ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 12,13-21]
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
στὸ χωρίο «Καθελῶ μοῦ τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» (:Λουκᾶ 12, 18)
[Παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου]
Παράδειγμα γιὰ τὸ πρῶτο εἶδος τῶν πειρασμῶν εἶναι ὁ μέγας Ἰώβ. Αὐτὸς ὁ ἀκαταμάχητος ἀθλητής, ἀντιμετώπισε μὲ ἀκατάβλητο ψυχικὸ σθένος καὶ ἀκλόνητη γενναιότητα καρδιᾶς ὅλη τὴ χειμαρρώδη διαβολικὴ ἐπιθετικότητα καὶ βία ἐναντίον του, καὶ ἀναδείχθηκε τόσο ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ὅσο ἦταν μεγάλα καὶ ἀνυπέρβλητα τὰ ἀγωνίσματα ποὺ τοῦ παρουσίασε ὁ ἐχθρός.
Παραδείγματα τώρα γιὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν εὐημερία, ὑπάρχουν πολλά. Ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀντιμετώπισε, ὅμως ἀνεπιτυχῶς, καὶ ὁ ἄφρονας πλούσιος τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ μόλις τώρα ἀναγνώσαμε.
Ὁ πλούσιος αὐτός, ἐνῶ εἶχε πολλὰ πλούτη στὴ διάθεσή του, ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποκτήσει περισσότερα. Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δὲν τὸν καταδίκασε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀγνώμονα συμπεριφορά του, ἀλλὰ πάντοτε στὸν ὑπάρχοντα πλοῦτο του πρόσθετε καὶ ἄλλον, μήπως τυχὸν κάποτε ἐπερχόταν κορεσμὸς στὴν ψυχή του καὶ ὁδηγεῖτο στὴν ἡμερότητα καὶ στὴν ἀνθρωπιά.
Ἄς δοῦμε ὅμως τί μᾶς λέει τὸ χωρίο αὐτό: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου (:Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια ἀπέδωσαν ἄφθονη σοδειὰ καὶ μεγάλη παραγωγή. Ἀντὶ ὅμως νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ κι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὐφορία αὐτή, συλλογιζόταν μέσα του, ἀγωνιοῦσε καὶ ἀναστατωνόταν λέγοντας: ''Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου ποὺ μοῦ περισσεύουν; Θέλω νὰ γίνουν ὅλοι δικοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος μου)» [Λουκ. 12,16-17].
Καὶ ἔπειτα ἀπὸ μεγάλο ταλανισμὸ καὶ βαθιὰ περισυλλογή, εἶπε: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου (:Αὐτὸ θὰ κάνω: Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες καὶ πιὸ εὐρύχωρες. Καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου καὶ σὰν ἄνθρωπος ποὺ μόνο τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς γνώρισα θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: ''Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σοῦ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι πλέον γιὰ τίποτε, ἀλλὰ ἀπόλαυσε μία ζωὴ ἀναπαυτική· φάε, πιές, γέμισε χαρά'')» [Λουκ. 12,18-19].
Γιατί ὅμως νὰ ἔχουν τόση μεγάλη σοδειὰ τὰ χωράφια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ κάνει κανένα καλὸ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ μάζευε; Αὐτὸ ἔγινε, γιὰ νὰ φανεῖ καθαρότερα ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιό σημεῖο ἐκτείνεται ἡ ἀγαθότητά Του. Διότι καὶ ὁ Κύριος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:τὸν ἥλιο, ποὺ εἶναι δικός Του, τὸν ἀνατέλλει χωρὶς διακρίσεις σὲ πονηροὺς καὶ καλούς, καὶ βρέχει τὴ βροχή Του σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους)» [Ματθ. 5,45].
Ἡ ἀγαθότητα ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἐπισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση γιὰ τοὺς πονηρούς. Τί ἔκανε ὁ Θεὸς στὴν περίπτωση τοῦ ἄφρονα πλούσιου; Ἔριξε τίς βροχές, στὴ γῆ ποὺ καλλιέργησαν τὰ χέρια τοῦ πλεονέκτη. Ἔδωσε τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ βλαστήσουν οἱ σπόροι καὶ νὰ πολλαπλασιαστοῦν οἱ καρποὶ μὲ τὴν εὐφορία. Ὅλα λοιπὸν ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι πάρα πολὺ καλά· διότι ὁ Θεὸς προσφέρει κατάλληλη γῆ, εὔκρατες καταστάσεις ἀέρων, ἄφθονα σπέρματα, τὴ συνεργία τῶν βοδιῶν γιὰ τὸ ὄργωμα τῶν χωραφιῶν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα συντελοῦν στὸ νὰ ἀκμάζει ἡ γεωργία.
Τί στάση κράτησε ὅμως ὁ πλούσιος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀπέναντι σ᾿ ὅλα αὐτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ἀνελεημοσύνη, ἄρνηση κάθε προσφορᾶς πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Αὐτὰ ἀντιπαρέθεσε πρὸς ἐκεῖνα ποὺ τοῦ παραχώρησε ὁ Εὐεργέτης του. Δὲν σκέφτηκε ὅτι θὰ ἤτανε καλὸ νὰ διαμοιράσει τὸ πλεόνασμα στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς του. Δὲν λογάριασε καθόλου τὴν ἐντολὴ ποὺ λέει: «Μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν (:Μὴν ἀποφύγεις, ἀπὸ ἔλλειψη ἀγάπης, νὰ βοηθήσεις τὸν πτωχό, ἐφόσον μπορεῖ τὸ χέρι σου νὰ δώσει βοήθεια)» [Παροιμ. 3,27]· καὶ «Ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν (:Οἱ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ πίστη πρὸς τὸν Θεό, ποτὲ ἂς μὴ σὲ ἀφήσουν. Νὰ τίς δέσεις σὰν περιλαίμιο, ποὺ θὰ ἐφάπτεται στὸν λαιμό σου, νὰ τίς χαράξεις στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ βρεῖς χάρη παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις)» [Παροιμ. 3,3]. Ἐπίσης, λησμόνησε τὴν προτροπὴ ποὺ λέει: «Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει (:Κόβε τὸ ψωμί σου καὶ μοιράσου το μὲ τὸν φτωχὸ καὶ βάλε ἀστέγους στὸν οἶκο σου· ἐὰν δεῖς γυμνό, ντῦσε τον. Καὶ ἀπέναντι στοὺς δικούς σου μὴ δείξεις ἀδιαφορία καὶ καταφρόνηση)» [Ἠσ. 58,7].
Ἔτσι, ἂν καὶ ὅλοι οἱ προφῆτες καὶ οἱ διδάσκαλοι τὸ διαλαλοῦσαν, ὅμως δὲν εἰσακούονταν ἀπὸ τὸν πλούσιο. Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἀποθῆκες ἔσπαζαν ἀπὸ τὰ ἀποθηκευμένα ἀγαθά, ἡ ἄπληστη καρδιά του δὲν χόρταινε· διότι, μὲ τὸ νὰ προσθέτει πάντοτε τὰ νέα εἰσοδήματα στὰ παλαιὰ καὶ μὲ τὸ νὰ αὐξάνει μὲ τίς ἐτήσιες συγκομιδὲς τὸν πλοῦτο του, ἔφθασε στὸ ἀδιέξοδο καὶ ἔπεσε σὲ ἄγχος καὶ ἀμηχανία. Ἡ πλεονεξία δηλαδὴ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ θυσιάσει κάτι ἀπὸ τὰ παλαιὰ εἰσοδήματα καὶ ἔτσι δὲν εἶχε πιὰ τὴ δυνατότητα νὰ διευθετήσει τὰ νέα, λόγῳ τοῦ μεγάλου πληθωρισμοῦ καὶ τῆς παραγωγῆς. Γι᾿ αὐτὸ τὰ σχέδιά του ἦταν ἀνεφάρμοστα καὶ οἱ φροντίδες ἀνυπέρβλητες.
«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; (:Τί νὰ κάνω μὲ τὴν πλούσια σοδειά μου ποὺ δὲ χωράει πιὰ οὔτε στὶς ἀποθῆκες μου;)», σκεφτόταν βασανισμένος ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴν τὴν ἀπληστία του. Ποιός δὲν θὰ οἴκτιρε αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο, ποὺ εἶχε πέσει σὲ τέτοια βασανιστικὴ μέριμνα καὶ σκλαβιά; Δύστυχος καὶ ταλαίπωρος μπροστὰ στὴ μεγάλη σοδειά. Ἀξιολύπητος ὡς πρὸς τὴ διαχείριση τῶν ἀγαθῶν τοῦ παρόντος κόσμου. Ἀκόμη πιὸ ἀξιολύπητος ὅμως ὡς πρὸς τὰ ἀγαθὰ τὰ προσδοκώμενα.
Ἡ γῆ τελικὰ φαίνεται πὼς στὴν οὐσία δὲν ἀποδίδει γιὰ τὸν πλούσιο εἰσοδήματα. Ἀναβλαστάνει γι᾿ αὐτὸν στεναγμούς. Δὲν τοῦ συγκεντρώνει εὐφορία καρπῶν, ἀλλὰ μέριμνες, στενοχώριες καὶ φοβερὸ ἄγχος. Θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται παρόμοια μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι φτωχοί. Μήπως καὶ αὐτὸς ποὺ πιέζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια δὲν βγάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιά του τὴν ἴδια κραυγή; «Τί νὰ κάνω; Ποῦ νὰ βρῶ τροφὲς γιὰ τὴν οἰκογένειά μου; Ποῦ νὰ βρῶ ἐνδύματα;». Τὰ ἴδια λέει καὶ ὁ πλούσιος. Ὀδύνη ἔχει στὴν καρδιά του. Τὸν κατατρώει ἡ μέριμνα. Αὐτὸ ποὺ εὐφραίνει τοὺς ἄλλους, αὐτὸ λιώνει τὸν πλεονέκτη· διότι δὲν χαίρεται ποὺ τὸ σπίτι του εἶναι γεμᾶτο ἀπ᾿ ὅλα, ἀλλὰ κεντᾷ τὴν ψυχή του ὁ πλοῦτος ποὺ ξεχειλίζει καὶ ξεχύνεται ἄφθονος. Ἡ ἔννοιά του εἶναι τί θὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Ὁ τρόμος του εἶναι μήπως, καθὼς ξεχειλίζει ὁ πλοῦτος του, χυθεῖ πρὸς τοὺς ἔξω καὶ γίνει ἀφορμὴ νὰ ἐλεηθεῖ κάποιος φτωχός...
2. Στ᾿ ἀλήθεια, μοῦ φαίνεται πὼς τὸ πάθος του μοιάζει μὲ τὸ πάθος τῶν γαστρίμαργων, ποὺ προτιμοῦν νὰ σκάσουν καλύτερα, παρὰ νὰ δώσουν κάτι ἀπὸ ὅσα τοὺς περισσεύουν στοὺς φτωχούς.
Ἄνθρωπε, ἔλα στὸν ἑαυτό σου καὶ σκέψου Ἐκεῖνον ποὺ σοῦ χορηγεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Σκέψου ποιός εἶσαι. Ἀναλογίσου σὲ πόσα πράγματα σὲ κατέστησε οἰκονόμο ὁ Θεός· ἀπὸ Ποιόν τὰ ἔλαβες· γιατί προτίμησε ἐσένα μέσα σὲ τόσους ἀνθρώπους. Εἶσαι ὑπηρέτης ἀγαθοῦ καὶ φιλάνθρωπου Θεοῦ. Εἶσαι οἰκονόμος τῶν συνανθρώπων σου. Μὴ θεωρεῖς ὅτι ὅλα αὐτὰ δόθηκαν γιὰ τὴ δική σου γαστέρα. Γι᾿ αὐτὰ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, νὰ σκέπτεσαι σὰν νὰ εἶναι ξένα. Σὲ εὐφραίνουν γιὰ λίγο χρόνο, ἔπειτα διαλύονται καὶ χάνονται. Γι᾿ αὐτὰ ὅλα ὅμως θὰ σοῦ ζητηθεῖ λόγος μὲ πολὺ μεγάλη ἀκρίβεια. Παρὰ ταῦτα, ἐσὺ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχεις ἀμπαρώσει μὲ θύρες καὶ κλειδαριές. Τὰ ἀσφάλισες καλὰ καὶ ἐπαγρυπνεῖς καὶ μεριμνᾷς καὶ φροντίζεις καὶ σκέπτεσαι, ἔχοντας ὡς ἀσύνετο σύμβουλο τὸν ἑαυτὸ σου· «Τί ποιήσω; (:Τί θὰ κάνω;)».
Ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ ἀπαντήσει ὁ πλεονέκτης αὐτὸς πλούσιος στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ πεῖ: «Θὰ χορτάσω τίς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ πεινοῦν. Θὰ ἀνοίξω τίς ἀποθῆκες καὶ θὰ προσκαλέσω ὅλους τοὺς φτωχούς. Θὰ μιμηθῶ τὸν Ἰωσὴφ στὴ φιλανθρωπία. Θὰ κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στοὺς ἀναγκεμένους: «Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτων, ἔλθετε πρὸς με· τῆς παρὰ Θεοῦ δεδομένης, χάριτος τὸ ἀρκοῦν ἕκαστος, οἶον ἐκ κοινῶν πηγῶν συμμεθέξοντες (:Ὅσοι δὲν ἔχετε ψωμὶ καὶ πεινᾶτε, ἐλᾶτε σε μένα. Ὁ καθένας νὰ πάρει ἀπὸ τὴν ἄφθονη δωρεὰ ποὺ μοῦ παραχώρησε ὁ Θεός· σὰν ἀπὸ κοινὴ πηγή, νὰ πάρει ὅσο τοῦ χρειάζεται καὶ τοῦ εἶναι ἀρκετό'')» [Γέν. 47,11 κ.ε.].
Ἀλλὰ ἐσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δὲν εἶσαι τέτοιος. Ποῦ νὰ τὰ βρεῖς ἐσὺ αὐτὰ τὰ λόγια; Ἐσὺ φθονεῖς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν τοὺς δεῖς κάτι νὰ ἀπολαμβάνουν. Ἐσὺ σκέφτεσαι πονηρὰ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου καὶ φροντίζεις, ὄχι πῶς θὰ δώσεις στοὺς ἄλλους τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ πῶς θὰ τὰ ἀποθηκεύσεις καὶ θὰ τὰ στερήσεις ἀπ᾿ αὐτούς.
Βρίσκονταν μπροστά του αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔπαιρναν τὴν ψυχή του καὶ αὐτὸς συζητοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Τὴ νύκτα αὐτὴ θὰ παραλάμβαναν τὴν ψυχή του καὶ αὐτὸς εἶχε τὴν ψευδαίσθηση πὼς θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια καὶ θὰ ἀπολαμβάνει. Τοῦ δόθηκε χρόνος νὰ σκεφθεῖ τὸ καθετὶ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀπόφαση ποὺ ἄξιζε στὴν προαίρεσή του.
3. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ κάνεις ἐσύ, ἀδελφέ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε νὰ μοιάσουμε στὸν ἄφρονα πλούσιο. Νὰ μιμηθεῖς τὴ γῆ, ἀγαπητέ μου. Νὰ καρποφορήσεις ὅπως ἐκείνη. Νὰ μὴ φανεῖς κατώτερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γῆ.
Ἡ γῆ ἐκτρέφει τοὺς καρπούς της, ὄχι γιὰ τὴ δική της ἀπόλαυση, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική σου ἐξυπηρέτηση. Ἐσὺ ὅμως, ἂν κάνεις κάποιο καλὸ ἔργο, ἂν δείξεις ἀγάπη σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη, ἡ Χάρη δὲν θὰ δοθεῖ σὲ κάποιον ἄλλον, ἀλλὰ ἐσένα θὰ ἐπισκιάσει· διότι πρέπει νὰ ξέρεις ὅτι γιὰ κάθε φιλόστοργη καὶ ἐλεήμονα κίνησή μας πρὸς τὸν πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνοιγόμαστε πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ δείχνουμε ἀγάπη. Δίνεις λ.χ. σὲ αὐτὸν ποὺ πεινᾷ. Ἐσὺ κερδίζεις μὲ αὐτὸ ποὺ δίνεις, διότι παίρνεις πολλὴ Χάρη. Εἶναι ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πού, ὅταν πέσει στὴ γῆ, πολλαπλασιάζεται καὶ γίνεται πηγὴ πλουτισμοῦ γιὰ τὸν σπορέα. Ἔτσι καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ δόθηκε στὸν φτωχό, φέρνει ἐκ τῶν ὑστέρων πλούσια τὴν ὠφέλεια σὲ αὐτὸν ποὺ τὸ πρόσφερε, στὸν ἐλεήμονα. Ἄς εἶναι λοιπὸν γιὰ σένα ἡ συγκομιδὴ τῆς γεωργικῆς σου ἐργασίας, ἀρχὴ τῆς ἐπουράνιας σπορᾶς· διότι καὶ ἡ Γραφὴ λέει: «Σπείρατε γὰρ ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην (:Σπείρετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας δικαιοσύνη)» [Ὠσ. 10,12].
Γιατί λοιπὸν ἀδημονεῖς καὶ ἄγχεσαι; Γιατί πιέζεις καὶ τσακίζεις τὸν ἑαυτό σου, προσπαθῶντας νὰ περικλείσεις τὸν πλοῦτο σου μὲ πηλὸ καὶ πλίνθους; «Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή (:Προτιμότερο εἶναι τὸ καλὸ ὄνομα, ἡ καλὴ ὑπόληψη, ἀπὸ τὸν πολὺ πλοῦτο. Ἀνώτερη δὲ ἀπὸ τὸ ἀργύριο καὶ τοὺς ἄλλους θησαυροὺς εἶναι ἡ ἀγαθὴ καὶ εὐμενὴς διάθεση τῆς καρδίας)» [Παρ. 22,1].
Ἄν ὅμως θαυμάζεις καὶ καμαρώνεις γιὰ τὰ χρήματα, ἐπειδὴ λαμβάνεις τιμὲς ἀπ᾿ αὐτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σοῦ ἐπιφέρει τὸ νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιῶν, παρὰ νὰ ἔχεις στὸ βαλάντιό σου μύρια χρυσὰ νομίσματα. Τὰ χρήματα βέβαια, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, θὰ τὰ ἀφήσεις ἐδῶ, σὲ αὐτὴ τὴ γῆ, τὴν ὑπόληψη ὅμως γιὰ τὰ καλά σου ἔργα, θὰ τὴν ἀποκομίσεις στὸν Δεσπότη, ὅταν ὁλόκληρος λαὸς θὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν κοινὸ Κριτὴ καὶ θὰ σὲ ὀνομάσει τροφέα του, εὐεργέτη καὶ φιλάνθρωπο.
Δὲν βλέπεις μέσα στὰ θέατρα, αὐτοὺς ποὺ δωρίζουν τὸν πλοῦτο τους στοὺς ἀθλητές, στοὺς ἠθοποιούς, στοὺς πυγμάχους, στοὺς θηριομάχους, — ἀνθρώπους ποὺ πολλὲς φορὲς πονάει κανεὶς καὶ μόνο ποὺ τοὺς βλέπει γιὰ τὸ κατάντημά τους— πῶς τὸ κάνουν γιὰ μιὰ στιγμιαία τιμή, ἐπειδὴ τοὺς ζητωκραυγάζει καὶ τοὺς χειροκροτεῖ ὁ λαός; Καὶ ἐσὺ ποὺ πρόκειται νὰ ἀπολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, εἶσαι τόσο μικροπρεπὴς καὶ σφιχτὸς στὸ νὰ προσφέρεις κάτι ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου;
Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀποδέχεται τίς προσφορές σου. Ἄγγελοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ σὲ ἐπευφημοῦν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ κτίσεως κόσμου, θὰ σὲ μακαρίζουν. Δόξα αἰώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, οὐράνια Βασιλεία θὰ εἶναι τὰ ἔπαθλα τῆς καλῆς διαχειρίσεως τῶν ὑλικῶν καὶ φθαρτῶν τούτων πραγμάτων. Ἀλλὰ ἐσὺ γιὰ κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν φροντίζεις. Σὲ ἔχει ἀπορροφήσει ἡ φροντίδα γιὰ τὰ παρόντα καὶ περιφρονεῖς τὰ οὐράνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἐλπίζουμε ὅτι θὰ λάβουμε.
Ἔλα λοιπόν, ἄρχισε νὰ διαθέτεις κάποια ἀπὸ τὰ πολλά σου ἀγαθά, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη. Γίνε φιλότιμος καὶ ἀνοικτὸς πρὸς ὅσους τὰ χρειάζονται. Ἄς ποῦνε καὶ γιὰ σένα: «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ (:σκόρπισε ἁπλόχερα, ἔδωσε στοὺς ἀναγκεμένους, ἡ ἀρετή του θὰ μείνει ἀξέχαστη στοὺς αἰῶνες, ἡ δύναμή του θὰ ὑψωθεῖ σὲ μεγάλο ὕψος δόξης)» [Ψαλμ. 111,9].
Πρόσεχε, νὰ μὴν εἶσαι πολυδάπανος καὶ νὰ μὴ βγάζεις συνεχῶς καινούργιες ἀνάγκες. Νὰ μὴν περιμένεις νὰ πέσει ἔλλειψη σιταριοῦ, γιὰ νὰ ἀνοίξεις τίς ἀποθῆκες σου καὶ νὰ τὸ πουλήσεις πανάκριβα· διότι «ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, (:γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ συνάγει καὶ κρύπτει τὸ σιτάρι ἐν καιρῷ λιμοῦ, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τὸ πουλήσει πανάκριβα, ὅλοι εὔχονται νά τοῦ τὸ λεηλατήσουν ξένοι ἐπιδρομεῖς καὶ ἐχθροί)» [Παροιμ. 11,26]. Μὴν περιμένεις νὰ ἔλθει πεῖνα, γιὰ νὰ κερδίσεις ἐσὺ χρυσάφι. Οὔτε νὰ χαίρεσαι γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ πέφτει στὸ λαό, ἐπειδὴ γίνεται ἀφορμὴ γιὰ νὰ πλουτίσεις ἐσύ. Μὴ γίνεσαι ἔμπορος τῶν ἀνθρώπινων συμφορῶν. Μὴν ἐκμεταλλευθεὶς τὸν καιρὸ ποὺ ὁ Θεὸς παιδαγωγεῖ τὸν κόσμο μὲ τὴ στέρηση τῶν ἀγαθῶν, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρηματικὴ περιουσία. Μὴν ἐρεθίζεις τὰ τραύματα αὐτῶν ποὺ χτυπήθηκαν ἀπὸ τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, μὲ τὸ μαστίγιο τῆς συμφορᾶς.
Ἀλλὰ ἐσὺ ἀποβλέπεις στὸ χρῆμα, δὲν σὲ ἐνδιαφέρει ὁ ἀδελφός. Ξέρεις νὰ διακρίνεις τὰ νομίσματα καὶ τὸ χαρακτηριστικό τους χάραγμα, ποὺ τὰ κάνουν νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ κάλπικα, ἀλλὰ ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθόλου καὶ νὰ ἐντοπίσεις τὸν ἀδελφό σου ποὺ βρίσκεται μέσα στὶς συμφορές.
4. Καὶ ἡ στιλπνότητα τοῦ χρυσοῦ σὲ ὑπερευχαριστεῖ, δὲν σκέπτεσαι ὅμως, οὔτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος εἶναι ὁ στεναγμὸς τοῦ φτωχοῦ ποὺ σὲ κατατρέχει. Πῶς νὰ σοῦ δώσω νὰ καταλάβεις τὰ βάσανα τοῦ φτωχοῦ; Ὁ φτωχὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεῖ τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ του. Βλέπει ὅτι οὔτε χρυσὸς ὑπάρχει στὸ σπίτι του, οὔτε πρόκειται νὰ ὑπάρξει ποτέ. Ἡ οἰκοσκευή του καὶ τὰ ροῦχα του εἶναι τέτοια, ποὺ ὅλα-ὅλα ἀξίζουν λίγους ὀβολούς. Τί νὰ κάνει; Ποῦ νὰ βρεῖ κάτι γιὰ νὰ ζήσει; Στρέφει τὸ βλέμμα του στὰ παιδιά του. Σκέπτεται νὰ τὰ ὁδηγήσει στὴν ἀγορά, γιὰ νὰ τὰ πουλήσει! Ἴσως ἔτσι νὰ βρεῖ κάποια παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν βέβαιο θάνατο. [Ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Ἅγιος στὸ ἀπάνθρωπο δουλεμπόριο ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Φέρνει στὸ λόγο του αὐτὸ τὸ ἀνατριχιαστικὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα πού, λόγῳ φοβερῆς φτώχειας, ἀναγκάζεται νὰ πουλήσει τὰ σπλάγχνα του, τὰ παιδιά του, στοὺς πλούσιους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀντιλαμβάνονται τί συμβαίνει στὸ σπίτι καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ φτωχοῦ. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Ἅγιος, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία καὶ ἀναλγησία δημιουργεῖ στὴν ψυχή μας ἡ πλεονεξία. Εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος «χαλεπὸν τὸ πάθος καὶ δεινὸν τὸ νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, ἡ πλεονεξία παραδίδει τὴν ψυχή μας στὸν διάβολο. Θεωρεῖται καὶ εἶναι «ἡ ἀκρόπολη τῶν παθῶν» (Λέοντος Σοφοῦ: Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγ. Ἰωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252)].
Σκέψου ἐδῶ, ἐσὺ πλούσιε πλεονέκτη, τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ πατέρας, τὸν ἀγῶνα ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ πεῖνα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ πατρικὴ ἀγάπη καὶ στοργή. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ πεῖνα τὸν ἀπειλεῖ καὶ φέρνει στὰ μάτια του τὸν πιὸ οἰκτρὸ θάνατο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ φυσικὴ ἀγάπη τοῦ γονιοῦ πρὸς τὰ παιδιά του ἀντιστέκεται καὶ τοῦ ζητᾷ νὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὰ τέκνα του ἀπὸ τὴν πεῖνα, παρὰ νὰ τὰ πουλήσει στὴν ἀγορὰ γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Αὐτὸν τὸν ἀγῶνα τὸν πέρασε ὁ πατέρας αὐτὸς χίλιες δυὸ φορές, ὅρμησε νὰ τὸ κάνει πράξη καὶ ὀπισθοχώρησε ἄλλες τόσες. Τελικῶς ὑπέκυψε ἀπὸ τὴ βία τῆς ἀνάγκης καὶ τὴν ἀμείλικτη στέρηση ἀκόμη καὶ τοῦ ἐπιούσιου. Καὶ τί σκεφτόταν ὁ πατέρας αὐτὸς ἄραγε μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ σκληρὴ στιγμή; «Ποιό παιδί μου νὰ πουλήσω πρῶτα;», ἔλεγε. «Ποιό θὰ δεῖ μὲ εὐχαρίστηση ὁ σιτοπώλης; Νὰ δώσω τὸ μεγαλύτερο; Ντρέπομαι ὅμως γιὰ τὰ χρόνια του. Νὰ δώσω τὸ μικρότερο; Ἀλλὰ τὸ πονάω γιὰ τὴν τρυφερὴ ἡλικία του, γιατί εἶναι ἀκόμη ἀνέμελο καὶ δὲν ἔχει συνειδητοποιήσει τίς συμφορές. Ποιό νὰ δώσω ἀπ᾿ τὰ παιδιά μου; Τοῦτο μοῦ μοιάζει καταπληκτικά. Ἐκεῖνο εἶναι πανέξυπνο καὶ εἶναι ὁ πρῶτος μαθητής. Ἄχ! Τί συμφορά! Τί ἀδιέξοδο! Τί νὰ κάνω; Μὲ ποιό παιδί μου νὰ ἔλθω σὲ διαμάχη, σὲ ποιό νὰ φερθῶ τόσο σκληρά; Πῶς νὰ λησμονήσω τὴ φύση μου;
Ἄν ὅμως πάλι, λόγῳ τῆς ἀπέραντης φτώχειας μου, δῶ ὅλα μου τὰ παιδιὰ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα; Ἀλλά, κι ἂν πουλήσω τὸ ἕνα, μὲ τί μάτια θὰ ἀντικρύσω τὰ ὑπόλοιπα; Στὰ μάτια τους καὶ στὴν ψυχή τους θὰ ἔχω γίνει ὕποπτος καὶ δὲν θὰ μοῦ ἔχουν πιὰ ἐμπιστοσύνη. Μά, κι ἂν τὰ πουλήσω ὅλα, πῶς θὰ γυρίσω νὰ μείνω στὸ σπίτι μου ἄτεκνος; Πῶς θὰ καθίσω νὰ φάω στὸ τραπέζι, τὸ ὁποῖο θὰ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ αὐτὰ θὰ ἔχουν ἀντίκρισμα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ πούλησα;».
Καὶ αὐτὸς ὁ πατέρας ἔρχεται σὲ σένα, μετὰ ἀπ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν ψυχικὴ ταλαιπωρία, νὰ πουλήσει, μὲ πολλὰ δάκρυα, τὸ πιὸ ἀγαπητὸ ἀπὸ τὰ παιδιά του. Κι ἐσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δὲν λυγίζεις ἀπὸ τὴ συμφορὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ! Δὲν σκέφτεσαι καθόλου πόσο ἀδύνατη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἡ πεῖνα συνθλίβει τὸν ταλαίπωρο αὐτὸν ἄνθρωπο καὶ σὺ ἀναβάλλεις καὶ εἰρωνεύεσαι καὶ τοῦ μεγαλώνεις τὴ συμφορά. Αὐτὸς δίνει τὸ σπλάγχνο του ὡς τίμημα, γιὰ νὰ ἀποκτήσει λίγη τροφή, καὶ τὸ δικό σου χέρι, ὄχι μόνο δὲν μένει ξερὸ ποὺ δέχεται τέτοιου εἴδους κέρδη, ἀλλὰ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὸ πλεόνασμα καὶ φιλονικεῖς καὶ παζαρεύεις πῶς θὰ λάβεις περισσότερα, γιὰ νὰ δώσεις λιγότερα, ἐπιβαρύνοντας μὲ κάθε τρόπο αὐτὸν τὸν δύστυχο. Δὲν σὲ μαλακώνουν οὔτε τὰ πατρικὰ δάκρυα, οὔτε οἱ ἀναστεναγμοὶ τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ παραμένεις ἄκαμπτος καὶ ἀλύγιστος. Τὸ καθετὶ τὸ βλέπεις ὡς χρυσὸ καὶ παντοῦ χρυσὸ φαντάζεσαι. Ὁ χρυσός σου ἔχει γίνει ὄνειρο ὅταν κοιμᾶσαι· καὶ ὅταν εἶσαι ξύπνιος, αὐτὴ εἶναι ἡ ἔγνοιά σου. Ὅπως δηλαδή, ὅσοι ἔχουν κυριευθεῖ ἀπὸ κάποιο πάθος, δὲν βλέπουν τὰ πράγματα, ἀλλὰ φαντάζονται αὐτὰ ποὺ τοὺς ὑπαγορεύει τὸ πάθος, ἔτσι κι ἐσένα ἡ ψυχή σου ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ τὴ φιλοχρηματία καὶ παντοῦ χρυσὸ καὶ ἀσήμι βλέπει. Στ᾿ ἀλήθεια, μὲ περισσότερη εὐχαρίστηση θὰ ἔβλεπες τὸν χρυσό, παρὰ τὸν ἥλιο. Εὔχεσαι ὅλα νὰ μεταβληθοῦν καὶ νὰ γίνουν χρυσὸς καὶ ὅσο μπορεῖς τὸ ἐπινοεῖς, μὲ κάθε τρόπο θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο.
5. Τί δὲν μηχανεύεσαι, στ᾿ ἀλήθεια, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρυσάφι; Τὸ σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Τὸ κρασὶ μετατρέπεται σὲ χρυσό. Τὸ μαλλὶ τῶν προβάτων σοῦ δίνει χρυσό. Κάθε ἐμπορικὴ δουλειά, κάθε ἐφεύρεση σοῦ ἐπιδαψιλεύει χρυσό. Ὁ ἴδιος ὁ χρυσὸς σοῦ γεννάει χρυσό, μὲ τὸ νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὰ δανείσματα καὶ τοὺς τόκους ποὺ ἐπιβάλλεις. Παρὰ ταῦτα, δὲν ἐπέρχεται σὲ σένα κορεσμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία σου δὲν ἔχει τέλος.
Στὰ λαίμαργα παιδιά, πολλὲς φορές, ἁπλόχερα τοὺς δίνουμε ὅ,τι ζητοῦν καὶ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παραχορτάσουν μὲ ὅσα ἐκεῖνα ὀρέγονται, ὥστε μὲ τὸν ὑπερβολικὸ κορεσμὸ νὰ τὰ βοηθήσουμε νὰ ἀποστραφοῦν καὶ νὰ σιχαθοῦν ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦν. Στὸν πλεονέκτη δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ὅσο πιὸ πολλὰ ἔχει, τόσο περισσότερα ἐπιθυμεῖ.
«Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν (:Ἄν ὁ πλοῦτος ρέει καὶ αὐξάνει, μὴν ἀφήνετε τὴν καρδιά σας νὰ προσκολληθεῖ σ᾿ αὐτόν)», λέει ὁ Ψαλμωδός [Ψαλμ. 61,11]. Ἐσὺ ὅμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τὸν πλοῦτο ποὺ συνεχῶς αὐξάνει, καὶ βάζεις ἀμπάρες καὶ κλείνεις τίς πόρτες καὶ δὲν δίνεις πουθενὰ τίποτε.
Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τὸν κρατᾷ ὁ πλούσιος τὸν πλοῦτο καὶ νὰ τὸν ἀφήνει νὰ λιμνάζει, δὲς τί τοῦ δημιουργεῖ. Ξεχειλίζει ἡ συγκομιδή, σπάει τὰ ἐμπόδια καί, πρόσεξε νὰ δεῖς τὴ συνέχεια. Παρακολούθησε τί θὰ τοῦ δημιουργήσει, μὲ τὸ νὰ ἀμπαρώνει τὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ ἀφήνει νὰ αὐξάνουν καὶ νὰ λιμνάζουν, παραμένοντας στάσιμα. Θὰ γίνουν αἰτία νὰ γκρεμιστοῦν οἱ ἀποθῆκες του, νὰ διαρραγοῦν τὰ ταμεῖα του, σὰν νὰ μπῆκε κάποιος κλέφτης καὶ ἐχθρὸς καὶ νὰ τὰ ἀφάνισε.
Θὰ μοῦ πεῖς ὅμως ὅτι θὰ κτίσει ὁ πλούσιος μεγαλύτερες ἀποθῆκες καὶ θὰ τὰ ἀποθηκεύσει. Αὐτὸ δὲν εἶναι σίγουρο. Φοβᾶμαι μήπως τίς παραδώσει γκρεμισμένες στὸν κληρονόμο του· διότι πολὺ πιὸ γρήγορα θὰ πεθάνει αὐτός, παρὰ θὰ κτισθοῦν οἱ ἀποθῆκες, σύμφωνα μὲ τίς ἀπαιτήσεις τῆς πλεονεξίας.
Ὁ πλούσιος βέβαια τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε γιὰ τὰ σχέδιά του τὸ γνωστὸ τέλος. Ἀλλὰ ἐσεῖς, ἂν πεισθεῖτε σὲ ὅσα σᾶς λέω, ἀνοῖξτε τίς ἀποθῆκες σας καὶ δῶστε διέξοδο στὸν πλοῦτο σας. Καὶ ὅπως τὸ μεγάλο ποτάμι ἔχει πολυάριθμα κανάλια καὶ διοχετεύει τὸ νερό του στὴν πολύκαρπη γῆ, ἔτσι κι ἐσεῖς νὰ οἰκονομήσετε τὰ ἀγαθά σας, ὥστε νὰ φθάσουν στὰ σπίτια τῶν φτωχῶν, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Μὲ αὐτὰ ποὺ λέω, ἐννοῶ νὰ ἐπινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφορᾶς.
Ὅταν ἀντλεῖτε τὸ νερὸ ἀπὸ τὰ πηγάδια, τὸ νερὸ γίνεται πιὸ ἄφθονο. Ἐνῶ, ὅταν τὰ ἐγκαταλείπουμε, βρωμίζουν καὶ στερεύουν. Καὶ ὁ πλοῦτος ὅταν μένει στάσιμος, εἶναι ἄχρηστος. Ὅταν ὅμως κινεῖται καὶ δίδεται στοὺς συνανθρώπους μας, βοηθάει τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποβαίνει καρποφόρος.
Ἀλήθεια, πόσο συγκινητικὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εὐεργετήσαμε! Μὴν τὸν περιφρονήσεις. Καὶ πόσο μεγάλη θὰ εἶναι ἡ Χάρη ποὺ θὰ λάβουμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή, τὸν Κύριο! Ἐμπιστεύσου λοιπὸν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου καὶ μὴν ἀπιστεῖς σ᾿ Αὐτόν.
Πάντοτε καὶ παντοῦ νὰ ἔχεις μπροστὰ στὰ μάτια σου τὸ παράδειγμα τοῦ ἄφρονος πλούσιου ποὺ καταδικάζεται ἀπ᾿ ὅλους γιὰ τὴ συμπεριφορά του· γιατί αὐτὸς φύλαγε τὰ παρόντα ὑλικὰ ἀγαθά, ἀγωνιοῦσε γιὰ τίς ἐπερχόμενες σοδειὲς καί, ἐνῶ δὲν γνώριζε ἂν θὰ ξημερώσει ἡ αὐριανὴ ἥμερα, ἁμάρτανε ἐκ τῶν προτέρων. Ἔχανε τὸ σήμερα γιὰ τὸ αὔριο. Δὲν εἶχε ἔλθει ὁ φτωχὸς νὰ τοῦ ζητήσει κάτι, καὶ αὐτὸς προκαταβολικὰ ἐκδήλωνε τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀγριότητά του. Ἀκόμη δὲν εἶχε μαζέψει τοὺς καρποὺς ἀπ᾿ τὰ χωράφια του καὶ εἶχε τὸ κατάκριμα τῆς πλεονεξίας. Ἡ γῆ τοῦ πρόσφερε τὰ προϊόντα της ἄφθονα. Τοῦ ἔδειχνε ἤδη μέσα στὴν ὀργωμένη γῆ τὸ ἄφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τὰ σταφύλια πάνω στὰ κλήματα, τίς ἐλιὲς νὰ εἶναι κατάφορτες καὶ γενικὰ ὑποσχόταν στὸν πλούσιο κάθε τρυφὴ ἀπὸ τὰ καρποφόρα δένδρα. Ὁ πλούσιος ὅμως ἦταν τσιγκούνης καὶ ἄκαρπος. Ἀκόμη δὲν εἶχε ἀποκτήσει τὰ ἀγαθὰ καὶ τὸν ἔτρωγε τὸ σαράκι, μήπως τοῦ ζητήσουν κάτι οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἀναγκεμένοι.
Καὶ ὅμως πόσοι κίνδυνοι ὑπάρχουν γιὰ σένα, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι νὰ φθάσουν οἱ καλλιέργειές σου στὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν; Διότι καὶ χαλάζι μπορεῖ νὰ πέσει καὶ νὰ τὰ καταστρέψει ὅλα καὶ ὁ καύσωνας μπορεῖ νὰ τὰ ἁρπάξει μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἡ ἀπρόσμενη βροχὴ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τοὺς καρπούς.
Δὲν προσεύχεσαι λοιπὸν στὸν Κύριο νὰ δώσει τη Χάρη του, ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ δωρεά; Ἀλλὰ ἐσὺ τρέχεις γιὰ νὰ βρεῖς τρόπο νὰ μαζέψεις καὶ νὰ ἀσφαλίσεις τὰ ἀγαθὰ καὶ ἔτσι καθιστᾷς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο νὰ λάβει ὅλα ὅσα ἤδη σοῦ ἔχει στείλει ὁ Θεός.
6. Καὶ σὺ μὲν ζεῖς μὲ τοὺς λογισμούς σου καὶ κρυφὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν ἑαυτό σου, τὰ λόγια σου ὅμως αὐτὰ κρίνονται στὸν Οὐρανό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπαντήσεις σου ἔρχονται ἀπὸ ἐκεῖ.
Ποιά εἶναι ὅμως αὐτὰ ποὺ συζητάει μὲ τὸν ἑαυτό του ὁ πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «ἔχεις πολλὰ ἀγαθά. Ἔχεις πλούτη γιὰ ἀμέτρητα χρόνια. Τρῶγε, πίνε καὶ διασκέδαζε καθημερινά» [Λουκ. 12,19].
Ὦ Θεέ μου, τί παραλογισμὸς εἶναι αὐτός! Ἀλήθεια, πλούσιε, ἂν εἶχες ψυχὴ χοίρου, τί ἄλλο καλύτερο θὰ μποροῦσες νὰ τῆς πεῖς; Τόσο κτηνώδης εἶσαι, τόσο ἀσύνετος καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὴν ψυχική σου καλλιέργεια, ὥστε νὰ τρέφεις τὴν ψυχή σου μὲ τὰ βρώματα ποὺ εἶναι γιὰ τὴ σάρκα; Αὐτὰ ποὺ καταλήγουν στὸν ἀφεδρῶνα, ἐσὺ τὰ ἑτοιμάζεις γιὰ τὴν ψυχή σου;
Διότι ἄν, ἀσύνετε πλούσιε, διέθετες ἀρετή, ἂν ἡ ζωή σου ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθὰ ἔργα, ἂν εἶχες ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, θὰ εἶχες πολλὰ ὄντως ἀγαθὰ καὶ τότε ἂς εὐφραινόσουν μὲ τὰ ψυχικὰ αὐτὰ χαρίσματα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐσὺ σκέφτεσαι ἐντελῶς γήινα καὶ ἔχεις Θεό σου τὴν κοιλιά σου καὶ εἶσαι ἐντελῶς σαρκικὸς ἄνθρωπος, ὑποδουλωμένος καὶ αἰχμάλωτος στὰ πάθη, ἄκου τὴν προσφώνηση ποὺ σοῦ ἁρμόζει, τὴν ὁποία δὲν σοῦ τὴν ἀπηύθυνε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; (:Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ στήριξες τὴν εὐτυχία σου μόνο στὶς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς καὶ νόμισες ὅτι ἡ μακροζωία σου ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ μένα· τὴ νύχτα αὐτή, ποὺ ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ὀνειρευόσουν ὡς νύχτα εὐτυχίας καὶ νόμιζες ὅτι θὰ ἄρχιζε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, οἱ φοβεροὶ δαίμονες ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Σὲ λίγο θὰ πεθάνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες σὲ ποιόν θὰ ἀνήκουν καὶ σὲ ποιούς κληρονόμους θὰ περιέλθουν;'')» [Λουκ. 12,20].
Χειρότερο ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση εἶναι τὸ γέλιο καὶ ἡ εὐτυχία ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀγκύλωση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἀλήθεια, αὐτὸς ποὺ σὲ λίγο πρόκειται νὰ τὸν ἁρπάξουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ οἱ ἄγγελοι, τί σκέπτεται; «Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες»! «Πολὺ καλὰ θὰ κάνεις», θὰ τοῦ ἔλεγα ἐγώ. Διότι τὰ ταμεῖα τῆς ἀδικίας πρέπει νὰ ἀφανισθοῦν. Κατεδάφισε μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἔκτισες μὲ ἄδικο καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο. Σπάσε τὰ ἀμπάρια τοῦ σιταριοῦ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν ἔλαβε παρηγοριά. Ἐξαφάνισε κάθε οἴκημα ποὺ φιλοξενοῦσε τὴν πλεονεξία. Βγάλε τὴ στέγη. Γκρέμισε τοὺς τοίχους. Ἄφησε νὰ δεῖ ὁ ἥλιος τὸ μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸν φυλακισμένο πλοῦτο σου. Σύντριψε τὰ σκοτεινὰ καταγώγια τοῦ Μαμμωνᾶ.
«Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω (:Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες)»!
Ἄν, ἀνόητε πλούσιε, γεμίσεις καὶ τίς μεγαλύτερες ἀποθῆκες ποὺ θὰ κατασκευάσεις, τί ἄλλο θὰ σκεφτεῖς μετὰ νὰ κάνεις; Ἢ μήπως πάλι θὰ τίς γκρεμίσεις καὶ πάλι θὰ τίς ξανακτίσεις; Καὶ τί εἶναι πιὸ ἀνόητο ἀπ᾿ αὐτή σου τὴ δραστηριότητα, νὰ κοπιάζεις ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς νὰ κτίζεις μὲ ἄγχος καὶ βιασύνη καὶ νὰ γκρεμίζεις μὲ τὴν ἴδια ψυχικὴ κατάσταση; Ἄν θέλεις ἀποθῆκες, ἔχεις τὰ σπίτια τῶν φτωχῶν. «Θησαύρισε γιὰ τὸν ἑαυτό σου θησαυροὺς ποὺ ἀποθηκεύονται στοὺς οὐρανούς». «Ὅσα κατατίθενται ἐκεῖ οὔτε ὁ σκόρος τὰ τρώει, οὔτε σαπίζουν, οὔτε ληστεύονται».
«Ἀλλὰ τότε θὰ δώσω, στοὺς ἀναγκεμένους», μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ πλεονέκτης πλούσιος, «ὅταν γεμίσω τίς δεύτερες ἀποθῆκες μου».
Βλέπω πὼς ἔχεις προδιαγράψει ὅτι ἡ ζωή σου σὲ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ εἶναι μακροχρόνια. Κοίταξε νὰ μὴ σὲ προλάβει Ἐκεῖνος ποὺ προσδιορίζει τὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς καὶ θέτει τίς ἡμερομηνίες λήξεως. Καὶ φυσικὰ ἡ ὑπόσχεσή σου αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγαθότητας τῆς καρδιᾶς σου, ἀλλὰ τῆς πονηρίας σου· διότι ὑπόσχεσαι, ὄχι γιὰ νὰ δώσεις στοὺς ἄλλους ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου, ἂν θὰ κτίσεις μεγαλύτερες ἀποθῆκες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγεις τὸ παρόν. Τί σὲ ἐμποδίζει λοιπὸν νὰ δώσεις τώρα κάτι ἀπὸ τὰ πολλά σου ἀγαθά; Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα σου; Δὲν εἶναι γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες σου; Δὲν εἶναι ἐπηγγελμένη ἡ ἀνταπόδοση καὶ ἡ Χάρη ποὺ θὰ λάβεις; Δὲν εἶναι ξεκάθαρη ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου;
Ὁ πεινασμένος σβήνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ὁ γυμνὸς ξεπαγιάζει ἀπὸ τὸ κρύο. Ὁ ὀφειλέτης πεθαίνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ ἐσὺ ἀναβάλλεις γιὰ αὔριο τὴ συμπαράστασή σου πρὸς αὐτούς; Ἄκου τὸν προφήτη Σολομῶντα ποὺ λέει: «Μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα (:Μὴν πεῖς στὸν φτωχό, πήγαινε τώρα καὶ ἔλα αὔριο καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω. Διότι δὲν γνωρίζεις τί θὰ παρουσιάσει γιὰ ἐσένα καὶ γιὰ ἐκεῖνον ἡ αὐριανὴ ἡμέρα)» [Παρ. 3,28]. Ἀδελφέ μου, ποιά παραγγέλματα καταφρονεῖς, μὲ τὸ νὰ κλείνεις τὰ αὐτιά σου, ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι εὐγνωμοσύνη ἔπρεπε νὰ χρωστᾷς στὸν Εὐεργέτη σου! Πόσο ἔπρεπε νὰ εἶσαι χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος ποὺ δὲν βρίσκεσαι στὴ θέση νὰ χτυπᾷς τίς πόρτες ἄλλων, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι χτυποῦν τὴ δική σου γιὰ βοήθεια. Παρὰ ταῦτα, εἶσαι κατσούφης καὶ ἀπλησίαστος, ἀποφεύγεις τίς συναντήσεις μήπως καὶ ἀναγκασθεῖς νὰ δώσεις κάτι μὲ τὰ χέρια σου. Λίγες φράσεις ξέρεις: «Δὲν ἔχω. Δὲν δίνω. Εἶμαι φτωχός!».Πραγματικὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ ἐνδεὴς ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Εἶσαι φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη. Φτωχὸς ἀπὸ φιλανθρωπία. Φτωχὸς ἀπὸ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Φτωχὸς ἀπὸ ἐλπίδα αἰώνια.
Κάνε συμμέτοχους τοὺς ἀδελφούς σου στὰ σιτηρά σου. Αὐτὸ ποὺ αὔριο σαπίζει, δῶσε το σήμερα σ᾿ αὐτὸν ποὺ τό ᾿χει ἀνάγκη. Ἡ χειρότερη μορφὴ πλεονεξίας εἶναι τὸ νὰ μὴ δίνει κανεὶς στοὺς ἀναγκεμένους οὔτε αὐτὰ ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως φθείρονται.
7. «Καὶ ποιόν ἀδικῶ», λέει ὁ πλεονέκτης πλούσιος, «μὲ τὸ νὰ ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὴν περιουσία μου;».
Ἀλήθεια; Ἀλλὰ πές μου, ποιά εἶναι ἡ περιουσία σου, ποιά εἶναι τὰ δικά σου; Ἀπὸ ποῦ τὰ ἔλαβες καὶ τὰ ἔφερες στὴ ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλὲς φορὲς οἱ πλούσιοι ὅπως κάποιος ποὺ πιάνει θέση στὸ θέατρο, γιὰ νὰ ἔχει καλὴ θέα, καὶ ἔπειτα ἐμποδίζει τοὺς μετέπειτα εἰσερχόμενους νὰ βροῦν κι αὐτοὶ κάποια θέση, δικαίωμα ποὺ εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Δηλαδὴ καταλαμβάνουν οἱ πλούσιοι τὰ κοινὰ ἀγαθά, τὰ ἰδιοποιοῦνται, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔλθουν στὰ χέρια τους πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἀληθινὸ πώς, ἂν ὁ καθένας κρατοῦσε αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειαζόταν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τίς ἀνάγκες του, καὶ τὸ περίσσευμα τὸ ἔδινε σὲ ὅσους τὸ εἶχαν ἀνάγκη, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας φτωχός.
Δὲν βγῆκες γυμνὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας σου; Δὲν θὰ ἐπιστρέψεις πάλι γυμνὸς στὴ γῆ; Κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις τώρα, ἀπὸ ποῦ τὰ ἔχεις; Ἄν μοῦ πεῖς ὅτι τὰ ἔχεις ἀπὸ τὴν τύχῃ, εἶσαι ἄθεος, διότι δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν Δημιουργό, οὔτε εὐχαριστεῖς τὸν Δωρεοδότη. Ἄν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι τὰ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεό, πές μου τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ μοιράζει σὲ μᾶς ἄνισα ὅσα χρειαζόμαστε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή; Γιατί ἐσὺ νὰ εἶσαι πλούσιος καὶ ἐκεῖνος νὰ εἶναι φτωχός; Γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖς ἐσὺ καλὸς οἰκονόμος καὶ νὰ λάβεις τὴ Χάρη καὶ τὸν μισθὸ τῆς καλῆς διαχειρίσεως καὶ τῆς πονετικῆς καρδιᾶς σου πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἐκεῖνος, ὁ φτωχός, γιὰ νὰ τιμηθεῖ μὲ τὰ μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς ποὺ θὰ καταθέσει, λόγῳ τῆς ἔλλειψης τῶν ἀναγκαίων.
Ἐσὺ ὅμως τὰ περιέλαβες ὅλα τὰ ἀγαθὰ στοὺς ἀκόρεστους κόλπους τῆς πλεονεξίας καὶ νομίζεις ὅτι κανέναν δὲν ἀδικεῖς, ἐνῶ τόσους καὶ τόσους ἀποστερεῖς καὶ δὲν δίνεις τίποτα σὲ κανέναν. Ποιός θεωρεῖται πὼς εἶναι πλεονέκτης; Αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει στὴν αὐτάρκεια. Ποιός εἶναι ὁ ἅρπαγας; Αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν καθένα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀνήκουν.
Δὲν εἶσαι λοιπὸν ἐσὺ ὁ πλεονέκτης; Δὲν εἶσαι ἐσὺ ὁ ἅρπαγας, ὅταν οἰκειοποιεῖσαι ὅλα τὰ πλούτη ποὺ σοῦ δόθηκαν, μὲ σκοπὸ νὰ τὰ διαχειρισθεῖς καὶ νὰ τὰ οἰκονομήσεις μὲ πνεῦμα ἀγάπης; Ἢ αὐτὸν ποὺ ἀπογυμνώνει τὸν ντυμένο, ὁ ὁποῖος φοράει πλούσια ροῦχα, θὰ τὸν ὀνομάσουμε λωποδύτη, ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ντύνει τὸν γυμνό, ἐνῶ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, θὰ τοῦ δώσουμε ἄλλο ὄνομα;
Τὸ ψωμὶ ποὺ κρατᾷς ἐσὺ στὰ χέρια σου καὶ τὸ ἀποθηκεύεις, ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν ποὺ πεινᾷ. Τὰ ροῦχα ποὺ φυλὰς στὶς ντουλάπες καὶ στὶς ἱματιοθῆκες, εἶναι ἐκείνου ποὺ εἶναι γυμνός. Τὰ παπούτσια τὰ περίσσια εἶναι τοῦ ξυπόλυτου. Τὰ χρήματα ποὺ τὰ συγκεντρώνεις καὶ τὰ κρύβεις στὰ βάθη τῆς γῆς, εἶναι αὐτοῦ ποὺ τὰ χρειάζεται. Ἑπομένως τόσους ἀδικεῖς, ὅσους μποροῦσες νὰ εὐεργετήσεις!
8. Καλὰ εἶναι τὰ λόγια, λέει ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καλύτερος εἶναι ὁ χρυσός! Ἀδελφοί μου, μοιάζει σὰν νὰ μιλάω στὸ κενό. Αἰσθάνομαι σὰν κι αὐτοὺς ποὺ κάνουν διαλέξεις περὶ ἐγκράτειας στοὺς πόρνους καὶ στοὺς ἀκόλαστους· διότι αὐτοί, ὅταν, στὶς ὁμιλίες αὐτές, διαβάλλεται καὶ κατηγορεῖται μιὰ πόρνη, φέρνουν στὴ μνήμη τους τίς σχέσεις ποὺ εἶχαν μαζί της καὶ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία.
Πῶς νὰ σοῦ καταστήσω γνωστὰ τὰ βάσανα τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπιτέλους πόσους μεγάλους καὶ ἀβάσταχτους πόνους θησαυρίζεις μόνο καὶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου;
Ἀλήθεια, πόσο μεγάλος καὶ σπουδαῖος θὰ σοῦ φανεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ λέει: «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ Βασιλεία, ἡ ὁποία εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· διότι πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιῶ, γυμνὸς ἤμουνα καὶ μὲ ντύσατε». Καὶ πόσο μεγάλη φρίκη καὶ ἱδρῶτας καὶ σκοτάδι θὰ σὲ περιβάλει ὅταν ἀκούσεις τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση καὶ προτροπή: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με (:Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου ἐσεῖς, ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριὰ ἀπὸ ἐμένα καὶ πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του· διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μὲ ποτίσατε, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μοῦ δώσατε ἕνα ροῦχο νὰ ντυθῶ)» [Ματθ. 25,42-43]. Διότι ἐκεῖ, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐγκαλεῖται μόνο ὁ ἅρπαγας, ἀλλὰ καταδικάζεται καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔσκυψε νὰ δεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ πλησίον καὶ ἀδελφοῦ του.
Ἐγὼ λοιπόν σοῦ εἶπα ὅσα νόμιζα ὅτι συμφέρουν τὴν ψυχή σου. Ἐσύ, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκολπωθεῖς καὶ τὰ πιστέψεις, εἶναι ὁλοφάνερες οἱ εὐλογίες καὶ οἱ χάριτες ποὺ θὰ λάβεις. Ἄν πάλι παρακούσεις, ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἐξέλιξη καὶ τὸ κατάντημα ποὺ θὰ ἔχεις.
Εὔχομαι νὰ ἀποφύγεις αὐτὴ τὴν ἀπειλητικὴ ἐμπειρία. Καὶ θὰ τὴν ἀποφύγεις, ἂν πάρεις καλὲς ἀποφάσεις. Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ πλοῦτος θὰ σοῦ γίνει λύτρο καὶ θὰ λάβεις τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἑτοιμασθεῖ γιὰ σένα, μέ τὴ Χάρη Ἐκείνου ποὺ ὅλους μᾶς κάλεσε στὴ Βασιλεία Του, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου