Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-5. Τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 


Eνας ἅγιος ἀσκητὴς ἦταν ἄρρωστος. Κατοικοῦσε μέσα σὲ μία σπηλιὰ πάνω σ’ ἕνα βουνό. Ἐκεῖ μέλημά του καὶ συνεχὴς φροντίδα ἦταν ἡ προσευχή. Ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ποὺ ἔμενε μακριά, ἔμαθε γιὰ τὸν ἄρρωστο γέροντα καὶ ἔβαλε μέσα του μία σκέψη, νὰ κάμει ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔργο ὄντως καὶ θέλει κόπο. Τὸ σπίτι αὐτοῦ τοῦ γέροντα ποὺ ἦταν ἄρρωστος ἀπεῖχε δέκα μίλια. Τὴν ἄλλη μέρα πῆρε ἕνα ψωμὶ σ’ ἕναν τορβά, ἔβαλε καὶ λίγο φαγητὸ καὶ ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἔκτοτε κάθε μέρα ἔκανε δέκα μίλια γιὰ νὰ πάει νὰ δώσει σ’ αὐτὸν τὸν ἄρρωστο τὴν ἀγάπη του, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητό ποὺ ἑτοίμαζε. Μία μέρα καθὼς ἀνέβαινε στὸ βουνὸ σκοντάφτει, πέφτει καὶ χτυπάει πολὺ ἄσχημα τὸ πόδι του. Ἔτρεχε τόσο αἷμα, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ περπατήσει. Κάθισε ἐκεῖ σὲ μία πέτρα κι ἔλεγε:

-«Θεέ μου, πῶς θὰ πάω στὸν ἀδελφό;» κι ἄρχισε νὰ δακρύζει. Πονοῦσε παρὰ πολὺ τὸ πόδι του. Τότε ἐκεῖ ποὺ ἦταν καθισμένος ἔρχεται ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ λέει: -«Τὶ κλαῖς;».-«Νά, πήγαινα νὰ κάνω τὸ καλὸ καὶ σκόνταψα, χτύπησα καὶ δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω». Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος:

-«Μὰ ὁ Θεὸς βλέπει τὸν κόπο ποὺ κάθε μέρα κάνεις. Μὴν κλαῖς, μὴ στεναχωριέσαι». Τότε σταύρωσε τὸ χτυπημένο πόδι του ὁ ἄγγελος κι ἔγινε καλά. Σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ περπατάει. Ἀνέβηκε στὸ βουνό, κι ἄφησε ἐκεῖ στὸν ἄρρωστο τὸ φαγητό.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ ἔδωσε πολλὴ δύναμη. Θυμόταν τὸν ἄγγελο ποὺ ἦρθε στὴν δύσκολη ὥρα καὶ τὸν θεράπευσε, ἐπειδὴ ἐργαζόταν τὴν ἀγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ κοντὰ σ’ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάμει τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἔτσι κάθε μέρα μὲ ζῆλο πήγαινε στὴν ἀποστολὴ αὐτή. Μία μέρα ἐκεῖ ποὺ πήγαινε πάλι τὸ φαγητὸ ἀνταμώνει ἕναν ἄλλο ἀσκητή καὶ τοῦ λέει:

-«Ποῦ πᾶς ἀδελφέ;».

-«Νά», λέει «πηγαίνω σ’ ἕναν ἄλλο ἀσκητή, ποὺ εἶναι ἄρρωστος. Τοῦ πηγαίνω λίγο ψωμὶ γιὰ νὰ φάει».

-«Μπά!» τοῦ λέγει «μοῦ ’κλεψες τὸ θησαυρό. Πηγαίνεις καὶ σὺ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως κι ἐγὼ κάθε μέρα».

-«Ἔ! τὸ εἶδα καὶ εἶπα νὰ σὲ μιμηθῶ, νὰ κάμω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο. Ὄμορφη ἀγάπη εἶναι νὰ πηγαίνεις φαγητὸ σ’ ἕναν ἄρρωστο».

-«Καὶ ἐγὼ νόμιζα πὼς τὸν εἶχα κρυφό τὸν θησαυρὸ αὐτὸν τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν διπλανό, ἀλλὰ βλέπω κι ἐσὺ τὸ κάνεις, τὸ μοιραζόμαστε». Κι ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσαν κι ἔλεγαν πόση ἀγάπη πρέπει νὰ ἔχουν γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ πὼς πρέπει καὶ καινούργιους τρόπους νὰ ἀνακαλύπτουν γι’ αὐτήν, ἔρχεται πάλι ὁ ἄγγελος, τοὺς σταματάει καὶ λέγει καὶ στοὺς δυό τους:

- «Αὐτὴ ἡ συνομιλία ποὺ κάμετε καὶ ψάχνετε πῶς νὰ δίνετε ἀγάπη εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη συνομιλία ποὺ ὁ Θεὸς τὴν χαίρεται. Ἀκόμα καὶ νὰ σᾶς δεῖ νὰ μαλώνετε ποιὸς πρῶτος νὰ πάρει τὸν δρόμο καὶ νὰ δώσει τὴν πιὸ πολλὴ ἀγάπη στὸν ἄλλον εἶναι χαρὰ στὸν Θεό. Πολὺ ἀγαπάει καὶ χαίρεται αὐτὴν τὴν φιλονικία ὁ Θεός».

Ὁ Κύριος ἔχει στὴν ἀγκάλη του τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐργάζεται τὴν ἀγάπη. Εἶναι στὸν τόπο τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσέχει νὰ μὴν πέσει καὶ χτυπήσει καὶ νὰ εἶναι ἀσφαλισμένος μὲ τὴν δικὴ Του προστασία. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης ἔχει τὸν κόπο του καὶ ὁ Κύριος βλέπει τὸν ἀγῶνα αὐτόν. Δὲν μπορεῖ ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι λόγια καὶ νὰ δίνεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει πώς, ἂν ἔρθει ἕνας φτωχὸς καὶ τοῦ εὐχηθεῖ νὰ εἶναι καλὰ καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ ζεσταθεῖ, νιώθει ὅτι τὸν κορόιδεψε. Θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσει αὐτὸς καὶ νὰ τὸν ἀναπαύσει αὐτὸς καὶ ὄχι νὰ τὸν διώξει μὲ μία τέτοια ἐπίπλαστη εὐγένεια ποὺ σκοτώνει τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν ἐγκαταλείπει.

Ἡ ἀγάπη εἶναι μία θυσία καὶ μία ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ σου. Ἐγκατάλειψη γιατὶ χάνεις χρήματα, τὸ χρόνο σου καὶ τὴν ἄνεσή σου. Δὲν κοιτᾶς ἐσὺ νὰ εἶσαι καλά, ἀλλὰ ὁ ἄλλος. Περιφρονεῖς τὴ δική σου τὴν ἀκεραιότητα καὶ μπαίνεις στὸν ἀγῶνα μὲ θυσία. Οἱ φτηνοὶ ὑπολογισμοὶ τοῦ μυαλοῦ καὶ οἱ φόβοι μὴν καὶ κουραστεῖς καὶ χάσεις τὰ χρήματά σου καὶ μήπως κολλήσεις κάποια ἀρρώστια, καὶ  ἀρχίζεις ἔτσι νὰ λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου γίνονται ἡ μεγάλη ἀπάτη τῆς ἀγάπης. Χάνει τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν θυσιαστικότητά της καὶ γίνεται καθωσπρεπιστικὴ καὶ ὑπολογιστική. Ὁ μεγαλύτερος πειρασμὸς γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι ἡ αὐτολύπηση. Χάνει ὅλη τὴν δύναμή της καὶ ξεπέφτει σὲ μία συναισθηματικὴ ἔξαρση καὶ ὡραιοπάθεια. Καὶ γιατὶ νὰ φοβᾶται καὶ νὰ λυπᾶται τὸν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος, ὅταν διακονεῖ τὴν ἀγάπη; Ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ τὸ καλύπτει μὲ τὴν ἀσφάλειά του τὸ ἀφεντικό του, ὁ Θεός. Στὴ δούλεψή του εἶναι καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ ὑπηρετεῖ εἶναι ὁ ἀνήμπορος, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ ὅσο μυστικὰ κι ἂν γίνεται. Εἶναι ἡ εὐωδία ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ ὅταν ἀνοίξεις τὸ μυροδοχεῖο. Σὲ ἕνα ἔργο ἀγάπης πολλοὶ ὀσφραίνονται αὐτὴν τὴν εὐωδία, γίνεται διδαχὴ ἄνευ λόγων καὶ θέλγονται καὶ τὴν μιμοῦνται. Καὶ ὁ ἕνας ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη γίνονται κατόπιν δύο καὶ μετὰ τρεῖς καὶ προστίθενται πολλοὶ ἐθελοντὲς ἀγάπης σὲ ἕνα μεγάλο κι ὄμορφο παιχνίδι τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ἔχει τὸ θέλγητρό της, γιατὶ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ δίνει πολλὴ καὶ γνήσια χαρὰ τῆς ψυχῆς. Καὶ πόσο χαίρεται ὁ Θεὸς νὰ γίνονται πολλοὶ καὶ ἀκόμη πιὸ πολλοὶ οἱ ἐργάτες τῆς ἀγάπης καὶ νὰ συζητοῦν καὶ νὰ σχεδιάζουν καὶ νὰ ὁραματίζονται καὶ νὰ ἀγωνιοῦν καὶ νὰ ὀργανώνουν καὶ νὰ ἐπιτελοῦν τὴν ἀγάπη. Εἶναι ὄντως ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά τους.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς καὶ στὸν φτωχὸ καὶ στὸν ἄρρωστο ὑπάρχει μία δυσφορία καὶ μία δυσκολία ἀκόμη καὶ μία γκρίνια. Ὅλο αὐτὸ φορτώνει καὶ φορτίζει μὲ πολλὴ ἀντίδραση τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ὅμως εἶναι ὁ κόπος καὶ ἡ γενναιότητά του, νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτὸ του καὶ νὰ δοθεῖ μὲ ὑπομονὴ στὴν θυσιαστικὴ αὐτὴ ἀγάπη. Ὅταν χρονίζει κανεὶς στὴν διακονία τῆς ἀγάπης σὲ ἕναν κατάκοιτο ἢ καὶ σ’ ἕναν παρατημένο γέροντα, τότε ὁ πειρασμὸς τῆς ἀπέχθειας καὶ τῆς ἀντίδρασης εἶναι μεγάλος. Καὶ ἀποζητᾶ ἕνα εὐχαριστῶ καὶ μία ἀναγνώριση καὶ ἐκνευρίζεται μὲ τὴν κάθε ἰδιοτροπία του. Καὶ νιώθει πὼς κάθε φορά ποὺ ὑπηρετεῖ χάνει παρὰ δίνει μὲ τὴν γκρίνια τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ ἡ ὑπηρεσία τῆς καθημερινῆς ἀγάπης μέσα σ’ ἕνα σπίτι πολύτεκνης οἰκογένειας ἔχει πολὺ τὸν κόπο καὶ πολλὴ τὴν προσευχὴ γιὰ νὰ μὴ γίνει ἐκνευριστικὴ ἡ προσφορὰ καὶ ὁ κόπος χάσει τὴν χαρὰ του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖ ποὺ φτάνει στὰ ὅριά του ὁ ἄνθρωπος καὶ λέγει πὼς δὲν ἀντέχει ἄλλο καὶ παραδίδεται στὴν κούρασή του, τότε εἶναι ἡ ὥρα ποὺ τὸν ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς καὶ τοῦ παίρνει ὅλη τὴν δυσκολία καὶ τὸν ἐνισχύει ἀγγελικά.

Τὴν ὥρα ποὺ ἡ κούραση τῆς ἀγάπης ἔρχεται καὶ ἐπισκέπτεται τὸ ἀδύναμο σῶμα καὶ τὰ δάκρυα αὐλακώνουν τὸ πρόσωπο καὶ τὸ παράπονο τῆς καρδιᾶς ἀνεβαίνει σὰν προσευχὴ στὸν Κύριο καὶ σὰν μία ἀναζήτηση δυνάμεως, «Ποῦ εἶσαι Κύριε;», τότε γίνεται ἡ οὐράνια ἐπίσκεψη. Τότε ποὺ ὁ ἄνθρωπος νιώθει νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά του, νὰ μὴν ἀντέχει ἄλλο, νὰ ἔχει φτάσει στὸ τέρμα, τότε ποὺ ζεῖ ὅλη τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἐγκατάλειψή του, τότε ὁ Μεγάλος Θεὸς γίνεται ὁ Μεγάλος Ἐπισκέπτης καὶ σκύβει στὸν κόπο του καὶ στὸ κλάμα του καὶ τὸν ἐνισχύει θαυμαστῶς. Καὶ εἶναι ἕνα θαῦμα ὄντως ποὺ γίνεται, ὅταν νιώσεις πὼς παραθέτεις τὸν ἑαυτὸ σου στὸν Θεὸ καὶ Τοῦ λέγεις μὲ πίστη καὶ ἀπαίτηση, σὰν δικὸ Του παιδί, «Κύριε δικό Σου ἔργο ἐπιτελῶ, στὸν τόπο Σου βρίσκομαι, τὸ θέλημα τῆς ἀγάπης Σου κάνω, μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις». Καὶ πέφτεις στὸ κλάμα ποὺ εἶναι τὸ ξέσπασμα τῆς παιδικῆς σου ψυχῆς καὶ ἀφήνεσαι στὸν Θεό. Ἡ σπορὰ τῶν δακρύων ποτίζει ὅλο τὸ χωράφι τῆς καρδιᾶς σου καὶ καρποφορεῖ μὲ δύναμη πολλή. Καὶ πόσο ὄμορφα εἶναι τὰ δάκρυα ἐκεῖνα ποὺ παρακαλοῦν γιὰ τὴν ἐνίσχυση στὸ ἔργο τῆς ἀγάπης! Εἶναι ἡ ζωογόνος βροχὴ τῶν προσευχῶν γιὰ τὴν γνήσια σπορὰ τῆς ἀγάπης. Ἄγγελοι ἔρχονται νὰ ὑπηρετήσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσουν σὰν τὸν Χριστὸ ποὺ στὴν μεγάλη Του ἀγωνία γιὰ τὴν Θυσία τῆς ἀγάπης Του παρακαλοῦσε γονατιστὸς μὲ ἱδρῶτα αἵματος καὶ δακρύων καὶ ἄγγελος ἦρθε καὶ Τὸν ἐνίσχυε γιὰ νὰ συνεχίσει.

Καὶ πόσο ὄμορφο καὶ σημαντικὸ εἶναι στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ νὰ μάθει τὸ μυστικὸ τῆς δύναμής του! Δὲν εἶναι ἡ ἀξιοσύνη του, οὔτε καὶ τὰ προσόντα του, οὔτε καὶ οἱ προσπάθειές του, ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν δακρύων του. Τὰ δάκρυά του εἶναι ἡ δύναμή του καὶ τὸ κουράγιο του. Καὶ πόσο θὰ ἤθελα Κύριε νὰ μοῦ μάθεις τὸ μάθημα αὐτό, τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς μου. Δὲν θὰ ἤθελα πλέον στὶς δυνάμεις μου νὰ βασίζομαι οὔτε καὶ τὸν ἑαυτό μου νὰ λυπᾶμαι τώρα ποὺ διακονῶ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ νὰ μοῦ δώσεις δάκρυα προσευχῆς ὥστε σὲ Σένα νὰ ἀποθέτω τὸν ἀγῶνα καὶ τὸν κόπο μου. Στὴν διακονία τοῦ θελήματός Σου, τῆς ἀγάπης, Ἐσὺ ἔλα καὶ θεράπευε τὴν δυσκολία μου καὶ κάνε χαρούμενη τὴν διακονία μου. Ὅλα δικὰ Σου εἶναι. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἀπόμεινε γιὰ νὰ παίρνω δύναμη καὶ πάλι νὰ συνεχίζω  εἶναι τὰ δάκρυά μου στὶς προσευχὲς καὶ ἡ τελεία ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ μου στὰ χέρια Σου. Καὶ ἄκουγα τὸν ψαλμωδὸ μαζί μου νὰ ψέλνει «οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν». 


Δείτε το βίντεο εδώ: https://youtu.be/UCMdjWKKBsk



Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.

Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη

Αμύνταιο 2018

Δ' Εκδοση σελ.29-34



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου