Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 10,25-37] ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ «Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 10,25-37]

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ λέει: «Κατέβαινε κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰεριχὼ κι ἔπεσε στὰ χέρια λῃστῶν· αὐτοὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν ἀπὸ τὰ ροῦχα του, τὸν χτύπησαν γεμίζοντάς τον μὲ πληγὲς καὶ τὸν παράτησαν μισοπεθαμένο. Ἕνας ἱερέας κι ἕνας Λευίτης, περνῶντας ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν δρόμο, ἂν καὶ τὸν εἶδαν, τὸν προσπέρασαν καὶ  συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦρθε στὸν τόπο αὐτό, ὅταν τὸν εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ τὰ ἀνακάτεψε, τὰ ἔβαλε στὶς πληγές του, ἔδεσε προσεκτικὰ τὰ τραύματά του, κι ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ δικό του ζῶο, τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα πανδοχεῖο καὶ ἔδωσε στὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε: ''Φρόντισε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ ἂν ξοδέψεις περισσότερα, ἐγὼ ὅταν θὰ ἐπανέλθω, θά σοῦ τὰ ἀποδώσω''». Ἄς δοῦμε λοιπὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ συνετὴ καρδιὰ κατανοῶντας το σὲ βάθος, ἂς γνωρίσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

«Ἄνθρωπος» εἶναι ὁ Ἀδάμ· «Ἱερουσαλὴμ» εἶναι ἡ ἐπουράνια πολιτεία καὶ ἡ σύνεση· «Ἰεριχὼ» δὲ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε τὸ ἐπουράνιο φρόνημα καὶ τὸν ἰσάγγελο τρόπο συμπεριφορᾶς, ἀνεμπόδιστη εἶχε τὴν εἴσοδο καὶ τὴν κατοικία καὶ τὴ ζωὴ στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουσαλήμ, ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ κανεὶς δὲν τὸν νικοῦσε, οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε τὸν Θεὸ καὶ δὲ φύλαξε τὴν ἐντολή Του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ φίδι, τότε κατέβηκε στὴν «Ἰεριχώ», δηλαδὴ στὴ γῆ, καὶ ἀπασχολοῦνταν μὲ τίς ἐργασίες τῆς γῆς· γιατί ἡ Ἱερουσαλὴμ ἑρμηνεύεται ὡς ἀνάβαση, ἐνῶ ἡ Ἰεριχὼ ὡς κατακλυσμόςΚατέβηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰεριχώ, ἀπὸ τὴ  ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν, στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου.

Πράγματι ὅταν κάποιος φυλάσσει τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζεῖ ὡς πολίτης στοὺς οὐρανούς, ὅπως ἀκριβῶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (:Ἡ συμπεριφορὰ καὶ τὰ φρονήματα τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι τελείως ἀντίθετα μὲ τὰ δικά μας· διότι ἡ δική μας πατρίδα, τῶν πιστῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ δικά μας πολιτικὰ δικαιώματα εἶναι στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ ὅπου μὲ πολὺ πόθο περιμένουμε τὸν Σωτῆρα μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό)» [Φιλιππ. 3,20].

Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπολαύσεως στὴ γῆ μὲ τὰ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωὴ στὸν θάνατο· «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ (:διότι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τυχὸν φᾶτε ἀπὸ αὐτὸ τὸ δένδρο», λέει, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε (:θὰ σᾶς κυριαρχήσει ὁ θάνατος)» [Γέν. 2,17], δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία· ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἰεριχώ, δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸν θάνατο στὸν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία.  Καὶ «πέφτει στὰ χέρια τῶν λῃστῶν», δηλαδὴ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του.

«Δρόμος», εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδὰμ κι ἔπεσε στὰ χέρια τῶν λῃστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν.  Καὶ ποιά στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸν Χριστό, τὴν ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου, τὴν ἐπουράνια ζωή.  Αὐτὴν τὴν στολή του ἔβγαλαν.  Καὶ πληγὲς προξένησαν σὲ αὐτόν, δηλαδὴ τίς ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρίες, δηλητηριάσεις μὲ μαγικὰ φίλτρα, δολοφονίες, φιλονικίες, θυμὸ καὶ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἐργασία τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα μαστιγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν  δυσωδία καὶ  φθορά.

Καὶ ὅτι εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, μάθε το ἀπὸ τὸν Δαβίδ, τὸ πῶς δηλαδή, ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τίς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ, λέει ὀρθὰ ἀποκαλῶντας τις, «μώλωπες»«Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου (:Βρώμισαν καὶ σάπισαν τὰ τραύματα τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης μου)» [Ψαλμὸς 37,6]. Κάθε, ἐπίσης, ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα στὸν ἄνθρωπο. Τραυματίστηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, πληγώθηκε ἀπὸ τίς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου (:Μαράθηκα καὶ χτυπήθηκα σὰν τὸ χορτάρι ποὺ τὸ ξηραίνει ὁ ἥλιος καὶ στέγνωσε ἡ καρδιά μου, ἐπειδὴ λησμόνησα νὰ φάω τὸν ἄρτο μου)» [Ψαλμ. 101,5]· αὐτὸ σημαίνει ὅτι ''λησμόνησα νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ''.

«Τὸν ἄφησαν», λέει, «μισοπεθαμένο», ὄχι γιατί δὲν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός. «Οὐ θελήσει θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ (:Δὲν θέλω κανένας ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, καμία ψυχὴ νὰ χαθεῖ καὶ νὰ κολασθεῖ μὲ τὸν αἰώνιο θάνατο, ἀλλὰ θὰ τὴν περιμένω)», λέγει, «ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν (:μέχρι νὰ ἐξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου καὶ κάθε προσμονὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφή της μὲ τὴ μετάνοια στὴ ζωή)» [Ἰεζ. 18,23].  Καὶ ποῦ τὸν ἐγκαταλείπουν; Στὸν «δρόμο», δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· «δρόμος» λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι περνοῦν ἀπ᾿ αὐτήν.

«Κι ὅταν ἔφτασε στὸν δρόμο ὁ ἱερεύς», λέει, «καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε»«Ἱερέα» ὀνομάζει τὸν  μακάριο Μωυσῆ καὶ τὸν Ἀαρῶν. Σὲ αὐτὸ προσμαρτυρεῖ καὶ ὁ Δαβίδ, λέγοντας ὅτι ὁ Μωυσῆς κι ὁ Ἀαρῶν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του καὶ ὁ Σαμουὴλ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς λοιπὸν  ὁ ἀξιοθαύμαστος Μωυσῆς ποὺ ἔγινε ἔνδοξος, αὐτὸς πού μὲ δεκαπλῆ μάστιγα χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα ἔσχισε στὰ δύο καὶ ἀποξήρανε καὶ ὁδήγησε περνῶντας μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν τὸν λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρά, αὐτὸς ποὺ πίσω ἀπὸ ἕνα πυκνὸ σύννεφο συνομίλησε μὲ τὸν Θεό, αὐτὸς ποὺ πολλὰ ἀξιοθαύμαστα ἔκανε, αὐτός, καθὼς βάδιζε τὸν δρόμο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ εἶδε τὸν ἄνθρωπο νὰ κεῖται στὴ γῆ γεμᾶτος μὲ τραύματα, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώσει.

Ὅμοια ἐπίσης καὶ ὁ Λευίτης, δηλαδὴ ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Καὶ ἐκεῖνοι, πράγματι, ποὺ ἐμφανίστηκαν ὕστερα ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ βάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο τῆς ζωῆς, ἐνῶ βρῆκαν γεμᾶτο πληγὲς ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ, δὲν τὸν σήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωυσῆς μὲ τὸν νόμο, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ  θαυμαστὰ σημεῖα τους, δὲν θεράπευσαν τὸ τραῦμα τοῦ Ἀδάμ. Κανένας δὲν τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τῆς ἁμαρτίας τὸ τραῦμα· ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι ἦταν δεσμῶτες τῆς ἁμαρτίας.  Παρά το ὅτι μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὡστόσο ἦσαν ὀμόσαρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ καρποφοροῦσαν ἀπὸ τὴ ρίζα τὴ νεκρή, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ ὄντας αὐτοί, νὰ ἀνασπάσουν τὴ ρίζα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης, λέγει, σπουδαῖος στὰ ἔργα, σπλαχνικὸς στὴν προαίρεση, μὲ συμπάθεια πρὸς τοὺς ὁμοδούλους του, ὅταν ἦρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε καταπληγωμένο, τὸν σπλαχνίστηκε, καὶ τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ κατέδεσε τὰ τραύματά του, δηλαδὴ τίς ἁμαρτίες  του.  Τὸ πρόσωπο καὶ τὴν  μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ  θὰ πεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατές· «Τί; Ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο, ''Σαμαρείτη'';» Ναί, Σαμαρείτη Τὸν λέγω, ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς Θεότητάς Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν σπλαχνικὸ τρόπο Του. Ὁ Σαμαρείτης ὡς πρὸς τὴ φύση τοῦ σώματός του ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἦταν ὅμοιος, ἀλλὰ ἀναδείχτηκε ἀνώτερός τους· ἔτσι καὶ ὁ Κύριος, ἄνθρωπος ὡς πρὸς τὴν ὄψη τοῦ σώματος, φάνηκε ὅμοιος μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μαρία, μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός Του ὅμως ἀναδείχθηκε ἀπ᾿ ὅλους ἀνώτερος· ἴσος μὲ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα.

Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαχνία, προσπέρασαν χωρὶς ἔλεος τὸν κατατραυματισμένο ἄνθρωπο· ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεήμονας.  Ὅμοια κι ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο φάνηκε σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικός, κατὰ τὸν λόγο τοῦ προφήτη: «Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος (:Οἰκτίρμονας καὶ ἐλεήμονας εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος)» [Ψαλμ. 102,8]· καὶ πάλι: «ἐπειδὴ Ἐσύ, Κύριε, εἶσαι εὐσπλαχνικός». Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπό τὴ γῆ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Ἦρθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας· ἦταν Δεσπότης καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιά μᾶς· ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, καταληστευμένο, καταλαβωμένο ἀπὸ τίς πορνεῖες, τίς εἰδωλολατρίες, τίς μοιχεῖες,  τοὺς φόνους·  εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ δικό Του το πλάσμα καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι· ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο, ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.  Τί σημαίνει τώρα: «ἀνάμειξε κρασὶ μὲ λάδι»; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀφοῦ ἔμιξε τὴν Θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ἔμιξε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία, ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἔμιξε οἶνο καὶ λάδι, δηλαδὴ ἀφοῦ ἔμιξε Πνεῦμα ἅγιο μὲ τὸ αἷμα Του, ζωοποίησε τὸν ἄνθρωπο· διότι μὲ τὸ νὰ στάξει τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν πλευρά Του στὴν γῆ, ξέπλυνε τὸ χειρόγραφό μας ἀπὸ τίς ἁμαρτίες. Καὶ τί σημαίνει «Κατέδεσε τίς πληγές του»; Σημαίνει τὸ ἑξῆς, ὅτι ἔδεσε τὸν διάβολο καὶ ἔλυσε τὸν ἄνθρωπο· ἔδεσε τὸ σκάφος καὶ  ζωοποίησε τὸ πλοῖο ποὺ ναυάγησε· δέσμευσε καὶ ὑπόταξε τίς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ, καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο.

Ἄν θέλεις νὰ τὸ σκεφτεῖς καὶ διαφορετικά, ἄκου: «Ἀφοῦ ἔμιξε οἶνο μὲ ἔλαιο»· σὰν ἔλαιο προσκομίζει τὸν λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικὸ κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ περιμαζεύει τὴ διασκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον (:Νὰ ἐλέγξεις, νὰ ἐπιτιμήσεις, νὰ παρακαλέσεις)» [Β΄ Τιμ. 4,2].  «Καὶ τὸν ἀνέβασε πάνω στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο»· ἀφοῦ πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴν ἀνθρώπινη σάρκα πάνω στοὺς δικούς Του ὤμους τῆς θεότητας, τὴν ἀνέβασε στὸν Πατέρα ἀπό τὴ γῆ στὸν οὐρανό· διότι οὔτε χρυσό, ἢ ἄργυρο, ἢ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε, ἀλλὰ τὸν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ εὐρύχωρο πανδοχεῖο, σὲ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.

Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδοχέα, στὸν μακάριο Παῦλο, στὸν στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸν γνήσιο πανδοχέα, δίδοντάς του δύο δηνάρια· καὶ διαμέσου τοῦ Παύλου στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς λειτουργοὺς κάθε Ἐκκλησίας·  «Ἔδωσε δύο δηνάρια»τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας: «Περιποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρωπο, κι ἂν ξοδέψεις κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω καὶ θά σοῦ τὸ ξεπληρώσω». Ἐννοεῖ τοῦτο· «Φρόντισε», λέγει, «γιὰ τὸν λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπό τίς ἁμαρτίες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν θεραπευτικὸ ἔμπλαστρο, τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, ἀποκαθιστῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τίς νουθεσίες καὶ τίς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πείθοντάς τους νὰ στέκονται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, πεῖσε τους μὲ τὰ δικά σου κατορθώματα, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηρούς σου λόγους· γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ καλὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς  λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου,  τὴν συμπεριφορά,  τὴν πίστη,  τὴν ἀγάπη, τὴν σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν  τὴν ἐνάρετη ζωή σου.

Κι ἂν κάμεις τοῦτο, ἂν ἀπὸ μέρους σου κάμεις κάποια προσθήκη λόγων ἢ ἔργων, ἂν δαπανήσεις κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴν ἐπιστροφή, δηλαδὴ στὴν Δευτέρα Παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική,  θὰ σοῦ δώσω μισθὸ ἄξιο τῶν κόπων σου».  Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν λέει: «Ἐγὼ μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τίς ψυχές σας», ἐννοῶντας τὴν διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία· γιατί αὐτὸς εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τίς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τίς πνευματικὲς νουθεσίες του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὰ ὠφέλιμα στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τίς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή«Στοὺς πάντες ἔγινα», λέει, «τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τους πάντες».

Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, οὔτε τὸν μέθυσο, οὔτε τὸν μοχθηρὸ καὶ ὑβριστὴ τῶν ἄλλων, οὔτε τὸν ἅρπαγα ἀποστρέφεται, οὔτε τὸν εἰδωλολάτρη βδελύσσεται, οὔτε κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, ἀλλὰ τοὺς δέχεται ὅλους. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας γιατρὸς πλένει τίς πληγές, τίς καθαρίζει καὶ  σφουγγίζει τὴν βρωμιά τους μὲ λουτρὸ τῆς ἀναγεννήσεως. Προσφέρει τοὺς στυπτικοὺς λόγους, ὅπως τὸ κρασί, γιὰ νὰ μὴν ὁδηγούμαστε στὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράχθηκαν ἀπὸ ἄγνοιά μας, δηλαδὴ τίς κακίες μας.

Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράκληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τίς ψυχές μας· μᾶς λέει αὐτὸς (δηλαδὴ ὁ Παῦλος)· «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν (: Ἀφοῦ τόση ἀγαθότητα μᾶς δείχνει ὁ Θεός, ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ δείξουμε διαγωγὴ ἀντάξια μὲ τίς δωρεές Του. Σᾶς προτρέπω, λοιπόν, ἀδελφοί, στὸ ὄνομα τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῶν οἰκτιρμῶν ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός, νὰ προσφέρετε τὰ σώματά μας ὡς θυσιαστήριο καὶ θυσία ζωντανή, ἁγία, εὐάρεστη ἀπὸ τὸν Θεό, χρησιμοποιῶντας τὰ μέλη σας ὡς ὄργανα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἁγίων πράξεων καὶ ποτὲ ὡς ὄργανα ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἡ θυσία εἶναι καὶ ἡ μόνη κατάλληλη καὶ καθαρὰ πνευματικὴ λατρεία, αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ τίς λογικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου)» [Ρωμ. 12,1]  Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθητὲς τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἂς φυλάξουμε τίς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσουμε ἀπὸ τὴν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ζωντανοῦ Θεοῦ.

Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸν Χριστό, σῷοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ ὑστεροῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρανοὺς μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἂς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου