ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ
ΟΜΙΛΙΑ Α΄
Δὲν θὰ ἔσφαλλε κανένας ἂν ὀνόμαζε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου λιβάδι ἀρετῶν καὶ κῆπο πνευματικό. Τόσο πολὺ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ χάρη καὶ ἔδειχνε τὴν πίστη τῆς ψυχῆς του ἀντάξια αὐτῆς τῆς χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ καθάρισε καλὰ τὸν ἑαυτό του, εἶχε ἐκχυθεῖ σὲ αὐτὸν πλούσια ἡ δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς χάρισε καὶ τοὺς θαυμαστοὺς ποταμούς, ὄχι μόνο τέσσερις κατὰ τὴν πηγὴ τοῦ παραδείσου [:οἱ τέσσερις ποταμοὶ ποὺ πότιζαν τὸν παράδεισο ἦταν οἱ Φισῶν, Γηῶν, Τίγρης καὶ Εὐφράτης· Γέν. 2,10-14], ἀλλὰ πολὺ περισσότερους ποὺ ρέουν καθημερινὰ καὶ δὲν ποτίζουν τὴ γῆ ἀλλὰ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τίς διεγείρουν στὴν καρποφορία τῆς ἀρετῆς.
Ποιός λοιπὸν λόγος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐξυμνήσει τὰ κατορθώματά του; Καὶ ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὰ ἐγκώμιά του; Γιατί ὅταν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ τὰ ἔχει συγκεντρωμένα μιὰ ψυχή, καὶ ὅλα σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ καὶ ὄχι μόνο τὰ καλὰ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, πῶς θὰ ξεπεράσουμε τὸ μέγεθος τῶν ἐγκωμίων; Δὲν θὰ σιωπήσουμε βέβαια γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ γι᾿ αὐτό, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ μιλήσουμε. Γιατί καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο εἶδος ἐγκωμίου, τὸ νὰ ξεπερνᾷ δηλαδή τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων κατὰ πολὺ τὴν εὐχέρεια τοῦ λόγου, καὶ ἡ ἧττα εἶναι γιὰ ἐμᾶς λαμπρότερη ἀπὸ ἄπειρες νῖκες.
Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν θὰ ἦταν κατάλληλο νὰ ἀρχίσουμε τοὺς ἐπαίνους; Ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ ἀπὸ αὐτὸ πρῶτα, νὰ ἀποδείξουμε ὅτι ἔχει ὅλα τὰ καλά; Γιατί εἴτε οἱ προφῆτες ἔδειξαν κάτι σημαντικὸ εἴτε οἱ πατριάρχες, εἴτε οἱ δίκαιοι εἴτε οἱ ἀπόστολοι εἴτε οἱ μάρτυρες, ὅλα αὐτὰ μαζὶ τὰ ἔχει συγκεντρωμένα ὁ Παῦλος σὲ τόσο ὑπερβολικὸ βαθμό, ποὺ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εἶχε καὶ ὅποιο καλὸ εἶχε ἀπὸ αὐτοὺς ὁ καθένας ξεχωριστά, τὸ εἶχε αὐτός.
Πρόσεξε λοιπόν· πρόσφερε θυσία ὁ Ἄβελ καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀνακηρύσσεται ἀγαθός· ὅμως, ἐὰν φέρεις ἐνώπιόν μας τὴν θυσία τοῦ Παύλου, τόσο ἀνώτερη παρουσιάζεται ἀπὸ ἐκείνη ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆ. Ποιά λοιπὸν θυσία θέλετε νὰ πῶ; Γιατί δὲν εἶναι μόνο μιά. Γιατί πραγματικὰ θυσίαζε τὸν ἑαυτό του καθημερινὰ καὶ ἔκανε μάλιστα διπλὴ αὐτὴ τὴν προσφορά, πρῶτα πεθαίνοντας καθημερινὰ καὶ ὕστερα φέρνοντας τὴ νέκρωση στὸ σῶμα του· γιατί διαρκῶς ἦταν ἀντιμέτωπος μὲ κινδύνους καὶ διαρκῶς θυσιαζόταν μὲ τὴ θέλησή του, καὶ νέκρωσε ἔτσι τὴ φύση τῆς σάρκας, ὥστε νὰ μὴν εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὰ θυσιαζόμενα σφάγια, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀνώτερος· γιατί δὲν πρόσφερε βόδια καὶ πρόβατα, ἀλλὰ θυσίαζε διπλὰ τὸν ἑαυτό του κάθε μέρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε τὸ θάρρος νὰ πεῖ: «Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε (:νὰ ἀγρυπνεῖς καὶ νὰ κοπιάζεις, διότι ἐγὼ τώρα χύνω τὸ αἷμα μου ὡς σπονδὴ καὶ θυσία στὸν Θεό· καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πολὺ κοντά)» [Β΄ Τιμ. 4,6], καλῶντας σπονδὴ τὸ δικό του αἷμα.
Ὅμως δὲν ἀρκέστηκε στὶς θυσίες αὐτές, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀφιέρωσε καλὰ τὸν ἑαυτό του πρόσφερε καὶ τὴν οἰκουμένη θυσία καὶ σὰν νὰ εἶχε φτερά, διέσχισε τὴ γῆ καὶ τὴν θάλασσα, τὴν Ἑλλάδα καὶ τίς ἄλλες χῶρες καὶ γενικὰ ὅλη τὴν γῆ ποὺ βλέπει ὁ ἥλιος ὄχι μόνο ὁδοιπορῶντας, ἀλλὰ ξεριζώνοντας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτημάτων καὶ σπέρνοντας τὸ λόγο τῆς εὐσεβείας, ἀπομακρύνοντας τὴν πλάνη, ἐπαναφέροντας τὴν ἀλήθεια, κάνοντας ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἢ καλύτερα ἀπὸ δαίμονες τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔκανε ἀγγέλους.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους του καὶ τὰ πολλὰ τρόπαια αὐτά, παρηγορῶντας τοὺς μαθητές του ἔλεγε: «Ἀλλ᾿ εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν· τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι (:ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη χύνω τὸ αἷμα μου ὡς σπονδὴ ἐπάνω στὴ θυσία ποὺ προσφέρω στὸν Θεὸ ὡς λειτουργία - καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ λειτουργία μου αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη σας, τὴν ὁποία ἀποκτήσατε καὶ μὲ τὴ δική μου συνδρομὴ καὶ τὴν ὁποία προσφέρω στὸ Θεὸ ὡς ἔργο ἱερῆς λατρείας - χαίρομαι ποὺ γίνομαι σπονδή˙ καὶ χαίρομαι μαζὶ μὲ ὅλους σας γιὰ τὸ σωτήριο ἀποτέλεσμα ποὺ θὰ ἔχετε. Ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ ἴδιο νὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Μὴ λυπᾶστε καθόλου. Ἀλλὰ νὰ χαίρεστε γιὰ τὴν πίστη σας, καὶ νὰ χαίρεστε μαζί μου γιὰ τὸ μαρτύριό μου)» [Φιλιπ. 2,17-18]. Τί λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἰσάξιο μὲ τὴν θυσία αὐτή, τὴν ὁποία θυσίασε μὲ τὸ μαχαίρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία πρόσφερε στὸ θυσιαστήριο ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς;
Ἀλλὰ δολοφονήθηκε ὁ Ἄβελ ἀπὸ τὸν Κάϊν καὶ ἔτσι ἔγινε ἐνδοξότερος; Ἐγὼ ὅμως σοῦ ἀρίθμησα ἄπειρους θανάτους καὶ τόσους ὅσες μέρες ἔζησε κηρύσσοντας αὐτὸς ὁ μακάριος. Καὶ ἂν θέλεις νὰ μάθεις αὐτὴ τὴν πραγματικὴ σφαγή, ὁ Ἄβελ θανατώθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του ποὺ δὲν τὸν εἶχε ἀδικήσει οὔτε εὐεργετήσει· ὁ Παῦλος ὅμως θανατωνόταν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἔτρεχε νὰ ἁρπάξει ἀπὸ τὰ ἄπειρα κακὰ καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους πάθαινε αὐτὰ ποὺ ἔπαθε.
Ἀλλὰ ὁ Νῶε ἦταν δίκαιος, τέλειος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τῆς γενιᾶς του, καὶ μόνο αὐτὸς ἀνάμεσα σὲ ὅλους ἦταν τόσο δίκαιος καὶ ἐνάρετος; Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος ἦταν τέτοιος μόνο ἀνάμεσα σὲ ὅλους. Ὁ Νῶε, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἔσωσε μόνο τὸν ἑαυτό του μαζὶ μὲ τὰ παιδιά του· ὁ Παῦλος ὅμως ὅταν ἔγινε στὴν οἰκουμένη πολὺ χειρότερος κατακλυσμός, χωρὶς νὰ καρφώσει σανίδες καὶ νὰ κάνει κιβωτό, ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ σανίδες γράφοντας τίς ἐπιστολές του, ὄχι δύο καὶ τρεῖς καὶ πέντε συγγενεῖς, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ καταποντιστεῖ, ἅρπαξε μέσα ἀπὸ τὰ κύματα.
Γιατί οὔτε ἡ κιβωτὸς τοῦ Παύλου ἦταν τέτοια ὥστε νὰ περιφέρεται σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἔπιασε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ὅλους τοὺς ὁδηγεῖ μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κιβωτό· ἀφοῦ τὴν ἔκανε ἀνάλογη πρὸς τὸ πλῆθος τῶν σωζόμενων, δέχεται ἀνθρώπους πιὸ ἀνόητους ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τοὺς κάνει ἰσάξιους μὲ τίς οὐράνιες δυνάμεις, ξεπερνῶντας ἔτσι τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε· γιατί ἐκείνη ἀφοῦ ἔλαβε κόρακα, κόρακα πάλι τὸν ἐξαπέστειλε, καὶ λύκο ἀφοῦ φιλοξένησε, τὴν θηριώδη φύση του δὲν τὴν ἄλλαξε. Αὐτὸς ὅμως δὲν συμπεριφέρεται ἔτσι· ἀλλὰ ἀφοῦ ἐξέλαβε λύκους, τοὺς ἔκανε πρόβατα, καὶ ἀφοῦ δέχθηκε γεράκια καὶ καλιακοῦδες, τὰ ἔκανε περιστέρια, καὶ ἀφοῦ ἀπομάκρυνε κάθε παραλογισμὸ καὶ θηριωδία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔβαλε μέσα της τὴν ἡμερότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μέχρι σήμερα πλέει ἡ κιβωτὸς αὐτὴ καὶ δὲν διαλύεται. Καὶ οὔτε μπόρεσε ὁ χειμῶνας τῆς κακίας νὰ ἀνοίξει τίς σανίδες της, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ ἐπιπλεύσει καὶ νὰ διαλύσει τὴν θύελλα τοῦ χειμῶνα. Καὶ πολὺ φυσικὸ ἦταν αὐτὸ μάλιστα, ἀφοῦ οἱ σανίδες της δὲν ἦταν ἀλειμμένες μὲ ἄσφαλτο καὶ πίσσα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἀβραὰμ θαυμάζουν ὅλοι, γιατί ὅταν ἄκουσε, «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἂν σοὶ δείξω (:Τότε εἶπε ὁ Κύριος στὸν Ἄβραμ· "βγὲς ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ τὸν πατρικό σου οἶκο, καὶ ξεκίνησε καὶ πήγαινε στὴ χώρα,τὴν ὁποία Ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω")» [Γέν.12,1], ἄφησε πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὰ πάντα ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Πραγματικὰ καὶ ἐμεῖς τὸ θαυμάζουμε αὐτό.
Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἰσάξιο μὲ τὸν Παῦλο; Αὐτὸς δὲν ἄφησε πατρίδα καὶ σπίτι καὶ συγγενεῖς, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο γιὰ χάρη τοῦ Ἰησοῦ, ἢ καλύτερα, τὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ περιφρόνησε καὶ ἕνα μόνο ζητοῦσε, τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἄκουσε τὸν ἴδιο νὰ δηλώνει αὐτὸ καὶ νὰ λέει: «ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα (:ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπερνικοῦμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε καὶ ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Του δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους στοὺς κινδύνους καὶ τίς δύσκολες αὐτὲς περιστάσεις. Ναί. Τὰ ὑπερνικοῦμε ὅλα· διότι εἶμαι πεπεισμένος ὅτι οὔτε θάνατος, μὲ τὸν ὁποῖο ἐνδεχομένως θὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε ζωή, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ὑπόσχονται ὁποιαδήποτε εὐτυχία, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε οἱ ἄγγελοι δηλαδή, οὔτε οἱ ἀρχές, οὔτε οἱ δυνάμεις, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος, οὔτε τὰ μελλοντικὰ γεγονότα, οὔτε οἱ ἔνδοξες ἐπιτυχίες ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πολύ, οὔτε οἱ ἄδοξες ταπεινώσεις ποὺ τὸν καταρρίπτουν σὲ μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίση διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ βλέπουμε θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἡ ὁποία μᾶς κρατᾷ στενὰ συνδεδεμένους μαζὶ Του καὶ ἰδιαιτέρως προστατευόμενούς Του)» [Ρωμ. 8,37-39].
Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ ριψοκινδυνεύοντας τὴν ζωή του, ἅρπαξε ἀπὸ τοὺς βάρβαρους τὸν ἀνιψιό του τὸν Λώτ; [βλ. Γέν.14,1-16]. Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ἅρπαξε τὸν ἀνιψιό του οὔτε τρεῖς καὶ πέντε πόλεις, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ὄχι ἀπὸ βάρβαρους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χέρια τῶν δαιμόνων, ὑπομένοντας καθημερινὰ ἄπειρους κινδύνους καὶ παρέχοντας μὲ τοὺς δικούς τους θανάτους πολλὴ ἀσφάλεια στοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀβραὰμ ὑπάρχει τὸ κυριότερο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀνώτατο δεῖγμα εὐσεβείας, τὸ νὰ θυσιάσει δηλαδὴ τὸν υἱό του; Ὅμως καὶ ἐδῶ θὰ συναντήσουμε τὰ πρωτεῖα νὰ τὰ ἔχει ὁ Παῦλος, γιατί δὲν θυσίασε τὸν υἱό του ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του ἄπειρες φορές, πρᾶγμα ποὺ εἶπα παραπάνω.
Καὶ τί λοιπὸν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει κανεὶς στὸν Ἰσαάκ; Πάρα πολλὰ πράγματα, κυρίως ὅμως τὴν ἀνεξικακία, γιατί ὅταν ἄνοιγε πηγάδια καὶ τὸν ἔδιωχναν ἀπὸ τὰ δικά του κτήματα δὲν ἔκανε ἀντεπίθεση, ἀλλὰ ἀνεχόταν νὰ βλέπει καὶ τὰ πηγάδια σκεπασμένα μὲ πέτρες καὶ χῶμα, καὶ πάντοτε μετανάστευε σὲ ἄλλο τόπο χωρὶς νὰ ἐπιτίθεται κάθε φορὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν στεναχωροῦσαν, ἀλλὰ παραιτοῦνταν καὶ παραχωροῦσε τὰ δικά του κτήματα, μέχρι τότε ποὺ χόρτασε τὴν ἄδικη ἐπιθυμία τους [βλ. Γέν. 26,12-33]. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος βλέποντας ὄχι τὰ πηγάδια του σκεπασμένα μὲ πέτρες, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ δικό του τὸ σῶμα νὰ γεμίζουν μὲ πέτρες ποὺ ἔριχναν ἐναντίον του, δὲν τὸ ἀνεχόταν μόνο ὅπως ὁ Ἰσαάκ, ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ ἀνυψώσει στὸν οὐρανὸ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν· γιατί ὅσο σκεπαζόταν αὐτὸς ἀπὸ πέτρες, ἡ πηγὴ τόσο περισσότερο ἀνοιγόταν καὶ ἔχυνε πρὸς τὰ ἔξω περισσότερους ποταμοὺς ὑπομονῆς.
Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ θαυμάζει τὸν υἱὸ τοῦ Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, γιὰ τὴν ὑπομονή του; Καὶ ποιά ἀδαμάντινη ψυχὴ θὰ μπορέσει νὰ ἐπιδείξει τὴν ὑπομονὴ τοῦ Παύλου; Γιατί δὲν ἐργάστηκε δεκατέσσερα χρόνια ὅπως ὁ Ἰακὼβ γιὰ νὰ λάβει ὡς νύφη τὴ Ραχήλ, ἀλλὰ ὅλη του τὴν ζωὴ ἐργάστηκε γιὰ τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ὑποφέρει μόνο ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν παγετὸ τῆς νύκτας, ἀλλὰ ὑπομένοντας ἄπειρες νιφάδες πειρασμῶν, τὴ μιὰ μέρα δεχόμενος μαστιγώσεις, τὴν ἄλλη μέρα λιθοβολούμενος, ἄλλοτε μαχόμενος μὲ τὰ θηρία, καὶ ἄλλοτε ἀγωνιζόμενος μὲ τὸ πέλαγος, μὲ τὴν πεῖνα ποὺ διαρκοῦσε μέρα καὶ νύκτα καὶ μὲ τὸ ψῦχος καὶ πάντοτε ὑπερπηδῶντας τοὺς κινδύνους καὶ ἁρπάζοντας τὰ πρόβατα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ διαβόλου.
Ἀλλὰ εἶναι σώφρων ὁ Ἰωσήφ; Φοβᾶμαι ὅμως μήπως εἶναι ἀστεῖο ἀπὸ αὐτὸ νὰ ἐπαινῶ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιὰ τὸν κόσμο, καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ εὐχαριστοῦν τὸ σῶμα μόνο, ἀλλὰ ὅλα τὰ πράγματα ἔτσι τὰ ἔβλεπε, ὅπως ἐμεῖς τὴν σκόνη καὶ τὴν στάχτη, καὶ παρέμενε ἀσυγκίνητος σὰν ἕνας νεκρὸς μπροστὰ σὲ νεκρό. Ἔτσι καταπραΰνοντας μὲ προσοχὴ ὅλες τίς ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποτὲ δὲν ἔπαθε τίποτε μπροστὰ σὲ κανένα ἀνθρώπινο πάθος.
Θαυμάζουν τὸν Ἰὼβ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Καὶ πολὺ σωστά· γιατί ἦταν πολὺ μεγάλος ἀθλητὴς καὶ μποροῦσε νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο, γιὰ τὴν ὑπομονή του, γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Θεό, γιὰ τὴν πεισματώδη ἐκείνη μάχη, γιὰ τὴν θαυμαστὴ νίκη του ὕστερα ἀπὸ τὴ μάχη. Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ζοῦσε ἔτσι ἀγωνιζόμενος πολλοὺς μῆνες, ἀλλὰ ζοῦσε ἔτσι ἀγωνιζόμενος πολλὰ χρόνια, χωρὶς νὰ διαλύει τοὺς βώλους τῆς γῆς ἀπὸ τὸ πύο τῶν πληγῶν του καὶ νὰ κάθεται πάνω στὴν κοπριά, ἀλλὰ πέφτοντας συνεχῶς μέσα στὸ νοητὸ στόμα τοῦ διαβόλου καὶ παλεύοντας μὲ ἄπειρους πειρασμούς, ἦταν πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ κάθε πέτρα. Δὲν τὸν περιγελοῦσαν τρεῖς ἢ τέσσερεις φίλοι, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄπιστοι ψευδάδελφοι [:πρόκειται γιὰ τοὺς Ἰουδαΐζοντες χριστιανούς, ποὺ ἐπέμεναν στὴν ὑποχρεωτικὴ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τηροῦσαν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία] καὶ τὸν ἔφτυναν καὶ τὸν κατηγοροῦσαν.
Ἡ φιλοξενία ὅμως τοῦ Ἰὼβ ἦταν μεγάλη καθὼς ἡ φροντίδα του γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη; Οὔτε ἐμεῖς ἀντιλέγουμε, ἀλλὰ θὰ τὴν βροῦμε τόσο κατώτερη ἀπὸ τὴν φροντίδα καὶ τὴν φιλοξενία τοῦ Παύλου, ὅσο ἀπέχει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχή. Γιατί ὅποιο ἐνδιαφέρον ἔδειχνε ὁ Ἰὼβ γιὰ τοὺς τυφλοὺς κατὰ σάρκα, τὸ ἔκανε αὐτὸς γιὰ τοὺς ἀκρωτηριασμένους κατὰ τὴν ψυχὴ διορθώνοντας τοὺς κουτσοὺς καὶ ἀνάπηρους διορθώνοντας κατὰ τὸ λογικὸ καὶ ντύνοντας μὲ τὴν στολὴ τῆς εὐσεβείας τοὺς γυμνοὺς καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν ἀσχήμιες. Καὶ στὰ σωματικὰ τόσο περνοῦσε τὸν Ἰώβ, ὅσο πολὺ μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ βοηθεῖ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη αὐτὸς ποὺ ζεῖ μέσα στὴν φτώχεια καὶ τὴν πείνα, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ κάνει αὐτὸ ἀπὸ τὸ περίσσευμά του.
Καὶ τὸ σπίτι τοῦ Ἰὼβ ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅποιον ἐρχόταν, ἡ ψυχὴ ὅμως τοῦ Παύλου ἦταν ἁπλωμένη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ ὑποδεχόταν ὁλόκληρες πόλεις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε· «οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν (:δὲν αἰσθάνεστε σφίξιμο, καθὼς εἶστε μέσα στὴν εὐρύχωρη ἀπὸ ἀγάπη καρδιά μας. Πιέζεστε ὅμως μέσα στὰ δικά σας σπλάχνα, ποὺ εἶναι στενά, διότι τοὺς λείπει ἡ ἀγάπη)» [Β΄ Κορ. 6,12]. Καὶ ὁ Ἰὼβ ἔχοντας πάρα πολλὰ πρόβατα καὶ βόδια, ἦταν γενναιόδωρος σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ Παῦλος ὅμως χωρὶς νὰ κατέχει τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἀπὸ αὐτὸ βοηθοῦσε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ φωνάζει λέγοντας: «αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μέτ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (:ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι γιὰ τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καὶ γιὰ τίς ἀνάγκες ἐκείνων ποὺ ἦταν μαζί μου ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια)» [Πράξ. 20,34], ἔχοντας τὴν σωματική του ἐργασία εἰσόδημα γιὰ ἐκείνους ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ πεῖνα καὶ ἦταν πεινασμένοι.
Ἀλλὰ καὶ οἱ πληγὲς καὶ τὰ σκουλήκια προξενοῦσαν στὸν Ἰὼβ φοβεροὺς καὶ ἀνυπόφορους πόνους; Τὸ παραδέχομαι καὶ ἐγώ· ἐὰν ὅμως συγκρίνεις τίς μαστιγώσεις τοῦ Παύλου σὲ τόσα χρόνια καὶ τὴν ἀδιάκοπη πεῖνα καὶ γυμνότητα καὶ τίς ἁλυσίδες καὶ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς κινδύνους καὶ τίς ἐπιβουλές, ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀπὸ τοὺς τυράννους, ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ τὰ πιὸ δυσάρεστα δηλαδὴ τίς θλίψεις γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ὀλιγόπιστοι, τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τίς ἐκκλησίες, τὴν ἔξαψη ποὺ ὑπόμενε γιὰ καθένα ποὺ σκανδαλιζόταν, θὰ καταλάβεις πὼς ἦταν ἰσχυρότερη ἀπὸ πέτρα ἡ ψυχὴ ποὺ ὑπόμενε αὐτά, καὶ ξεπερνοῦσε καὶ σίδηρο καὶ διαμάντι. Ἐκεῖνα λοιπὸν ποὺ πάθαινε ὁ Ἰὼβ στὸ σῶμα, τὰ πάθαινε ὁ Παῦλος στὴν ψυχὴ καὶ χειρότερα ἀπὸ κάθε σκουλήκι τοῦ κατέτρωγε τὴν ψυχή του ἡ λύπη γιὰ ὅποιον σκανδαλιζόταν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχυνε ἀστείρευτους ποταμοὺς δακρύων, ὄχι μόνο τίς ἡμέρες ἀλλὰ καὶ τίς νύχτες, καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὑπόφερε φοβερότερα ἀπὸ κάθε γυναῖκα ὅταν γεννᾷ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! (:Παιδιά μου, γιὰ τοὺς ὁποίους πάλι ἔχω ὠδῖνες μέχρις ὅτου μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα σας)» [Γαλ. 4,19].
Ποιόν θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει κανεὶς μετὰ τὸν Ἰώβ; Χωρὶς ἄλλο τὸν Μωυσῆ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ξεπερνοῦσε κατὰ πολὺ ὁ Παῦλος. Ἦταν βέβαια μεγάλα καὶ τὰ ἄλλα χαρίσματά του, τὸ κυριότερο ὅμως καὶ σπουδαιότερο τῆς ἁγίας ἐκείνης ψυχῆς ἦταν τὸ ὅτι προτίμησε νὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὴν ἁγία Βίβλο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς προτιμοῦσε νὰ χαθεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους, ὁ Παῦλος ὅμως προτιμοῦσε ὄχι νὰ χαθεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἀλλὰ νὰ χάσει αὐτὴν τὴν ἀπέραντη δόξα ὅταν οἱ ἄλλοι σώζονται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγωνιζόταν ἐναντίον τοῦ Φαραώ, ὁ ἄλλος ὅμως καθημερινὰ ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καὶ ὁ Μωυσῆς κουραζόταν γιὰ ἕνα ἔθνος, ὁ Παῦλος ὅμως γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ ὄχι μὲ ἱδρῶτα, ἀλλὰ καὶ μὲ αἷμα ἀντὶ γιὰ ἱδρῶτα περιβρεχόταν ἀπὸ παντοῦ, καὶ διόρθωνε ὄχι μόνο τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ τίς βαρβαρικὲς χῶρες.
Θὰ μποροῦσα καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ νὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς ἄλλους προφῆτες ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κάνουμε ἐκτενέστερο λόγο, ἂς ἀσχοληθοῦμε μὲ τοὺς κορυφαίους ἀπὸ αὐτούς· γιατί ὅταν φανεῖ ἀνώτερος ἀπὸ αὐτούς, δὲν ἀπομένει καμία ἀμφισβήτηση γιὰ τοὺς ἄλλους. Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ κορυφαῖοι; Ποιοὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτούς, παρὰ ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής; Ἀπὸ τοὺς δύο τελευταίους ποὺ ἀνέφερα μάλιστα ὁ πρῶτος, ὁ Ἰωάννης, εἶναι πρόδρομος τῆς πρώτης καὶ ὁ ἄλλος, ὁ Ἠλίας, τῆς Δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου· γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχαν τὴν ἴδια προσωνυμία.
Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ ἐξαιρετικὸ χάρισμα τοῦ Δαβίδ; Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἀγάπη πρός το Θεό. Καὶ ποιός πέτυχε περισσότερο καὶ ποιός δὲν ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Παύλου σὲ αὐτὰ τὰ δύο; Καὶ ποιό ἦταν τὸ θαυμαστὸ τοῦ Ἠλία; Μήπως τὸ ὅτι ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν ἔβρεχε καὶ ἔφερε πεῖνα καὶ κατέβασε φωτιά; [βλ. Γ΄ Βασ. 17,1: «Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ ὁ προφήτης Θεσβίτης ὁ ἐκ Θεσβῶν τῆς Γαλαὰδ πρὸς Ἀχαάβ· ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ᾧ παρέστῃν ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ ἔσται τὰ ἔτη ταῦτα δρόσος καὶ ὑετός, ὅτι εἰ μὴ διὰ στόματος λόγου μου (:ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θέσδην τῆς Γαλαάδ, εἶπε πρὸς τὸν ἀσεβῆ βασιλιᾶ Ἀχαάβ· "ἐν ὀνόματι τοῦ ζῶντος Θεοῦ τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου παρίσταμαι ὡς ὑπηρέτης, σοῦ ἀναγγέλλω ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξει κατὰ τὰ ἔτη αὐτά, οὔτε βροχή, οὔτε δροσιά, παρὰ μόνον ὅταν ἐγὼ μὲ τὸ στόμα μου θὰ τὸ πῶ")» καὶ Δ΄ Βασ. 1,12: «Καὶ ἀπεκρίθη Ἠλιοὺ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· εἰ ἄνθρωπος Θεοῦ ἐγώ, καταβήσεται πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταφάγεταί σε καὶ τοὺς πεντήκοντά σου· καὶ κατέβῃ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πεντήκοντα αὐτοῦ (:ἀπάντησε ὁ Ἠλιοὺ καὶ τοῦ εἶπε: "Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ κατεβεῖ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ θὰ καταφάει ἐσένα καὶ τοὺς πενῆντα ἄντρες σου". Καὶ πραγματικὰ κατέβηκε τὴν ὥρα ἐκείνη φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέφαγε αὐτὸν καὶ τοὺς πενῆντα ἄντρες του)»] Ἐγὼ βέβαια δὲν τὸ νομίζω. Ἀλλὰ τὸ περισσότερο ἀξιοθαύμαστο στὸν Ἠλία πιστεύω ἦταν τὸ ὅτι ἀφοσιώθηκε μὲ ζῆλο στὸ Θεὸ καὶ ἦταν ἰσχυρότερος ἀπὸ τὴν φωτιά. Ἀλλὰ ἐὰν προσέξεις τὸν ζῆλο τοῦ Παύλου, θὰ δεῖς ὅτι τόσο ὑπερέχει, ὅσο ὑπερεῖχε ὁ Ἠλίας τῶν ἄλλων προφητῶν.
Τί λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἴσο μὲ τὰ λόγια του ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀφοσίωση γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου ἔλεγε, ὅτι «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα (:καὶ θὰ εὐχόμουν ἐγώ, ποὺ τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νά μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ χωριστῶ ἀπὸ Αὐτὸν γιὰ πάντα, ἐὰν ἦταν δυνατὸν ἂν γίνει αὐτὸ γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἀπὸ σαρκικὴ καταγωγή)» [Ρωμ. 9,3]. Γι᾿ αὐτὸ ἐνῶ εἶχε μπροστά του τοὺς οὐρανούς, τὰ στεφάνια καὶ τὰ ἔπαθλα, δὲ βιαζόταν καὶ χρονοτριβοῦσε λέγοντας: «τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι᾿ ὑμᾶς (:τὸ νὰ παραμείνω ὅμως μὲ τὸ σῶμα μου στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἀναγκαιότερο γιὰ τὴν πνευματική σας ὠφέλεια)» [Φιλιπ. 1,24]. Γι᾿ αὐτὸ οὔτε καὶ ἡ ὁρατὴ αὐτὴ κτίση νόμιζε ὅτι ἀρκοῦσε γιὰ νὰ παραστήσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ ζητοῦσε καὶ κάποια ἄλλη ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὥστε νὰ δείξει αὐτὰ ποὺ ἤθελε καὶ ἐπιθυμοῦσε.
Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἔτρωγε βλαστάρια καὶ ἄγριο μέλι; Ὁ Παῦλος ὅμως ζῶντας ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, ὅπως ἐκεῖνος στὴν ἔρημο, δὲν ἔτρωγε βλαστάρια καὶ μέλι ἄγριο, ἀλλὰ καθόταν σὲ φτωχότερο τραπέζι καὶ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ ἐξαιτίας τῆς φροντίδας του γιὰ τὸ κήρυγμα. Ἀλλὰ ἔδειξε αὐτὸς μεγάλη παρρησία πρὸς τὸν Ἡρώδη; Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ἀποστόμωσε ἕνα ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πάρα πολλοὺς ὅμοιους πρὸς τὸν Ἡρώδη, ἢ καλύτερα καὶ πολὺ χειρότερους ἀπὸ τὸν τύραννο αὐτό.
Μᾶς μένει νὰ συγκρίνουμε αὐτὸν στὴν συνέχεια μὲ τοὺς ἀγγέλους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀφοῦ ἀφήσουμε τὴ γῆ, ἂς ἀνέβουμε πρὸς τίς ἁψῖδες τῶν οὐρανῶν καὶ ἂς μὴν καταδικάσει κανεὶς τὴν τόλμη τοῦ λόγου· γιατί ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἄγγελο τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἱερεῖς, τί τὸ παράδοξο, ἂν συγκρίνουμε μὲ τίς οὐράνιες δυνάμεις τὸν καλύτερο ἀπὸ ὅλους; Ποιό λοιπὸν εἶναι τὸ σπουδαῖο στοὺς ἀγγέλους; Τὸ ὅτι ὑπακούουν μὲ κάθε προθυμία στὸ Θεό, πρᾶγμα ποὺ καὶ ὁ Δαυὶδ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγε: «Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ (:Δοξολογεῖτε λοιπὸν τὸν Κύριο ὅλοι οἱ ἄγγελοὶ Του, ἐσεῖς οἱ ὁποῖοι εἶστε ἰσχυροί, ὥστε νὰ πράττετε τὸ θέλημά Του, πρόθυμοι νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ ἐκτελεῖτε τὴ διαταγὴ τῶν λόγων Του)» [Ψαλμ. 102,20] γιατί τίποτα δὲν εἶναι ἴσο μὲ αὐτό, καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι ἄπειρες φορὲς ἀσώματοι.
Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κυρίως τοὺς κάνει μακάριους εἶναι αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὑπακούουν στὶς ἐντολές, ὅτι πουθενὰ δὲν παρακούουν. Αὐτὸ λοιπὸν μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι καὶ ὁ Παῦλος τὸ τηροῦσε μὲ πολὺ ζῆλο· γιατί δὲν ἐκτέλεσε μόνο τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τίς ἐντολές, καὶ περισσότερο τίς ἐντολές, καὶ δηλώνοντας αὐτὸ ἔλεγε: «Τίς οὖν μοὶ ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ (: ποιό λοιπὸν ἔργο μένει σὲ μένα, γιὰ νὰ μοῦ ἀνήκει γι᾿ αὐτὸ μισθὸς καὶ δικαίωμα νὰ καυχιέμαι; Μοῦ μένει αὐτό: ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς πολύτιμο θησαυρὸ στὶς καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ χωρὶς νὰ τοὺς ὑποβάλω σὲ δαπάνες καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴν κάνω καθόλου χρήσῃ τῆς ἐξουσίας ποὺ μοῦ παρέχει τὸ Εὐαγγέλιο νὰ τρέφομαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς)» [Α' Κορ. 9,18].
Τί ἄλλο ἔλεγε ὁ προφήτης θαυμάζοντας τοὺς ἀγγέλους; «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα (:ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους ταχεῖς ὅπως τοὺς ἀνέμους καὶ τοὺς ἀσωμάτους λειτουργούς Του δραστήριους καὶ φωτεινοὺς σὰν τὴν φλόγα τοῦ πυρός)» [Ψαλμ. 103,4]. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε στὸν Παῦλο· γιατί σὰν ἄνεμος καὶ κεραυνός, ἔτσι διέτρεξε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ καθάρισε τὴν γῆ. Ἀλλὰ δὲν κληρονόμησε ἀκόμα τὸν οὐρανό; Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστὸ ὅτι στὴ γῆ τέτοιος ἦταν, ἂν καὶ εἶχε θνητὸ σῶμα, καὶ συναγωνιζόταν μὲ τίς ἀσώματες δυνάμεις.
Πόση λοιπὸν κατηγορία δὲν θὰ μᾶς ἄξιζε, ὅταν ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος ἔχει συγκεντρώσει στὸν ἑαυτό του ὅλα τὰ καλά, ἐμεῖς δὲν φροντίζουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε οὔτε στὸ ἐλάχιστο μέρος; Ἀφοῦ λοιπὸν κατανοήσουμε αὐτά, ἂς ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατηγορία ὅτι δὲν τὸν μιμούμαστε, καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ πλησιάσουμε τὸν ζῆλο τοῦ Παύλου, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἴδια ἀγαθὰ μέ τὴν χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου