ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Ὀρθοδοξίας)
Ἑβρ. 11, 24-26 – 12, 2
Ὑβρίζεσαι γιὰ τὸ Χριστό;
«Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος (ὁ
Μωϋσῆς) τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν
τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ»
(Ἑβρ. 11, 26)
ΣΗΜΕΡΑ, άγαπητοί μου, σήμερα εἶνε ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ἤ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σʼ ὅλους τοὺς ναοὺς ὡς Ἀπόστολος διαβάζεται μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ἀπὸ τὸ 11ο κεφάλαιο. Σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, ὅταν τελειώσῃ ἡ θεία λειτουργία καὶ πᾶτε στὰ σπίτια σας, μὴν ἀρχίσετες κοσμικὲς συζητήσεις, ἀλλὰ ἀνοῖξτε τὴν Καινή σας Διαθήκη καὶ διαβάστε ὁλόκληρο τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ εἶνε ἕνας ὕμνος τῆς πίστεως. Ὁ ἀπόστολος ἀνοίγει τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἀπὸ ʼκεῖ παίρνει παραδείγματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴν πίστι αὐτὴξ κατώρθωσαν πράγματα, ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κατορθώσῃ. Ἡ πίστι τους ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε νικοῦσε κάθε ἐμπόδιο, κάθε ἐχθρό˙ ἔκανε θαύματα.
Ποιό ἀπὸ τὰ πολλὰ αὐτὰ θαύματα νὰ διηγηθοῦμε ἐδῶ; Ἤ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἥρωες αὐτοὺς νὰ ἀναφέρουμε καὶ νὰ ἐγκωμιάσουμε; Ἄν ἐπρόκειτο νὰ διηγηθοῦμε ὅλα τὰ θαύματα τῶν ἡρώων αὐτῶν, ὄχι ἕνα κήρυγμα, ἀλλʼ ἑκατὸ κηρύγματα θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε, καὶ πάλι δὲν θὰ ἔφταναν. Γιʼ αὐτὸ ἀπʼ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ ἀναφέρει ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος θὰ ἀσχοληθοῦμε σήμερα μὲ ἕνα μόνο ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Μωϋσῆ.
* * *
Ὁ Μωϋσῆς ἔζησε 1500 περίπου χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Ἡ ζωή του εἶνε γεμάτη θαύματα. Τὸ πρῶτο θαῦμα ἔγινε τὶς πρῶτες μέρες ποὺ γεννήθηκε. Σύμφωνα μὲ ἕνα νόμο ποὺ εἶχε βγάλει ὁ βασιλιᾶς τῆς ἐποχῆς του, ὁ φαραὼ τῆς Αἰγύπτου, ὅλα τὰ νεογέννητα ἀρσενικὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων ἔπρεπε νὰ σκοτώνονται, νὰ ῥίχνωνται στὸ Νεῖλο ποταμό. Νόμος σατανικός, ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ ἐξοντωθῇ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων.
Ἀνατριχιάζετε; Ἀλλʼ ὁ σατανᾶς, ποὺ ἔσπρωξε ἕνα βασιλιᾶ νὰ βγάλῃ ἕνα τέτοιο νόμο, καὶ σήμερα ἐξακολουθεῖ τὸ κακοῦργο του ἔργο. Ἀλλοίμονο! Φαραὼ δὲν εἶνει πιὰ ἕνας μόνο. Φαραὼ εἶνε πολλοί. Εἶνε ἀναρίθμητοι. Εἶνει ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ δὲν θέλουν νὰ κάνουν παιδιὰ καί, ἐάν ποτε κατὰ λάθος ἀρχίζῃ νὰ φυτρώνῃ παιδὶ στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, πᾶνε καὶ τὸ ξερριζώνουν μὲ τὶς ἐκτρώσεις. Αὐτοὶ εἶνε κακοῦργοι. Αὐτοὶ εἶνει κι ἀπὸ τοὺς φαραὼ χειρότεροι. Ἐκεῖνοι τὰ ξένα παιδιὰ ἔρριχναν στὸ ποτάμι. Αὐτοὶ σκοτώνουν τὰ ἴδια τους τὰ παιδιά. Ἀλλʼ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ κάνουν τὸ ἀπαίσιο ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων, ὁπωσδήποτε θὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως τιμωρήθηκε καὶ ὁ φαραώ. Ἐκεῖνος ἔπνιξε τὰ ἀθῷα παιδιά, ἀλλὰ κι αὐτὸς πνίγηκε μὲ ὅλο του τὸ στρατὸ μέσα στὰ νερὰ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.
Καὶ ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἦταν παιδὶ Ἑβραίων, θὰ ἔπρεπε κι αὐτὸς ὅταν γεννήθηκε νὰ σκοτωθῇ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ φαραώ. Ἀλλὰ δὲν σκοτώθηκε. Σώθηκε. Πῶς; Ἡ μάνα του τὸν ἔβαλε βρέφος μέσα σʼ ἕνα πανεράκι, ποὺ ἔφραξε μὲ πίσσα γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν νερά, καὶ ἔτσι τὸ ἔρριξε στὸ ποτάμι. Ἔπλεε σὰν μικρὴ βαρκούλα. Ἡ θυγατέρα τοῦ φαραώ, ποὺ ἔκανε τὸν περίπατό της στὸ ποτάμι, τὸ εἶδε, τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὸν ποταμό, καὶ μὲ ἔκπληξι εἶδε ὅτι μέσα στὸ πανεράκι ἦταν ἕνα ἀγοράκι. Πόσο χαριτωμένο ἦταν τὸ βρέφος αὐτό! Ἡ προγκίπισσα τὸ συμπάθησε, τὸ υἱοθέτησε καὶ τὸ ἀνέθρεψε σὰν πριγκιπόπουλο στὸ παλάτι. Ἔμαθε κατόπιν γράμματα καί, ἐπειδὴ ἦταν ἔξυπνο παιδί, ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. Ζοῦσε μέσα στὰ πλούτη. Εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ προωριζόταν νὰ γίνῃ κι αὐτὸς μιὰ μέρα φαραώ, βασιλιᾶς τῆς Αιγύπτου. Τί τυχερὸ παιδί! Θὰ λέγαμε πολλοί.
Ἀλλʼ ὁ μωϋσῆς μιὰ μέρα ἔφυγε ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ πῆγε σὲ μιὰ ἔρημο. Ἐκεὶ ἔγινε βοσκὸς καὶ ἔζησε 40 χρόνια, ὥσπου τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ μεγάλη ἀποστολή.
Τί παράξενο πρᾶγμα˙ ἕνα πριγκιπόπουλο νʼ ἀφήσῃ τὸ παλάτι καὶ νὰ γίνῃ τσομπάνος! Γιατί; Γιατὶ ὁ Μωὑσῆς ἤξερε ἀπὸ μικρὸς ποιά εἶνε ἡ καταγωγή του, ὅτι εἶνε παιδὶ Ἑβραίων. Ἔβλεπε πόσο τὸ ἔθνος του ὑποφέρει ἀπὸ τοὺς τυράννους τῆς Αἰγύπτου. Καὶ ὁ Μωϋσῆς δὲν ἦταν κανένας ἀναίσθητος, ποὺ κοιτάζει μόνο νὰ περνάῃ αὐτὸς καλὰ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ βάσανα τῶν ἄλλων. Ἦταν μιὰ εὐγενικὴ ὕπαρξι. Μέσα στὴν ψυχή του ἔγινε πάλη. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὰ παλάτια, τὰ πλούτη, τὰ ἔκλεκτὰ τραπέζια, οἱ δόξες, οἱ τιμὲς καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ φτωχὲς καλύβες, οἱ ξυλοδαρμοί, οἱ φυλακές, τὰ βασανιστήρια, ἡ πεῖνα καὶ ἡ δυστυχία τῶν σκλάβων συμπατριωτῶν του. Τί νὰ κάνῃ; Νὰ μείνῃ στὰ παλάτια; Θὰ ἦταν ἕνας προδότης, ποὺ πάνω ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα θὰ εἶχε μόνο τὴν καλοπέρασί του. Ἀλλὰ νʼ ἀφήσῃ τὸ παλάτι καὶ νὰ πάῃ μὲ τὸ σκλαβωμένο λαό; Καλομαθημένος ὅπως ἦταν, πῶς θὰ ζοῦσε τὴ ζωὴ τῶν ταπεινῶν καὶ καταφρονεμένων;
Ὁ Μωϋσῆς προτίμησε ἀπὸ τὰ δυὸ τὸ δεύτερο. Προτίμησε ἀπὸ τὸν πλοῦτο τὴ φτώχεια, ἀπὸ τὴν καλοπέρασι τὴν κακοπάθεια, ἀπὸ τὴ δόξα τὴν ἀτιμία καὶ τὴν περιφρόνησι. Ἀντὶ νὰ εἶνε τὸ ἀγαπημένο παιδὶ μιᾶς πριγκίπισσας, προτίμησε νὰ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ σκλαβωμένου λαοῦ. Ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ πῆγε στὸ βουνὸ κʼ ἔγινε ἕνας τσοπάνος. Καὶ ἀργότερα, ὅταν τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ γίνῃ ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος τῆς φυλῆς του, φάνηκε πιστὸς στὴν ἀποστολή του. Ἦρθαν στιγμὲς ποὺ ὁ λαὸς ἔδειξε στὸ Μωὑσῆ τὴ χειρότερη συμπεριφορά. Ἐπειδὴ στὸν άγῶνα αὐτὸν παρουσιάστηκαν ὡρισμένες δυσκολίες, ὁ λαὸς ἀνυπόμονος καὶ ἀχάριστος τὰ ἔβαζε μὲ τὸ Μωὑσῆ. Ἔβριζαν, χλεύαζαν – ποιόν; Τὸν εὐεργέτη τους, ποὺ γιὰ χάρι τους θυσίασε τὰ πάντα. Καὶ ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἑβραϊκὸς λαὸς στὸ Χριστό, ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν σώσῃ, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸ Μωὑσῆ. Τὸν ἔβριζε, ὅπως ἔβριζε καὶ τὸ Χριστό. Ἀλλʼ ὁ Μωϋσῆς ὅλα τὰ ὑπέφερε. Ἤξερε σὲ ποιόν πιστεύει καὶ γιὰ ποιόν ὑποφέρει ὅλα αὐτά. Πίστευε στὸν Θεὸ ακὶ ἔμενε πιστὸς στὴν ἀποστολή του.
* * *
Ἀλλὰ κʼ ἐμεῖς, ἀγαπητέ μου, ποὺ ἀκοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Μωϋσῆ, πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν αὐταπάρνησί του. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος μὲ τὸν Χριστό, παρὰ πλούσιος καὶ ἔνδοξος μὲ τὸ διάβολο. Προτιμότερο νὰ βρίζεσαι καὶ νὰ χλευάζεσαι γιὰ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ ἐπαινῆσαι καὶ νὰ ἐγκωμιάζεσαι ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Ἄς προσέξουμε αὐτὸ τὸ τελευταῖο, γιατὶ ζοῦμε σὲ ἐποχὴ μεγάλης ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς. Ὁ κόσμος, ἅμα δῇ κανέναν νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστό, νὰ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ κοινωνῇ τὰ ἄχραντα μυστήρια καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ ζήσῃ μιὰ γνήσια χριστιανικὴ ζωή, τὸν κοροϊδεύει. Εἶνε, λέει, ἀσυγχρόνιστος, βλάκας, χαζός, τρελλός... Ἔτσι οἱ πολλοὶ δειλιάζουν νὰ παρουσιασθοῦν σὰν ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Θεό. Καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ δὲν τολμοῦν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους μπροστὰ στοὺς μεγάλους ποὺ τὰ κοροϊδεύουν.
Ἕνα παράδειγμα. Κάποιος μικρὸς στὸ τέλος μιᾶς θείας λειτουργίας μὲ πλησίασε καὶ πολὺ σιγὰ μοῦ λέει στὸ αὐτί˙
- Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς!
- Καὶ γιατί, παιδί μου, τὸ λὲς τόσο σιγὰ καὶ δὲν τὸ φωνάζεις; τὸν ἐρωτῶ.
- Ἄν τὸ φωνάξω, λέει, θὰ μὲ κοροϊδέψουν ὅλοι.
- Ἄν δὲν θέλῃς, παιδί μου, νὰ σὲ κοροϊδεύουν, νὰ μὴ γίνῃς παπᾶς. Διάλεξε ἕνα ἐπάγγελμα νὰ σὲ τιμᾷ καὶ νὰ σὲ ὑπολήπτεται ὁ κόσμος...
Ποῦ φθάσαμε! Στὸ μέλλον, ὅπως πᾶμε, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν ἡρωϊσμὸ νὰ ὑβρίζωνται γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους. Αὐτοὶ θὰ εἶνε καὶ οἱ μιμηταὶ τοῦ Μωϋσῆ, ποὺ προτίμησε νὰ ὑβρίζεται γιὰ τὴν πίστι, παρὰ νʼ ἀφήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ τιμᾶται μέσʼ στὰ βασιλικὰ παλάτια.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 387-393 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου