Από τον κ.Δημήτριο Ρίζο *
“Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν”
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ αποστόλου Παύλου, καὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ πάρουμε ἕνα μήνυμα.
Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀνήκει δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη στὸν κάθε ἕνα ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό. Αὐτὰ εἶναι βραβεῖα ὡς ἀναγνώρισι ἐκείνου ποὺ δουλεύει καὶ φροντίζει στὴν ζωή του γιὰ τὸ ἀγαθό. Ἡ λέξις ἀγαθό, θέλει ἐδῶ μία ἐξήγησι. Διότι γιὰ τὸν καθένα ἔχει διαφορετικὴ σημασία. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντίληψι ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, δίνει καὶ μία δική του σημασία στὴν λέξι ἀγαθό. Ἔτσι μπορεῖ ἀγαθὸ νὰ εἶναι στὸν ἕνα ἡ ζωή, στὸν ἄλλο τὸ πράγματα, τὰ χρήματα, οἱ περιουσίες, τὸ ὄνομα, μία ἰδέα, ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀγαθὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀρέσει καὶ θέλει ὁ Θεός. Καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται στὴν ζωή του νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεό, ἐφαρμόζοντας τὸν νόμο του, σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ εἰρήνη. Ἔχει μεγάλη σημασία ἐπίσης ἡ φρᾶσις «παντί τῷ ἐργαζομένῳ», καὶ τοῦτο διότι στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου οἱ Ἰουδαῖοι πίστευαν ὅτι μόνο αὐτοὶ ἦσαν οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἦσαν καταδικασμένοι. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη τοὺς βγάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Βάζει ἕνα κριτήριο καὶ μέτρο. Βραβεύεται μόνον ὅποιος ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, εἴτε εἶναι Ἰουδαῖος εἴτε Ἕλληνας. Σημειώνεται γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν παρεξηγήσεις ὅτι Ἕλληνας νοεῖται ἐδῶ ὁ εἰδωλολάτρης. Ἑπομένως δὲν ἔχει καμμία σημασία ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ φυλή. Σημασία ἔχει μόνον τὸ ἔργο. Ἀφοῦ ἔβαλε τὸ μέτρο ὁ Παῦλος, ἔκανε τὴν πολὺ σημαντικὴ ἀποκάλυψι ὅτι στὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ρυθμίζομε τὴν συμπεριφορά μας ἀνάλογα μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔχομε μπροστά μας. Δὲν εἴμαστε δίκαιοι, δείχνομε σὲ ἄλλους ἐπιείκεια καὶ σὲ ἄλλους αὐστηρότητα. Δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Θεός. Φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἄξιοι νὰ βραβευθοῦν εἶναι ὅσοι τηροῦν τὸν νόμο του, ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχονται, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι. Καὶ κατὰ συνέπεια ὅποιοι δὲν τηροῦν τὸν νόμο του εἶναι ἄξιοι κατακρίσεως. Αὐτὸ φαίνεται στὴν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ, τοῦ λαοῦ τῶν Ἑβραίων. Αὐτοὶ ἦσαν λαὸς ἐκλεκτός. Αὐτοὺς διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὺς διάλεξε γιὰ «προζύμι», ὥστε νὰ ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες, νὰ ἔρθη τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου» καὶ νὰ γεννηθῆ ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Τοὺς ἔκανε ὁ Θεὸς τέτοια τιμή, ἀλλ’ αὐτοὶ φάνηκαν ἀχάριστοι. Δὲν τήρησαν τὴν συμφωνία, τὴν Διαθήκη, καὶ ἄρα φάνηκα ἀνάξιοι τῆς τιμῆς. Τότε πῆρε ὁ Θεὸς τὴν χάρι του ἀπὸ τὸν λαὸ αὐτό. Τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν ἄκαρπη συκιά, τὴν ὁποία καταράσθηκε ὁ Κύριος, ἐκφράζει ἀκριβῶς τὴν κατάστασι. Ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς ὡς ἄκαρπος, ποὺ δὲν τήρησε τὴν συμφωνία, δὲν ἐργάθηκε τὸ ἀγαθό, βρέθηκε μακρυὰ ἀπὸ Κύριο. Καὶ ἐδῶ φάνηκε ἡ ἀπροσωληψία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκλεκτὸς καὶ περιούσιος λαός, ποὺ δὲν ἐργάσθηκε τὸ ἀγαθό, δὲν δικαιοῦται τιμὴ καὶ δόξα καὶ εἰρήνη.
Αὐτὸ εἶναι μάθημα γιὰ ὅλους μας. Θέλω νὰ πῶ, ἔτσι γιὰ παράδειγμα, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς τῆς Ἑλλάδος. Ἂν ἐμεῖς δὲν τηροῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ μᾶς λυπηθῆ. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν καθένα μας. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη», ἰσχύει, δίδεται καὶ ἀξίζει καὶ ταιριάζει μόνον «παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν», χωρὶς ἄλλη διάκρισι, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι ἢ τὴν θέσι τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς.
Στὴν συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ διευκρινίζει καὶ λέγει· «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται». Δηλαδὴ δικαιώνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσοι τηροῦν τὸν νόμο, ὄχι ὅσοι ἁπλῶς τὸν ἀκοῦνε. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ δώσουμε ὅλη μας τὴν προσοχή. Διότι μένομε μόνο στὰ λόγια. Εἴμαστε χριστιανοὶ βαπτισμένοι. Ἐχομε χριστιανικὸ ὄνομα. Ἀκοῦμε λόγο Θεοῦ, καὶ ἴσως νὰ παρακολουθοῦμε δύο καὶ τρεῖς κύκλους. Ξέρομε ὅλη μας τὴν πίστι καὶ μάλιστα θεολογοῦμε. Ὅλα αὐτὰ εἶναι καλὰ καὶ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετά. Δὲν φθάνει μόνο νὰ ἀκούη κανεὶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν μελετάη. Εἶναι ἀνάγκη αὐτὰ ποὺ ἀκούει νὰ τὰ ἐφαρμόζη, διότι «οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται». Ὅσοι μόνον ἀκοῦμε καὶ μαθαίνομε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐφαρμόζομε, μοιάζομε μὲ τὴν συκιά, ποὺ ἔχει πλούσιο φύλλωμα, ἀλλὰ δὲν ἔχει καρπό. Εἶμαστε, στὴ περίπτωσι αὐτή, χωρὶς καμμία ἀξία, καὶ δὲν πρέπει νὰ περιμένωμε καμμία δικαίωσι. Δὲν κοιτάζει ὁ ἀπροσωπολήπτης Θεὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισί μας. Δὲν μᾶς κρίνει γιὰ τὸ πόσο καλὰ γνωρίζομε τὸ θέλημά του, ἀλλὰ πόσο τὸ θέλημά του ἔγινε νόμος στὴν ζωή μας, πόσο ἐφαρμόσαμε τὰ λόγια του στὴν καθημερινή μας ζωή, πόσο ζήσαμε ὅπως Ἐκεῖνος θέλει.
Μιὰ μέρα ἦταν ὁ Κύριος σὲ ἕνα σπίτι καί, ὅπως γινόταν πάντα, δίδασκε σὲ πυκνὸ ἀκροατήριο. Τόσο πυκνὸ πού, ὅταν ἦρθαν ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του, δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν προσεγγίσουν. Τὸν εἰδοποίησαν ὅμως ὅτι ἔξω εἶναι καὶ θέλουν νὰ σὲ δοῦν. Τότε ὁ Κύριος δείχνοντας τὸ ἀκροατήριό του λέγει· «Μήτηρ καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσι, οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον μου καὶ φυλάσσοντες αὐτόν». Δὲν τὰ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ περιφρονώντας τὴν μητέρα του, ἀλλ’ ὡς ἀπροσωπολήπτης ποὺ εἶναι, ἀποδίδει δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη σὲ ὅποιον ἀκούει καὶ ἐφαρμόζει τὸν νόμο του. Ἀποδίδει τιμὴ σὲ ὅποιον ἐργάζεται τὸ ἀγαθόν. Μὲ ἄλλα λόγια ἀποδίδει τὴν τιμὴ ποὺ ταιριάζει στὴν μητέρα του. Ξεκάθαρα, ὅπως τιμάει τὴν μητέρα του, τιμάει καὶ τὸν καθένα ποὺ ἐφαρμόζει τὸν νόμο του, εἴτε προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἐκλεκτὸ λαό, εἴτε προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς.
Τί τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ μᾶς θεωρῆ ὁ Κύριος μητέρα του καὶ ἀδελφούς του; Ναί, ὁ ἀπροσωπολήπτης Κύριος μᾶς ἀποδίδει τιμὴ καὶ δόξα καὶ εἰρήνη, ὅταν ἐμεῖς, στὸ μέτρου τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τὸν καθένα μας, προσπαθοῦμε στὴν ζωή μας καὶ ἐργαζόμαστε τὸ ἀγαθόν. Ἀλλὰ καὶ ἡ τελικὴ ἀπόδοσις τῆς αἰώνιας τιμῆς θὰ γίνη πάλι μὲ μέτρο τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, διότι λέγει· «Καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». Ὅταν ἐργαζόμαστε τὸ ἀγαθὸν, ὅταν ἐφαρμόζομε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στὴν ἀνάστασι.
*Δρ θεολογίας-φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου