Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Β΄ Κορ. 9,6-11] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Β΄ Κορ. 9,6-11]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις, ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει (:Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζετε καὶ αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ στὸ χωράφι του σπέρνει μὲ τσιγκουνιὰ λιγοστὸ σπόρο, θὰ θερίσει καὶ λίγο σιτάρι, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἄφθονο σπόρο, ἄφθονα καὶ θὰ θερίσει)» [Β΄ Κορ. 9,6].

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μιλῶντας στὸ σημεῖο αὐτὸ γιὰ τοὺς καρποὺς τῆς ἐλεημοσύνης δὲν χρησιμοποίησε γιὰ ἐκεῖνον ποὺ διστάζει νὰ δώσει ἁπλόχερα σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, τὴ φράση: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ μικροπρέπεια σπέρνει στὸ χωράφι του λιγοστὸ σπόρο», ἀλλὰ χρησιμοποίησε ἐντονότερη καὶ ἠχηρότερη ἔκφραση, ἀναφέροντας τὴ φράση: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τσιγκουνιὰ σπέρνει στὸ χωράφι του λιγοστὸ σπόρο». Καὶ ὀνόμασε «σπόρο» τὴν πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, γιὰ νὰ πάει ἀμέσως ὁ νοῦς σου στὴν ἀνταπόδοση καὶ ἀφοῦ κατανοήσεις τὸ ποιά εἶναι ἡ συγκομιδή, θὰ μάθεις ὅτι παίρνεις περισσότερα ἀπὸ ὅσα δίνεις. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπε «ἐκεῖνος ποὺ δίνει», ἀλλὰ «ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει» καὶ δὲν εἶπε «ἐσεῖς ἂν σπείρετε», ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ λόγο ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὅλους γενικὰ ποὺ «σπέρνουν» μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ δὲν εἶπε ὅτι θὰ λάβει «μὲ ἀφθονία», ἀλλὰ «σὰν εὐλογία» ποὺ εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτό.

Καὶ πάλι στὸ προηγούμενο ποὺ εἶχε πεῖ καταφεύγει, στὸ νὰ δίνεται ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ὅ,τι εὐχαριστεῖ τὸν καθένα, λέγοντας: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία (:Ὁ καθένας ἂς δίνει ἐλεύθερα ὅ,τι ἔχει διάθεση ἡ καρδιά του νὰ δώσει)»· γιατί καθένας κάνει κάτι πολὺ περισσότερο ὅταν εἶναι ἐλεύθερος, παρὰ ὅταν ἀναγκάζεται. Γι᾿ αὐτὸ ἀσχολεῖται ἀρκετὰ μὲ αὐτὸ· γιατί, ἀφοῦ εἶπε «Ἂς δίνει ἐλεύθερα ὅ,τι ἔχει διάθεση ἡ καρδιά του», πρόσθεσε: «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης (:χωρὶς νὰ στενοχωριέται ἢ νὰ ἐξαναγκάζεται)». Καὶ δὲν ἀρκέστηκε σὲ αὐτό, ἀλλὰ παρουσιάζει καὶ μαρτυρία ἀπὸ τὴ Γραφή, λέγοντας: «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (:Γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον ποὺ δίνει μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρούμενο πρόσωπο)» [Πρμ. 22,8].

Εἶδες ὅτι συνέχεια αὐτὸ ἀναφέρει; Λέγει: «Ὄχι ὡς διαταγὴ τὸ λέω αὐτὸ» καὶ «γνώμη σᾶς δίνω σχετικὰ μὲ αὐτὸ» καὶ νὰ τὸ δίνετε «σὰν αὐθόρμητη προσφορὰ καὶ ὄχι ἀναγκαστική». Ἐπίσης: «Μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (:Ὄχι μὲ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη· διότι ὁ Θεὸς "ἀγαπᾶ ἐκεῖνον, ποὺ δίδει μὲ καλοσύνη καὶ γλυκύτητα")» [Β΄ Κορ. 9,7]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ νομίζω ὅτι «ἱλαρὸν» ὀνομάζει τὸν ἀνοιχτοχέρη, ἀλλὰ ὁ Παῦλος τὸ εἶπε ἔτσι μὲ τὴν ἔννοια τῆς πρόθυμης προσφορᾶς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ παράδειγμα τῶν Μακεδόνων ποὺ προαναφέρθηκε στὴν ἐπιστολὴ καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀφθονία εἰσφορῶν, δὲν λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτήν, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ δίνουμε αὐθόρμητα· γιατί, ἀφοῦ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἔργο ἀρετῆς, καὶ καθετὶ ποὺ γίνεται ἀναγκαστικὰ μειώνει τὸν μισθό, σωστὰ ἐνεργεῖ ὁ Παῦλος κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Καὶ δὲν τοὺς συμβουλεύει μονάχα, ἀλλὰ καὶ εὔχεται, πρᾶγμα ποὺ τὸ κάνει πάντοτε, λέγοντας: «Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς (: Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς δώσει ὑπεράφθονη κάθε χάρη· καὶ τὴ χάρη δηλαδὴ τῆς προθυμίας νὰ εἰσφέρετε γενναία, καὶ τὴ χάρη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν)» [Β΄ Κορ. 9,8]. Μὲ τὴν εὐχὴ αὐτὴ προσπαθεῖ νὰ ἐξουδετερώσει κάποια σκέψη, ποὺ ἀντιστέκεται στὴ γενναιοδωρία, πρᾶγμα ποὺ ἐμποδίζει καὶ τώρα πολλούς. Γιατί πολλοὶ φοβοῦνται νὰ δώσουν ἐλεημοσύνη, λέγοντας μέσα τους: «Μήπως ἔτσι γίνω φτωχός, μήπως ἔτσι ἐγὼ βρεθῶ σὲ ἀνάγκη καὶ χρειαστῶ κάποτε ἄλλους;». Θέλοντας λοιπὸν νὰ ἐξαλείψει αὐτὸν τὸν φόβο, προσθέτει τὴν εὐχὴ καὶ λέγει: «Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς (:Κάθε εὐεργεσία ἂς συσσωρεύσει περίσσεια, ἄφθονη κάθε χάρη σὲ σᾶς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ)». Ὄχι ἁπλῶς νὰ σᾶς δώσει, ἀλλὰ «μὲ μεγάλη περίσσεια». Καὶ τί σημαίνει «χάριν περισσεῦσαι»; «Νὰ σᾶς γεμίσει», λέει, «μὲ τόσα ἀγαθά, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περισσεύουν γι᾿ αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία. Γιὰ νὰ ἔχετε παντοῦ καὶ πάντοτε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα καὶ νὰ σᾶς περισσεύουν καὶ γιὰ ἀγαθοεργίες».

Πρόσεχε ὅτι καὶ στὴν εὐχὴ του αὐτὴ ἀκόμη διακρίνεται πολλὴ φιλοσοφικότητα. Δὲν εὔχεται πλοῦτο καὶ περισσεύματα, ἀλλὰ «πᾶσαν αὐτάρκειαν (:Νὰ εἶστε πάντοτε σὲ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα τελείως αὐτάρκεις)» [Β΄ Κορ. 9,8]. Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ θαυμάζουμε, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι, ὅπως δὲν εὐχήθηκε τὰ περιττά, ἔτσι καὶ δὲν τοὺς στενοχωρεῖ, οὔτε τοὺς ἀναγκάζει νὰ δώσουν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, ἀλλὰ δείχνει κατανόηση γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ ζητάει νὰ ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα, δείχνοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ σπαταλοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ· «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»: «Ὥστε νὰ εἶστε», λέγει, «πάντοτε σὲ ὅλα τελείως αὐτάρκεις κι ἔτσι νὰ κάνετε μὲ τὸ παραπάνω κάθε καλὸ ἔργο». «Γι᾿ αὐτό», λέγει, «ζητῶ νὰ ἔχετε τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ δίνετε καὶ σὲ ἄλλους». Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς «νὰ δίνετε», ἀλλὰ «νὰ δίνετε ἀνοιχτόχερα». Γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα ζητάει νὰ ἔχουν αὐτάρκεια, ἐνῶ γιὰ τὰ πνευματικὰ νὰ ἔχουν καὶ περίσσευμα, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα· γιατί αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση «γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθό».

Ἔπειτα, ἐπιστρατεύοντας ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ θὰ τοὺς ὠθήσει σὲ γενναιόδωρη προσφορά, ἐπικαλεῖται γιὰ σύμβουλό τους τὸν προφητάνακτα Δαυὶδ καὶ λέγει: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα (:Σκόρπισε ἄφθονα τὶς ἐλεημοσύνες του, ἔδωσε στοὺς πτωχοὺς· ἡ ἀρετή του μένει καὶ διαλαλεῖται πάντοτε)» [Ψαλμ. 111,9]. Αὐτὸ σημαίνει «Δίνετε μὲ ἁπλοχεριά». Γιατί ἡ λέξη «σκόρπισε» δὲν σημαίνει τίποτα ἄλλο, παρὰ τὸ ὅτι ἔδωσε μὲ ἁπλοχεριά. Γιατί ἂν καὶ αὐτὰ δὲν μένουν, μένουν ὅμως στὴν αἰωνιότητα τὰ ἀγαθὰ ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάποτε δόθηκαν. Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ἀξιοθαύμαστο: ἂν τὰ κρατᾶμε, χάνονται, ἂν τὰ σκορπίζουμε, μένουν, καὶ μένουν αἰώνια. «Δικαιοσύνη» ἐδῶ ὀνόμασε τὴ φιλανθρωπία· γιατί, ὅταν ξεχύνεται ἁπλόχερα, ἐξαφανίζει σὰν φωτιὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ μᾶς κάνει δικαίους.

Ἂς μὴν εἴμαστε λοιπὸν τσιγκούνηδες, ἀλλὰ ἂς σπέρνουμε μὲ ἁπλοχεριά. Δὲν βλέπεις πόσα δίνουν ἄλλοι στοὺς μίμους καὶ στὶς πόρνες; Δῶσε στὸ Χριστὸ τὰ μισὰ ἀπὸ ὅσα δίνουν ἐκεῖνοι στοὺς χορευτὲς τοῦ δρόμου. Δῶσε ἐσὺ στοὺς πεινασμένους τόσα, ὅσα ἀπὸ ἐγωισμὸ δίνουν ἐκεῖνοι στοὺς θεατρίνους. Ἐκεῖνοι καλύπτουν μὲ ἄφθονο χρυσὸ τὸ σῶμα τῶν πορνῶν, καὶ ἐσὺ δὲν καλύπτεις οὔτε μὲ ἕνα φθηνὸ ροῦχο τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ τὴν βλέπεις γυμνή; Ποιᾶς συγγνώμης εἶναι αὐτὸ ἄξιο, πόσης τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιο, ὅταν ἐκεῖνος προσφέρει τόσα πράγματα στὴ γυναῖκα ποὺ τὸν καταστρέφει καὶ τὸν ντροπιάζει, ἐνῶ ἐσὺ δὲν προσφέρεις σχεδὸν τίποτα σὲ ἐκεῖνον ποὺ σὲ σώζει καὶ σὲ κάνει ἐκλεκτό; Ἀλλὰ ξοδεύοντας γιὰ τὴν κοιλιά σου βέβαια καὶ γιὰ νὰ μεθᾶς καὶ γιὰ νὰ κάνεις ἀσωτίες, δὲν σκέπτεσαι καθόλου τὴ φτώχεια· ἂν ὅμως χρειαστεῖ νὰ βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι τάχα φτωχότερος ἀπὸ ὅλους. Καὶ τρέφοντας βέβαια παράσιτους καὶ κόλακες, σὰν νὰ δαπανᾶς ἀπὸ πηγές, τόσο πολὺ χαίρεσαι, ὅταν ὅμως συναντήσεις φτωχό, τότε σὲ κυριεύει ὁ φόβος νὰ μὴ γίνεις φτωχός.

Γι᾿ αὐτὸ θὰ κατακριθοῦμε τότε καὶ ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατί θὰ σὲ ρωτήσει ὁ Κριτής: «Γιατί δὲν ἔγινες τόσο γενναιόδωρος ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε;». Αὐτὸς ἔδινε στὴν πόρνη καὶ δὲν ὑπολόγιζε ὅσα ἔδινε, καὶ ἐσύ, προσφέροντας κάτι στὸν Κύριο, ποὺ εἶπε «νὰ εἶσαι ἀμέριμνος» [βλ. Ματθ. 6,24: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; (:Ἡ καρδιά σας λοιπὸν πρέπει νὰ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτό σας λέω, κόψτε τὴ ρίζα τῆς πλεονεξίας· καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ἀνώτερα, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴ δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα)»], εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο; Ποιᾶς συγγνώμης θὰ ἤσουν ἄξιος; Ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος ποὺ βοηθοῦμε δὲν ἀδιαφορεῖ, ἀλλὰ ἀνταποδίδει τὴν εὐεργεσία, πολὺ περισσότερο θὰ μᾶς τὴν ἀνταποδώσει ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος, ποὺ καὶ χωρὶς νὰ περιμένει νὰ πάρει κάτι πίσω ἀπὸ ἐμᾶς, μᾶς δίνει πλουσιοπάροχα καθημερινὰ τὰ ἀγαθὰ Του, πῶς δὲν θὰ δώσει ὅταν πάρει κιόλας ἀπὸ ἐμᾶς ὅποτε κάνουμε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς;

Ἀλλὰ θὰ πεῖς: «Τί γίνεται μὲ ἐκείνους ποὺ πρόσφεραν πολλὰ καί, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν καμία ἀνταπόδοση, ζητιανεύουν ἀπὸ ἄλλους;». Μιλᾶς γιὰ ἐκείνους ποὺ πρόσφεραν τὰ πάντα, ἐνῶ ἐσὺ δὲν δίνεις οὔτε ὀβολό. Ὑποσχέσου πὼς θὰ δώσεις τὰ πάντα καὶ τότε ρώτα γιὰ ἐκείνους. Ὅσο καιρὸ ὅμως εἶσαι τσιγκούνης καὶ δίνεις λίγα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου, τί μοῦ προβάλλεις δισταγμοὺς καὶ προφάσεις; Ἐμεῖς δὲν σοῦ ζητᾶμε νὰ φτάσεις στὴν πιὸ ψηλὴ κορυφὴ τῆς ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ σὲ συμβουλεύουμε νὰ περιορίζεις τὰ περιττὰ καὶ νὰ ἐπιδιώκεις μόνο τὴν αὐτάρκεια. Ἡ αὐτάρκεια καθορίζεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζεῖ κανείς. Κανένας δὲν θέλει νὰ σοῦ ἀφαιρέσει αὐτά, κανένας δὲν σοῦ στερεῖ τὴν καθημερινὴ τροφή. Τροφή, ὄχι τρυφή, ὄχι ἀπολαύσεις. Ροῦχα, ὄχι στολίδια. Ἢ καλύτερα, ἂν ἐξετάσει κανεὶς τὸ πρᾶγμα μὲ προσοχή, αὐτὸ προπάντων εἶναι τρυφή. Πρόσεχε.

Ποιός μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ζεῖ περισσότερο ἀπολαυστικά, ἐκεῖνος ποὺ τρώει χόρτα καὶ εἶναι ὑγιὴς καὶ δὲν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συβαρίτικο τραπέζι [:οἱ κάτοικοι τῆς ἀρχαίας Σύβαρης, πόλης τῆς κάτω Ἰταλίας, ἦταν ξακουστοὶ γιὰ τὴν μεγάλη τρυφὴ τῆς ζωῆς τους] καὶ εἶναι γεμᾶτος ἀρρώστιες; Ὅποιος μπορεῖ νὰ ἀρκεῖται στὰ ὄσπρια καὶ νὰ εἶναι ὑγιής, ἂς μὴ ζητάει τίποτε παραπάνω, ἐνῶ ὁ πιὸ ἀδύναμος ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χορταρικά, ἂς τρώει. Ἂν εἶναι κανένας ἀκόμη πιὸ ἀδύναμος, καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ μέτρια ποσότητα κρεάτων, δὲν θὰ τὸν ἐμποδίσουμε καὶ αὐτόν. Γιατί δὲν δίνουμε αὐτὲς τὶς συμβουλὲς γιὰ νὰ ἐξοντώσουμε καὶ νὰ καταστρέψουμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ νὰ περιορίσουμε τὰ περιττά. Καὶ εἶναι περιττό, ὅ,τι εἶναι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο. Ὅταν μποροῦμε νὰ ζοῦμε ὑγιεινὰ καὶ μὲ ἀξιοπρέπεια μὲ κάποια ἀγαθά, εἶναι περιττό, ὅ,τι προστεθεῖ σὲ αὐτά.

Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ σκεπτόμαστε καὶ γιὰ τὰ ροῦχα καὶ γιὰ τὸ φαγητὸ καὶ γιὰ τὴν κατοικία καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ νὰ ζητοῦμε πάντοτε τὰ ἀπαραίτητα. Γιατί τὸ περιττὸ δὲν εἶναι ὠφέλιμο. Ὅταν μελετήσεις τὴν αὐτάρκεια, τότε ἂν θελήσεις νὰ μιμηθεῖς τὴ χήρα ποὺ ἔδωσε τὸ μοναδικό της δίλεπτο στὸ κουτὶ γιὰ τοὺς φτωχούς, θὰ σὲ ἀνεβάσουμε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ· γιατί δὲν θὰ ἀποχτήσεις ποτὲ τὴ φιλοσοφικότητα τῆς γυναίκας αὐτῆς, ὅσο θὰ φροντίζεις γιὰ τὴν αὐτάρκεια· γιατί ἡ χήρα ἀνέβηκε ψηλότερα ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια, ἀφοῦ πρόσφερε ὅλα ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα νὰ τὴ διαθρέψουν. Θὰ ἔχεις λοιπὸν ἀκόμη δισταγμοὺς γιὰ τὰ ἀπαραίτητα καὶ δὲν θὰ ντρέπεσαι νὰ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ μιὰ γυναῖκα, ἀφοῦ ὄχι μόνο δὲν φροντίζεις νὰ τὴ μιμηθεῖς, ἀλλὰ ἔχεις καὶ τεράστια διαφορὰ ἀπὸ αὐτή; Γιατί ἐκείνη δὲν εἶπε αὐτὰ ποὺ λέτε ἐσεῖς, δηλαδὴ «τί θὰ γίνω ἂν μοιράσω τὰ πάντα καὶ ἀναγκαστῶ νὰ ζητῶ ἀπὸ ἄλλους», ἀλλὰ μὲ γενναιοδωρία ἔδωσε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της. Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ἐπίσης κανεὶς γιὰ ἐκείνη τὴ γυναῖκα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴ χήρα στὴν πόλη Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, ποὺ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτη Ἠλία; Ἐκείνη κινδύνευε ὄχι μόνο νὰ γίνει φτωχή, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνει καὶ νὰ χαθεῖ ὄχι μόνο ἡ ἴδια, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιά της. Γιατί δὲν περίμενε νὰ τῆς δώσει κανένας ἀλλὰ θὰ πέθαινε ἀμέσως. Εἶδε ὅμως τὸν προφήτη, λέγει ἡ Γραφή, καὶ ἀμέσως ἔγινε γενναιόδωρη [βλ. Γ΄ Βασ. 17,8-16]. Ἐσεῖς δὲν βλέπετε χιλιάδες ἁγίους; Καὶ τί λέγω, ἁγίους; Βλέπετε νὰ σᾶς παρακαλεῖ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν καί, παρόλα αὐτά, δὲν ἀποφασίζετε νὰ γίνετε φιλάνθρωποι· καὶ ἐνῶ ἔχετε ἀποθῆκες ποὺ ξεχειλίζουν ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη, ὅμως δὲ δίνετε οὔτε ἀπὸ τὸ περίσσευμά σας.

Τί λές; Ὅτι εἶχε μπροστά της ἡ χήρα αὐτὴ ἕναν προφήτη καὶ αὐτὸ τὴν ἔπεισε νὰ γίνει τόσο μεγαλόψυχη; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι πολὺ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι δηλαδὴ πείστηκε ὅτι αὐτὸς εἶναι μεγάλος καὶ θαυμαστός. Γιατί, πῶς δὲ σκέφτηκε ὅσα εἶναι φυσικὸ νὰ σκεφτεῖ γυναῖκα ἀλλόφυλη καὶ ἀπολίτιστη, ὅτι: «ἂν ἦταν προφήτης, δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀνάγκη μου; Ἂν ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὸν παρέβλεπε Ἐκεῖνος. Ἔστω ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τιμωροῦνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, αὐτὸς ὅμως ἀπὸ ποῦ καὶ γιατί;». Δὲν σκέφτηκε ὅμως τίποτα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ τοῦ ἄνοιξε τὸ σπίτι της, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν καρδιά της, καὶ ἔβαλε στὴ μέση ὅ,τι εἶχε καί, νικῶντας τὴ φύση καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὰ παιδιά της, προτίμησε ἀπὸ ὅλα τὸν προφήτη. Σκέψου λοιπὸν πόσο μεγάλη θὰ εἶναι ἡ τιμωρία μας, ὅταν ἀντέχουμε λιγότερο καὶ ἔχουμε λιγότερη δύναμη ἀπὸ γυναῖκα χήρα, πτωχή, ἀλλόφυλη, ἀπολίτιστη μητέρα παιδιῶν, ποὺ δὲν ἤξερε τίποτε ἀπὸ ὅσα ξέρουμε ἐμεῖς. Γιατί δὲν εἴμαστε καθόλου γενναῖοι, ἂν ἔχουμε τὸ σῶμα μας δυνατὸ· καθόσον γενναῖος εἶναι μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δύναμη ψυχική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι κατάκοιτος στὸ κρεβάτι. Χωρὶς τὴ δύναμη αὐτή, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατότερος ἀπὸ ἕνα μικρὸ κοριτσάκι καὶ μία ταλαίπωρη γριούλα ἀκόμη καὶ ἂν μετακινεῖ ὅρος μὲ τὴ σωματική του δύναμη. Αὐτὸς ἀντιπαλεύει μὲ ἄϋλα κακά, ἐνῶ ὁ ἄλλος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ τὰ ἀντικρύσει.

Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς γενναιότητας, βγάλε τὸ συμπέρασμα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ παράδειγμα. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἀνδρειότερο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ παράδειγμα; Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἀνδρειότερο ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναῖκα ποὺ στάθηκε γενναῖα καὶ ἀναδείχτηκε πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλους ἀπέναντι καὶ στὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καὶ στὸν ἐξαναγκασμὸ τῆς πείνας καὶ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου; Ἄκουσε λοιπὸν πῶς τὴν προβάλλει ὁ Χριστὸς· γιατί λέγει: «Ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν (:Σᾶς λέω ἐπίσης ἀληθινὰ ὅτι πολλὲς χῆρες ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἠλία στὸ ἰσραηλιτικὸ ἔθνος, ὅταν κλείστηκε ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔβρεξε γιὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες, καὶ εἶχε πέσει τότε μεγάλη πεῖνα σὲ ὅλη τὴ γῆ τῆς Παλαιστίνης· ὁ Θεὸς ὅμως σὲ καμία ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς γυναῖκες τῶν Ἰουδαίων δὲν ἔστειλε τὸν Ἠλία παρὰ μόνο στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας σὲ μιὰ γυναῖκα χήρα, ξένη καὶ ἄγνωστη σὲ αὐτόν)» [Λουκᾶ 4,25].

Νὰ πῶ κάτι μεγάλο καὶ καταπληκτικό; Αὐτὴ ἔκαμε στὸν τομέα τῆς φιλοξενίας κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ· γιατί δὲν ἔτρεξε σὲ ἀγέλη ὅπως ἐκεῖνος, ἀλλὰ μὲ τὴν μικρὴ παλάμη της ξεπέρασε ὅλους τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴ φιλοξενία τους. Ἐκεῖνος ἔβγαινε νικητής, γιατί ἔταξε σκοπό του αὐτό, ἐνῶ ἐκείνη βγῆκε νικήτρια, γιατί δὲν λυπήθηκε οὔτε τὰ παιδιά της γιὰ νὰ περιποιηθεῖ τὸν ξένο καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ προσδοκᾶ οὐράνια ἀγαθά. Ἐμεῖς ἀντίθετα, ἂν καὶ ἔχουμε μπροστά μας τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂν καὶ κινδυνεύουμε νὰ πᾶμε στὴν κόλαση, καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἂν καὶ ὁ Θεὸς ἔκαμε τόσα πολλὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ εὐφραίνεται καὶ χαίρεται γι᾿ αὐτή, βρισκόμαστε σὲ ἀδράνεια.

Μή, παρακαλῶ. Ἂς μοιράσουμε ἁπλόχερα, ἂς δώσουμε στοὺς φτωχοὺς ὅσα πρέπει νὰ τοὺς δώσουμε· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κρίνει μικρὴ ἢ μεγάλη τὴ συνεισφορὰ στοὺς φτωχούς, μὲ κριτήριο τὴν ποσότητά της, ἀλλὰ μὲ κριτήριο τὴν περιουσία τοῦ δωρητή. Πολλὲς φορὲς δηλαδὴ ἐσύ, ποὺ πρόσφερες ἑκατοντάδες κιλὰ χρυσοῦ, πρόσφερες λιγότερα ἀπὸ κάποιον ποὺ πρόσφερε ἕναν ὀβολό, ἀφοῦ ἐσὺ πρόσφερες ἀπὸ τὸ περίσσευμά σου. Πλὴν ὅμως ἔστω καὶ ἔτσι δίνε καὶ γρήγορα θὰ δώσεις περισσότερα.

Σκόρπισε χρήματα, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις φιλανθρωπία· γιατί αὐτὴ δὲν θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὰ χρήματα. Συνυπάρχει μὲ τὴν προσφορά τους, ὄχι μὲ τὴν παρουσία τους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκατοικοῦν ἡ φιλοχρηματία καὶ ἡ φιλανθρωπία. Οἱ σκηνές τους εἶναι χωριστές. Μὴν ἀγωνίζεσαι λοιπὸν νὰ συμβιβάσεις τὰ ἀσυμβίβαστα. Διῶξε τὴ βασανιστικὴ φιλαργυρία, ἂν θέλεις νὰ κερδίσεις τὴ βασίλισσα· γιατί ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἡ βασίλισσα, ποὺ ἀπὸ δούλους μᾶς μεταβάλλει σὲ ἐλεύθερους. Τὸ ἀντίθετο κάνει ἡ ἄλλη. Γι᾿ αὐτὸ ἂς φροντίσουμε μὲ πολλὴ προθυμία νὰ ἀποφύγουμε τὴ μιὰ καὶ νὰ καλοδεχόμαστε τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ κερδίσουμε ἐδῶ στὴ γῆ τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἀργότερα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν ὁποία εὔχομαι νὰ κερδίσουμε ὅλοι μας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΟΜΙΛΙΑ Κ΄

«Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγῆσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:Καὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος παρέχει σὲ ἀφθονία σπόρο στὸν γεωργὸ ποὺ σπέρνει, καὶ ψωμὶ γιὰ τροφὴ ὅλων μας, εἴθε νὰ χορηγήσει, νὰ εὐλογήσει καὶ νὰ πληθύνει τὴ σπορὰ τῶν χωραφιῶν σας καὶ τὰ ἄλλα ὑλικὰ ἀγαθά σας καὶ νὰ αὐξήσει ἔτσι τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἀγαθοεργίας σας πρὸς τοὺς ἄλλους)» [Β΄ Κορ. 9,10].

Προπάντων ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει κανεὶς τὴ σύνεση τοῦ Παύλου, ἐπειδὴ ἀφοῦ προέτρεψε μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, κάνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν ἀνταπόδοση, μιλῶντας γιὰ τὴν ἀμοιβὴ τῆς καθεμιᾶς. Ἡ φράση δηλαδή «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα (:Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς, ἡ φιλανθρωπία του μένει αἰώνια)» ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ ἀμοιβή. Ἀντίστοιχα, ἡ φράση: «Πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Εἴθε νὰ πληθύνει τὸν σπόρο σας)» δείχνει τὴν ὑλικὴ ἀνταπόδοση. Δὲν σταματάει ὅμως ἐδῶ, ἀλλὰ ξαναγυρίζει στὰ πνευματικὰ καὶ τὸ παραλληλίζει συνέχεια· γιατί ἡ φράση: «Αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:Ἂς αὐξήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας)» εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀμοιβή. Κάνοντας αὐτά, διανθίζει τὸν λόγο, ξεριζώνει τὴ δειλὴ καὶ ἀνόητη ἐκείνη σκέψη καὶ διαλύει μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν φόβο τῆς φτώχειας καὶ μάλιστα καὶ μὲ παράδειγμα τωρινό. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δίνει σὲ ἐκείνους ποὺ σπέρνουν τὴ γῆ, ἀφοῦ παρέχει ἄφθονα ἐκεῖνα ποὺ τρέφουν τὸ σῶμα, πολὺ περισσότερα δίνει σὲ ἐκείνους ποὺ καλλιεργοῦν τὸν οὐρανό, σὲ ἐκείνους ποὺ μεριμνοῦν γιὰ τὴν ψυχὴ· γιατί γι᾿ αὐτὰ θέλει νὰ φροντίζουμε περισσότερο. Αὐτὸ δὲν τὸ ἐκφράζει οὔτε μὲ συλλογισμό, οὔτε μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸ εἶπα ἐγώ, ἀλλὰ μὲ μορφὴ εὐχῆς καὶ ἔτσι γίνεται φανερὸς ὁ συλλογισμὸς καὶ τοὺς κάνει νὰ ἐλπίζουν περισσότερο ὄχι μόνο μὲ ὅσα διαπιστώνει ὅτι γίνονται, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα εὔχεται. «Εἴθε νὰ χορηγήσει», λέει, «καὶ νὰ πληθύνει τὸ σπόρο σας καὶ νὰ αὐξήσει τοὺς καρποὺς τῆς φιλανθρωπίας σας».

Καὶ ἐδῶ ὑπονοεῖ πάλι τὴν πλούσια ἀμοιβή, ἐπειδὴ τὸ «εἴθε νὰ πληθύνει καὶ νὰ αὐξήσει», αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει. Συγχρόνως ὅμως δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα· γιατί αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση «ψωμὶ γιὰ τροφή». Καὶ ἀσφαλῶς πρέπει κανεὶς νὰ τὸν θαυμάσει καὶ γι᾿ αὐτό, ποὺ τὸ ἀνέπτυξε καὶ προηγουμένως: ὅτι δηλαδὴ στὰ ἀπαραίτητα δὲν ἐπιτρέπει νὰ προστεθεῖ τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἐνῶ τὰ πνευματικὰ συμβουλεύει νὰ τὰ ἔχουμε μὲ πολλὴ περίσσεια. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε καὶ παραπάνω: «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν (:γιὰ νὰ ἔχετε αὐτάρκεια καὶ νὰ δίνετε ἁπλόχερα γιὰ κάθε καλὸ ἔργο)». Ἐνῶ ἐδῶ λέγει: «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγῆσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Ἐκεῖνος ποὺ χορηγεῖ ἄρτο γιὰ νὰ τρῶμε, ἂς χορηγήσει καὶ ἂς πληθύνει τὸν σπόρο σας)», δηλαδὴ τὸν πνευματικό. Καὶ δὲν ζητάει ἁπλῶς ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ἁπλόχερη ἐλεημοσύνη. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὀνομάζει συνεχῶς «σπόρο». Ἐπειδὴ ὅπως ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴ γῆ κάνει καταπράσινα τὰ χωράφια, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη παράγει πολλοὺς καρποὺς φιλανθρωπίας καὶ δημιουργεῖ ἀξιοθαύμαστα ἐπακόλουθα.

Καὶ ἀφοῦ εὐχήθηκε τόσο μεγάλη ἀφθονία, δείχνει ποῦ πρέπει νὰ τὴν ξοδέψουν, λέγοντας: «Ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ (:Ὥστε νὰ γίνεστε πλούσιοι σὲ καθετί, σὲ κάθε εἶδος γενναιοδωρίας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἀναπέμπουν εὐχαριστίες στὸν Θεὸ αὐτοὶ ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους τὶς συνεισφορές σας ποὺ θὰ τοὺς μεταφέρουμε)» [Β΄ Κορ. 9,11]. Ὄχι γιὰ νὰ ξοδεύετε ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ εἶναι εὐχάριστο γιὰ τὸν Θεὸ· γιατί ὁ Θεός μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε ἐξουσία σὲ μεγάλα πράγματα. Κράτησε τὰ μικρότερα γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ ἔδωσε σὲ ἐμᾶς τὰ μεγαλύτερα. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ἔχει ἐξουσία στὴν ὑλικὴ τροφή, ἐνῶ γιὰ τὴν νοητὴ ἄφησε τὴν ἐξουσία σὲ ἐμᾶς· γιατί ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἐξουσία νὰ δείξουμε πράσινα τὰ χωράφια τῆς ψυχῆς μας, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ βροχὲς οὔτε ἀπὸ κατάλληλες καιρικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ ἠθικὴ βούληση, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβεῖ ἀκόμη καὶ στὸν οὐρανό. Τὴν ἁπλοχεριὰ τὴν ὀνομάζει ἐδῶ «ἁπλότητα», ποὺ παράγει μὲ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα εὐχαριστία στὸν Θεό. Ἑπομένως, ἡ ἐνέργεια αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ αἰτία πολλῆς εὐχαριστίας, ἢ καλύτερα ὄχι μόνο εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων.

Συνεχίζοντας τὴν ἐπιστολὴ τὸ ἀναφέρει γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι πολλὰ τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα καὶ νὰ τοὺς κάνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πιὸ πρόθυμους. Ποιά εἶναι λοιπὸν αὐτὰ τὰ πολλά; Ἄκουσε ποὺ τὰ λέγει: «Ὃτι ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν (:Διότι ἡ διακονία αὐτῆς τῆς φιλάνθρωπης, εὐεργετικῆς καὶ ἱερῆς αὐτῆς ὑπηρεσίας ὄχι μόνο φτάνει μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ πληθώρα εὐχαριστιῶν πρὸς τὸν Θεό). Κι αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ εὐεργετοῦνται ἀπὸ σᾶς, μὲ τὴ διακονία αὐτὴ τῆς ἐλεημοσύνης σας ἀποκτοῦν πεῖρα γιὰ τὸ ποιοὶ εἶστε καὶ δοξάζουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὑποταγὴ σας στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ γενναιοδωρία ποὺ δείχνετε μὲ τὴ συμμετοχή σας στὶς ἀνάγκες τόσο τὶς δικές τους ὅσο καὶ γενικότερα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Κι αὐτοὶ προσεύχονται καὶ δέονται γιὰ σᾶς στὸν Θεό, καθὼς ποθοῦν πολὺ νὰ σᾶς δοῦν, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπέρμετρης χάρης ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς)» [ Β΄ Κορ. 9,12-14]. Καὶ ἰδοὺ τί ἐννοεῖ: «Πρῶτα πρῶτα ὄχι μόνο ἱκανοποιεῖτε τὶς ἀνάγκες τῶν ἁγίων [:τῶν Χριστιανῶν], ἀλλὰ τὶς ἱκανοποιεῖτε πλουσιοπάροχα, τοὺς προσφέρετε δηλαδὴ περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειάζονται. Ἔπειτα προσφέρετε ὕμνο στὸ Θεό, ἀφοῦ Τὸν ὑμνοῦν γιὰ τὴν ὑποταγὴ σας στὴν ὁμολογία τοῦ Εὐαγγελίου».

Καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς παρουσιάσει ὅτι εὐχαριστοῦν μόνο γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔλαβαν τὴν ἐλεημοσύνη, κοίταξε πῶς τοὺς ἐξυψώνει. Ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς Φιλιππησίους «δὲν ἐπιδιώκω νὰ μοῦ δώσετε», τὸ ἴδιο ὑποστηρίζει ὅτι ἰσχύει καὶ γι᾿ αὐτούς. «Χαίρονται βέβαια ποὺ ἱκανοποιεῖτε τὶς ἀνάγκες τους καὶ ἀνακουφίζετε τὴ φτώχεια τους, πολὺ περισσότερο ὅμως χαίρονται γιατί πιστέψατε καὶ ἐκτελεῖτε τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπόδειξη εἶναι ὅτι προσφέρετε μὲ τόση ἁπλοχεριά. Ἔτσι προστάζει τὸ Εὐαγγέλιο». «Καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας (:Καὶ γιὰ τὴν γενναιοδωρία ποὺ δείχνετε μὲ τὴ συμμετοχή σας στὶς ἀνάγκες τόσο τὶς δικές τους ὅσο καὶ γενικότερα ὅλων τῶν Χριστιανῶν)». «Δοξάζουν», λέει, «τὸν Θεό, γιατί εἶστε τόσο γενναιόδωροι ὄχι μόνο σὲ ἐκείνους, ἀλλὰ σὲ ὅλους». Καὶ εἶναι ἐπαινετικὸ γι᾿ αὐτούς, τὸ ὅτι εὐχαριστοῦν καὶ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη πρὸς ἄλλους. «Δὲν εὐχαριστοῦν», λέει, «μόνο γιὰ ὅσα πῆραν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα πῆραν οἱ ἄλλοι». Ἂν καὶ βρίσκονται σὲ μεγάλη φτώχεια, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ ἐνάρετοι· γιατί δὲν ὑπάρχει οἱ φτωχοὶ ζηλεύουν ὅσο κανένας ἄλλος. Ἐκείνους ὅμως δὲν τοὺς ἔπιασε αὐτὸ τὸ πάθος, καὶ τόσο ἀπέχουν νὰ θλίβονται γιὰ ὅσα δίνετε σὲ ἄλλους, ὥστε χαίρουν ὄχι λιγότερο ἀπὸ ὅσο χαίρονται γιὰ ὅσα παίρνουν οἱ ἴδιοι. «Καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν (:Καὶ αὐτοὶ προσεύχονται καὶ δέονται γιὰ ἐσᾶς στὸν Θεὸ)»· «γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη εὐχαριστοῦν», λέγει ὁ Παῦλος, «τὸν Θεό. Γιὰ τὴν δική σας ἀγάπη καὶ τὴν δική σας συμβολὴ Τὸν παρακαλοῦν νὰ ἀξιωθοῦν νὰ σᾶς δοῦν. Αὐτὸ τὸ ποθοῦν πολὺ ὄχι γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους τὴ χάρη ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός».

Εἶδες τὴ σύνεση τοῦ Παύλου, πῶς τοὺς ἐξύψωσε καὶ ἔπειτα ἀπέδωσε τὴν ἐξύψωση στὸ Θεὸ καὶ τὴ χαρακτήρισε «χάρη ἀπὸ τὸν Θεό»; Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶπε μεγάλους ἐπαίνους γι᾿ αὐτούς, καὶ τοὺς εἶπε λειτουργοὺς καὶ τοὺς ἀνέβασε ψηλά -σὰν νὰ τελοῦσαν ἐκεῖνοι ἱεροτελεστία καὶ ἐκεῖνος νὰ τοὺς ὑπηρετοῦσε- καὶ τοὺς ἀποκάλεσε ἐκλεκτούς, δείχνει ὅτι αἴτιος ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἀπευθύνει πάλι μαζί τους εὐχαριστίες στὸ Θεὸ λέγοντας: «Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγὴτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ (:Ἄς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δωρεὰ Του, τὸ μέγεθος τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ λόγια)». Λέγοντας «δωρεὰ» ἐννοεῖ ἐδῶ καὶ τὰ πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποκτοῦν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ ὅσοι τὴν δίνουν καὶ ὅσοι τὴν παίρνουν. Ἢ ἐννοεῖ τὰ μυστηριακὰ ἀγαθά, ποὺ πρόσφερε μὲ πολλὴ προθυμία σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιὸ πιθανὸ· γιατί, γιὰ νὰ τοὺς συγκρατήσει καὶ γιὰ νὰ τοὺς κάνει πιὸ πρόθυμους, τοὺς θυμίζει τί τοὺς χάρισε ὁ Θεὸς· γιατί ἡ ὑπενθύμιση αὐτὴ προτρέπει ἄριστα σὲ κάθε ἀρετή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁλοκλήρωσε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ἐπιστολῆς. Καὶ ἀφοῦ εἶναι ἀπερίγραπτη ἡ δωρεά, τί θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθμίσει τὴν ἀνοησία ἐκείνων ποὺ περιεργάζονται τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Καὶ δὲν εἶναι ἀπερίγραπτη μόνο ἡ δωρεὰ Του, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρήνη, μὲ τὴν ὁποία συμφιλίωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ δὲ χωρεῖ σὲ ἀνθρώπινο νοῦ.

Ἀφοῦ λοιπόν μᾶς εὐεργέτησε τόσο, ἂς φροντίσουμε νὰ δείξουμε στὴ ζωή μας ἀντάξια ἀρετὴ καὶ νὰ δίνουμε μεγάλη σημασία στὴν ἐλεημοσύνη. Καὶ θὰ δίνουμε σημασία, ἂν ἀποφεύγουμε τὶς καταχρήσεις, τὴ μέθη, τὴ λαιμαργία· γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε καὶ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ πιοτὰ ὄχι γιὰ καταχρήσεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ τρεφόμαστε. Τὸ μεθύσι δὲν τὸ φέρνει τὸ κρασί. Ἂν τὸ ἔφερνε, θὰ μεθοῦσαν ὅλοι. Θὰ ἔλεγε ὅμως κάποιος: «Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ μεθύσι τὸ πολὺ κρασί». Αὐτὲς εἶναι προφάσεις τῶν μέθυσων. Γιατί, ἀφοῦ τώρα ποὺ βλάπτει τὸ πολὺ δὲν ἀποφεύγεις τὴν κατάχρηση, ἀφοῦ εἶναι τόσο ἐξευτελιστικὴ καὶ ἐπιζήμια καὶ παρόλα αὐτὰ δὲ νικᾶς αὐτὴν τὴν ἄθλια ἐπιθυμία, πῶς θὰ σταματοῦσες τὴν κατάχρηση ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ πίνεις πολὺ καὶ νὰ μὴν παθαίνεις τίποτα; Ἄραγε δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσες νὰ γίνουν καὶ τὰ ποτάμια κρασί; Δὲν θὰ κατέστρεφες καὶ δὲ θὰ ἐξαφάνιζες τὰ πάντα; Ἀφοῦ ὑπάρχει μέτρο τροφῆς πού, ἂν τὸ ξεπεράσουμε, βλαπτόμαστε, καὶ παρόλα αὐτὰ δὲν ἀνέχεσαι τὸ χαλινό, ἀλλὰ τὸν σπάζεις καὶ τρῶς τὰ πάντα, γιὰ νὰ ὑπηρετήσεις τὴν ἄθλια ἐξουσία τῆς λαιμαργίας, τί δὲν θὰ ἔκανες, ἂν ἐξαφανιζόταν αὐτὸ τὸ μέτρο τῆς φύσεως; Δὲν θὰ θυσίαζες ὅλο σου τὸν καιρὸ γι᾿ αὐτό; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνεις τόσο δυνατὴ αὐτὴ τὴν παράλογη ἐπιθυμία καὶ νὰ μὴν ἐξουδετερώσεις τὶς βλάβες τῆς κατάχρησης;

Καὶ πόσες ἄλλες βλάβες δὲ γεννήθηκαν ἀπὸ αὐτή; Πόσο ἀνόητοι εἶναι ἐκεῖνοι πού, ἐνῶ κυλιοῦνται στὸ μεθύσι καὶ στὶς ἄλλες ἀσωτίες σὰν νὰ κυλιοῦνται στὴ λάσπη, ὅταν συνέλθουν λίγο, δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο, ἀλλά, ἀντὶ νὰ ἐπικρίνουν τὰ σφάλματά τους, ἀναρωτιοῦνται γιατί τὸ πιοτὸ ὁδηγεῖ σὲ αὐτὸ τὸ κατάντημα. Ἀντὶ νὰ λὲς λοιπόν: «Γιατί ἔθεσε ὅρια ὁ Θεός, γιατί δὲν γίνονται ὅλα χωρὶς μέτρο;» πές: «Γιατί δὲν σταματᾶμε νὰ μεθᾶμε; Γιατί δὲν σταματᾶμε τὶς καταχρήσεις; Γιατί εἴμαστε πιὸ ἀνόητοι καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα;». Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ συζητᾶμε μεταξύ μας καὶ νὰ ἀκοῦμε τὴν ἀποστολικὴ φωνὴ καὶ νὰ γνωρίζουμε πόσες εὐεργεσίες τῆς ἐλεημοσύνης δείχνουν αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ νὰ ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὸν τὸν θησαυρό. Γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, αὐτό μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ περιφρονοῦμε τὰ χρήματα καὶ συμβάλλει στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ θερμαίνει τὴν ἀγάπη καὶ μᾶς κάνει μεγαλόψυχους καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ λειτούργημα τοῦ ἱερέα, ποὺ προσφέρει μεγάλη ἀνταμοιβή. Γιατί ὁ ἐλεήμονας δὲν φοράει μακρὺ ἔνδυμα, δὲν περιφέρεται φορτωμένος μὲ στολίδια, δὲν στολίζει τὸ κεφάλι του μὲ στεφάνι, ἀλλὰ φοράει τὴ στολὴ τῆς φιλανθρωπίας, ποὺ εἶναι πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ τὴ στολὴ τοῦ ἱερέα, ἀλείφεται μὲ λάδι ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ αἰσθητὰ ὑλικά, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγαθοποιὸ Πνεῦμα, καὶ τὸ στεφάνι του εἶναι δημιούργημα τῆς φιλανθρωπίας του.

«Σὲ στεφανώνει ὁ Θεός», λέει ὁ Ψαλμωδός, «μὲ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Του» [Ψαλμ. 102,4: «Τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς»]. Καὶ ἀντὶ νὰ φοράει στεφάνι μὲ τὴ λέξη Θεός, γίνεται ὁ ἐλεήμονας ἴσος μὲ τὸν Θεό. Πῶς ὅμως; «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὔχεστε στὸν Θεὸ τὸ καλὸ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταριοῦνται, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν καὶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ σᾶς μεταχειρίζονται ὑβριστικὰ καὶ περιφρονητικὰ καὶ σᾶς καταδιώκουν ἄδικα, ἀκόμη κι ὅταν ὁ διωγμός τους αὐτός σᾶς γίνεται γιὰ τὶς θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Γιὰ νὰ μοιάσετε ἔτσι καὶ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς· διότι καὶ Αὐτὸς τὸν ἥλιο, ποὺ εἶναι δικὸς Του, τὸν ἀνατέλλει χωρὶς διακρίσεις σὲ πονηροὺς καὶ καλούς, καὶ βρέχει τὴ βροχὴ Του σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους)» [Ματθ. 5,45], λέγει.

Θέλεις νὰ δεῖς καὶ τὸ θυσιαστήριο τοῦ ἐλεήμονος ἀνθρώπου; Δὲν τὸ ἔκτισε ὁ Βεσελεήλ [:σύγχρονος τοῦ Μωυσῆ· ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε γιὰ νὰ κατευθύνει τὸ ἔργο τῆς κατασκευῆς τῆς Σκηνῆς καὶ τῶν ἐξαρτημάτων της, τῆς Κιβωτοῦ καὶ τοῦ χάλκινου θυσιαστηρίου, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἀρχιερέα καὶ τῶν ἱερέων], οὔτε κανένας ἄλλος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι μὲ πέτρες, ἀλλὰ μὲ ὕλη λαμπρότερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ ψυχὲς λογικές. Στὰ ἅγια τῶν ἁγίων μπαίνει ὁ ἱερέας. Μπορεῖς, κάνοντας τὴ θυσία αὐτή, νὰ μπεῖς στὸ ἱερότερο χῶρο ὅπου δὲν ὑπάρχει κανένας παρὰ μόνο ὁ Πατέρας σου, ἐκεῖνος ποὺ σὲ βλέπει κρυφά, ἐκεῖ ποὺ δὲν σὲ βλέπει κανένας ἄλλος. «Μὰ πῶς εἶναι δυνατό», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς, «νὰ μὴ σὲ βλέπει κανένας, ἀφοῦ τὸ θυσιαστήριο βρίσκεται σὲ δημόσιο χῶρο;». Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι αὐτό, ὅτι τότε ἔκρυβαν τὴ θέα τῶν ἱερῶν σκευῶν οἱ θύρες καὶ τὸ παραπέτασμα, τώρα εἶναι δυνατὸ νὰ θυσιάζεις δημόσια, ὅπως στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ νὰ εἶναι ἡ θυσία αὐτὴ πιὸ μυστηριακή. Γιατί, ὅταν δὲν κάνεις κάτι γιὰ ἐπίδειξη, καὶ ἂν ἀκόμη σὲ βλέπει ὅλη ἡ οἰκουμένη, δὲ σὲ βλέπει κανένας, ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν τὸ ἔκανες γιὰ νὰ σὲ δοῦν. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπε ἁπλῶς «μὴν ἐλεεῖτε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ πρόσθεσε «γιὰ νὰ σᾶς δοῦν καὶ νὰ σᾶς θαυμάσουν καὶ νὰ σᾶς ἐπαινέσουν» [βλ. Ματθ. 6,1: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς»]. Αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου. Σεβάσου το. Στὸ ἀνθρώπινο σῶμα θυσιάζεις τὸ ἱερὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο εἶναι πιὸ φρικτὸ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ τωρινό, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ προχριστιανικό.

Ἀλλὰ μὴν ξαφνιαστεῖτε. Τὸ τωρινὸ θυσιαστήριο εἶναι θαυμαστὸ ἐξ αἰτίας τῆς Θυσίας ποὺ γίνεται ἐπάνω του. Τὸ θυσιαστήριο τοῦ ἐλεήμονα δὲν εἶναι θαυμαστὸ γι᾿ αὐτὸ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θυσία αὐτή. Εἶναι ἐπίσης θαυμαστὸ τὸ πρῶτο, γιατί εἶναι κτισμένο μὲ πέτρες, ἀλλὰ γίνεται ἅγιο, γιατί δέχεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ δεύτερο ὅμως εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε πιὸ μυστηριακὸ εἶναι αὐτό, ὅπου εἶσαι παρὼν ἐσὺ ὁ λαϊκός.

Ἑπομένως πῶς σοῦ φαίνεται ὁ Ἀαρῶν σὲ σύγκριση μὲ αὐτά; Πῶς τὸ στεφάνι; Πῶς οἱ καμπάνες καὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων; Τί χρειάζεται λοιπὸν νὰ κάνουμε σύγκριση μὲ τὸ παλιὸ θυσιαστήριο, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε τόσο λαμπρὸ καὶ κατὰ τὴ σύγκρισή του μὲ τὸ τωρινό; Ἐσὺ σέβεσαι τὸ τωρινὸ θυσιαστήριο, γιατί δέχεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ συμπεριφέρεσαι περιφρονητικὰ σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν βλέπεις μὲ ἀδιαφορία νὰ χάνεται. Αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο μπορεῖς νὰ τὸ δεῖς στημένο παντοῦ, καὶ σὲ στενοὺς δρόμους καὶ σὲ ἀγορές, καὶ νὰ γίνονται θυσίες πάνω σὲ αὐτὸ κάθε ὥρα. Γιατί καὶ σὲ αὐτὸ γίνεται θυσία. Καὶ ὅπως στέκεται ὁ ἱερέας καὶ ἐπικαλεῖται τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι καὶ ἐσὺ ἐπικαλεῖσαι τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ὅμως μὲ τὴ φωνή σου, ἀλλὰ μὲ τὶς πράξεις σου· γιατί τίποτα δὲν διατηρεῖ καὶ δὲν ἀνάβει περισσότερο τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος, ὅσο αὐτὸ τὸ λάδι, ἂν χύνεται ἄφθονο.

Καὶ ἂν θέλεις νὰ δεῖς τί γίνονται οἱ προσφορές σου, ἔλα νὰ σοῦ τὸ δείξω καὶ αὐτό. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ καπνός; Ποιά εἶναι ἡ μυρωδιὰ αὐτοῦ τοῦ θυσιαστηρίου; Ἡ δόξα καὶ ἡ εὐχαριστία. Καὶ ὡς ποῦ φθάνει; Ἄραγε ὡς τὸν οὐρανό; Ὄχι. Ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ φθάνει μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου (:Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου)», λέγει, «ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ καὶ ὡς μιὰ ἐνθύμηση γιὰ νὰ μὴν σὲ ξεχνᾶ ποτέ)» [Πράξ. 10,4].

Ἡ μυρωδιὰ τῶν αἰσθήσεών μας δὲν διασχίζει οὔτε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἀέρα. Ἡ μυρωδιὰ αὐτὴ ἀνοίγει τὶς ἴδιες τὶς πύλες τῶν οὐρανῶν. Ἐσὺ δὲν λὲς σὲ κανένα τίποτα. Ἡ πράξη σου ὅμως φωνάζει καὶ γίνεται θυσία δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, ὄχι θυσία σφαγμένου μοσχαριοῦ οὔτε καμμένου δέρματος, ἀλλὰ πνευματικῆς ψυχῆς, ποὺ προσφέρει τὰ δικά της. Γιατί ἡ θυσία αὐτὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε φιλανθρωπία. Ὅταν δεῖς τέτοιο φτωχό, ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ τὸν περιφρονήσεις, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Καὶ ἂν δεῖς ἄλλον νὰ τὸν περιφρονεῖ, ἐμπόδισέ τον, βοήθησε· γιατί ἔτσι θὰ μπορέσεις νὰ ἔχεις καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν Θεὸ βοηθὸ καὶ νὰ κερδίσεις τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἄλλου κόσμου, τὰ ὁποῖα εὔχομαι νὰ τὰ κερδίσουμε ὅλοι μας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου