Τοὺς
εἶπε ὁ Κύριος μία παραβολή˙ Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ κτήματα ἔφεραν πλούσια
παραγωγή. Καὶ σκεφτόταν μόνος του μέσα του λέγοντας˙ Τὶ νὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω,
ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρπούς μου; Σκέφτηκε καὶ εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω
τὶς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες, καὶ ἐκεῖ θὰ συμμαζέψω ὅλα τὰ γενήματά
μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. Καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου˙ Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ
σοῦ φθάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύσου, φᾶγε, πιές, διασκέδασε. Τοῦ εἶπε ὅμως
ὁ Θεός˙ Ἄμυαλε, αὐτὴ τὴν νύκτα σοῦ ζητᾶνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα˙ αὐτὰ ποὺ
ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι; Ἔτσι θὰ πάθη ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του
καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κάλεσε κάποιος τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τοὺς κάνη τὴν μοιρασιὰ τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἀφοῦ πρῶτα ὁ Κύριος ἀρνήθηκε μὲ τὴν ἐρώτησι˙ Ποιὸς μὲ κατέστησε δικαστή; Στὴν συνέχεια, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλεονεξία, εἶπε τὴν παραπάνω παραβολή.
Ὁ
πλούσιος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ταλανιζόμαστε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
δὲν χορταίνομε ποτέ. Ὅσα καὶ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν λέγει˙ Φτάνει! Θέλει
ὅλο καὶ περισσότερα, τὰ θέλει ὅλα. Αὐτὴ ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ χρήματα, κτήματα,
ἀγαθά, περιουσίες εἶναι βάσανο, εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία, εἶναι στὸ βάθος
ἄρνησις τοῦ Θεοῦ. Ταλαιπωρεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ ἔντασι ἀγωνίας,
προκαλεῖ ἄγχος, ποὺ αὐτὸ τελικὰ σκοτώνει.
Ὁ
ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς ἦταν πλούσιος. Δὲν τοῦ ἔλλειπε τίποτε. Οἱ ἀποθῆκες του
ἦταν γεμᾶτες. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἤρεμος, εὐτυχής, χαρούμενος. Ὅμως δὲν ἦταν,
Καὶ δὲν ἦταν, διότι ἦταν ἀχόρταγος πλεονέκτης. Δὲν χάρηκε καὶ δὲν εὐχαριστήθηκε,
καὶ βεβαίως οὔτε τὸν Θεό εὐχαρίστησε, οὔτε ὅταν εἶχε μεγάλη εὐφορία, παραγωγή
ἀσυνήθιστα μεγάλη, τόση, ποὺ δὲν χωροῦσε στὶς ἀποθῆκες του. Τώρα ποὺ «εὐφόρησεν
ἡ χώρα», αὐτὸς ἔχει ἔγνοια, ἔχει ἀγωνία καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὸ ἄγχος. Τὸ
ἐρώτημα, ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε οὔτε νὰ κοιμηθῆ ἦταν˙ Τὶ θὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω, ποῦ
νὰ ἀποθηκεύσω τοὺς καρπούς μου;
Πόσο
παράξενα ἀκούγεται τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ πλουσίου! Διότι νὰ ἀναρωτιέται ὁ
πτωχὸς καὶ νὰ λέγη, πῶς θὰ τὰ βγάλω πέρα, καὶ πῶς θὰ θρέψω τὰ παιδιά μου; εἶναι
πολὺ φυσικὸ ἐρώτημα. Ἀλλὰ νὰ ἀγωνιᾶ ὁ πλούσιος; Αὐτὸ τὸ βάσανο καὶ τὴν ἀγωνία
δημιουργεῖ ἡ πλεονεξία.
Τέλος
μετὰ ἀπὸ πολλὲς σκέψεις βρῆκε περιχαρὴς τὴν λύσι. Εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ
γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή
μου. Ἔχεις ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, λοιπὸν ἀναπαύσου, φάε, πιὲς, διασκέδασε. Ὦ
πόσο ἀνόητος καὶ ἄμυαλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Ποῦ βρῆκε τὸ δικαίωμα μόνος του νὰ
ἀποφασίζη καὶ νὰ ἐξασφαλίζη πολλὰ χρόνια ζωῆς; Πῶς δὲν σκέφθηκε ποτέ, ὅτι ἡ
ψυχὴ δὲν ταΐζεται μὲ ὑλικὰ ἀγαθά; Ποιὸς τοῦ εἶπε ὅτι, τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ
γῆ, εἶναι δικά του; Σὲ λάθος δρόμο εἶναι
αὐτὲς οἱ σκέψεις. Διότι ἦρθε ἡ κρίσιμη καὶ τραγικὴ ὥρα. Αὐτὸς δὲν σκέφθηκε τὸν
Θεό. Ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἄμυαλε, τοῦ εἶπε, διότι ἄφρων εἶναι αὐτὸς ποὺ
δὲν ἔχει «σώας τὰ φρένας», τώρα πρέπει νὰ δώσης τὴν ψυχή σου, πεθαίνεις, καὶ
αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευσες καὶ ποὺ πίστευες ὅτι θὰ τὰ ἀπολαύσης μακροχρόνια τίνος θὰ
εἶναι;
Πόσο
ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τῆς παραβολῆς, ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ τὸ
βεβαιώσετε. Γιὰ σκεφθεῖτε πόσες φορὲς στὴν ζωή μας δὲν εἶδαμε νὰ γίνωνται ἔτσι
τὰ πράγματα; Πόσες φορὲς δὲν εἶπαμε γιὰ περιπτώσεις ἀπὸ τὴν καθημερινότητα˙ Τὸν
καϋμένο, τώρα ποὺ εἶδε μιὰ ἄσπρη ἡμέρα καὶ φτιάχθηκε μὲ τόσο κόπο, πᾶνε ὅλα.
Ὅσο θὰ χαιρόταν, πέθανε. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὴν ζοῦμε καθημερινά, ὅμως μυαλὸ δὲν
βάζομε. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τρέχωμε γιὰ νὰ ἔχωμε, νὰ ἔχωμε πολλὰ ἀγαθά, ὄχι
ὅσα μᾶς χρειάζονται, γιὰ τὴν ἐπιβίωσί μας, ἀλλὰ πολλὰ ἀγαθά «κείμενα εἰς ἔτη
πολλά». Ἀχόρταγοι καὶ ἄμυαλοι καὶ ἄπληστοι. Δὲν ἀκοῦμε οὔτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο,
ποὺ λέγει˙ «Νεκρώσατε τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσία, πάθος,
ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία». Ἡ πλεονεξία
εἶναι εἰδωλολατρία, διότι βάζει στὴν θέσι τοῦ Θεοῦ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Μὲ τὴν
παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου θέλει ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ μεγάλο κακὸ
τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, διότι περὶ αὐτοῦ
πρόκειται. Ὁ ἄμυαλος πλούσιος δὲν κατάλαβε ποτὲ ὅτι, δὲν ἐξουσιάζει οὔτε τὴν
ζωή του οὔτε τὰ ἀγαθά του. Δὲν μπορεῖ, παρὰ τὸν πλοῦτο του, νὰ μακραίνη τὴν ζωή
του καὶ νὰ προσθέση χρόνια. Δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ τὰ πάρη μαζί του. Δὲν ὑπάρχουν
σάβανα μὲ τζέπες. Καὶ ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός, «τίνι ἔσται;»
φαίνεται ὅτι μᾶλλον δὲν εἶχε καὶ παιδιά, οἰκογένεια, συγγενεῖς, ποὺ θὰ τὰ
κληρονομοῦσαν. Ὅμως ξέρομε, πάλι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ὅτι οἱ κληρονόμοι,
κατὰ κανόνα, δὲν μοιράζονται τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ σφάζονται μεταξύ τους ἢ καταλήγουν
στὰ δικαστήρια.
Τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ δὲν γεμίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον ὕλη, εἶναι καὶ
πνεῦμα, εἶναι σῶμα ἀλλὰ καὶ ψυχή. Ἡ ψυχὴ δὲν τρέφεται μὲ καλαμπόκι οὔτε μὲ
μπιφτέκι, δὲν ξεδιψάει μὲ ἀλκοόλ. Χρειάζεται πνευματικὴ τροφὴ, χρειάζεται λόγο
Θεοῦ. Εἶπε ὁ Κύριος˙ «Δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο τοῦ
Θεοῦ». Αὐτὸ ἐμεῖς τὸ ξεχνᾶμε. Καὶ ἀντὶ νὰ φροντίζωμε περισσότερο τὴν ψυχὴ μας
ποὺ εἶναι ἀθάνατη καὶ αἰώνια, τρέχομε καὶ παλεύομε καὶ ξενυχτᾶμε καὶ
μεταναστεύομε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε μόνον τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ τὸ σῶμα μας ποὺ
εἶναι πρόσκαιρο καὶ φθαρτό. Αὐτὸ εἶναι ἀμυαλωσύνη.
Ἄφρον
ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς ζητάει τὴν ψυχή μας, δὲν ζητάει τὸ σῶμα μας. Γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ
θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς κάποια μέρα, τὶ κάνομε; Πόσο τὴν φροντίσαμε; Πόση ἀγωνία
ἔχομε γιὰ τὴν σωτηρία της; Μᾶς ἀπασχολεῖ
τὸ θέμα ἢ ἔχομε τὴν ἐντύπωσι ὅτι θὰ ζήσωμε πάνω στὴν γῆ αἰώνια;
Γιὰ νὰ
μὴ μᾶς βρῆ ὁ Θεὸς ἀπροετοίμαστους πρέπει νὰ φροντίσωμε τὴν ψυχή μας, ὥστε, ὅταν
μᾶς τὴν ζητήσει, νὰ τὴ ἔχωμε ἕτοιμη νὰ τὴν παραδώσωμε στὸν Πλάστη της, τὸν
δημιουργό της, στολισμένη μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν
σωτήρια μετάνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου