν τιμὴ καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων.

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἔλεγε, πὼς γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου φτιάξε μέσα στὴ σκέψη σου ἕνα σκηνικὸ μὲ δύο ἅμαξες ποὺ τρέχουν σὲ ἀγῶνες. Ἡ μία ἅμαξα ἔχει ζέψει τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἄλλη τὴν ἁμαρτωλότητα μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἄραγε ποιά ἅμαξα θὰ νικήσει καὶ θὰ φτάσει στὸ τέρμα; Ἀσφαλῶς, μόνο αὐτὴ ποὺ ἔχει τὴν ταπείνωση, διότι αὐτὴ θὰ ὁδηγήσει τὸν ἀναβάτη στὴ μετάνοια καὶ ἔτσι θὰ κερδίσει τὸν οὐρανό. Ἀντιθέτως, παρόλο ποὺ ἡ ἀρετὴ εἶναι τόσο σεβαστή, ἡ ὑπερηφάνεια θὰ καθυστερήσει τὸν ἀναβάτη ἀπὸ τὸ ὑπέρογκο βάρος της καὶ θὰ χάσει τὸ βραβεῖο του. Ἡ ταπεινοφροσύνη νικᾶ τὴ βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καταποντίζει τὸν δίκαιο. Καὶ εἶναι ἀληθὲς καὶ τὸ βλέπουμε στὸ Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος ἔζεψε τὴν ἀρετή του μὲ μία καυχησιολογία, αὐτοθαυμασμὸ καὶ κατάκριση, καὶ καταστράφηκε. Ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης ποὺ ἔλεγε ταπεινὰ τὴν προσευχὴ καὶ δὲν ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὴν κατάκριση τοῦ ἄλλου ποὺ μὲ τόση σκαιότητα τὸν περιφρονοῦσε, σώθηκε.

Δύσκολη εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ ποῦ ἄραγε νὰ τὴν βρεῖς; Ἡ κενοδοξία ἔρχεται σὰν πειρασμὸς καὶ κατάσταση καὶ τρυπώνει παντοῦ, μέσα στὴν καθημερινότητά μας, στὰ λόγια μας, στὶς προσευχές μας, στὴν ἀρετὴ καὶ στὶς νηστεῖες μας, στὰ ροῦχα, καὶ κυρίως στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ θέλουμε μόνιμα νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ἐπικρατοῦμε. Πῶς ξεφεύγεις ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτὸ τῆς ὡραιοπάθειας; Πῶς κατακτιέται ἡ ταπείνωση; Εἶναι κάτι ποὺ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε. Ἐμεῖς ἀπ’ τὴν πλευρά μας βάζουμε τὸν πόθο μας καὶ τὴν προσπάθειά μας καὶ ὁ Κύριος ζυμώνει μέσα μας αὐτὴ τὴν ἀρετή. Αὐτὸς εἶναι ὁ Πλάστης ποὺ μᾶς πλάθει καὶ μᾶς οἰκοδομεῖ κατὰ τὴν εἰκόνα Του.

Ἡ καλλιέργεια τῆς σιωπῆς, κατὰ πρῶτον, οἰκοδομεῖ τὴν ταπείνωση αὐτή. Ὁ πιστὸς καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται νὰ πεῖ καὶ νὰ κερδίσει τὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων, λάμπει καὶ εὐωδιάζει ἀπὸ μόνος του, γίνεται αἰσθητὸς ἀπὸ τὸ ἄρωμά του τὸ πνευματικό. Παραμένει ἐπιπλέον σιωπηλὸς στὶς ὕβρεις καὶ τὴν περιφρόνηση τῶν ἄλλων. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει τὶ γνώμη θὰ ἔχουν γι’ αὐτόν. Ὁ Κύριος στὸ Πάθος Του, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ περιφρόνηση καὶ τὸ μαρτύριο γίνονταν ὅλο καὶ βασανιστικότερα, σιωποῦσε. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ λόγος «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ἡ σιωπή Του αὐτὴ ἐνισχυόταν καὶ συνδυαζόταν μὲ τὴν προσευχή Του ποὺ ἔπαιρνε διάφορες ἀποχρώσεις. Στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ γενόμενος ὁ Κύριος πολὺ ἐναγώνιος προσευχόταν ἐκτενέστερα γονατιστὸς μὲ ἱδρῶτα αἵματος, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Πατέρα Του νὰ Τὸν στηρίξει σ’ αὐτὸ τὸ σιωπηλὸ μαρτύριο. Ἡ σιωπή Του, ἐπίσης, γινόταν προσευχὴ ἀγάπης γιὰ ὅλους τοὺς σταυρωτές Του μὲ τὰ λόγια «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν». Σιωπὴ δὲν εἶναι μία ἀδράνεια καὶ φυγὴ φόβου, ἀλλὰ μία ἐσωτερικὴ διεργασία σιωπηλῆς προσευχῆς καὶ διάκρισης στὸ πότε θὰ μιλήσει κανείς. Τὸ στόμα ἀδρανεῖ, ἀλλὰ ἡ καρδιὰ προσεύχεται μὲ στεναγμοὺς ἀλαλήτους καὶ ἐκεῖ μέσα καλλιεργεῖται ἡ ὑπομονὴ τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἀγάπης, ἡ ἁγία ταπείνωση.

Ἡ ταπεινοφροσύνη χτίζεται, ἐπιπλέον, μέσα στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν λήθη τῶν ἀγαθῶν πράξεων, τὴν φυγὴ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του. Γιὰ νὰ ἀσφαλίσει τὰ κατορθώματα τῶν ἀρετῶν του τὰ ξεχνάει καὶ δὲν νομίζει ὅτι κάτι κάνει. «Ἀσφαλὲς ταμεῖον κατορθωμάτων, λήθη κατορθωμάτων», λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Πόσο περιμένουμε νὰ μᾶς ποῦνε ἕναν λόγο κολακευτικό! Θέλει μεγάλη περίσκεψη καὶ σιωπὴ γιὰ νὰ βλέπεις μέσα σου ξεκάθαρα καὶ νὰ σκέπτεσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ μὴν πετᾶς μὲ μία ὑψηλοφροσύνη. Ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολογοῦσε στὸν Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθει κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ του, ὁ ἀπ. Παῦλος ἔλεγε πὼς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζεται Ἀπόστολος, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος δὲν ἔνιωθε ἄξιος οὔτε καὶ τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων τοῦ Κυρίου νὰ λύσει καὶ ὁ Πέτρος Τὸν παρακαλοῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν βάρκα του, γιατὶ ἔνιωθε ἁμαρτωλός. Ὅλοι αὐτοὶ ὀνομάστηκαν φίλοι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἰωάννης «φίλος τοῦ Νυμφίου». Τόση ἀξία ἔχει αὐτὴ ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός μας καὶ ἡ ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας μπροστὰ στὸν Θεό. Ὁ ταπεινὸς καὶ σιωπηλὸς ἐργάτης τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ εἶναι γνήσιο τέκνου Του, εἶναι ὄντως ὁ ταπεινὸς «φίλος Θεοῦ». Κι ἂν ὅλα τὰ διατεταγμένα κάνεις, λέγει ὁ Χριστός, πάλι νὰ λὲς ὅτι εἶμαι ἀχρεῖος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ αἴσθηση τῆς γήινης ὑπόστασής μας καὶ ἡ γνώση τῆς ταπείνωσης τοῦ Χριστοῦ πλάθουν τὴν ταπείνωσή μας. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα θέατρο ποὺ παρέρχεται. Ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶναι ζωὴ μετανοίας καὶ κόπου καὶ ἀγώνων καὶ ὄχι ἐπίδειξης καὶ κενοδοξίας. Ἂς βγοῦμε, ἔλεγε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, στοὺς τάφους καὶ ἂς δοῦμε τὰ μυστήρια ποὺ συμβαίνουν ἐκεῖ. Ἐκεῖ βρίσκονται καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ εὐγενὴς καὶ ὁ ἰδιώτης καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ σοφὸς καὶ ὁ ἄσοφος. Ποῦ εἶναι τὰ ὄμορφα πρόσωπα καὶ ἡ περιχαρὴς ὄψη καὶ τὰ κόκκινα χείλη καὶ τὰ ὄμορφα μάτια καὶ τὰ κάλλη τῶν παρειῶν; Ὅλα εἶναι τέφρα, ὅλα εἶναι σκόνη, ὅλα χῶμα. Ἂς τὰ σκεφτόμαστε ὅλα αὐτὰ κι ἂς μετανοοῦμε. Πόσο ταπεινώθηκε ὁ Χριστὸς μὲ μᾶς; Τὸ αἷμα Του ἔχυσε καὶ μᾶς ἐξαγόρασε. Φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ δὲν εἶχε ποῦ νὰ κλίνει τὴν κεφαλή Του. Καὶ ραπίσθηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ μὲ χολὴ καὶ ξύδι ποτίστηκε καὶ μὲ λόγχη κεντήθηκε καὶ πέθανε καὶ ἀνέστη γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Μὲ πόσο πόθο καὶ ἀγάπη πρέπει νὰ Τὸν πλησιάσουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ μὲ συναίσθηση τῆς ἀθλιότητός μας!…

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καλλιεργεῖ πρακτικὰ ἕναν πνευματικὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς «μὴ ἔσῃ πεποιθὼς ἑαυτῷ». Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους καὶ στὶς δυνάμεις τους δὲν ὑπολογίζουν τὸν πειρασμὸ καὶ ξεθαρρεύουν καὶ ἐκτίθενται στὴν ἁμαρτία μὲ μία ἄνεση νοσηρή. Ἡ πτώση ἔρχεται ἀναπάντεχα καὶ ἡ ὑπερφίαλη συμπεριφορὰ κρατᾶ ἐγωιστικὰ ἀπόμακρο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Νομίζει ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ἀλλὰ στὴν οὐσία πιστεύει στὸν ἑαυτό του καὶ στὴ δύναμή του. Ἕνας Ἅγιος βάδιζε μὲ ἕναν συνοδό του στὴν ἔρημο καὶ ξάφνου βλέπουν μπροστά τους ἕνα ἄγριο θηρίο καὶ ἄρχισαν νὰ φεύγουν. Τότε ρώτησε μὲ ἀπορία τὸν γέροντα «καὶ σὺ φοβᾶσαι, πάτερ;». Καὶ ὁ ἅγιος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν φοβᾶμαι, παιδί μου, τὸ θηρίο αὐτό. Φοβᾶμαι τὸ ἄλλο θηρίο, τὴν ματαιοδοξία, ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ ἔλθει».

Ἐπιπλέον, ἡ ταπεινοφροσύνη καλλιεργεῖται μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ἔτσι λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι τοῦ δόθηκε σκόλοπας, οἱ διωγμοί, γιὰ νὰ τὸν μαστιγώνουν καθημερινά, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται. Ἔνιωθε ὅτι μὲ τὸν διωγμὸ αὐτὸ τὸν φύλαγε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀρετῆς καὶ τὸν αὐτοθαυμασμὸ τῶν θαυμάτων ποὺ ἔκανε. Ἐξάλλου ὅλα ἦταν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἤξερε δικό του ἦταν ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ σώσει ὁ Χριστός.

Τέλος, τὴν ταπεινοφροσύνη τὴν κτίζει μέσα μας καὶ ἕνα ἄλλο σύνθημα τὸ «λάθε βιώσας» ποὺ τὸ βρίσκουμε στὸ Βιβλίο τῶν Παροιμιῶν 5,47. Τοῦτο σημαίνει νὰ ζοῦμε μὲ ἀφάνεια, νὰ παραμένουμε ἄγνωστοι καὶ ἀπαρατήρητοι καὶ χωρὶς νὰ αὐτοδιαφημιζόμαστε. Κινούμαστε ἀθόρυβα στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα χωρὶς κανεὶς ἄνθρωπος νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν πνευματική μας ἐργασία, ἀλλὰ ξέρουμε ὅτι τὰ παρατηρεῖ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ ξέρει τὶς καρδιὲς ὅλων. Καὶ στὴ νηστεία καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἐλεημοσύνη ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κρύβεται γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀντιληφθοῦν καὶ δὲν θέλει νὰ γνωρίζει τὸ ἀριστερό του χέρι τί κάνει τὸ δεξί. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρήγγειλε σ’αὐτοὺς ποὺ τοὺς εὐεργετοῦσε νὰ μὴν ποῦν στοὺς ἄλλους τίποτα γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θαύματός τους.

Κάποιοι ἅγιοι ἀσκητὲς ἔφθαναν σὲ τέτοιο σημεῖο σαλότητος ποὺ νὰ κρύβονται καὶ νὰ αὐτοκατηγοροῦνται γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ μείνουν κρυφοὶ καὶ ἄγνωστοι. Σὰν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ πού, ὅταν κάποια ἡμέρα τὸν ἔψαχναν, προσποιήθηκε ὅτι ἦταν ἄλλος καὶ τοὺς ἀπέτρεψε νὰ πᾶνε νὰ τὸν βροῦνε λέγοντάς τους ὅτι εἶναι τρελὸς καὶ δὲν πρόκειται νὰ ὠφεληθοῦν, ἂν πᾶνε καὶ τὸν βροῦν.

Δύσκολη ἡ ταπείνωση γιὰ νὰ τὴν ζεῖς καὶ νὰ τὴν βιώνεις μὲ τὴν καρδιά σου. Καὶ ἔλεγα στὸν Θεὸ νὰ στέκεται δίπλα μου καὶ νὰ μὲ ἐνισχύει καὶ νὰ μὲ καθοδηγεῖ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ μὲ τὴν χάρη Του. Ἀδύναμος καὶ ἐγωιστὴς ἐγὼ ποὺ τρέχω στὴν ζωὴ καὶ ὧρες-ὧρες χτίζω μὲ τὴν κενοδοξία μου καὶ μὲ τὴν ὡραιοπάθειά μου. Αὐτὸς ὁ Θεός, ποὺ ξέρει καὶ μπορεῖ καὶ θέλει, κτίζει τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση μέσα στὴν καρδιά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου