Ὑποθῆκες τοῦ ἁγνοῦ καὶ γενναίου Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη,
ποὺ φανερώνουν τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλοπατρία
του,
μὲ διαχρονικὴ ἀξία καὶ ἰσχύ, μέσα ἀπὸ τά
«ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ»
ΜΕΡΟΣ Β΄ (Συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
* Μάθαινα ἀπὸ
ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἐναντίον τῆς θρησκείας μας
προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου…
Πάγω στὸν Κωλέτη καὶ τοῦ λέγω … «Δὲν μᾶς ἀφήνεις ἥσυχους νὰ ζήσουμε ἐδῶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα μὲ τὴν θρησκεία μας, ἀλλὰ μᾶς τζαλαπατᾶς καὶ μᾶς διαιρεῖς… Γνωρίζομεν τὶς ἐνέργειες τὶς μυστικὲς τῶν ξένων ὅποῦ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκείαν μας – θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν».
***
Τὸ ἔθνος ἀφανίσθη ὅλως διόλου καὶ ἠ θρησκεία -
ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες
σας, τὄνα μέρος καὶ τ’ἄλλο, θέλετε θέατρο· τὸ φκιάσετε κι’ αὐτὸ διὰ νὰ μᾶς μάθη
τὴν παραλυσία. Καὶ δι’ αὐτὸ παίρνουν δυὸ ἀδέλφια δυὸ ἀδελφές. Ὅ,τι τοῦ λὲς –
θρησκεία· «δὲν εἶναι τίποτας!» Καὶ τὰ
παιδιὰ ὅποῦ τὰ στέλνουν νὰ φωτιστουν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπὸ μέσα τὸ κράτος κι’
ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθικὴ τοῦ θεάτρου· καὶ πουλοῦνε τὰ βιβλία
τους οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε νὰ ἀκούσουνε τὴν Ρίτα Βάσσω, τὴν τργουδίστρια τοῦ
θεάτρου· ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες, ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ
βιβλία τους… Δι’ αὐτείνη τὴν προκοπὴ σοὺ στέλνει κάθε γονέος τὸ παιδὶ του εἰς
τὴν πρωτεύουσα; Αὐτὰ τὰ φῶτα νὰ γυμναστῆ;
Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ
καλόγεροι, ὁποῦ ἀφανίσθηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους,
ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ
ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας (πυριτιδαποθῆκες) κι’ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ
πολέμου· ὅτ’ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ
καϊμένοι οἱ καλόγεροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ
Μπαυαρέζοι παντήχαιναν, ὅτ’ εἶναι οἱ Καπουτζῖνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτ’
εἶναι σεμνοί, κι’ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν
αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες· καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κι’ ἔτρωγαν ψωμί… καὶ
χάλασαν (οἱ Μπαυρέζοι) καὶ ρήμαξαν ὅλους τοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν…
* Ἐγὼ δὲν ξέρω κολακεῖες καὶ πάντοτες τοῦ εἶπα (τοῦ
βασιλέως) τὴν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ τοῦ
τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι σ’ αὐτείνη τὴν πατρίδα ὁποῦ
βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένη ἕτοιμον τὸ βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια - ἐγὼ
‘μπρὸς σ’ ἐκείνους εἶμ’ ἕνας ψύλλος. Ὅμως ἔκανα κι’ ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δύο
ποδάρια, τζακίστη τὸ ἕνα, εἶχα δύο χέρια, ἔχω ἕνα· τὴν κοιλιά μου τρύπια, τὸ
κεφάλι μὲ δύο τρῦπες. Τὸ λοιπὸν ἂν θέλωμεν τὸ λίγο νὰ γένη μεγάλον, πρέπει νὰ λατρεύωμεν
Θεόν, ν’ ἀγαπᾶμε πατρίδα· νἄχωμεν ἀρετή, τὰ παιδιά μας, νὰ τὰ μαθαίνωμεν
γράμματα κι’ ἠθική.
Κι’ ἀφοῦ ὁ Θεός, θέλησε νὰ κάμη νεκρανάστασιν εἰς τὴν
πατρίδα μου νὰ τὴν λευτερώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι’ ἐμένα νὰ
δουλέψω κατὰ δύναμι, λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτεροον πατριώτη μου Ἕλληνα… ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν,
ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. τὸ λοιπὸν δουλέψαμε ὅλοι μαζί νὰ τὴν
φυλᾶμε καὶ νὰ μὴ λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ
λέγη ὁ καθείς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκιάση ἢ χαλάση, νὰ λέγη
«ἐγώ»· ὅταν ὅμως ἀγωνίζωνται πολλοὶ καὶ φτιάχνουν τότε νὰ λένε «ἐμεῖς».
* … Ὅτι εἰς τὴν ἀλήθειά μου πεθαίνω…
Καὶ διὰ νὰ μιλῶ τὴν ἀλήθεια κατατρέχομαι κι’ ἀπὸ βασιλέα κι’ ἀπὸ προκομμένους. Θέλουν τὴν ἀλήθεια κι’ ὅποιος τὴν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικρία ὁποῦ εἶσαι! Οὔτε βασιλεῖς σὲ ζυγώνουν, οὔτε οἱ προκομμένοι· μόνον ρωτοῦν διὰ σένα καὶ ὕστερα σὲ κατατρέχουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου