ἀββᾶς Ἀγάθων ἦταν
μεγάλος ἅγιος, ταπεινὸς καὶ πρᾶος. Γιὰ νὰ βγάζει τὸ ψωμί του καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ
παράλληλα νὰ κάμει καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του σὲ κάποιους φτωχούς, ἔπλεκε καλάθια
καὶ τὰ κατέβαζε στὴν πόλη ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ τὰ πουλοῦσε. Μὲ τὰ χρήματα
ποὺ εἰσέπραττε περνοῦσε τὴν ζωὴ του λιτὰ καὶ φτωχικά.
Ὅταν πλησίαζε μία μέρα στὴν πόλη,
βλέπει ἕναν λεπρό. Τότε ὅλοι τοὺς ἀπέφευγαν τοὺς λεπροὺς, γιατὶ ἦταν μεταδοτικὴ
ἡ ἀρρώστια καὶ πέθαινες ἀπ’ αὐτήν. Δὲν ἦταν εὔκολη ἀρρώστια, λίγο-λίγο σάπιζαν
τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἕνα-ἕνα ἔπεφταν καὶ πέθαινε. Τὸν πλησιάζει
ὁ λεπρὸς καὶ τοῦ λέει:
- «Ἔ!
ἅγιε μοναχὲ, θὰ μὲ πάρεις μέχρι τὴν πόλη ποὺ θέλω νὰ πάω; Δὲν ἔχω τίποτα μαζί
μου, ἔλα ὁδήγησέ με, στήριξέ με μέχρι τὴν πόλη καὶ δῶσε μου κάτι νὰ φάω».
Τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε στὴν πόλη.
Κάθισε κι αὐτὸς ἐκεῖ στὸ παζάρι δίπλα στὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ἐκεῖ ποὺ πουλοῦσαν κι ἄλλοι.
Μόλις πούλησε τὸ πρῶτο τὸ καλάθι τοῦ λέει:
- «Τὸ
πούλησες; »
- «Ναί»,
τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς.
- «Δὲν
μοῦ παίρνεις λίγο ψωμὶ νὰ φάω μὲ αὐτὰ τὰχρήματα ποὺ πῆρες;».
Τοῦ πῆρε ψωμὶ κι ἐκεῖνος ἔτρωγε. Ἐν τῶ μεταξὺ πούλησε καὶ
δεύτερο καλάθι καὶ ὁ λεπρὸς τοῦ λέει:
- «Ἀκόμα
πεινῶ, δὲν μοῦ παίρνεις καὶ κάτι ἄλλο γιὰνὰ μπορέσω νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου;
Μέρες ἔχω νὰ φάω».
Ἔκανε ὁ ἀββᾶς ὅ,τι τοῦ ζήτησε καὶ
πάλι τοῦ ἀγόρασε. Στὴ συνέχεια πούλησε τρίτο καλάθι, τέταρτο καλάθι, καὶ κάθε
φορὰ αὐτὸς ὁ παράξενος λεπρὸς τοῦ ζητοῦσε ὅλο καὶ κάτι νὰ τοῦ πάρει. Ἦρθε τὸ
μεσημέρι, πουλήθηκαν ὅλα καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀγάθωνας δὲν εἶχε τίποτα στὴν τσέπη του, δὲν
τοῦ ἔμεινε τίποτα. Δὲν τὸν πείραξε καθόλου, τὸ ἔκανε μὲ τὴν καρδιά του αὐτὸ ποὺ
τοῦ ζητοῦσε.
- «Τελειώσαμε»,
τοῦ λέγει, «φεύγουμε».
- «Νὰ
φύγουμε, ἀλλὰ νὰ μὲ πᾶς ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ μὲπῆρες», τοῦ λέγει.
«Καὶ
βέβαια», τοῦ λέγει ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων. Τὸνπῆρε καὶ τὸν γύρισε ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου τὸν εἶχε
παραλάβει, μ’ ὅλη τὴν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του, χωρὶς νὰ γογγύσει καὶ νὰ πεῖ «πώ!
πώ! μοῦ φορτώθηκε, μοῦ ἔφαγε ὅλα τὰ χρήματα καὶ πάλι νὰ τὸν πάω πίσω! Καλά,
ντροπὴ δὲν ἔχει πάνω του;». Οὔτε ποὺ τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ μυαλὸ του νὰ γκρινιάξει
καὶ - νὰ
πεῖ αὐτὰ τὰ λόγια. Ἔτσι ἁπλᾶ καὶ ταπεινὰ κινήθηκε. Μόλις φτάσανε, ὁ λεπρὸς
γυρίζει καὶ τοῦ λέγει:
«Σ’ εὐχαριστῶ
ποὺ ὅλη σου τὴν ἡμέρα τὴν ἀφιέρωσες γιὰ μένα».
Κι ὁ ἀββᾶς Ἀγάθωνας
σκύβοντας νὰ πάρει τὸν τορβᾶ του γύρισε γιὰ νὰ δεῖ. Εἶχε γίνει ἄφαντος αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.
Τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν δοκιμάσει καὶ
νὰ δεῖ πόσο ἀγαπάει καὶ πόση ὑπομονὴ κάνει στὴν ἀγάπη.
Καὶ μία μέρα ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος βρῆκε ἕναν
φτωχὸ καὶ τοῦ ’δωσε τὸ ἐπανωφόρι του, ἀλλὰ λίγο παρακάτω βρῆκε τὸν ἴδιο φτωχὸ νὰ
τὸ πουλάει σὲ κάποιον ἄλλον καὶ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ παίρνει ψωμὶ γιὰ νὰ φάει.
Στεναχωρήθηκε, καὶ τὴν νύχτα καθὼς ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ τοῦ ἦρθε μπροστά του ἕνα ὅραμα
ἀληθινό. Ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἔλεγε:
- «Γιὰ
δὲς τὶ φοράω».
Κοιτάει ὁ ἀββᾶς καὶ τὶ νὰ δεῖ. Ἦταν
τὸ ροῦχο ποὺ εἶχε δώσει στὸν φτωχό.
- «Μὴν
στεναχωριέσαι, ἐμένα ἔντυσες».
Παρηγορήθηκε πολὺ μὲ τὸ ὅραμα αὐτὸ
καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ἔλεγε μέσα του φωναχτὰ τὴν διαπίστωσή του, ὅταν δίνουμε ἀγάπη
στὸν διπλανὸ μας, τὸν ἄγγελό μας περιποιούμαστε. Ὅταν δίνουμε ἀγάπη στὸν διπλανὸ
μας, τότε τὸν Χριστὸ ντύνουμε, τὸν Χριστὸ ποτίζουμε.
Σκεφτόμουν
τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ὑπομονὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντα καὶ ἔμενα ἐκστατικός. Ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ τὴν παραβολὴ τῆς κρίσεως. Ὅταν θὰ γίνει τὸ μεγάλο δικαστήριο
στὴ Δευτέρα Παρουσία Του, θὰ μαζέψει τοὺς ἀνθρώπους ὅλους σὰν
μία μεγάλη μυρμηγκιὰ καὶ θὰ τοὺς χωρίσει, ὅπως χωρίζει ὁ βοσκὸς τὰ πρόβατα ἀπὸ
τὰ κατσίκια. Ἀπ’ τὰ ἀριστερά Του θὰ βάλει τοὺς ἁμαρτωλούς ποὺ δὲν εἶχαν ἀγάπη.
Καὶ θὰ πεῖ σ’ αὐτούς, «ἤμουν στὴ φυλακὴ καὶ δὲ μοῦ δώσατε νερό, ἤμουν
πεινασμένος καὶ δὲ μοῦ δώσατε ψωμί, ἤμουν χωρὶς ροῦχα καὶ δὲ μοῦ δώσατε ροῦχα,
κρύωνα καὶ δὲ μὲ ζεστάνατε». Καὶ θὰ Τοῦ ποῡν αὐτοὶ «πότε σὲ εἴδαμε στὶς ἀνάγκες
αὐτὲς καὶ δὲν σὲ βοηθήσαμε;» Τότε θὰ πεῖ ὁ Χριστὸς «ἀφοῦ δὲν τὸ κάνατε σ’ ἕναν ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους τοὺς φτωχούς, εἶναι σὰν νὰ μὴν τὸ κάνατε σὲ μένα τὸν Ἴδιο». Ἀντιθέτως,
τοὺς δικαίους ποὺ ἔκαμαν ἔργο τὴν ἀγάπη στοὺς πτωχοὺς σὰν νὰ ‘ναι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος,
θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιὰ Του στὸν Παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ
γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης τῶν πολλῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς ὑπομονῆς τῆς
ἀγάπης στὸν ἰδιότροπο φτωχό.
Καὶ τώρα
ποὺ ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα βλέπει μπροστὰ του κανεὶς νὰ περιγράφεται ἡ ἁπλότητα
τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅταν ἡ Παναγία ἔφτασε στὴν πόλη τῆς Ναζαρὲτ ἀπὸ
βραδύς -ἔγκυος ἦταν-, μὲ κάποιο γαϊδουράκι νὰ τὴν μεταφέρει, «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ
καταλύματι», δὲν εἶχε τόπο γιὰ νὰ μείνει. Τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι, ἕτοιμη γιὰ
τοκετό, καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ σπίτι ἢ πανδοχεῖο γιὰ νὰ γεννήσει καὶ δὲν ὑπῆρχε. Ὅλα
ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε γιὰ τὴν ἀπογραφή. Οὔτε ἕνα σπίτι δὲν
βρέθηκε κενό. Ἦταν ἀφιλόξενος ὁ κόσμος τὴν στιγμή ποὺ ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ
γεννηθεῖ στὴ γῆ. Ἕνας Θεός ποὺ κατοικεῖ σ’ ὅλα τὰ σύμπαντα, κατέβαινε στὴ γῆ καὶ
δὲν εἶχε τόπο γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Τότεποιοί Τὸν φιλοξένησαν; Βρῆκαν μία
σπηλιὰ πάνω στὸ βουνὸ ποὺ τὴν εἶχαν γιὰ στάβλο, μπῆκαν μέσα, κι ἐκεῖ σὲ κάποια ἄχυρα,
σὲ μία γωνία μέσα στὶς πέτρες, μέσα στὶς βρομιὲς καὶ τὴ δυσωδία ἀπὸ τὶς
κοπριές, μέσα ἐκεῖ ποὺ τὰ πάντα ἦταν παγωμένα, γέννησε ἡ Παναγία. Τὶ φοβερό! Ὅταν
γεννήθηκε ὁ Χριστὸς, ἕνας στάβλος Τὸν ὑποδέχτηκε, ἡ μητέρα Του Τὸν ἔβαλε στὸ
παχνὶ μὲ τ’ ἄχυρα, Τὸν ζέσταιναν μὲ τὰ χνῶτα τους τὰ ζῶα. Πόσο ἀφιλόξενοι ἦταν
οἱ ἄνθρωποι! Καὶ γυρίζει καὶ λέγει ὁ καθένας μέσα του πώς, ἂν τότε ζοῦσε, πρῶτος
τὸ σπίτι του θὰ ἄνοιγε.
Ἄραγε ποιός σκέφτεται τὸν Χριστὸ ποὺ γεννιέται τὶς ἡμέρες
αὐτές; Μόνο τὸν ἑαυτὸ του, πῶς θὰ περάσει καλὰ καὶ πῶς θὰ χαρεῖ σκέφτεται. Τὸν
Χριστὸ ποὺ γεννιέται Τὸν βλέπουμε μόνο στὶς φάτνες, στὰ ὄμορφα στολίδια καὶ τὰ ἀστραφτερὰ
ροῦχα μπροστὰ στὸ γυαλὶ τῆς τηλεόρασης, στὸ φαγητὸ καὶ τὴν καλοπέραση. Εἶναι ἡ
μία πλευρὰ τῆς γιορτῆς ποὺ ζεῖ τόσο κοσμικὰ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὰ
Χριστούγεννα θέλει νὰ γεννηθεῖ μέσα στὴν καρδιά μας, ποὺ εἶναι ἡ φάτνη ἡ δικὴ
μας, νὰ Τὸν φιλοξενήσουμε ἐκεῖ, νὰ Τοῦ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας, ὅπως ὁ ἀββᾶς Ἀγάθωνας
μᾶς τὸ δίδαξε στὴν ἀρχή. Πῶς μέσα στὴν καρδιά μας γεννιέται ὁ Χριστός; Μὲ τὴν ἀγάπη
ποὺ θὰ δώσουμε στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας μεγάλη,
τεράστια, γιὰ νὰ δώσει ἀγάπη στοὺς φτωχούς, στοὺς ἄρρωστους ἀνθρώπους, στοὺς
παπποῦδες, στὶς γιαγιάδες καὶ στοὺς ἐγκαταλελειμμένους, στοὺς πονεμένους, στὰ
φτωχὰ παιδιά, σ’ ἐκείνους ποὺ πενθοῦν καὶ χάσανε τοὺς δικούς τους… Ἐμεῖς καὶ νὰ
τοὺς φιλοξενήσουμε, καὶ νὰ τοὺς δείξουμε ἀγάπη, ὄχι μὲ τὰ λόγια μας, οὔτε μ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς περισσεύουν ἢ
καὶ μᾶς εἶναι ἄχρηστα, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἀφθονία καὶ μὲ τὸ πιὸ ἐκλεκτό.
Ἔτσι γεννιέται ὁ Χριστὸς μέσα μας τὶς μέρες αὐτές. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἔχει ὅμως καὶ τὸ
γνώρισμά της, ἔχει τὴν ὑπομονὴ της καὶ τὸ ἀγόγγυστο τῆς προσφορᾶς. Τί ἀγάπη
μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκείνη, ὅταν γίνεται μετὰ ἀνέσεως καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς; Συνήθως
θέλουμε νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ μᾶς τὸ ἀναγνωρίζουν ἢ νὰ μᾶς γεμίσουν μὲ εὐχαριστίες
καὶ δουλικότητα. Καὶ πολλοὶ φτωχοὶ ἔχουν τὴν γκρίνια τους, ἀλλὰ καὶ τὸν πόνο
τους καὶ τὴν κούρασή τους καὶ τὴν ἀπαίτησή τους. Πίσω ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ
Χριστός, κι ἂν δὲν δείξουμε ὑπομονὴ καὶ διάκριση μπορεῖ νὰ χάσουμε τὸν μισθὸ
μας. Μᾶς λένε πὼς ὁ τάδε φτωχὸς εἶναι τεμπέλης καὶ ἄχρηστος καὶ ἀχάριστος καὶ ἁμαρτωλὸς
καὶ νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ τιμωρηθεῖ καὶ νὰ πεθάνει τῆς πείνας. Εἶναι ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη
καὶ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων ποὺ ποτέ τους δὲν ἔκαναν φτωχοὶ καὶ δὲν βρέθηκαν στὸν
πόνο καὶ στὴν ἀνάγκη. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι στὸ πρόσωπο τοῦ φυλακισμένου ποὺ
πρέπει νὰ βοηθήσουμε. Στὴ φυλακὴ δὲν εἶναι οἱ δίκαιοι, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ
κακοί, οἱ ἰδιότροποι καὶ οἱ ἀχάριστοι. Μὰ ὅμως καὶ γι’ αὐτοὺς ἀνέβηκε στὸ Σταυρὸ
ὁ Χριστός. Πόσο δυσκολεύεται κανεὶς μπροστὰ
στοὺς «ἀνεπίληπτους» ἀνθρώπους ποὺ λεπτολογοῦν καὶ γκρινιάζουν σὲ κάθε ἐκδήλωση
ἀγάπης. Πόσο ἄσχημο νὰ εἶσαι ἐκλεκτικὸς στὴν ἀγάπη σου στὸν ταλαίπωρο ἀδελφό, ἀποφεύγοντάς
τον μὲ ἕναν βρώμικο ρατσισμὸ καὶ ἄποψη. Τότε ἡ ἀγάπη ἔχει τὴν γνησιότητά της,
μόνο ἂν περνᾶ ἀπὸ τὴν δοκιμασία τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἁπλότητος. Ὁ
κόπος τῆς ἀγάπης αὐτῆς δείχνει τὴν γνησιότητά της.
Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ γεννηθεῖ μέσα στὴν
καρδιά μας τὶς ἡμέρες αὐτὲς μὲ τὴν ἀγάπη μας. Ἐξάλλου, ὅλοι μας εἴμαστε
καλεσμένοι καὶ στὴν δική Του τράπεζα τῆς ἀγάπης, τὴν Θεία Κοινωνία στὴν ἡμέρα τῶν
γενεθλίων Του. Μέσα στὴν καρδιά μας, ἔρχεται ὁ Κύριος, ὁ μεγάλος ἔνοικος, καὶ
γεννιέται στὴν φάτνη τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.
Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.
Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη
Αμύνταιο 2018
Δ' Εκδοση σελ.23-28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου