ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ [:Ρωμ. 13,11-14 καὶ 14,1-4]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι (:Ἄς κάνουμε λοιπὸν τὰ ἔργα αὐτὰ τῆς ἀγάπης, ἀκούραστοι καὶ χωρὶς ἀναβολή, γνωρίζοντας σὲ ποιόν καιρὸ ζοῦμε. Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπειγόντως τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς· διότι εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας, ποὺ μᾶς κάνει δυσκολοκίνητους στὸ καλό)» [Ρωμ. 13,11].
Ἀφοῦ ὑπέδειξε ὅλα ὅσα ἔπρεπε ὁ Παῦλος, τοὺς παρακινεῖ πάλι πρὸς τὴν ἐκτέλεση τῶν ἀγαθῶν ἀπὸ τὸ πιὸ ἐπεῖγον. «Γιατί ὁ καιρὸς τῆς Κρίσεως», λέγει, «εἶναι πολὺ κοντά», ὅπως ἀκριβῶς ἔγραφε καὶ στοὺς Κορινθίους, ὅτι «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν (:ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι πολὺ μικρὸς καὶ λιγοστός)» [Α΄ Κορ. 7,29]· καὶ στοὺς Ἑβραίους πάλι: «Ἒτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ (:Δεῖξτε ὑπομονὴ διότι πολὺ λίγος χρόνος μένει ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ποὺ περιμένουμε νὰ ἔλθει καὶ πάλι, θὰ ἔλθει καὶ δὲν θὰ ἀργήσει)» [Ἑβρ.10,37]. Ἀλλὰ ἐκεῖ τὰ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ νὰ τονώσει ἐκείνους ποὺ κοπίαζαν καὶ γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει γιὰ τοὺς ἱδρῶτες γιὰ τοὺς διαδοχικοὺς πειρασμούς, ἐνῶ ἐδῶ γιὰ νὰ ξυπνήσει ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνταν· καθόσον αὐτὸς ὁ λόγος μᾶς εἶναι χρήσιμος καὶ γιὰ τὰ δύο.
Τί ὅμως σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει: «Ὣρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι (:Εἶναι ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο)»; Δηλαδή, κοντὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση, κοντὰ ἡ φοβερὴ κρίση, κοντὰ ἡ ἡμέρα ποὺ καίγεται σὰν φοῦρνος, καὶ πρέπει πλέον νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία. «Νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν (:Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας ποὺ θὰ σημάνει τὴν πλήρη ἀπολύτρωση τῶν πιστῶν, εἶναι πλησιέστερη σὲ μᾶς παρὰ τότε ποὺ πιστέψαμε. Ἐὰν λοιπὸν τότε δείξαμε ζῆλο καὶ δραστηριότητα, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τὸ δείξουμε καὶ τώρα)» [Ρωμ. 13,11]. Βλέπεις ὅτι παρουσιάζει σὲ αὐτοὺς τώρα τὴν ἀνάσταση; «Γιατί καθὼς περνάει ὁ χρόνος», λέγει, «ξοδεύεται ὁ καιρός τῆς παρούσας ζωῆς, ἐνῶ ἔρχεται πιὸ κοντὰ ὁ καιρὸς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἐὰν λοιπὸν εἶσαι προετοιμασμένος καὶ ἔχεις κάνει ὅλα ὅσα διέταξε, ἡ ἡμέρα γίνεται γιὰ σένα σωτηρία, ἐὰν ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, δὲν εἶναι ἀκόμη».
Στὴν ἀρχὴ ὅμως δὲν προτρέπει ἀπὸ τὰ λυπηρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ χρηστά, γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴ συμπάθεια γιὰ τὰ παρόντα. Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ ἦταν φυσικὸ νὰ δείχνουν περισσότερη προθυμία στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ ξεκίνημα, ἀφοῦ ἦταν σφοδρὸς ὁ πόθος τους, ἀλλὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου νὰ σβήσει ἐντελῶς κάθε ζῆλος, λέγει ὅτι πρέπει νὰ κάνουν τὸ ἀντίθετο, νὰ μὴ χαλαρώνουν ὅσο περνάει ὁ καιρός, ἀλλὰ νὰ ἐντείνουν περισσότερο τὴν προσπάθειά τους. Γιατί ὅσο πλησιάζει ὁ βασιλιᾶς, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ προετοιμαζόμαστε· ὅσο περισσότερο κοντὰ εἶναι τὸ βραβεῖο, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ μεγαλώνει ἡ προθυμία μας γιὰ τοὺς ἀγῶνες. Γιατί καὶ οἱ δρομεῖς αὐτὸ κάνουν· ὅταν φτάνουν κοντὰ στὸ τέλος τοῦ δρόμου καὶ στὴν παραλαβὴ τοῦ βραβείου, τότε ἐντείνουν περισσότερο τὴν προσπάθεια. Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε «τώρα εἶναι πιὸ κοντὰ ἡ σωτηρία μας, παρὰ τότε ποὺ πιστέψαμε».
«Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν (:Ἡ ζωὴ αὐτή, ποὺ μοιάζει μὲ νύχτα σκοτεινή, προχώρησε ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς ἄλλης ζωῆς πλησίασε. Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἔλθει ὁ Κύριος σύντομα μὲ τὴν ἔνδοξη Δευτέρα Του παρουσία, ἔρχεται ὅμως γιὰ τὸν καθένα μας μὲ τὸν θάνατο. Πλησιάζει λοιπὸν γιὰ τὸν καθένα μας ἡ ἡμέρα τῆς ἄλλης ζωῆς)» [Ρωμ. 13,12]. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὴ τελειώνει, ἐκείνη ὅμως πλησιάζει· ἂς κάνουμε πλέον τὰ ἔργα ἐκείνης καὶ ὄχι τὰ ἔργα αὐτῆς. Καθόσον καὶ στὰ βιοτικὰ πράγματα αὐτὸ συμβαίνει. Ὅταν δοῦμε ὅτι ἡ νύχτα τρέχει πρὸς τὸ χάραμα καὶ ἀκούσουμε νὰ κελαηδεῖ τὸ χελιδόνι, ὁ καθένας μας ξυπνάει τὸν πλησίον του, ἂν καὶ βέβαια εἶναι ἀκόμη νύχτα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤδη φεύγει, βιαζόμαστε λέγοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅτι ξημέρωσε, καὶ κάνουμε ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὴν ἡμέρα, δηλαδὴ ντυνόμαστε καὶ λυτρωνόμαστε ἀπὸ τὰ ὄνειρα καὶ ἀπομακρύνουμε ἀπό μᾶς τὸν ὕπνο, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ προετοιμασμένους ἡ ἡμέρα καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀρχίσουμε τότε νὰ σηκωνόμαστε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τεντωνόμαστε, ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ κάνουμε ἐκεῖ, ἂς τὰ κάνουμε καὶ ἐδῶ. Ἄς ἀποβάλουμε τίς φαντασίες, ἂς ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ ὄνειρα τῆς παρούσας ζωῆς, ἂς ἀποθέσουμε τὸν βαθὺ ὕπνο καὶ ἂς ντυθοῦμε ἀντὶ γιὰ ροῦχα τὴν ἀρετή.
Γιὰ νὰ δηλώσει λοιπὸν ὅλα αὐτὰ ἔλεγε: «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός (:Ἄς ἀποθέσουμε λοιπὸν σὰν νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι, καὶ ἂς ντυθοῦμε σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς)» [Ρωμ. 13,12]. Καθόσον ἡ ἡμέρα μᾶς καλεῖ γιὰ παράταξη καὶ μάχη. Ἀλλὰ μὴ φοβηθεῖς, ἀκούοντας γιὰ παράταξη καὶ μάχη. Γιατί στὴν ὑλικὴ πανοπλία τὸ νὰ ὁπλίζεται κανεὶς εἶναι βαρὺ καὶ ἀνεπιθύμητο, ἐνῶ ἐδῶ ποθητὸ καὶ ἄξιο εὐχῆς, γιατί τὰ ὅπλα εἶναι τοῦ φωτός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ φανερώνουν πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἥλιου, ἐπειδὴ ἐκπέμπουν πολλὴ λάμψη, καὶ σὲ ἀσφαλίζουν, γιατί εἶναι ὅπλα, καὶ σὲ κάνουν νὰ λάμπεις πάρα πολύ, γιατί εἶναι ὅπλα τοῦ φωτός. Τί λοιπόν; Δὲ χρειάζεται νὰ πολεμοῦμε; Χρειάζεται νὰ πολεμοῦμε, ὄχι βέβαια νὰ ταλαιπωρούμαστε καὶ νὰ κοπιάζουμε, γιατί οὔτε πόλεμος εἶναι αὐτός, ἀλλὰ χορὸς καὶ πανηγύρι. Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῶν ὅπλων, τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ στρατηγοῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ γαμπρὸς στολίζεται καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ νυφικὸ δωμάτιο, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐνισχυμένος μὲ τὰ ὅπλα αὐτά. Καθόσον εἶναι μαζὶ καὶ στρατιώτης καὶ γαμπρός.
Ἀφοῦ εἶπε ὅμως ὅτι ἡ ἡμέρα πλησίασε, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ εἶναι κοντά, ἀλλὰ τὴν παρουσιάζει ἀμέσως· γιατί λέγει: «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν (:ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια καὶ σεμνότητα)» [Ρωμ. 13,13]. Τώρα λοιπὸν φθάνει ἡ ἡμέρα. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προτρέπονται προπάντων οἱ πολλοί, ἀπ᾿ αὐτὰ προσελκύει καὶ αὐτούς, δηλαδὴ τὴ σεμνότητα. Γιατί γίνονταν πολὺς λόγος σὲ αὐτοὺς γιὰ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς πολλούς. Καὶ δὲν εἶπε «νὰ συμπεριφέρεστε» ἀλλὰ «ἂς συμπεριφερθοῦμε», γιὰ νὰ κάνει ἀνενόχλητη τὴν παραίνεση καὶ ἐλαφριὰ τὴν ἐπίπληξη.
«Μὴ κῶμοις καὶ μέθαις (:ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μεθύσια)»· ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸ νὰ πίνει κανείς, ἀλλὰ τὸ νὰ πίνει ὑπερβολικά· ὄχι τὸ νὰ ἀπολαμβάνει τὸ κρασί, ἀλλὰ τὸ νὰ τὸ ἀπολαμβάνει μὲ κραιπάλη, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ ἑπόμενο ἀναφέρει μὲ τὸ ἴδιο μέτρο λέγοντας: «μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις (:οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητας καὶ ἀσέλγειας)». Καὶ βέβαια δὲν καταργεῖ ἐδῶ τὴ σαρκικὴ μείξη μὲ τίς γυναῖκες, ἀλλὰ τὴν πορνεία.
«Μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ (:οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοτυπίες)»· δηλαδὴ σβήνει τὰ θανάσιμα ἀπὸ τὰ πάθη, τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν θυμό. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν καταργεῖ μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ τίς πηγές τους. Γιατί τίποτε δὲν ἀνάβει τόσο τὴν ἐπιθυμία καὶ δὲν ἐξάπτει τὴν ὀργή, ὅσο τὸ μεθύσι καὶ ἡ κραιπάλη. Γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ εἶπε πρῶτα: «μὴ κῶμοις καὶ μέθαις (:ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μεθύσια)», τότε πρόσθεσε: «μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ (:οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητας καὶ ἀσέλγειας, οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοτυπίες)». Καὶ οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλὰ ἀφοῦ μᾶς ἔβγαλε τὰ πονηρὰ ροῦχα, ἄκουσε πῶς μᾶς στολίζει στὴ συνέχεια λέγοντας: «ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (:ἀλλὰ φορέστε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε στὴν ὅλη ζωή σας νὰ μοιάσετε μὲ Αὐτόν)» [Ρωμ. 13,14]. Δὲν ἀνέφερε πιὰ ἔργα, ἀλλὰ τοὺς παρότρυνε σὲ μεγαλύτερο βαθμό. Γιατί, ὅταν τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν κακία, ἀνέφερε ἔργα, ἀλλὰ ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀρετή, δὲν ἀνέφερε πιὰ ἔργα, ἀλλὰ ὅπλα, δείχνοντας ὅτι ἡ ἀρετὴ ὁδηγεῖ σὲ κάθε ἀσφάλεια ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει καὶ σὲ κάθε λαμπρότητα. Καὶ οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλὰ ὁδηγῶντας τὸν λόγο στὸ μεγαλύτερο, ποὺ ἦταν πολὺ πιὸ τρομερό, μᾶς δίνει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ὡς ἔνδυμα, τὸν ἴδιο τὸν βασιλιᾶ. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ Αὐτόν, ἔχει ὁλόκληρη τὴν ἀρετή.
Ὅταν ὅμως λέγει «ντυθεῖτε», προστάζει νὰ ντυνόμαστε μὲ Αὐτὸν ἀπὸ παντοῦ, ὅπως ἀκριβῶς λέγει ἀλλοῦ: «Εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην (:Ἐὰν ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα σας μὲ τὸ Πνεῦμα Του, τότε, ἐνῶ τὸ σῶμα σας ὑπόκειται στὸν φυσικὸ θάνατο ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς μας ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ ἔγινε πνευματικὴ θὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια λόγῳ τῆς δικαιώσεως ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς καὶ τῆς ἀρετῆς ποὺ ἤδη ἀποκτᾷ μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ)» [Ρωμ. 8,10]· καὶ πάλι: «ἵνα δῴη ὑμῖν κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ δυνάμει κραταιωθῆναι διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν (: καὶ Τὸν παρακαλῶ θερμὰ νὰ σᾶς δώσει σύμφωνα μὲ τὸν πλοῦτο τῆς δοξασμένης καὶ ἄπειρης τελειότητάς Του, ὥστε διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματός Του νὰ γεμίσετε μὲ δύναμη μέσα σας, στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πίστη μέσα στὶς καρδιές σας)» [Ἐφ. 3,16-17].
Καθόσον θέλει νὰ εἶναι ἡ ψυχή μας κατοικία γι᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν φοροῦμε γύρω μας σὰν ροῦχο, γιὰ νὰ εἶναι Αὐτός σὲ μᾶς τὰ πάντα ἀπὸ μέσα καὶ ἀπὸ ἔξω. Γιατί Αὐτὸς εἶναι τὸ συμπλήρωμά μας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία Του «ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμά του τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (:ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ εἶναι τὸ σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου· συμπλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς Θεὸς γεμίζει τὰ πάντα ἱκανοποιῶντας ὅλες τίς ἀνάγκες τους, καὶ παρέχει σὲ κάθε δημιούργημά Του ὅ,τι Τοῦ χρειάζεται)» [Ἐφ. 1,23]· καὶ ὁδὸς καὶ ἄνδρας καὶ γαμπρός, γιατί λέγει: «Ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ (:Σᾶς ἀρραβώνιασα μὲ ἕναν ἄνδρα, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ παρουσιάσω τὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς ὡς παρθένο ἁγνὴ σὲ Αὐτόν· δηλαδὴ νὰ παρουσιάσω τίς ψυχές σας ἁγνὲς καὶ καθαρὲς ἀπὸ κάθε πλάνη καὶ ἁμαρτία, ἑνωμένες μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη σὲ μία πνευματικὴ νύμφη, τῆς ὁποίας νυμφίος νὰ εἶναι ὁ Χριστός)» [Β΄ Κορ. 11,2]· καὶ ρίζα καὶ ποτὰ καὶ τροφὴ καὶ ζωή, «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ (:γιατί δὲ ζῶ πιὰ ἐγώ)», λέγει, «ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (: ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός)» [Γαλ. 2,20].
Καὶ νὰ εἶναι ἐπίσης ἀπόστολος καὶ ἀρχιερέας καὶ διδάσκαλος καὶ πατέρας καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ μέτοχος τοῦ τάφου καὶ τοῦ σταυροῦ μας: «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ (:γιατί ἔχουμε ταφεῖ μαζὶ Του)», λέγει, καὶ «διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον (:ἔχουμε ἑνωθεῖ μαζὶ Του μὲ τὸ βάπτισμά μας σὲ ἕνα θάνατο σὰν τὸν δικὸ Του)» [Ρωμ. 6,4-5]· καὶ ἱκέτης, «ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν (:γιατί εἴμαστε πρεσβευτὲς τοῦ Χριστοῦ)» [Β΄ Κορ. 5,20]· καὶ συνήγορός μας στὸν Πατέρα: «Ὅς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν (: γιατί πραγματικὰ μεσιτεύει γιὰ μᾶς)» [Ρωμ. 8,34], λέγει· καὶ σπίτι καὶ κάτοικος: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ (:Ἐκεῖνος ποὺ τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἑνώνεται μαζί μου σ᾿ ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει μέσα μου καὶ γίνεται ἔτσι μέλος δικὸ μου˙ κι ἐγὼ μένω μέσα στὴν ψυχή του, ἡ ὁποία γίνεται ναός μου)» [Ἰω. 6,56]· καὶ φίλος: «Ὑμεῖς φίλοι μοὺ ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν (:Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου. Κι ἐγώ σᾶς δείχνω τὴν τέλεια καὶ ἀνυπέρβλητη ἀγάπη μου θυσιάζοντας τὴ ζωή μου. Καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι μου, ἐὰν κάνετε ὅσα ἐγώ σας ζητῶ)» [Ἰω. 15,14]· καὶ θεμέλιος καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος, καὶ ἐμεῖς εἴμαστε μέλη του καὶ χωράφι καὶ οἰκοδομὴ καὶ κλήματα καὶ συνεργάτες Του.
Καὶ τί δὲν θέλει νὰ εἶναι ἀπό μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς συνδέει καὶ νὰ μᾶς ἑνώνει μαζὶ Του μὲ κάθε τρόπο; Πρᾶγμα ποὺ εἶναι γνώρισμα ἐκείνου ποὺ ἀγαπάει πάρα πολύ. Νὰ ὑπακοῦς λοιπόν, καὶ ἀφοῦ σηκωθεὶς ἀπὸ τὸν ὕπνο νὰ ντυθεῖς τὸν Χριστό, καὶ ἀφοῦ Τὸν ντυθεῖς νὰ παρέχεις ὑπάκουη τὴ σάρκα σου σὲ Αὐτόν. Γιατί αὐτὸ ὑπαινίχθηκε λέγοντας: «Καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (:Καὶ μὴ φροντίζετε γιὰ τὴ σάρκα πῶς νὰ ἱκανοποιεῖτε τίς παράνομες ἐπιθυμίες της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ σας μέσα στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖτε)» [Ρωμ. 13,14]. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἐμπόδισε τὸ ποτὸ ἀλλὰ τὸ μεθύσι, οὔτε τὸν γάμο ἀλλὰ τὴν ἀσέλγεια, ἔτσι δὲν ἐμπόδισε τὴ φροντίδα γιὰ τὴ σάρκα, ἀλλὰ τὴ φροντίδα πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν της, δηλαδὴ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀνάγκης. Γιατί, τὸ ὅτι προστάζει νὰ φροντίζουμε γι᾿ αὐτή, ἄκουσε τί λέγει στὸν Τιμόθεο: «Μηκέτι ὑδροπότει, οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας (:Νὰ μὴν πίνεις πλέον μόνο νερὸ ὅταν τρῶς τὸ φαγητό σου, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι σου καὶ τίς συχνὲς ἀρρώστιές σου)» [Α΄ Τιμ. 5,23]. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ νὰ τὴ φροντίζεις, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑγεία της καὶ ὄχι γιὰ ἀσέλγεια. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ πλέον φροντίδα, ὅταν ἀνάβεις τὴ φλόγα, ὅταν κάνεις φοβερὸ τὸ καμίνι.
Γιὰ νὰ μάθετε ὅμως καὶ πιὸ καλά, τί τέλος πάντων σημαίνει τὸ νὰ φροντίζει κανεὶς γιὰ τὴ σάρκα πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν της, καὶ νὰ ἀποφύγετε μία τέτοια φροντίδα, σκεφτεῖτε τοὺς μεθυσμένους, τοὺς κοιλιόδουλους, ἐκείνους ποὺ καμαρώνουν γιὰ τὰ ροῦχα τους, τοὺς ἀκόλαστους, ἐκείνους ποὺ ζοῦν ζωὴ φιλήδονη καὶ γεμάτη ἀπολαύσεις καὶ θὰ μάθετε αὐτὸ ποὺ λέχθηκε. Γιατί ἐκεῖνοι τὰ κάνουν ὅλα, ὄχι γιὰ νὰ ὑγιαίνουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ σκιρτοῦν, γιὰ νὰ ἀνάβουν τὴν ἐπιθυμία.
Ἐσὺ ὅμως ποὺ εἶσαι ντυμένος τὸν Χριστό, ἀφοῦ περικόψεις ὅλα ἐκεῖνα, ἕνα μόνο νὰ ζητᾷς, πῶς νὰ ἔχεις ὑγιῆ τὴ σάρκα σου. Καὶ μέχρι τόσο φρόντιζε γι᾿ αὐτὴν καὶ ὄχι πιὸ πέρα, ἀλλὰ ὅλη τὴν προθυμία σου νὰ τὴν ἀφιερώνεις στὴ φροντίδα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Ἔτσι λοιπὸν θὰ μπορέσεις καὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο αὐτὸν νὰ σηκωθεῖς, χωρὶς νὰ αἰσθάνεσαι βάρος ἀπὸ τίς ποικίλες αὐτὲς ἐπιθυμίες. Καθόσον ὕπνος εἶναι ἡ παροῦσα ζωή, καὶ δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὰ ὄνειρα ὅσα συμβαίνουν σὲ αὐτήν. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ κοιμοῦνται καὶ παραμιλοῦν καὶ δὲν βλέπουν πολλὲς φορὲς τίποτε ὑγιές, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἢ μᾶλλον καὶ πολὺ χειρότερα. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε κάποιες αἰσχρὲς πράξεις ἢ διηγήθηκε ἕνα ὄνειρο, ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο, καὶ ἀπὸ τὴν ντροπὴ ἔχει ἀπαλλαχθεῖ καὶ δὲν τιμωρεῖται· ἐδῶ ὅμως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἡ ντροπὴ καὶ ἡ τιμωρία εἶναι ἀθάνατη. Πάλι, ὅσοι γίνονται πλούσιοι στὸ ὄνειρο, ὅταν ξημερώσει ἐλέγχονται γιατί πλούτισαν τυχαῖα, ἐνῶ ἐδῶ καὶ πρὶν ἔρθει ἡ ἡμέρα ἀκολουθεῖ πολλὲς φορὲς ὁ ἔλεγχος, καὶ πρὶν μεταβοῦμε ἐκεῖ, τὰ ὄνειρα αὐτὰ πέταξαν.
Ἄς ἀποτινάξουμε λοιπὸν τὸν πονηρὸ αὐτὸν ὕπνο. Γιατί, ἂν ἡ ἡμέρα μας πιάσει νὰ κοιμόμαστε, θὰ ἀκολουθήσει θάνατος αἰώνιος. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ εἴμαστε εὐάλωτοι σὲ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐδῶ, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς δαίμονες· καὶ ἂν θελήσουν νὰ μᾶς ἐξοντώσουν, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ τοὺς ἐμποδίσει. Γιατί, ἂν ἦταν πολλοὶ ὅσοι ἐπαγρυπνοῦσαν, δὲν θὰ ἦταν τόσο μεγάλος ὁ κίνδυνος, ἐπειδὴ ὅμως ἕνας καὶ ἴσως καὶ δεύτερος, ἔχει ἀνάψει λυχνάρι καὶ μένει ἐπάγρυπνος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται ὅπως ἀκριβῶς στὰ βαθιὰ μεσάνυχτα, γι᾿ αὐτὸ ἐπιβάλλεται σὲ ἐμᾶς πολλὴ ἐπαγρύπνηση καὶ πολλὴ ἀσφάλεια, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε ἀνεπανόρθωτα κακά. Δὲν φαίνεται τώρα πὼς εἶναι φωτεινὴ ἡ ἡμέρα; Δὲν νομίζουμε ὅλοι ὅτι ἔχουμε ξυπνήσει καὶ εἴμαστε νηφάλιοι; Ἀλλὰ ὅμως (ἴσως καὶ νὰ περιγελάσετε τὸν λόγο, ἐγὼ ὅμως θὰ τὸν πῶ), μοιάζουμε ὅλοι μὲ ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνται μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα καὶ ροχαλίζουν. Καὶ ἂν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ δοῦμε οὐσία ἀσώματη, θὰ σᾶς ἔδειχνα πὼς οἱ περισσότεροι ροχαλίζουν, ἐνῶ ὁ διάβολος τρυπάει τοὺς τοίχους καὶ κατασφάζει ὅσους κοιμοῦνται καὶ ἀφαιρεῖ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν μέσα, κάνοντας ὅλα μὲ ἀσφάλεια σὰν μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι. Ἢ καλύτερα, ἐπειδὴ καὶ στὰ μάτια αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ δοῦν, ἂς τὸ περιγράψουμε μὲ τὸν λόγο καὶ ἂς σκεφτοῦμε πόσοι ἔχουν ἐνοχληθεῖ ἀπὸ κακὲς ἐπιθυμίες, πόσοι κατέχονται ἀπὸ τὴ φοβερὴ νάρκη τῆς ἀσέλγειας καὶ πόσοι σβήνουν ἐντελῶς τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν βλέπουν ἄλλα ἀντὶ ἄλλων, ἀκοῦν ἄλλα ἀντὶ ἄλλων καὶ δὲν προσέχουν σὲ τίποτε ἀπὸ τὰ λεγόμενα ἐδῶ.
Ἀλλὰ ἂν ἐγὼ ψεύδομαι λέγοντας αὐτὰ καὶ στάθηκες ξυπνητός, πές μου, τί ἔγινε ἐδῶ σήμερα, ἂν δὲν ἄκουσες αὐτὰ σὰν σὲ ὄνειρο; Καὶ ξέρω βέβαια, ὅτι θὰ τὸ ποῦν μερικοί, γιατί δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐναντίον ὅλων. Ἀλλὰ ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἔνοχος γιὰ τὰ προηγούμενα, ποὺ μπῆκες ἐδῶ ἀνώφελα, πές, ποιός προφήτης, ποιός ἀπόστολος μᾶς μίλησε σήμερα καὶ γιὰ ποιά πράγματα. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς, γιατί ἀσφαλῶς πολλὰ μίλησες ἐδῶ σὰν σὲ ὄνειρο, χωρὶς νὰ ἀκούσεις τὰ ἀληθινὰ πράγματα. Αὐτὰ ὅμως ἂς τὰ πῶ καὶ στὶς γυναῖκες, καθόσον καὶ σὲ ἐκεῖνες εἶναι πολὺς ὁ ὕπνος· καὶ εἴθε νὰ εἶναι ὕπνος. Γιατί ὅποιος κοιμᾷται οὔτε κακὸ λέγει οὔτε καλό, ἐνῶ ὅποιος εἶναι ξυπνητὸς ἔτσι ὅπως ἐσεῖς, λέγει πολλὰ καὶ γιὰ δικό του κακό, μετρῶντας τόκους, κάνοντας ὑπολογισμοὺς δανείων, φέρνοντας στὴ μνήμη του ἀναίσχυντο ἐμπόριο, φυτεύοντας πυκνὰ τὰ ἀγκάθια στὴ δική του ψυχή, μὴν ἀφήνοντας ποτὲ τὸν σπόρο οὔτε γιὰ λίγο νὰ βγεῖ. Ἀλλὰ ξύπνησε τελείως, καὶ κατάστρεψε ἀπὸ τὴ ρίζα τὰ ἀγκάθια αὐτὰ καὶ ἀποτίναξε τὴ μέθη· γιατί καὶ ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται ὁ ὕπνος. Μέθη ὅμως δὲν ἐννοῶ μόνο τοῦ κρασιοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν βιοτικῶν φροντίδων, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς καί τὴ μέθη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ κρασί.
Καὶ αὐτὰ τὰ συμβουλεύω ὄχι μόνο στοὺς πλουσίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἐκείνους ποὺ κάνουν τὰ φιλικὰ συμπόσια. Γιατί δὲν εἶναι αὐτὸ ἀπόλαυση οὔτε ἀνάπαυση ἀλλὰ ποινὴ καὶ τιμωρία. Γιατί ἀπόλαυση δὲν εἶναι νὰ ποῦμε αἰσχρὰ λόγια, ἀλλὰ νὰ μιλήσουμε σεμνά, νὰ χορτάσουμε, ὄχι νὰ σκάσουμε. Ἐὰν ὅμως τὸ νομίζεις αὐτὸ ἡδονή, δεῖξε μου τὸ βράδυ τὴν ἡδονή. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὴ δείξεις. Καὶ δὲ λέγω ἀκόμη τίς βλάβες ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐδῶ, ἀλλὰ πρῶτα σοῦ μιλάω γιὰ τὴν ἡδονὴ ποὺ μαραίνεται ἀμέσως. Γιατί συγχρόνως καὶ τὸ συμπόσιο διαλύεται καὶ ἡ χαρὰ ἐξαφανίζεται. Ἀλλὰ ὅταν ἀναφέρω καὶ τὸν ἐμετὸ καὶ τοὺς πονοκεφάλους καὶ τίς ἄπειρες ἀρρώστιες καὶ τὴν αἰχμαλωσία τῆς ψυχῆς, τί θὰ πεῖς σὲ αὐτά; Μήπως λοιπόν, ἐπειδὴ εἴμαστε φτωχοί, πρέπει νὰ φερόμαστε καὶ ἄσεμνα; Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσω νὰ συγκεντρώνεστε, οὔτε νὰ κάνετε κοινὰ δεῖπνα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐμποδίσω νὰ φέρεστε ἄσεμνα, καὶ γιατί θέλω ἡ ἀπόλαυση νὰ εἶναι πραγματικὴ ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴν εἶναι ποινὴ οὔτε τιμωρία καὶ μέθη καὶ διασκέδαση. Ἄς πληροφορηθοῦν οἱ ἐθνικοὶ ὅτι οἱ Χριστιανοὶ προπάντων ξέρουν νὰ διασκεδάζουν, καὶ νὰ διασκεδάζουν μὲ σεμνότητα. «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ (:Ὑπηρετεῖστε τὸν Κύριο μὲ φόβο)», λέγει, «καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ (:γιὰ νὰ δοκιμάσετε στὴν καρδιά σας τὴν ἀγαλλίαση, ποὺ φέρει ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὁ φόβος, μήπως τυχὸν Τὸν παροργίσετε μὲ κάποιαν ἁμαρτία σας)» [Ψαλμ. 2,11]. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ χαιρόμαστε; Λέγοντας ὕμνους, κάνοντας προσευχές, εἰσάγοντας ψαλμοὺς στὴ θέση τῶν αἰσχρῶν ἐκείνων ἀσμάτων.
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς θὰ παραβρεθεῖ στὸ τραπέζι καὶ θὰ γεμίσει μὲ εὐλογία ὅλη τὴν εὐωχία, ὅταν προσεύχεσαι, ὅταν τραγουδᾷς πνευματικά, ὅταν προσκαλεῖς φτωχοὺς στὴ συμμετοχὴ τῶν προσφερομένων φαγητῶν, ὅταν ἐπιβάλλεις μεγάλη πειθαρχία καὶ σεμνότητα στὸ συμπόσιο. Ἔτσι καὶ ἐκκλησία θὰ κάνεις τὸ φαγοπότι ὑμνῶντας τὸν Κύριο ὅλων στὴ θέση τῶν ἄκαιρων κραυγῶν καὶ ἐπαίνων. Καὶ μὴ μοῦ λέγεις ὅτι ἐπικράτησε ἄλλος νόμος, ἀλλὰ διόρθωνε τὰ βρισκόμενα σὲ κακὴ κατάσταση. «Εἴτε οὖν ἐσθίετε (: Εἴτε λοιπὸν τρῶτε)», λέγει, «εἴτε πίνετε εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε (:εἴτε πίνετε εἴτε κάνετε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ νὰ τὰ κάνετε)» [Α΄ Κορ. 10,31]. Καθόσον ἀπὸ τέτοια τραπέζια προέρχονται σὲ σᾶς οἱ κακὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ ἐδῶ οἱ ἀσέλγειες, ἀπὸ ἐδῶ οἱ γυναῖκες σας εἶναι σὲ περιφρόνηση, ἐνῶ οἱ πόρνες σὲ τιμὴ ἀπὸ μέρους σας· ἀπὸ ἐδῶ ἡ διάλυση στὶς οἰκογένειες, καὶ τὰ ἄπειρα κακά, καὶ ὅλα ἔγιναν ἄνω-κάτω, καὶ ἀφοῦ ἀφήσατε τὴν καθαρὴ πηγή, τρέχετε στὸ αὐλάκι τοῦ βούρκου. Τὸ ὅτι βέβαια τὸ σῶμα τῆς πόρνης εἶναι βοῦρκος, δὲν ἐρωτῶ κανέναν ἄλλο, ἀλλὰ ἐσένα τὸν ἴδιο ποὺ κυλιέσαι στὸ βοῦρκο, ἂν δὲν ντρέπεσαι τὸν ἑαυτό σου, ἂν δὲ νομίζεις πὼς εἶσαι ἀκάθαρτος μετὰ τὴν ἁμαρτία.
Γι' αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἀποφεύγετε τὴν πορνεία καὶ τὴ μητέρα της τὴ μέθη. Γιατί σπέρνεις ὅπου δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θερίσεις ἢ μᾶλλον καὶ ἂν ἀκόμη θερίσεις, σοῦ φέρνει πολλὴ ντροπὴ ὁ καρπός; Γιατὶ καὶ ἂν ἀκόμη γεννηθεῖ παιδί, καὶ σένα ντρόπιασε καὶ αὐτὸ ἔχει ἀδικηθεῖ ἐξαιτίας σου, ἀφοῦ γεννιέται νόθο καὶ μὲ κακὴ καταγωγή. Καὶ ἂν ἀκόμη τοῦ ἀφήσεις ἄπειρα χρήματα, περιφρονημένος στὸ σπίτι, περιφρονημένος στὴν πόλη, περιφρονημένος στὸ δικαστήριο εἶναι καὶ ἐκεῖνος ποὺ γεννιέται ἀπὸ πόρνη καὶ ἐκεῖνος ποὺ γεννιέται ἀπὸ δούλη. Ἀλλὰ καὶ ἐσὺ πάλι περιφρονημένος εἶσαι, καὶ ὅταν ζεῖς καὶ ὅταν ἔχεις πεθάνει· γιατί, καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνεις, μένουν οἱ ἀναμνήσεις τῆς αἰσχρῆς πράξεώς σου. Γιατί λοιπὸν τὰ καταντροπιάζεις ὅλα; Γιατί σπέρνεις ὅπου ἡ γῆ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψει τὸν καρπό; Ὅπου εἶναι πολλὰ τὰ ἄγονα μέρη; Ὅπου πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὑπάρχει φόνος; Καθόσον καὶ τὴν πόρνη δὲν τὴν ἀφήνεις νὰ παραμείνει πόρνη μόνο, ἀλλὰ τὴν κάνεις καὶ δολοφόνο. Εἶδες πορνεία ἀπὸ τὴ μέθη, μοιχεία ἀπὸ τὴν πορνεία, φόνο ἀπὸ τὴ μοιχεία; Ἢ μᾶλλον καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὸν φόνο, γιατί δὲν μπορῶ πῶς νὰ τὸ ὀνομάσω αὐτό. Γιατί δὲν τὸ σκοτώνει ἀφοῦ γεννηθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ γεννηθεῖ τὸ ἐμποδίζει. Γιατί λοιπὸν περιφρονεῖς καὶ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ πολεμᾷς τοὺς νόμους Του, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι κατάρα, τὸ ἐπιδιώκεις ἐσὺ σὰν εὐλογία, καὶ τὸ ταμεῖο τῆς γεννήσεως τὸ κάνεις ταμεῖο σφαγῆς, καὶ τὴ γυναῖκα ποὺ δόθηκε σὲ σένα γιὰ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν τὴν προετοιμάζεις γιὰ φόνο; Γιατί γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε στοὺς ἐραστὲς εὐχάριστη καὶ ποθητὴ καὶ γιὰ νὰ συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα οὔτε αὐτὸ δὲν ἀποφεύγει νὰ κάνει, μαζεύοντας ἀπὸ ἐδῶ πολλὴ φωτιὰ πάνω στὸ κεφάλι σου. Γιατί, ἂν καὶ τὸ τόλμημα εἶναι δικό της, ὅμως ἡ αἰτία γίνεται δική σου.
Ἀπὸ ἐδῶ προέρχονται οἱ εἰδωλολατρίες. Γιατί πολλές, γιὰ νὰ γίνουν θελκτικές, ἐπινοοῦν καὶ ξόρκια καὶ σπουδὲς καὶ μαγικὰ ἐρωτικὰ μέσα καὶ ἄπειρα ἄλλα. Ἀλλὰ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τόσο μεγάλη ἀσχημοσύνη, ὕστερα ἀπὸ φόνους, ὕστερα ἀπὸ εἰδωλολατρίες, στοὺς πολλοὺς τὸ πρᾶγμα φαίνεται πὼς εἶναι ἀδιάφορο, μολονότι πολλοὶ ἔχουν καὶ γυναῖκες. Ἐδῶ εἶναι καὶ περισσότερο τὸ μέγεθος τῶν κακῶν. Γιατί καὶ μαγεῖες προκαλοῦνται στὴ συνέχεια, ὄχι στὴν κοιλιά τῆς πόρνης, ἀλλὰ στὴν ἀδικημένη γυναῖκα, καὶ χίλιες ἐπιβουλές, καὶ ἐπικλήσεις δαιμόνων, καὶ νεκρομαντεῖες, καὶ καθημερινοὶ πόλεμοι καὶ ἄγριες μάχες καὶ καθημερινὲς φιλονικίες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἀφοῦ εἶπε «ὄχι μὲ ἀκολασίες καὶ ἀσέλγειες», πρόσθεσε, «ὄχι μὲ ἔριδες καὶ ζηλοτυπίες», ἐπειδὴ γνώριζε τοὺς πολέμους ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐδῶ, τὴ διάλυση τῶν οἰκογενειῶν, τίς ἀδικίες τῶν εὐγενῶν παιδιῶν, τὰ ἄπειρα κακά.
Γιὰ νὰ ἀποφύγουμε λοιπὸν ὅλα αὐτά, ἂς ντυθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ ἂς εἴμαστε παντοτινὰ μαζί Του. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ σημαίνει ντύσιμο, τὸ νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψουμε ποτέ, τὸ νὰ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ Αὐτὸς μέσα μας μὲ τὴν ἁγιοσύνη μας, μὲ τὴν ἀγαθότητά μας. Ἔτσι καὶ στοὺς φίλους λέμε «ὁ τάδε ντύθηκε τὸν τάδε» ἐννοῶντας τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴν ἀδιάκοπη συναναστροφή. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ντύθηκε, φαίνεται ἐκεῖνο, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ντυθεῖ.
Ἄς φαίνεται λοιπὸν ἀπὸ παντοῦ μέσα μας ὁ Χριστός. Καὶ πῶς θὰ φαίνεται; Ἐὰν κάνεις τὰ δικά Του. Καὶ τί ἔκαμε Ἐκεῖνος; «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (: Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου [δηλαδὴ ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα χωρὶς πατέρα ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ εἶμαι ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, γνωστὸς ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδάμ] δὲν ἔχει ποῦ νὰ ἀκουμπήσει τὸ κεφάλι του. Μὴν περιμένεις λοιπὸν κι ἐσὺ σωματικὲς ἀνέσεις καὶ ἀναπαύσεις, ἀλλὰ πᾶρε τίς ἀποφάσεις σου γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν ὅτι ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ στερήσεις καὶ θυσίες ὅπως ἡ δική μου)», λέγει [Λουκ. 9,58]. Αὐτὸν καὶ σὺ νὰ μιμηθεῖς. Ἔπρεπε νὰ ζεῖ ἀπολαμβάνοντας φαγητό, καὶ ἔτρωγε κριθαρένια ψωμιά. Χρειαζόταν νὰ ταξιδέψει, καὶ πουθενὰ δὲν ὑπῆρχαν ἄλογα καὶ ὑποζύγια, ἀλλὰ τόσο πολὺ βάδιζε, ὥστε καὶ νὰ κουραστεῖ. Χρειαζόταν νὰ κοιμηθεῖ καὶ σὲ προσκέφαλο ξάπλωνε πάνω στὴν πλώρη τοῦ πλοίου. Χρειαζόταν νὰ καθίσουν γιὰ φαγητό, καὶ διέτασσε νὰ ξαπλώσουν ἐπάνω στὸ χορτάρι. Ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα του ἦταν εὐτελῆ· καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἔμενε μόνος Του, χωρὶς νὰ φέρνει κανένα μαζί του. Καὶ ἀφοῦ μάθεις ὅλα ὅσα ἔγιναν στὸ σταυρὸ καὶ τίς ὕβρεις καὶ γενικὰ ὅλα νὰ τὰ μιμηθεῖς. Καὶ ἔτσι ντύθηκες τὸν Χριστό, ἂν δὲ φροντίζεις γιὰ τὴ σάρκα πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν της. Γιατί οὔτε εὐχαρίστηση ἔχει τὸ πρᾶγμα. Καθόσον οἱ ἐπιθυμίες αὐτὲς γεννοῦν πάλι ἄλλες δριμύτερες, καὶ ποτὲ δὲ θὰ χορτάσεις, ἀλλὰ θὰ προκαλέσεις μεγάλη δοκιμασία στὸν ἑαυτό σου. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ διψάει διαρκῶς καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει κοντά του ἄπειρες πηγές, τίποτε δὲν κερδίζει ἀπὸ ἐδῶ, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει τὸ πάθος του, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ διαρκῶς μὲ ἐπιθυμίες.
Ἐὰν ὅμως βρίσκεσαι μέσα στὴ στέρηση, ποτὲ δὲ θὰ δεχθεῖς αὐτὸν τὸν πυρετό, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖνα θὰ φύγουν, καὶ ἡ μέθη καὶ οἱ ἀσέλγειες. Τόσο λοιπὸν νὰ τρῶς ὅσο νὰ σταματήσεις τὴν πεῖνα, τόσο νὰ ντύνεσαι ὅσο νὰ σκεπάζεσαι μόνο, καὶ νὰ μὴ στολίζεις μὲ ροῦχα τὴ σάρκα, γιὰ νὰ μὴν τὴν καταστρέψεις. Καθόσον καὶ πιὸ ἀδύνατη τὴν κάνεις καὶ τὴν ὑγεία της βλάπτεις, ἀφοῦ τὴν ἀδυνατίζεις μὲ πολλὴ ἀνοησία. Γιὰ νὰ τὴν ἔχεις λοιπὸν καλὸ ὄχημα τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ κάθεται μὲ ἀσφάλεια ὁ κυβερνήτης στὸ τιμόνι καὶ γιὰ νὰ μεταχειρίζεται μὲ εὐκολία ὁ στρατιώτης τὰ ὅπλα, κάνε τα ὅλα ὅπως πρέπει. Γιατί δὲ μᾶς κάνει ἀκατανίκητους τὸ νὰ ἔχουμε πολλά, ἀλλὰ τὸ νὰ χρειαζόμαστε λίγα. Γιατί ἐκεῖνος, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἀδικηθεῖ, φοβᾷται, ἐνῶ αὐτός, καὶ ἂν ἀκόμη ἀδικηθεῖ, θὰ εἶναι σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀδικηθεῖ, καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ βρίσκεται καὶ σὲ περισσότερη εὐθυμία.
Ἄς μὴν ἐπιζητοῦμε λοιπὸν αὐτό, πῶς δηλαδὴ νὰ μὴ μᾶς βλάψει κανείς, ἀλλὰ πῶς, καὶ ἂν ἀκόμη θέλει νὰ μᾶς βλάπτει, νὰ μὴν μπορεῖ. Καὶ αὐτὸ ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ θὰ συμβεῖ, παρὰ μόνο ἀπὸ τὸ νὰ ἀνεχόμαστε τὴ στέρηση καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε περισσότερα. Γιατί ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε μία ζωὴ γεμάτη ἀπολαύσεις, καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ ἐπιτύχουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
***
ΟΜΙΛΙΑ ΚΣΤ΄ [ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα]
«Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει (:Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι στὴν πίστη. Νὰ λοιπὸν ποιά πρέπει νὰ εἶναι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ συμπεριφορά σας: Νὰ δέχεστε μὲ καλωσύνη ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀδύνατος στὴν πίστη καὶ ἐξαρτᾷ τὴ σωτηρία του καὶ ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ τῶν ἡμερῶν, χωρὶς νὰ συζητᾶτε καὶ νὰ ἐπικρίνετε τίς ἰδέες του. Ἄλλος βέβαια πιστεύει ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάει ὅλα τὰ φαγητά, ἐνῶ ὁ ἀδύνατος στὴν πίστη τρώει λαχανικὰ καὶ ἀποφεύγει τὰ ἄλλα φαγητὰ ἀπὸ φόβο μήπως μολυνθεῖ ἀπὸ αὐτά)» [Ρωμ. 14,1-2].
Γνωρίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε εἶναι ἀκατανόητο στοὺς πολλούς. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πρῶτα νὰ πῶ τὴν ὑπόθεση ὅλου τοῦ χωρίου αὐτοῦ καὶ τί θέλοντας νὰ κατορθώσει, τὰ γράφει αὐτά. Τί λοιπὸν θέλει νὰ διορθώσει; Ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι προσκολλημένοι στὴ συνείδηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ ὕστερα στὴν πίστη, φύλαγαν ἀκόμη τὴ διάκριση τῶν φαγητῶν, χωρὶς νὰ τολμοῦν ἀκόμη νὰ ἀπομακρυνθοῦν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν νόμο. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ γίνουν ἀντιληπτοί, ἀποφεύγοντας μόνο τὸ χοιρινὸ κρέας, ἀπέφευγαν στὸ ἑξῆς ὅλα τὰ κρέατα καὶ ἔτρωγαν μόνο λάχανα, ὥστε νὰ φανεῖ αὐτὸ ποὺ γινόταν ὅτι εἶναι μᾶλλον νηστεία καὶ ὄχι τήρηση τοῦ νόμου. Ἄλλοι πάλι ἦταν τελειότεροι, χωρὶς νὰ κάνουν κάποια παρόμοια διάκριση, οἱ ὁποῖοι γίνονταν ἐνοχλητικοὶ καὶ δυσάρεστοι σὲ ἐκείνους ποὺ τηροῦσαν αὐτά, ἐπιτιμῶντας, κατηγορῶντας, προκαλῶντας στενοχώρια.
Φοβούμενος λοιπὸν ὁ μακάριος Παῦλος, μήπως, θέλοντας νὰ κατορθώσουν κάτι μικρό, ἀνατρέψουν το πᾶν, καὶ προσπαθῶντας νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν ἀδιαφορία τῶν φαγητῶν, τοὺς κάνουν νὰ χάσουν καὶ τὴν πίστη τους, καί, σπεύδοντας νὰ διορθώσουν τὸ πᾶν πρὶν ἀπὸ τὸν κατάλληλο καιρό, προκαλέσουν ζημία στὰ καίρια, κλονίζοντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ὁμολογία στὸν Χριστὸ μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐπιτιμοῦν συνέχεια, καὶ μείνουν ἔτσι ἀδιόρθωτοι καὶ στὰ δύο, βλέπε πόση σύνεση χρησιμοποιεῖ καὶ πῶς φροντίζει καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη μὲ τὴ συνηθισμένη σὲ αὐτὸν σοφία. Γιατί οὔτε τολμάει νὰ πεῖ σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπιτιμοῦσαν ὅτι «ἐνεργεῖτε κακῶς», γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ὑποστηρίζει ἐκείνους στὴν τήρηση τοῦ νόμου, οὔτε πάλι ὅτι «κάνετε καλὰ» γιὰ νὰ μὴν κάνει πιὸ σφοδροὺς τοὺς κατήγορους, ἀλλὰ ἐπιτιμάει μὲ σύνεση. Καὶ φαίνεται βέβαια ὅτι ἐπιτιμάει τοὺς πιὸ δυνατοὺς πνευματικά, ἀλλὰ ὅμως το πᾶν τοῦ λόγου του πρὸς αὐτούς, τὸ στρέφει πρὸς ἐκείνους. Γιατί αὐτὴ ἡ διόρθωση προπάντων ἐνοχλεῖ λιγότερο, ὅταν κανείς, στρέφοντας σὲ ἄλλον τὸν λόγο, χτυπάει ἄλλον. Γιατί οὔτε ἐκεῖνον ποὺ ἐπιτιμᾷται τὸν ἀφήνει νὰ φτάσει σὲ θυμὸ καὶ παράλληλα, χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτό, ρίχνει τὸ φάρμακο τῆς διορθώσεως.
Πρόσεχε λοιπὸν πῶς τὸ κάνει αὐτὸ μὲ σύνεση καὶ στὴν κατάλληλη στιγμή. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε: «Τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (:Νὰ μὴ φροντίζετε γιὰ τὴ σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιεῖτε τίς παράνομες ἐπιθυμίες της)» [Ρωμ. 13,14], τότε φέρει τὸν λόγο σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι μιλάει ὑπερασπίζοντας ἐκείνους ποὺ ἐπιτιμοῦν καὶ προτρέπουν νὰ τρῶνε ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά· καθόσον τὸ ἀδύνατο μέρος πάντοτε χρειάζεται περισσότερη φροντίδα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρὸς τὸ ἰσχυρὸ μέρος ἀμέσως ἀπευθύνεται, λέγοντας αὐτό: «Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει (:Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ εἶναι ἀδύνατος στὴν πίστη)». Εἶδες τὸ πρῶτο χτύπημα ποὺ δόθηκε ἀμέσως σὲ ἐκεῖνον; Γιατί λέγοντας «ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀδύνατος», ἔδειξε πὼς αὐτὸς εἶναι ἄρρωστος. Ἔπειτα προσθέτει δεύτερο χτύπημα, λέγοντας «νὰ τὸν δέχεστε». Δείχνει λοιπὸν πάλι πὼς χρειάζεται πολλὴ φροντίδα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι δεῖγμα τῆς χειρότερης ἀρρώστιας. «Ἀλλὰ ὄχι γιὰ συζητήσεις ἰδεῶν». Νὰ καὶ τρίτο χτύπημα πρόσθεσε. Γιατί ἀπὸ ἐδῶ φανερώνει ὅτι τέτοιο εἶναι τὸ ἁμάρτημά του, ὥστε νὰ διακρίνονται καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κάνουν τὰ ἴδια ἁμαρτήματα μὲ αὐτόν, ἀλλὰ ποὺ ὅμως εἶναι φίλοι μὲ αὐτὸν καὶ «ἐπιτρέπεται νὰ φάει ὅλα τὰ φαγητά», ἀνακηρύσσοντας αὐτὸν ἀπὸ τὴν πίστη, «ἐνῶ ὁ ἀδύνατος στὴν πίστη τρώει λάχανα», κακίζοντας καὶ αὐτὸν πάλι ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του.
Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ ἔδωσε καίριο τὸ χτύπημα, παρηγορεῖ πάλι αὐτόν, λέγοντας αὐτά: «Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω (:Ἐκεῖνος ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυρότερης πίστης του τρώει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, ἂς μὴν περιφρονεῖ ὡς στενοκέφαλο ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει ἀπ᾿ ὅλα)» [Ρωμ. 14,3]. Δὲν εἶπε: «ἂς ἀφήνει», δὲν εἶπε: «ἂς μὴν κατηγορεῖ», δὲν εἶπε: «ἂς μὴ διορθώνει», ἀλλὰ «ἂς μὴν τὸν περιπαίζει», «ἂς μὴν τὸν περιφρονεῖ», γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἔκαναν πρᾶγμα ἄξιο πολλοῦ γέλωτος.
Σὲ αὐτὸν ὅμως δὲν λέει ἔτσι, ἀλλὰ πῶς; «Ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω (:Αὐτὸς ποὺ δὲν τρώει ἀπ᾿ ὅλα, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει)» [Ρωμ. 14,3]. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς οἱ τελειότεροι στὴν πίστη τοὺς ὑποτιμοῦσαν σὰν ὀλιγόπιστους καὶ ὕπουλους καὶ νόθους καὶ ἰουδαΐζοντες ἀκόμη, ἔτσι ἐκεῖνοι ἔκριναν αὐτοὺς σὰν παράνομους ἢ σὰν λαίμαργους· ἀπ᾿ αὐτοὺς πολλοὶ ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε: «Ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο (:διότι κι αὐτὸν ποὺ τρώει ἀπ᾿ ὅλα ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβε στὴν Ἐκκλησία Του)» [Ρωμ. 14,3]. Σὲ ἐκεῖνον ὅμως δὲν τὸ εἶπε αὐτό· ἂν καὶ βέβαια ἡ περιφρόνηση ἀνῆκε σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔτρωγε, ἐπειδὴ ἦταν ὀλιγόπιστος. Ἀλλὰ ἀντάλλαξε αὐτά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἄξιος περιφρονήσεως, ἀλλὰ καὶ μπορεῖ νὰ κατηγορεῖ. «Ἀλλά», λέγει, «καὶ ἐγὼ τὸν κατακρίνω;». Καθόλου. Γιατί γι᾿ αὐτὸ πρόσθεσε ὅτι «ὁ Θεὸς τὸν δέχτηκε».
Γιατί λοιπὸν κατακρίνεις αὐτὸν γιὰ τὸν νόμο ὅτι τάχα τὸν παραβαίνει; «Ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο (:διότι κι αὐτὸν ποὺ τρώει ἀπ᾿ ὅλα ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβε στὴν Ἐκκλησία Του)». Δηλαδὴ ἔδειξε γι᾿ αὐτὸν τὴν ἀπερίγραπτη χάρη Του καὶ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ ὅλες τίς κατηγορίες. Ἔπειτα πάλι πρὸς τὸν ἰσχυρὸ λέει: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; (:Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο;)». Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ἐκεῖνοι τοὺς κατέκριναν, καὶ ὄχι μόνο τοὺς περιφρονοῦσαν. «Τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γὰρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν (:Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐσένα Κύριο, ἀλλὰ τὸν Θεό. Σὲ σχέση μὲ τὸν Κύριό Του στέκεται ἢ πέφτει πνευματικά· μάθε λοιπὸν ὅτι ἐνῶ ἐσὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθεῖ στερεὸς στὴν πίστη· διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει)» [Ρωμ. 14,4]. Νὰ πάλι ἄλλο πλῆγμα. Καὶ φαίνεται βέβαια ὅτι ἡ ἀγανάκτηση εἶναι ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ, ἀλλὰ ἀπευθύνεται πρὸς ἐκεῖνον. Γιατί ὅταν λέει: «Μάθε λοιπὸν ὅτι ἐνῶ ἐσὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθεῖ στερεὸς στὴν πίστη˙ διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει», δείχνει ὅτι κλονίζεται ἀκόμη καὶ ὅτι χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ τόσο μεγάλη φροντίδα, ὥστε νὰ καλεῖ τὸν Θεὸ ἰατρὸ σὲ αὐτά· «γιατί ὁ Θεός», λέγει, «ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν κάνει νὰ σταθεῖ», πρᾶγμα ποὺ τὸ λέμε γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀπελπισμένοι.
Στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ, τὸν ἀποκαλεῖ καὶ ὑπηρέτη παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ἀδύνατος, λέγοντας: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; (:Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο ὑπηρέτη;)» [Ρωμ. 14,4]. Καὶ ἐδῶ πάλι αὐτὸν ἐπιτιμᾷ κρυφά. «Ὄχι γιατί κάνει πράγματα ἄξια μὴ κατακρίσεως, καὶ γι᾿ αὐτὸ προτρέπω νὰ μὴν κατακρίνεται, ἀλλὰ γιατί εἶναι ξένος ὑπηρέτης»· δηλαδὴ «δὲν εἶναι δικός σου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ».
Στὴ συνέχεια, παρηγορῶντας αὐτὸν πάλι, δὲν εἶπε ὅτι «πέφτει», ἀλλὰ τί; «Στέκεται ἢ πέφτει». Εἴτε συμβαίνει τὸ ἕνα εἴτε τὸ ἄλλο, τὸν Κύριο ἐνδιαφέρουν αὐτὰ τὰ δύο˙ καθόσον καὶ ἡ ζημία ἐκεῖ πηγαίνει, ὅταν πέσει, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια καὶ ὁ πλοῦτος, ὅταν στέκεται. Αὐτὰ βέβαια, ἂν δὲν κατανοήσουμε τὸν σκοπὸ πάλι τοῦ Παύλου, ποὺ θέλει νὰ μὴν ἐπιτιμῶνται αὐτοὶ πρὶν ἀπὸ τὸν κατάλληλο καιρό, εἶναι πάρα πολὺ ἀνάξια γιὰ τὴ φροντίδα ποὺ ταιριάζει στοὺς Χριστιανούς. Ἀλλά, πρᾶγμα ποὺ πάντοτε λέγω, πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὴν πρόθεση μὲ τὴν ὁποία λέγονται, καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ὁποία λέγονται, καὶ τί προσπαθῶντας νὰ ἐπιτύχει τὰ λέγει. Καὶ δὲν ἐπέπληξε λίγο λέγοντας αὐτό. «Γιατί ἂν ὁ Θεός», λέγει, «ποὺ ὑφίσταται τὴ ζημία, δὲν κάνει τίποτε πρῶτα, πῶς δὲν θὰ ἤσουν ἄκαιρος ἐσὺ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸ μέτρο περίεργος, στενοχωρῶντας καὶ ἐνοχλῶντας αὐτόν;».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου