Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-3. Ἀνεξικακία καὶ ἐπιείκεια, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη.

 



Δ

υὸ μοναχοὶ κατοικοῦσαν σ’ ἕναν τόπο καὶ τοὺς ἐπισκέφτηκε κάποτε ἕνας μεγάλος γέροντας.

Θέλοντας νὰ τοὺς δοκιμάσει πόσο ταπεινοὶ εἶναι, πῆρε ἕνα ραβδὶ κι ἄρχισε νὰ καταστρέφει τὰ λαχανικὰ τοῦ ἑνός. Ὁ ἀδελφὸς μόλις τὸν εἶδε κρύφτηκε, κι ὅταν πιὰ ἔμεινε μόνο μία ρίζα, λέει στὸν γέροντα:

- «Ἀββᾶ, ἂν θέλεις ἄφησέ την αὐτήν, γιὰ νὰ μαγειρέψω γιὰ νὰ φᾶμε μαζί».

Τότε ὁ γέροντας ἔβαλε μετάνοια στὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπε:

-«Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀναπαύεται στὴν καρδία σου, γιατὶ ἔχεις μεγάλη ἀνεξικακία».

 Καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο γέροντα λέγουν ὅτι ἔπιασε μία μέρα τοὺς κλέφτες στὴ σκήτη νὰ ἀδειάζουν τὸ κελί του καὶ τοὺς ἔλεγε:

-«Βιαστεῖτε, φύγετε, πρὶν ἔρθουν οἱ ἀδελφοὶ καὶ σᾶς πιάσουν καὶ μὲ ἐμποδίσουν ἔτσι νὰ πραγματοποιήσω τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε “μὴν ζητᾶς ἀπ’ αὐτόν ποὺ πῆρε τὰ δικά σου”.

 Κι ἕνας ἄλλος γέροντας ἔλεγε:

- «Ἂν ἀκούσεις κάποιον νὰ σὲ μισεῖ καὶ νὰ σὲ κακολογεῖ, στεῖλε ἢ δώσ’ του κάποια εὐλογία, ἕνα δῶρο, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητες ποὺ ἔχεις, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ πεῖς τὴν ὥρα τῆς κρίσης στὸν Θεὸ μὲ παρρησία, «συγχώρεσέ με, Κύριε, γι’ αὐτὰ ποὺ ὀφείλω, διότι κι ἐγὼ συγχώρησα αὐτὰ ποὺ μοῦ ὀφείλουν».

Καὶ μόνο ἡ διήγηση αὐτὴ σὲ γεμίζει μὲ πρακτικὰ μηνύματα καὶ μὲ ἕναν προσωπικὸ ἔλεγχο καὶ αὐτοσυνειδησία. Βλέπεις περίτρανα μέσα ἀπ’ τὴ ζωή τῶν ἁγίων ἀσκητῶν, πόσο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνεξικακία εἶχαν σὰν πρῶτο μέλημά τους. Δὲν ὀργίζονταν, δὲ μισοῦσαν, δὲν ἔνιωθαν ὅτι τοὺς ἀδικεῖ κάποιος ὅ,τι κι ἂν τοὺς ἔκανε. Κι ἂν τοὺς ἔκλεβαν, κι ἂν τοὺς ἔπαιρναν τὰ πράγματά τους, κι ἂν τοὺς κατέστρεφαν τὴν περιουσία τους, ἔνιωθαν πὼς δὲν εἶναι τίποτα δικὸ τους, ἀλλὰ ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Ἔνιωθαν ἀκτήμονες καὶ ἀνέστιοι καὶ πὼς τίποτα δὲν εἶναι δικὸ τους, πὼς ὅλα ἐδῶ κάτω στὴ γῆ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, πὼς εἶναι τόσο γήινα καὶ τόσο φθαρτὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου ποὺ μόλις πήγαιναν νὰ τὰ πιάσουν καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσουν τοὺς ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια. Ἔνιωθαν ὅτι ὁ διπλανὸς τους, ὅποιος κι ἂν εἶναι αὐτός, δὲν εἶναι ἐχθρὸς τους οὔτε ὁ καταπατητὴς τους ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δίπλα τους. Ἕναν ἐχθρὸ μόνον γνώριζαν, τὸν διάβολο, καὶ τὸν πολεμοῦσαν. Ἔνιωθαν πὼς αὐτοί ποὺ τοὺς ἔκαναν κακό δὲν τοὺς ἄγγιζαν. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀδικήσει, ἂν δὲν τὸ ἤθελαν. Ἔβλεπαν ἐχθρὸ τὸν κακό τους ἑαυτό, γιατί μόνο αὐτὸς μποροῦσε νὰ τοὺς ἀδικήσει. Ἔβλεπαν ὅτι εἶναι εὐεργέτες των αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀδικοῦσαν, διότι τοὺς ἔσπαζαν τὴν ματαιοδοξία καὶ τὴν προσκόλληση στὰ γήινα. Χαίρονταν καθὼς ἔτσι τοὺς δινόταν ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ νὰ συγχωρήσουν καὶ ἔτσι νὰ συγχωρεθοῦν καὶ τὰ δικά τους ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸν Θεό. Ζοῦσαν μ’ αὐτὴ τὴν φιλοσοφία τῆς ζωῆς ποὺ τοὺς κρατοῦσε γαλήνιους καὶ ἀπαθεῖς καὶ ἀτενίζοντες πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν οὐράνια πόλη. Ἔτσι νὰ μὴν ποῦμε κι ἐσὺ κι ἐγώ, τὶ μοῦ ἔκανε αὐτός, μοῦ φέρθηκε ἄσχημα, μ’ ἔκλεψε, μοῦ πῆρε τὰ ἀγαθά μου, ρήμαξε τὴν περιουσία μου. Μὴν γκρινιάζεις, μὴ σὲ πιάνει βρώμικη μιζέρια, μὴν πεῖς “γιατί;” στὸν Θεό, πὼς τόσο ἄδικα μ’ ἀδίκησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Ἴσα-ἴσα αὐτὸς ἔγινε ὁ εὐεργέτης σου, τὸν συγχωρεῖς, τοῦ δείχνεις τὴν ἀγάπη σου καὶ τότε παίρνεις ἕνα μεγάλο δῶρο ἀπ’ τὸν οὐρανό, τὴν συγχώρεση τῶν δικῶν σου ἁμαρτιῶν. Καὶ πόσο ἔχουμε τὶς δυσκολίες μας στὶς σχέσεις μας, στὴν συντροφικότητα μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Πόσες φορὲς δὲν ὀργιζόμαστε καὶ δὲν λέμε ἢ δὲν σκεπτόμαστε κάτι ἐναντίον τοῦ ἄλλου; Καὶ πόσες φορὲς βλέπουμε νὰ μπαίνουμε στὸν χορὸ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς κακίας τῶν ἄλλων, χορεύοντας στὸν ἴδιο τὸν ρυθμό; Καὶ πῶς νὰ δοῡμε τὸν ἑαυτὸ μας στὰ χάλια του νὰ παλεύει στὴν πτώση του; Καὶ τότε πῶς νὰ ἐνεργήσουμε;

Ἀμέσως ἂς σκύψουμε μέσα στὴν καρδιά μας ζητώντας συγχώρεση ἀπ’ τὸν Θεό. Αἴσθηση καὶ πίστη μας νὰ εἶναι πὼς μόνο ἡ ἀγάπη στὸν διπλανό μας μπορεῖ νὰ φέρει καὶ τὴν συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν, «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν». Καὶ ἰδιαίτερα τὶς μέρες αὐτὲς τῶν νηστειῶν εἶναι ἀνάγκη τῆς καρδιᾶς γιὰ καθαρή προετοιμασία νὰ βροῦμε ἐκεῑνον ποὺ μᾶς μιλᾶ καὶ δὲν τοῦ μιλᾶμε. Μὲ ἕνα πλησίασμα, μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση, μποροῦμε νὰ τοῦ ποῦμε, «ἔλα νὰ συγχωρεθοῦμε, μέρα ἀγάπης εἶναι οἱ γιορτές, ἔχουμε τόσο καιρὸ νὰ μιλήσουμε, τόσο καιρὸ ἀπόμακροι καὶ ψυχραμένοι δίνοντας χαρὰ στὸν πονηρὸ καὶ ζώντας τὴν δικὴ μας τὴν φθορὰ καὶ τὴν διάλυση ἀπὸ τὸ μίσος». Νὰ κινηθοῦμε μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ πάρουμε ἀγάπη ἀπ’ τὸν Θεό. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε γιορτὴ στ’ ἀλήθεια, ἂν ἡ καρδιά μας ἔχει κάτι νὰ τῆς καταμαρτυρεῖ ἐναντίον ἀνθρώπων. Πῶς θὰ κοινωνήσουμε, ὅταν δὲν ἔχουμε ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι τυπικὴ ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ οὔτε εἴμαστε χριστιανοὶ ἐποχιακοὶ καὶ γιὰ τὰ πανηγύρια μόνο.Ἡ σχέση μας εἶναι οὐσιαστική, γι’ αὐτὸ ἂς κάνουμε θυσία στὸν Θεό, τὴ θυσία τῆς ἀγάπης, πλησιάζοντας ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι ψυχροὶ μαζὶ μας καὶ ἐμεῖς ψυχροὶ μαζὶ τους, ὥστε μὲ ἀγάπη νὰ κάνουμε εὐλογημένα τὴν γιορτὴ μας.

Καὶ ἔσκυβα καὶ ἔβλεπα τὸν ἐσταυρωμένο Κύριό μου ποὺ ὑπέφερε τὸν ὀνειδισμό Του καὶ προσευχόταν ὡς ἀνεξίκακος πάσχων Θεός, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσιν». Καὶ Τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δώσει τὴν δική Του ἀνεξικακία καὶ πραότητα.

Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.

Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη

Αμύνταιο 2018

Δ' Εκδοση σελ.19-22


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου