Κ.Σ.
Νομικός τις… εκπειράζων (σ.σ. τον Ιησού) είπε: Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν: Εν τω νόμω τι γέγραπται; πως αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν: αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σε αυτόν. Είπε δε αυτώ: Ορθώς απεκρίθης. Τούτο ποίη και ζήση [ζωήν αιώνιον]” (πρβλ Λουκ. 10, 25-28). Στην ερώτηση του νομικού (σ.σ. εξηγητή του Νομου της Π. Διαθήκης) “και τις εστί μου πλησίον;” (ποιός είναι ο πλησίον μου) ο Κύριος απάντησε με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη.
Από μικρό παιδί, ίσως από τη φύση μου ή ήταν επίκτητο- δεν έχει σημασία- ήμουν αυτό που λέμε “δοτικός άνθρωπος” και, γι αυτό, γοητευόμουν ιδιαίτερα όταν άκουγα την Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη.
Με την αθώα παιδική ψυχή θεωρούσα ότι, ο άνθρωπος που λήστεψαν και τραυμάτισαν ληστές ήταν απερίσκεπτος, αφού πήγαινε μόνος του “στις ερημιές”, οι ληστές ήσαν πολύ κακοί άνθρωποι, ο ιερέας και ο λευίτης δεν ήσαν κακοί-κακοί, αλλά αδιαφοροι και υποκριτικά καλοί άνθρωποι, και ότι ο μόνος γνήσια καλός άνθρωπος ήταν ο Σαμαρείτης, Αφού λυπήθηκε τον δυστυχισμένο πληγωμένο άνθρωπο και τον βοήθησε με συμπόνια και αυτοθυσία. Έτσι, λοιπόν, μιας που οι γονείς μου μου έλεγαν ότι για να με αγαπάει ο καλός μας Χριστός πρέπει να είμαι καλό παιδί, αποφάσισα να είμαι και εγώ ένας “Σαμαρείτης”, δηλαδή, ένας γνήσια καλός άνθρωπος.
Γρήγορα και με άγχος, με το μικρό κλειδί της καλοσύνης κλειδώνω το εαυτό- σπιτικό μου και παίρνω το δρόμο της ζωής για να συναντήσω τον “διπλανό-”πλησίον” μου. Για αρχή μπήκα σε μία εκκλησία, που είχε εκείνη την ώρα Αρτοκλασία. Ήσαν πολλοί ιερείς με άμφια βελουδένια και κάποιος δεσπότης, με χρυσά και χρυσοποίκιλτη μήτρα που την κορυφή ήταν ο Χριστός και γύρω- γύρω είχε κόκκινα, μπλε και πράσινα πετράδια. Άστραφταν όλοι κάτω από το φως των πολυελαίων! Τι ωραία! Στα σκαλιά της εκκλησίας, κάποιοι άνθρωποι είχαν απλώσει το χέρι τους και ζητούσαν μία μικρή βοήθεια “πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…” σκέφτηκα. Βιαστικά, γιατί είχα μπροστά μου μεγάλη διαδρομή, άνοιξα το μπλε μου πορτοφόλι, τους έδωσα κάποια ψιλά, άκουσα να με ευχαριστούν “να ‘σαι καλά παιδάκι μου”, και συνέχισα να περπατάω. Από μία μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα διέκρινα, μέσα σε στο στίβες βιβλίων και χαρτιών, να γράφει κάποιον συγγραφέα, γνωστό διανοούμενο, που ήθελε λέει να σώσει τον Κόσμο αλλά ο διπλανός του ήταν η κόλασή του. Σαν δεν ντρέπεται, μουρμούρησα, ο άθεος! Εκεί μακριά στους παραδρόμους είδα κάποιους ανθρώπους να φωνάζουν ειρήνη; παιδεία; δικαιοσύνη; εργασία;- δεν άκουγα καλά ήταν μεγάλη η απόσταση- και είδα και κάποιους άλλους να τους λοιδορούν και να τους προπηλακίζουν. Τους καημένους, σκέφτηκα, τι κακό έκαναν!; ήταν όμως μεγάλη απόσταση και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε, και εγώ βιαζόμουν. Όμως, σε κάποιο καφέ είδα έναν αγαπημένο μου φίλο. Έτρεξα να τον συναντήσω. Κάθισα μαζί του πολλές ώρες, γιατί κατάλαβα ότι ήταν ψυχικά ράκος και ήθελε βοήθεια, στήριξη ηθική, ενθάρρυνση. Και τί δεν του είπα! και τι δεν έκανα, για να τον στηρίξω και για να τον δυναμώσω… τα κατάφερα! τον είδα πολύ καλύτερα! σηκώθηκε πρώτος να φύγει, με ευχαρίστησε με ένα τυπικό και παγωμένο “σε ευχαριστώ πολύ”, μου γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Ένιωσα μία πικρία, δεν θα το κρύψω!
Κουράστηκα, σκέφτηκα, και έχει περάσει και η ώρα, νυχτώνει και η διαδρομή για τον “διπλανό-”πλησίον” μοιάζει ατελείωτη, μάλλον η απόσταση είναι μεγάλη. Θα γυρίσω πίσω, είπα μονολογώντας. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, συνάντησα πάλι άγνωστους δυστυχισμένους, φτωχούς ανθρώπους, άνοιξα ξανά το πορτοφόλι και βιαστικά έδωσα κάποια μικρής αξίας χαρτονομίσματα, και σαν να άκουσα να μου λένε “να ναι καλά τα παιδάκια σας και η οικογένειά σας”. Πάλι καλά, είπα μέσα μου, που άκουσα μία απλοϊκή αλλά από καρδιάς ευχή ευχαριστίας. Στο βάθος στον παράδρομων, εκεί μακριά, είδα πάλι να λοιδορούν και να διώχνουν “πυξ λαξ” κάποιος ανθρώπους που δεν διέκρινα, λόγω της απόστασης, ποιοι ήσαν, αλλά σαν να κατάλαβα ότι είχαν απομακρυνθεί; απολυθεί; από δομές υγείας; μάλλον ήσαν γιατροί, νοσοκόμοι και βοηθητικό προσωπικό νοσοκομείων; κάτι τέτοιο…! Πω, πω είπα, κάπως μεγαλόφωνα! τι κακό να έκαναν οι καημένοι αυτοί άνθρωποι, που είναι στην υπηρεσία της υγείας του ανθρώπου! Δάκρυσα!! Συνέχισα να περπατάω, σταμάτησα λίγο μετά και να ανάψω ένα κεράκι σε κάποιο μισοσκότεινο εκκλησάκι, που είχε Εσπερινό και προσευχήθηκα μόνο για τον φίλο, που είχα συναντήσει πριν και που δεν τον ξαναείδα στο γυρισμό. Ούτε καν με θυμάται πια, ο αχάριστος, τον έκανα καλά και “μην τον είδατε”, μουρμούρισα με κάποια πικρία. Περπατούσα αργά και αφηρημένα, με “πληγή” μεγάλη από το ψυχρό βλέμμα, τα τυπικά “ευχαριστώ” και την εικόνα της γυρισμένη της πλάτης του αγαπημένου φίλου, με “πληγές” μικρές από τις εικόνες των φτωχών ανθρώπων που μου είχαν ζητήσει μία μικρή βοήθεια, και με ακόμη πιο μικρές “πληγές” από τις μακρινές και συγκεχυμένες, λόγω απόστασης, εικόνες των ανθρώπων που τους κακοποιούς αν και λοιδορούσαν και που δεν κατάλαβα τις αιτίες της βίας αυτής, γιατί εξάλλου βιαζόμουν για να συναντήσω τον “διπλανό”- πλησίον” μου.
Έφτασα, ξεκλείδωσα με το μικρό κλειδί της καλοσύνης το εαυτό- σπιτικό μου και κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα. Διάβασα τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου και την Ευχή προς τον Κύριο, που λέει “...Και δώρησαι ημίν… γρήγορον νουν… καρδίαν νήφουσαν…”. Στη συνέχεια, για να απαλύνω τις “ πληγές” από την προηγούμενη διαδρομή, άρχισα να ξαναδιαβάζω με μεγάλη προσοχή και καθαρή καρδιά την αγαπημένη μου, από παιδί, Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Με ορθάνοιχτα από έκπληξη τα σωματικά μου μάτια και καθαρά τα μάτια της καλοσυνάτης ψυχής το πόδι της κατανόησα την Παραβολή!!! Ο Κύριος για να διακηρύξει την αγάπη του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο είπε άλλη Παραβολή, αυτή του ασώτου υιού. Ενώ ο Κύριος είπε την Παραβολή του καλού Σαμαρείτη για να εμπνεύσει στον άνθρωπο την δική του αγάπη προς τον δυστυχισμένο άνθρωπο. Μετά λίγο - λίγο άρχισα να κατανοώ ότι και οι ληστές είναι οι αμαρτίες και ο άνθρωπος που τον λήστεψαν και τον παράτησαν αιμόφυρτο είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος, ο κληρονόμος της πτώσης του Αδάμ. Είδα ακόμη στα πρόσωπα του ιερέα και του λευίτη, που έκλεισαν την καρδιά, τα αυτιά και τα μάτια και έφυγαν, την υποκρισία και αδιαφορία του εγωιστή ανθρώπου για τον πόνο του πλησίον του, που δεν αρκεί να μην κάνει το κακό, αλλά θα πρέπει να προχωράει και σε πράξεις για να συντρέχει, να βοήθα και να στηρίζει με κάθε τρόπο και μέσον το συνάνθρωπό του. Και ο Καλός Σαμαρείτης;!... Η τέλεια αγάπη! Ο Χριστός μας! που δεν πέρασε τυχαία από το άντρο των ληστών αλλά σκοπίμως για να σώσει τον πληγωμένο από τους ληστές-αμαρτίες άνθρωπο, που τον σπαχνίζεται, που τον πονάει και νιώθει τον πόνο του ως δικό του πόνο, που φροντίζει τις πληγές του, τον πηγαίνει στο πανδοχείο, ξενυχτάει μαζί του, που τον περιποιείται για να τον συνεφέρει και να τον σώσει, που δίνει χρήματα για τη νοσηλεία του και ξαναπηγαίνει να τον δει για να τον φροντίσει μέχρι την αποθεραπεία του. Η Τέλεια αγάπη του Θεανθρώπου Κυρίου, που δεν υπολόγισε την ενοχή όλων μας προς Αυτόν, ήρθε κοντά μας έγινε άνθρωπος και Αυτός, και ο μόνος Αναμάρτητος φορτώθηκε τις αμαρτίες μας, σταυρώθηκε για εμάς για την θεραπεία των πληγών της ψυχής μας, την σωτηρία μας. Τέλεια Άπειρη Αγάπη, ασύγκριτη θυσία, όχι μόνο για φίλους και δίκαιους αλλά για όλους τους αμαρτωλούς, τους άδικους, τους εχθρούς, τους υβριστές Του, για όλους, για όλους μας!!
Ανοίγω ένα βιβλίο που είχα δίπλα μου και αρχίζω να διαβάζω: “Ο Θεός είναι αγάπη. όταν αισθανθούμε πώς Αυτός είναι παρών παντού, τότε Αυτός θα μας διδάξει πώς να αγαπήσουμε τον πλησίον μας. Επειδή εμείς δεν ξέρουμε ούτε πώς να αγαπάμε τον Κύριο, αλλά ούτε και τον πλησίον μας. Όλοι μας έχουμε μέσα μας αγάπη, επειδή ο Κύριος την εμφύτεψε μέσα μας. Πολλές φορές τα πνεύματα κάτω από τον ουρανό ανακατεύονται, για να μας βγάλουν από τον σωστό δρόμο της αληθινής αγάπης. …Ο Θεός είναι τέλειος και δεν έχει ελαττώματα. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν μέσα μας φανερωθεί η θεϊκή αγάπη τότε είμαστε ευλογημένοι και νιώθουμε αγάπη για όλο το σύμπαν. Αυτό σημαίνει πως τότε ο Κύριος είναι μέσα μας και πόσο Θεός είναι παρών παντού, Παντοκράτορας. Τότε εμείς δεν ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι είναι συγγενείς μας, όλοι είναι καλοί για μας… Βλέπετε λοιπόν, όταν ο άνθρωπος νιώθει αγάπη, ησυχάζει, βρίσκει μέσα του την πραότητα που είναι η τέλεια κατάσταση ενός χριστιανού. Η τέλεια κατάσταση ενός χριστιανού δεν είναι ούτε να ανασταίνεις νεκρούς, ούτε να κάνεις θαύματα. Η τελειότητα της χριστιανικής ζωής στην τέλεια ησυχία, την τέλεια γαλήνη. Όταν μας φωτίζει το φως του Αγίου Πνεύματος τότε εμείς όλους τους αγαπάμε, όλους θέλουμε να τους υπηρετήσουμε, όλοι ευχόμαστε να είναι καλά. Αυτό σημαίνει ότι η αγάπη είναι θυσία. Αγάπη σημαίνει να θυσιαστούμε για τον πλησίον μας”. Αυτό, λοιπόν, ήταν!!! Όταν δίσταζα να κάνω κάτι καλύτερο από το καλό είτε γιατί ο εμπερίστατος συνάνθρωπός μου ήταν άγνωστος είτε γιατί ήταν μακριά και σε απόσταση ή όταν υποχωρούσα στην πρώτη δυσκολία και εμένα σε κάποια δάκρυα συμπόνιας ή και όταν απογοητευόμουν από την αγνωμοσύνη του άλλου, μου έλειπε η δύναμη της τέλειας αγάπης του Χριστού. Η αγάπη που κινητοποιεί την ανθρώπινη καλοσύνη και ο σύνδεσμός τους μεταμορφώνει την ζωή της καλοσύνης σε ζωή της χριστιανικής αγάπης, όπως μας δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος με το παράδειγμα Του, ο Καλός Σαμαρείτης, η τέλεια αγάπη.
Σηκώθηκα από την πολυθρόνα, πήρα το μεγάλο κλειδί του χριστιανού πιστού ανθρώπου που γράφει “Ο Καλός Σαμαρείτης, η τέλεια Αγάπη”, κλείδωσα το εαυτό- σπιτικό μου και πήρα πάλι το δρόμο της ζωής για να συναντήσω τον “διπλανό-”πλησίον” μου. Μαζί μου πήρα για οδηγό, τον Ύμνο της Αγάπης: “Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. …Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ού ζηλοί, η αγάπη ού περπερεύεται, ού φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ού ζητεί τα εαυτής, ού παροξύνεται, ού λογίζεται το κακόν, ού χαίρει επί τη αδικία, συγχωρεί δε τη αληθεία. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. Μείζων δε τούτων η αγάπη” (Απ. Παύλου, Α΄ επιστολ. προς Κορ. ιγ΄, 1-13).
Ο Δρόμος της Αγάπης για τον πιστό χριστιανό άνθρωπο είναι ο δύσκολος, ο επίπονος και θέλει πίστη, ταπείνωση, διάκριση, υπομονή, συγχωρητικότητα, όλες μα όλες τις αρετές, αλλά είναι ο πιο σύντομος για να συναντήσουμε τον “διπλανό-πλησιον” μας άνθρωπο και ευλαβικά να ακουμπήσουμε το αυτί μας στην καρδιά του και να ακούσουμε τους μυστικούς της πόνους και με γνήσια αληθινή συμπόνια να νιώσουμε τους παλμούς της αγωνίας της.
(ΣΗΜ. το αναφερόμενο στο κείμενο απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Πνευματικές συζητήσεις” γέροντος Θαδδαίου Βιτόβνιτσας, Β’ εκδ. “Ορθόδοξος Κυψέλ”, 2020).
Κ. Σ.
πηγή: https://panagia-ierosolymitissa.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου