Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιθ΄. Λαμπρινή Βέτσιου


Η Λα­μπρι­νή γεν­νή­θη­κε τό 1918 στό χω­ριό Ἁγία Πα­ρα­σκευ­ή Ἄρ­της. Οἱ γο­νεῖς της Σπυ­ρί­δων Δρί­βας καί Θεο­δώ­ρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔ­πο­ρους τοῦ χω­ριοῦ καί εἶ­χαν ἄλλα τρία ἀγό­ρια. Ἡ Λαμ­πρι­νή ἦταν ἡ μι­κρό­τε­ρη καί τ᾿ ἀδέλ­φια της τήν ὑπε­ρα­γα­ποῦ­σαν γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα της, τό ἦθος καί τήν πο­λύ κα­λή συ­μπε­ρι­φο­ρά της πρός ὅλους.

Με­γά­λω­σε μέ χρι­στια­νι­κές ἀρχές. Ἀπό μι­κρή ἔμα­θε νά ἀγα­πᾶ τούς ἀν­θρώ­πους καί νά ζῆ σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τε­λεί­ω­σε μό­νο τό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί διά­βα­ζε μέ πό­θο τήν Ἁγία Γρα­φή καί ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κά βι­βλία. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρό­νων καί κα­θό­μουν σ᾿ ἕνα κα­ρε­κλά­κι στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ. Κρα­τοῦ­σα μιά μι­κρή Ἁγία Γρα­φή, μπῆ­κα στόν ἐν­θου­σια­σμό καί μοῦ ἄρε­σε νά τήν δι­α­βά­ζω. Εἶ­χα δι­α­βά­σει τό χω­ρί­ο: “Πᾶς ὅς ἀ­φῆ­κεν οἰ­κί­ας ἤ ἀ­δελ­φούς ἤ ἀ­δελ­φάς ἤ πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα ἤ γυ­ναῖ­κα ἤ τέ­κνα ἤ ἀ­γρούς ἕ­νε­κεν τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου, ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται καί ζω­ήν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σει”[1]. Ἔτσι μπῆ­κε μέ­σα στήν καρ­διά μου καί ἀγά­πη­σα πά­ρα πο­λύ τόν Κύ­ριο. Ἀ­πό ἐκεί­νη τήν στιγ­μή ἄνα­ψε ὁ πό­θος γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σω τήν μο­να­χι­κή ζω­ή καί σκέ­φθη­κα: “Δέν θέ­λω τί­πο­τε, οὔ­τε χω­ρά­φια οὔ­τε πε­ρι­ου­σί­ες, θά πά­ω γιά μο­να­χή”.

»Τό­τε ἐμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά μπρο­στά μου κά­ποι­ος ντυ­μέ­νος μέ ἱ­ε­ρα­τι­κά ἄμ­φια καί μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ ἡ ὄ­ψη του, ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη. Τόν κοι­τοῦ­σα μέ θαυ­μα­σμό. Μοῦ εἶ­πε:

–Τί μέ θαυ­μά­ζεις; Καί τά χε­ρά­κια σου ἐγώ τά ἔπλα­σα καί εἶ­σαι καί σύ ὄ­μορ­φη σάν ἐμέ­να.

–Ἐμέ­να μέ γέν­νη­σε ἡ μάν­να μου καί εἶ­ναι στήν κου­ζί­να. Νά τήν φω­νά­ξω;

–Ὄ­χι, ἐ­γώ ἐ­σέ­να θέ­λω, καί ἔ­πια­σε τά μαλ­λά­κια μου. Αὐ­τά ποι­ός τά ἔπλα­σε;

–Ἀφοῦ μέ ἔ­πλα­σες ἐ­σύ καί αὐ­τά σύ θά τά ἔ­πλα­σες.

–Ναί, μοῦ εἶ­πε. Τώ­ρα τί θά κά­νεις, ποι­ά ζω­ή θά ἀκο­λου­θή­σεις;

–Αὐ­τό τό βι­βλί­ο μοῦ ἄ­να­ψε τόν πό­θο γιά τόν με­γά­λο μου Θε­ό, θέ­λω νά τόν ἀ­πο­λαύ­σω. Αὐ­τός νά ἐρ­γά­ζε­ται γιά μέ­να καί ἐ­γώ γι᾿ αὐ­τόν.

–Θά γί­νεις με­γά­λη, παι­δί μου, καί θά ἐρ­γα­σθεῖς καί σύ γιά μέ­να.

–Ποι­ός εἶ­σαι σύ;

–Αὐ­τός πού εἶ­πες ἐ­σύ, μοῦ εἶ­πε. Ἀ­φοῦ θέ­λεις ἔ­τσι, θά τρῶς Τετ­άρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή ψω­μί καί σκόρ­δο. Ἐ­σύ εἶ­σαι κα­λό παι­δί, ἔχω ὅμως ­καί ἄλ­λα κα­λά παι­διά˙ θά ἔρ­θω μιά μέ­ρα νά μα­ζέ­ψω ὅ­λα αὐ­τά τά κα­λά παι­διά.

»Ὕστε­ρα ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος».

Ἄρ­χι­σε με­τά ἀπ᾿ αὐ­τό νά ἀγω­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, νά νη­στεύη, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά ἑτοι­μά­ζε­ται νά ἀφιε­ρω­θῆ στόν Θεό. Πνευ­μα­τι­κός της ἦταν ὁ π. Μη­τρο­φά­νης, ὁ Γέ­ρο­ντας τῆς ἱε­ρᾶς Μο­νῆς Ρο­βέ­λι­στας Ἄρ­της. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἀπό μι­κρή ἤθε­λα νά γί­νω μο­να­χή˙ ὅταν ἔγι­να δε­κα­ε­πτά χρό­νων πῆ­γα στό Μο­να­στή­ρι καί εἶ­πα στόν Γέ­ρο­ντα ὅ­τι θέ­λω νά γί­νω μο­να­χή. Μοῦ εἶ­πε “νἄρ­θης, παι­δά­κι μου”. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θαν οἱ γο­νεῖς μου μέ φω­νές νά μέ πά­ρουν. Ὁ Ἡγού­με­νος, ὅ­πως τούς εἶ­δε ἔ­τσι ἀ­γρι­ε­μέ­νους, μέ ἔδω­σε λέ­γον­τάς με νά με­γα­λώ­σω λί­γο καί με­τά ξα­να­πη­γαί­νω.

»Αὐ­τοί μέ πῆ­ραν καί σέ λί­γες μέ­ρες ἄρ­χι­σαν τά προ­ξε­νειά. Ἐ­γώ ἤ­μουν ἀρ­νη­τι­κή καί εὕ­ρι­σκα προ­φά­σεις. Με­τά μέ ρώ­τη­σαν τί θέ­λω καί τούς εἶ­πα: “Θά προ­σευ­χη­θῶ ὅ­λη τή νύ­χτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θε­ός”.

»Προ­σευ­χή­θη­κα καί εἶ­πα: “Θε­έ μου, ἕ­να πρᾶγ­μα σοῦ ζη­τῶ. Νά μοῦ δώ­σης ἄ­δεια νά πά­ρω τόν οὐ­ρά­νιο (νυμ­φί­ο) καί ᾿γώ, ὅπως παίρ­νουν οἱ κα­λές ψυ­χές. Νά μή συ­ζευ­χτῶ μέ ἐπί­γει­ον ἄν­δρα”. Ἄκου­σα φω­νή: “Σέ ἔχο­με ὑπ᾿ ὄψη. Μιά ὥρα δι­κή μας θά γί­νεις. Πρέ­πει ὅ­μως νά συ­ζευ­χθῆς αὐ­τοῦ γιά νά δυ­να­μώ­σης. Νά βά­λης χα­λι­νά­ρια στό στό­μα, στά πό­δια, στά χέ­ρια, στήν σάρ­κα”.

–Στήν σάρ­κα; Στήν παν­τρειά μέ στέλ­νεις.

–Σέ στέλ­νω ἐγώ καί ἡ σάρ­κα εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νη. Δο­κι­μα­σί­ες θά ἔ­χεις.

»Ἐγώ συ­νέ­χι­σα νά προ­σεύ­χω­μαι γιά τό κα­λύ­τε­ρο, νά γί­νω μο­να­χή, ὅ­μως μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι “τό κα­λύ­τε­ρο γιά σέ­να εἶ­ναι νά παν­τρευ­τῆς, νά δο­κι­μα­στῆς, νά ψη­θῆς. Ἄν πᾶς στό Μο­να­στή­ρι, δέν θά βα­σα­νι­σθῆς τό­σο. Στό Μο­να­στή­ρι ὅ,τι κά­νουν οἱ ἄλ­λοι θά κά­νεις καί σύ, εἴ­τε τρῶ­νε εἴ­τε προ­σεύ­χον­ται. Στόν κό­σμο ὅμως θά συ­ναν­τή­σεις κα­κό­τη­τα, μο­χθη­ρία. Ἐμεῖς τε­λει­ώ­σα­με τώ­ρα, πά­ρε τήν δύ­να­μη καί τήν φώ­τι­ση καί ἐρ­γά­σου ὅσο μπο­ρεῖς”.

»Ἐρ­γά­σθη­κα σέ ὅλη μου τήν ζω­ή. Ἀ­γω­νί­στη­κα. Τά πε­θε­ρι­κά μου με­τά δέν μέ ἤθε­λαν, μέ ἔδι­ω­χναν, μέ ἔβρι­ζαν μέ ἄπρε­πα λό­για. Ὅσα μοῦ εἶ­πε ἡ φω­νή, τό Πνεῦ­μα, τά βρῆ­κα ὅ­λα».

Ἔτσι λοι­πόν με­τά τά εἴ­κο­σί της τήν πάν­τρε­ψαν μέ τόν Ἀρι­στεί­δη Βέ­τσιο ἀπό τά Κο­λο­μό­δια Ἄρ­της καί ἀπέ­κτη­σαν δύο παι­διά, τόν Σπύ­ρο καί τήν Στα­θού­λα.

Ἡ ζωή της δέν ἦταν κα­θό­λου εὔ­κο­λη στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της, για­τί ζοῦ­σαν δε­κα­τρία ἄτο­μα μα­ζί στό ἴδιο σπί­τι καί ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε τίς δι­κές του ἰδιο­τρο­πί­ες καί τόν δι­κό του τρό­πο σκέ­ψε­ως. Ἰδι­αί­τε­ρα ὁ πε­θε­ρός της φε­ρό­ταν πρός αὐ­τήν μέ ἄσχη­μο τρό­πο, μέ πε­ρι­φρό­νη­ση καί σκλη­ρό­τη­τα τήν πλή­γω­νε μέ τά λό­για του. Ἡ Λαμ­πρι­νή ὅμως κα­τά­φε­ρε μέ τήν ὑπο­μο­νή νά τά ξε­πε­ρά­ση ὅλα. Στίς βρι­σιές του ἔλε­γε: «Πές με ὅ,τι θέ­λεις. Ἐγώ εἶ­μαι μου­γκή». Καί ἀπό τόν σύ­ζυ­γό της εἶ­χε δυ­σκο­λί­ες. Κά­πο­τε πού βρι­σκό­ταν σέ ἀγρυ­πνία στόν ἅγιο Φα­νού­ριο στό γει­το­νι­κό χω­ριό Γλυ­κό­ρι­ζο, ἄκου­σε φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Αὐ­τήν τήν στιγ­μή καί­γε­ται τό σπί­τι σου». Ὅταν τέ­λειω­σε ἡ ἀγρυ­πνία καί γύ­ρι­σε μα­ζί μέ τίς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες μέ τά πό­δια, εἶ­δε τά βι­βλία της καμ­μέ­να καί πε­τα­μέ­να ἔξω ἀπό τό σπί­τι καί τόν σύ­ζυ­γό της σέ ἔξαλ­λη κα­τά­στα­ση νά τῆς φω­νά­ζη νά φύ­γη ἀπό τό σπί­τι. Ἡ Λα­μπρι­νή ἀπά­ντη­σε: «Δέν φεύ­γω. Ἐσύ εἶ­σαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶ­ναι τό σπί­τι μου, σκό­τω­σέ με, κά­νε με ὅ,τι θέ­λεις, ἐγώ δέν φεύ­γω». Τή νύ­χτα τήν κλεί­δω­σε ἔξω ἀπό τό σπί­τι. Ὑπέ­μει­νε ἤρε­μα καί ἔλε­γε: «Ὁ πει­ρα­σμός τόν βά­ζει, θά τοῦ πε­ρά­σει. Αὐ­τός εἶ­ναι κα­λός, ἀλ­λά στό κα­φε­νεῖο τόν “ἄνα­ψε” ὁ τά­δε καί ἔκα­νε ὅ,τι ἔκα­νε, μέ­χρι νά τοῦ πε­ρά­ση ὁ θυ­μός».

Πα­ρά τίς τό­σες δυ­σκο­λί­ες καί τίς κο­πια­στι­κές ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες, δέν ἄφη­νε δευ­τε­ρό­λε­πτο τῆς ἡμέ­ρας χω­ρίς νά προ­σεύ­χε­ται καί νά εὐ­χα­ρι­στῆ τόν Θεό. Μα­ζί της στό χω­ρά­φι πού πή­γαι­νε νά ἐρ­γα­σθῆ ἔπαιρ­νε καί βι­βλία πνευ­μα­τι­κά γιά νά δια­βά­ζη καί νά προ­σεύ­χε­ται. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της χά­λα­σε ἀπό τήν πολ­λή χρή­ση τέσ­σε­ρα βι­βλία «Με­γά­λα Ὡρο­λό­για». Τά βι­βλία της ἦταν ἡ πε­ρι­ου­σία της, ὅπως ἔλε­γε, καί ἀπό τήν με­λέ­τη τους ἔπαιρ­νε πολ­λή δύ­να­μη.

Με­τά πού ἀπέ­κτη­σε τά δυό της παι­διά μέ τόν ἄν­δρα της ζοῦ­σαν σάν ἀδέλ­φια. Αὐτός τίς νύ­χτες κοι­μό­ταν καί ἡ Λαμ­πρι­νή διά­βα­ζε τά βι­βλία της μέ τό φῶς ἑνός κα­ντη­λιοῦ καί ἑνός κε­ριοῦ.

Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της εἶ­χε μο­νο­φα­γία καί ξη­ρο­φα­γία. Ἔτρω­γε συ­νή­θως ψω­μί καί ἐλιές. Στό τρι­ή­με­ρο δέν ἔτρω­γε καί δέν ἔπι­νε τί­πο­τε. Κοι­νω­νοῦ­σε τήν κα­θα­ρά Τε­τάρ­τη καί με­τά συ­νέ­χι­ζε τήν τε­λεία νη­στεία. Τίς ἡμέ­ρες πού δέν ἔτρω­γε τί­πο­τε ἔπι­νε γύ­ρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κου­τα­λά­κι ζε­στό νε­ρό. Τό συ­νη­θι­σμέ­νο φα­γη­τό της ἦταν μιά πα­τά­τα βρα­σμέ­νη μέ ξύ­δι. Τά παι­διά της τήν πί­ε­ζαν νά φάη, ἀλ­λά ἀρ­νιό­ταν καί ἀπα­ντοῦ­σε: «Μή στε­νο­χω­ριέ­στε, δέν θά πε­θά­νω ἀπό τή νη­στεία. Ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ τρο­φή μου. Τό σῶ­μα θά τό πε­ρι­ποι­η­θῶ για­τί εἶ­ναι ἡ κα­τοι­κία τῆς ψυ­χῆς μου. Ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνη­συ­χῆτε». Τήν ἔκα­νε τό πρωΐ ἡ κό­ρη της κα­φέ καί τό ἀπό­γευ­μα πού πή­γαι­νε νά πά­ρη τό φλυ­ντζά­νι ἦταν ἀπεί­ρα­χτο. Τό Πά­σχα πού κά­θο­νταν ὅλοι μα­ζί νά φᾶ­νε, ἡ Λα­μπρι­νή μι­λοῦ­σε γιά τόν Θεό καί με­τά ἀπό πί­ε­ση ἔτρω­γε μιά κου­τα­λιά για­ούρ­τι ἤ μιά πη­ρου­νιά σα­λά­τα. Ἔλε­γε: «Σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη γιορ­τή. Σή­με­ρα ἀνα­στή­θη­κε ὁ Χρι­στός. Ἄν ἐρ­χό­ταν ἕνα πε­θα­μέ­νο παι­δί μου ἐγώ θά ἔτρω­γα; Θά στό­λι­ζα τό σπί­τι μου νά τό ὑπο­δε­χθῶ».

Τήν τε­λευ­ταία εἰ­κο­σα­ε­τία τῆς ζω­ῆς της ἔτρω­γε μό­νο ψω­μί, νε­ρό καί ξύ­δι. Κά­πο­τε θά πή­γαι­νε στήν Ἀθή­να γιά μιά ἑβδο­μά­δα, διό­τι θά ἔκα­νε ἐγ­χεί­ρη­ση ὁ ἀδελ­φός της. Μιά γνω­στή της ἔψη­νε ψω­μί ἀπό κα­λα­μπό­κι καί τῆς ἔδω­σε μιά φέ­τα. Τό δέ­χθη­κε μέ με­γά­λη χα­ρά για­τί ἤξε­ρε ὅτι ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή χά­ρα­ξε τόν σταυ­ρό πά­νω στό ψω­μί. Ὅταν γύ­ρι­σε ἀπό τήν Ἀθή­να εὐ­χα­ρί­στη­σε τήν γυ­ναῖ­κα πού τῆς ἔδω­σε τό ψω­μί καί τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὅτι αὐ­τό τό ψω­μά­κι ἦταν ἡ τρο­φή της γιά ὅλη τήν ἑβδο­μά­δα πού πέ­ρα­σε στήν Ἀθή­να. «Ἔτρω­γα λί­γο κά­θε μέ­ρα καί ἐρ­χό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος καί μοῦ τό αὐ­γά­τα­γε (αὔ­ξα­νε)».

Πρίν τήν κοί­μη­σή της γιά ἕνα διά­στη­μα ἀρ­κεῖ­το μό­νο σ᾿ ἕνα κου­τα­λά­κι ἁγί­α­σμα, στό ἀντί­δω­ρο καί φυ­σι­κά στήν θεία Κοι­νω­νία. Σέ κά­ποιον πού τήν ρώ­τη­σε τί εἶ­χε φά­ει ἀπά­ντη­σε ὅτι ἔφα­γε μό­νο ἀντί­δω­ρο πού εἶ­χε κρα­τή­σει ἀπό τήν θεία Λει­τουρ­γία ὅτι μ᾿ αὐ­τό ἦταν χορ­τα­σμέ­νη καί θά τήν κρα­τή­σει γιά κανά–δυό μέ­ρες ἀκό­μη.

Ἀφοῦ πά­ντρε­ψε τά παι­διά της, ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν 45 ἐτῶν στα­μά­τη­σε τίς ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες καί ἀφω­σιώ­θη­κε στήν ἄσκη­ση καί στήν προ­σευ­χή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μιά συ­νε­χής προ­σευ­χή στό σπί­τι καί στήν Ἐκ­κλη­σία, ὅπου τα­κτι­κά πή­γαι­νε καί κοι­νω­νοῦ­σε συ­χνά.

Τό κα­θη­με­ρι­νό τυ­πι­κό της ἦταν πε­ρί­που τό ἐξῆς: Κοι­μό­ταν μέ­χρι δύο ὧρες τό ἡμε­ρο­νύ­κτιο ἀπό τίς 3 μέ­χρι τίς 4.30 τή νύ­χτα. Ἔκα­νε κο­μπο­σχοί­νι γο­να­τι­στή καί με­γά­λες με­τά­νοι­ες. Ἔκα­νε ὅλες τίς ἀκο­λου­θί­ες κά­θε ἡμέ­ρα. Τό Με­σο­νυ­κτι­κό καί τόν Ὄρ­θρο τά διά­βα­ζε μέ τό ἁμυ­δρό φῶς ἀπό τό κα­ντή­λι καί μέ ἕνα κε­ρά­κι. Με­λε­τοῦ­σε πο­λύ τήν Ἁγία Γρα­φή καί πα­τε­ρι­κά βι­βλία. Τήν ἡμέ­ρα, διά­βα­ζε, ἔκα­νε τήν ἀκο­λου­θία τῶν Ὡρῶν καί προ­σευ­χή. Σέ ὅσους τήν θαύ­μα­ζαν πού μπο­ροῦ­σε καί ἀφι­έ­ρω­νε τήν ἡμέ­ρα της στό διά­βα­σμα ἔλε­γε πώς χρό­νος ὑπάρ­χει γιά ὅλους. Καί μιά σελί­δα τήν ἡμέ­ρα νά δια­βά­ζης εἶ­ναι ἀρ­κε­τό, ἀρ­κεῖ νά γί­νε­ται μέ πί­στη. Ὅλα αὐ­τά τά ἔκα­νε μέ εὐ­λο­γία ἀπό τόν Πνευ­μα­τι­κό της π. Μη­τρο­φά­νη, ὁ ὁποῖ­ος τῆς εἶ­χε δώ­σει τόν κα­νό­να τῆς προ­σευ­χῆς. Τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή, ἔκα­νε τό Με­γά­λο Ἀπό­δει­πνο καί ὅταν κά­ποιος τήν διέ­κο­πτε δέν τό συ­νέ­χι­ζε, ἀλ­λά τό ἄρ­χι­ζε πά­λι ἀπό τήν ἀρ­χή.

Ὅταν γι­νό­ταν ἀγρυ­πνία σέ κά­ποια Ἐκ­κλη­σία ἦταν πά­ντα πρώ­τη. Συ­νή­θως τήν ἀκο­λου­θοῦ­σαν καί γυ­ναῖ­κες ἀπό τά γύ­ρω χω­ριά. Πολ­λές νύ­χτες συ­γκέ­ντρω­νε τίς γυ­ναῖ­κες στό σπί­τι της καί ἔκα­ναν ὁμα­δι­κή προ­σευ­χή.

Ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν τρι­ά­ντα ἐτῶν ἔρ­ρα­ψε ἕνα τρί­χι­νο σάκ­κο καί τόν φο­ροῦ­σε κα­τά­σαρ­κα σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκη­ση καί κα­κο­πά­θεια. Κα­νείς δέν τό ἤξε­ρε. Γιά 54 χρό­νια τόν φο­ροῦ­σε καί πο­τέ δέν τόν ἔπλυ­νε. Πρίν ἀπό τήν κοί­μη­σή της ἄφη­σε ἐντο­λή στήν κό­ρη της νά μήν τόν πλύ­νη ποτέ. Ὅσοι τόν εἶ­δαν μαρ­τυ­ροῦν ὅτι φαί­νε­ται σάν νά βγῆ­κε ἀπό πλυ­ντή­ριο καί μο­σχο­βο­λᾶ (εὐ­ω­διά­ζει).

Παρ᾿ ὅλο πού ζοῦ­σε μέ­σα στόν κό­σμο ὁ πό­θος της γιά τόν μο­να­χι­σμό καί τήν Ἐκ­κλη­σία τήν ἔκα­ναν νά με­τα­τρέ­ψη τό δω­μά­τιό της σ᾿ ἕνα μο­να­χι­κό κελ­λί. Ὅ,τι χαρ­τά­κι εὕ­ρι­σκε πού εἶ­χε φω­το­γρα­φία κά­ποιου ἁγί­ου τό κολ­λοῦ­σε στόν τοῖ­χο, δη­μι­ουρ­γώ­ντας μιά ξε­χω­ρι­στή ἀτ­μό­σφαι­ρα.

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς. Ἔλε­γε στά παι­διά της: «Τά χρή­μα­τα αὐ­τά πού δί­νω, δέν εἶ­ναι δι­κά μου. Πιά­νο­νται (λο­γί­ζο­νται) σέ σᾶς, για­τί δι­κά σας εἶ­ναι». Ἀπέ­φευ­γε μά­λι­στα νά πιά­νη μέ τά χέ­ρια της τά χρή­μα­τα, ἀλ­λά μέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα ἤ μέ ἕνα κομ­μά­τι ὕφα­σμα. Καί ὅταν πή­γαι­νε νά ψω­νί­ση ἄνοι­γε τό πορ­το­φό­λι ἤ τήν χαρ­το­πε­τσέ­τα καί ἔπαιρ­νε ὁ μπα­κά­λης μό­νος του.

Ἀπό τό σπί­τι της ἔβγαι­νε τή νύ­χτα κρυ­φά νά μήν τήν βλέ­πουν καί πή­γαι­νε σέ φτω­χά σπί­τια, ἄφη­νε ἔξω ἀπό τήν πόρ­τα ὅ,τι εἶ­χε καί ἔφευ­γε.

Στόν φούρ­να­ρη εἶ­χε δώσ­ει πα­ραγ­γε­λία νά ἐφο­διά­ζη μέ ψω­μί μιά φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια, χω­ρίς νά μά­θη κα­νείς τί­πο­τε. Τό εἶ­πε στήν κό­ρη της μό­νο πρίν κοι­μη­θῆ καί τῆς ἄφη­σε πα­ρα­κα­τα­θή­κη νά συ­νε­χί­ση τήν ἐλε­η­μο­σύ­νη. Ἡ Λα­μπρι­νή συμ­βού­λευε: «Με­γά­λη εὐ­λο­γία ἔχει ὁ ἄν­θρω­πος πού κά­νει ἐλε­η­μο­σύ­νη. Ὅταν κά­νε­τε ἐλε­η­μο­σύ­νη δέν θά δί­νε­τε αὐ­τό πού εἶ­ναι γιά πέ­τα­μα ἀλ­λά θά δί­νε­τε γιά τόν ξέ­νο καί τόν φτω­χό τό κα­λύ­τε­ρο. Οἱ γο­νεῖς νά μή στε­νο­χω­ροῦ­νται πού δέν ἔχουν ν᾿ ἀφή­σουν πε­ρι­ου­σία στά παι­διά τους, ἀλλά νά φρο­ντί­ζουν γιά τήν κα­τά Θε­όν πρό­ο­δό τους καί τά ὑπό­λοι­πα θά τά τα­κτο­ποι­ή­σει ὁ Θε­ός».

Ἐπι­σκε­πτό­ταν ἀρ­ρώ­στους χω­ρίς φό­βο νά κολ­λή­ση κά­τι. Δέν φο­βό­ταν τόν θά­να­το. Ἀντί­θε­τα θε­ω­ροῦ­σε πώς θά τήν ἔφερ­νε πιό κο­ντά στόν Θεό.

Κά­πο­τε πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση τόν ἅγιο Σπυ­ρί­δω­να στήν Κέρ­κυ­ρα μέ ἕνα παι­δά­κι πού τό εἶ­χε βα­φτί­σει, χω­ρίς νά ἔχη μα­ζί της χρή­μα­τα. Ὅμως μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ πῆ­γαν καί γύ­ρι­σαν χω­ρίς νά τούς ζη­τή­σουν χρή­μα­τα οὔ­τε στό λε­ω­φο­ρεῖο οὔ­τε στό κα­ρά­βι.

Ἡ για­γιά Λαμ­πρι­νή ἀγα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό, ἀγω­νι­ζό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό μο­να­χή, προ­σευ­χό­ταν συ­νέ­χεια καί με­τέ­δι­δε τήν θεία Χά­ρι. Πολ­λοί πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, νά τήν συμ­βου­λευ­θοῦν καί νά ζη­τή­σουν τήν προ­σευ­χή της. Ὁλό­κλη­ρα λε­ω­φο­ρεῖα στα­μα­τοῦ­σαν στό φτω­χι­κό της. Δε­χό­ταν ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους ἀδια­μαρ­τύ­ρη­τα, πολ­λές φο­ρές χω­ρίς οὔ­τε μιά δια­κο­πή στήν διάρ­κεια τῆς ἡμέ­ρας.

Οἱ ἐπι­σκέ­ψεις στό σπί­τι της ἦταν κα­θη­με­ρι­νές. Δέν ὑπῆρ­χε ὡρά­ριο. Ὁ κα­θέ­νας ἐρ­χό­ταν ὅπο­τε ἤθε­λε καί ἔφευ­γε ὅταν ἤθε­λε. Δε­χό­ταν τούς πά­ντες ἀγόγ­γυ­στα. Ὅταν ἦταν μό­νη της διά­βα­ζε ἤ προ­σευ­χό­ταν. Γιά νά ξε­μου­διά­ση ἔβγαι­νε καί ἔκα­νε πε­ρί­πα­το, ὄχι στό χω­ριό, ἀλ­λά στόν κῆ­πο μέ τίς πορ­το­κα­λιές καί ἔλε­γε τήν εὐ­χή.

Ὁ λό­γος της ἦταν πά­ντα γιά τήν ὑπο­μο­νή. Ἔλε­γε: «Ἐμεῖς οἱ χρι­στια­νοί θά πε­ρά­σου­με ἐδῶ με­γά­λες δο­κι­μα­σί­ες, ἀκό­μα καί μέ­σα στήν ἴδια τήν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Θά πρέ­πει νά δεί­χνου­με ὑπο­μο­νή, ἀγά­πη, καί νά κά­νου­με ἐλε­η­μο­σύ­νες». Σέ ὅσους εἶ­χαν οἰ­κο­γε­νει­α­κά προ­βλή­μα­τα τούς πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά μή δια­λύ­σουν τήν οἰ­κο­γέ­νειά τους. «Ὁ πει­ρα­σμός σᾶς βά­ζει», ἔλε­γε.

Σέ νέ­ους πού τήν ἐπι­σκέ­πτο­νταν συμ­βού­λευε: «Ἀπο­φά­σι­σες νά πα­ντρευ­τῆς; Θά κά­νεις ὑπο­μο­νή καί ὄχι μία, ἀλ­λά πολ­λές. Νά ἐκ­κλη­σιά­ζε­στε τα­κτι­κά, νά ἐξο­μο­λο­γῆ­σθε, νά κοι­νω­νᾶ­τε καί νά προ­σεύ­χε­σθε. Ὅταν κά­νε­τε αὐ­τά, θά πᾶ­τε κο­ντά στόν Χρι­στό νά χαί­ρε­στε γιά πά­ντα».

Ἄν καί δέν εἶ­χε σπου­δά­σει, ὅμως διά­βα­ζε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά βι­βλία, τά κα­τα­νο­οῦ­σε καί τά ἐξη­γοῦ­σε. Ἄν­θρω­ποι ἐγ­γράμ­μα­τοι –ἀκό­μη καί κα­θη­γη­τές Πα­νε­πι­στη­μί­ου– πή­γαι­ναν νά ἀκού­σουν τήν για­γιά Λαμ­πρι­νή˙ τήν εἶ­χαν σέ ἰδιαί­τε­ρη εὐ­λά­βεια για­τί ἡ ζωή της ἦταν τε­λεί­ως δο­σμέ­νη στόν Χρι­στό, ἀλ­λά καί για­τί ἔβλε­παν νά ἐνερ­γῆ ἡ θεία Χά­ρι μέ­σῳ αὐ­τῆς θαυ­μα­στά ἔργα. Ἡρ­πά­ζε­το πολ­λές φο­ρές ὁ νοῦς της καί ἔβλε­πε τά ἀθέ­α­τα μυ­στή­ρια τοῦ μέλ­λο­ντος αἰ­ῶ­νος, ἡ προ­σευ­χή της εἰ­σα­κού­ε­το, γνώ­ρι­ζε τά κρύ­φια τῶν ἀν­θρώ­πων καί προ­έ­βλε­πε γε­γο­νό­τα τοῦ μέλ­λο­ντος.

Δι­η­γή­θη­κε ἡ για­γιά Λαμ­πρι­νή: «Ἡ κό­ρη μου Στα­θού­λα εἶ­χε πε­ρά­σει τά δε­κα­ο­χτώ της καί ἦ­ταν και­ρός γιά παν­τρειά. Ἄρ­χι­σαν τά προ­ξε­νειά ἀλ­λά δέν μ᾿ ἀ­νέ­παυ­αν οἱ γαμ­προί. Ἦ­ταν εὐ­κα­τά­στα­τοι, κα­λοί ἄν­θρω­ποι ἀλ­λά μέ σε­σα­λευ­μέ­νη κα­θα­ρό­τη­τα. Ἐκεῖ­να τά χρό­νια δέν εἶ­χε τό­σο λό­γο ἡ νύ­φη γιά τήν ἐ­πι­λο­γή τοῦ γαμ­προῦ καί ἐ­πει­δή εἶ­χα­ τήν μέ­ρι­μνα τοῦ γαμ­προῦ ἤ­θε­λα πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα νά εἶ­ναι κα­θα­ρός, ἁ­γνός. Ἡ Στα­θού­λα δέν εἶ­χε κλί­ση γιά κα­λο­γε­ρι­κή, ὅ­πως ἐ­γώ, καί ἔ­πρε­πε νά βρε­θῆ γαμ­πρός.

»Μιά μέ­ρα τό βρά­δυ πού πῆ­γα στό κρεβ­βά­τι νά κοι­μη­θῶ, πῆ­ρα ὡς συ­νή­θως νά δι­α­βά­σω ἕ­να βι­βλί­ο καί ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη για­τί δέν βρι­σκό­ταν ὁ γαμ­πρός. Ὁ ἄν­δρας μου κοι­μό­ταν χω­ρι­στά γιά νά μήν τόν ἐ­νο­χλῶ. Μό­λις εἶ­χε πά­ρει ὁ ὕ­πνος τόν ἄν­δρα μου, ἄ­νοι­ξε τό πα­ρά­θυ­ρο μό­νο του καί μπῆ­κε ὁ φύ­λα­κας Ἄγ­γε­λός μου. Πῆ­ρε­ τό πνεῦ­μα μου. Στό κρεβ­βά­τι μου ἔ­μει­νε τό σῶ­μα μου μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Βα­δί­ζα­με–βα­δί­ζα­με χω­ρίς νά ξέ­ρω ποῦ πᾶ­με. Φθά­σα­με στήν Πρέ­βε­ζα. Μοῦ λέ­ει: “Μήν στα­μα­τᾶς κα­θό­λου. Θέ­λου­με νά πᾶ­με στήν Λευ­κά­δα”. Ἐ­γώ δέν ἤ­ξε­ρα ποῦ εἶ­ναι ἡ Λευ­κά­δα.

»Φθά­σα­με στό νη­σί, πή­γα­με σ᾿ ἕ­να σπί­τι στήν ἐ­ξώ­πορ­τα. Μοῦ λέ­γει ὁ Ἄγ­γε­λος: “Κά­θη­σε ἐ­δῶ καί ἐ­γώ θ᾿ ἀ­νοί­ξω τήν πόρ­τα. Νά κοι­τᾶς μέ­σα”. Ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ καί εἶ­δα ἕ­να νέ­ο ὄρ­θιο, μέ κου­στού­μι, μέ τήν πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη. Γύ­ρι­σε τό­τε νά κλεί­ση τήν πόρ­τα, για­τί τοῦ φά­νη­κε ὅ­τι ἄ­νοι­ξε μό­νη της καί τόν εἶ­δα καί ἀ­πό μπρο­στά. Ὁ Ἄγ­γε­λος ἦ­ταν πνεῦ­μα καί ἐ­γώ ἄ­ϋ­λη καί δέν μᾶς ἔ­βλε­πε.

–Σοῦ ἀ­ρέ­σει γιά γαμ­πρός στήν κό­ρη σου;

–Κα­λός εἶ­ναι ἀλ­λά εἴ­μα­στε μα­κρυ­ά.

–Ἄγ­γε­λος εἶ­ναι καί αὐ­τός ὅ­πως καί ἐ­γώ.

–Ἄγ­γε­λο θά πά­ρει ἡ κό­ρη μου; Ἄν­θρω­πος εἶ­ναι, πῶς θά πά­ρει Ἄγ­γε­λο, ἐ­νῶ ἐν­νο­οῦ­σε τήν κα­θα­ρό­τη­τά του.

–Ἀ­πό τώ­ρα δέν θά κά­νεις ἄλ­λο συ­νοι­κέ­σιο γιά τήν κό­ρη σου ὅ,τι καί νά σοῦ λέ­νε οἱ ἄλ­λοι. Θά πε­ρι­μέ­νεις λί­γα χρό­νια, λό­γῳ κά­ποι­ων δυ­σκο­λι­ῶν ἀλ­λά θά σοῦ τόν φέ­ρω τόν γαμ­πρό μό­νο του καί θά βρεῖ τήν κό­ρη σου.

»Ξε­κι­νή­σα­με τήν ἐπι­στρο­φή μέ τόν ἴδιο τρό­πο. Πέ­ρα­σαν τρία χρό­νια καί πῆ­γε ἡ κό­ρη μου μέ τόν γυιό μου σ᾿ ἕνα ζα­χα­ρο­πλα­στεῖο. Ἐκεῖ ἦ­ταν ὁ γα­μπρός. Μό­λις τήν εἶ­δε ἦρ­θε καί τήν ζή­τη­σε σέ γά­μο. Κα­τά­λα­βα ὅτι ἦταν αὐ­τός πού ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός. Τόν δε­χτή­κα­με καί δό­ξα­σα τόν Θε­ό γιά τήν με­γα­λω­σύ­νη Του».

Ἄ­λλη φο­ρά, ὅπως δι­η­γή­θη­κε, ἡ Πα­να­γία τῆς ἔδει­ξε τήν κό­λα­ση καί τόν πα­ρά­δει­σο:

«Τό 1982 ἤμουν στήν σπη­λιά τῆς ἁγί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς στοῦ Χα­νό­που­λου. Προ­σευ­χό­μουν μέ­σα στήν σπη­λιά μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες καί σκέ­φτη­κα: “Ἄχ, σπη­λιά, ποῦ νά σ᾿ εὕ­ρι­σκα, νά ᾿ναι δι­κή μου αὐ­τή ἡ σπη­λιά”.

–Ὄ­χι, ὄ­χι, μοῦ εἶ­πε μιά φω­νή. Ἡ σπη­λιά ἡ δι­κή σου εἶ­ναι τῆς Παρ­θέ­νος (τῆς Πα­να­γί­ας δη­λα­δή).

–Ποῦ εἶ­ναι αὐ­τή ἡ σπη­λιά;

–Θά σοῦ τήν βρῶ ἐ­γώ, ἀλ­λά με­τά ἀ­πό και­ρό.

»Πέ­ρα­σαν πέν­τε χρό­νια γιά νἄρ­θη ὁ και­ρός. Ἐγώ στό διά­στη­μα αὐ­τό ἔψα­χνα. Ἄκου­γα γιά σπη­λιά καί ἔπαιρ­να καμ­μιά γυ­ναῖ­κα γιά πα­ρέα καί πή­γαι­να. Τό βρά­δυ πού γύ­ρι­ζα στό σπί­τι καί ἔκα­να προ­σευ­χή ἄ­κου­γα φω­νή: “Ὄχι αὐ­τοῦ, παι­δί μου. Ἄδι­κα κου­ρά­στη­κες”.

»Μιά μέ­ρα μέ κά­λε­σε ἡ ξα­δέλ­φη μου στήν Ἄρ­τα γιά δου­λειά. Ἐκεῖ μί­λη­σε γιά μιά σπη­λιά πού θά πή­γαι­νε τήν ἄλ­λη μέ­ρα μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες. Ἀπο­φά­σι­σα νά πάω. Ξε­κι­νή­σα­με τό πρωΐ στίς πέν­τε μέ τά πό­δια.

»Μό­λις φθά­σα­με ἡ σπη­λιά δέν φαι­νό­ταν ἐ­ξω­τε­ρι­κά πα­ρά μό­νο δυ­ό τρύ­πες πού χω­ροῦ­σες σφη­νω­τά. Κον­τά στήν εἴ­σο­δο τῆς σπη­λιᾶς εἶ­χε καί Ἐκ­κλη­σά­κι. Εἶ­χα πά­ρει μα­ζί μου λαμ­πά­δες καί κε­ριά. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κα: “Εἶ­ναι ἄρα­γε αὐ­τή ἡ σπη­λιά;”. Καί ἄ­κου­σα φω­νή: “Ἐδῶ μέ­σα εἶ­μαι. Κρά­τη­σε μιά λαμ­πά­δα γιά νά μπῆς στήν σπη­λιά”.

»Γιά νά ξε­φύ­γω τίς γυ­ναῖ­κες εἶ­πα ὅ­τι εἶ­μαι κου­ρα­σμέ­νη καί θά κα­θή­σω λί­γο νά ξε­κου­ρα­στῶ. Μό­λις αὐ­τές μπῆ­καν στό Ἐκ­κλη­σά­κι, ἄ­να­ψα τήν λαμ­πά­δα καί μπῆ­κα μέ­σα στήν σπη­λιά. Ἦ­ταν με­γά­λη ἡ σπη­λιά. Μέ­σα εἶ­δα τήν Πα­να­γί­α κα­θα­ρά, ἔ­σκυ­ψα καί τήν προ­σκύ­νη­σα. Τό­τε ξέ­χα­σα τά πάν­τα, ἤ­θε­λα νά μεί­νω γιά πάν­τα ἐ­κεῖ σ᾿ ὅ­λη μου τήν ζω­ή. Προ­σκυ­νοῦ­σα συ­νέ­χεια τήν Πα­να­γί­α καί μοῦ εἶ­πε:

»Φθά­νει. Θά δεῖς πολ­λά ἐ­δῶ μέ­σα, θά δεῖς τόν ἄλ­λο κό­σμο. Αὐ­τά πού θά δεῖς ἐ­σύ, νά τά ὁ­μο­λο­γή­σης σέ πρό­σω­πα πού τά ἀ­γα­πᾶ­νε αὐ­τά. Ἅ­μα βλέ­πης ἀ­δι­α­φο­ρί­α, δέν θά λές τί­πο­τε. Καί στίς γυ­ναῖ­κες ἔ­ξω ἀ­δι­α­φο­ρί­α θά δεί­ξεις ἅ­μα βγῆς. Ἄν σέ ρω­τή­σουν θά πεῖς πῆ­γα νά προ­σευ­χη­θῶ μέ­σα στήν σπη­λιά. Μέ πῆ­ρε ὕ­στε­ρα ἡ Πα­να­γί­α σ᾿ ἕ­ναν κάμ­πο με­γά­λο ὅ­σο εἶ­ναι ἡ Ἄρ­τα. Ἔ­φθα­σα σέ δυ­ό δρό­μους καί ρώ­τη­σα ποι­όν νά δι­α­λέ­ξω. “Ὅ­ποι­ον θέ­λεις ἐ­σύ”, εἶ­πε ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­γώ πῆ­ρα τόν ἕνα δρό­μο.

»Κα­θώς προ­χω­ροῦ­σα ἔ­βλε­πα γλέν­τια, γά­μους, ἀν­δρό­γυ­να ἀ­γα­πη­μέ­να, παι­διά καί ἔ­λε­γα “τί ὡ­ραῖ­ος κό­σμος εἶ­ναι ἐ­δῶ!” “Ἄχ”, ἔ­κα­νε ἡ Πα­να­γί­α. “Ἔ­τσι γε­λι­έ­ται ὁ λα­ός στόν κά­τω κό­σμο, τόν πο­νη­ρό”. Ἅ­μα ἄ­κου­σα αὐ­τό δέν ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α εἶ­πε: “Θά προ­χω­ρή­σου­με καί μή φο­βᾶ­σαι”. Ἔ­τσι πῆ­ρα θάρ­ρος καί προ­χώ­ρη­σα.

»Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να πο­τά­μι πύ­ρι­νο πού τά κύ­μα­τά του ἔ­πε­φταν σέ τρεῖς ἀν­θρώ­πους δι­κούς μου καί φώ­να­ζαν. Ἡ Πα­να­γί­α μοῦ εἶ­πε: “Μήν στε­νο­χω­ρι­έ­σαι. Αὐ­τά ἐρ­γά­σθη­καν στήν γῆ, αὐ­τά ἀ­πο­λαμ­βά­νουν. Σέ ἄ­κου­γαν ὅ­ταν τούς ἔ­λε­γες κά­τι ἐσύ; Ἐ­γώ τούς κά­νω τό κα­λό κά­θε χρό­νο καί τούς βγά­ζω ἀ­πό κεῖ ἀπό τήν Ἀ­νά­στα­ση μέ­χρι τήν Πεν­τη­κο­στή”.

»Πιό πέ­ρα εἶ­δα ἕ­να πο­τά­μι μέ πίσ­σα πού κό­χλα­ζε. Καί ᾿κεῖ ἔμ­παι­ναν καί ἔ­βγαι­ναν κε­κοι­μη­μέ­νοι. Ὅ­μως τά ροῦ­χα τους ἦ­ταν κα­θα­ρά, δέν λε­ρώ­νο­νταν, παρ᾿ ὅ­τι κυ­λι­ό­νταν μέ­σα στίς πίσ­σες. Ἀλ­λά τί τό θές; Καί­γον­ται μέ­σα στήν πίσ­σα. Δέν ἀν­τέ­χουν τό κά­ψι­μο.

»Ἔ­πει­τα βρέ­θη­κα σ᾿ ἕ­να με­γά­λο βα­ρέ­λι καί μέ φώ­να­ξε μέ τ᾿ ὄ­νο­μά μου μιά ψυ­χή ἀ­πό μέ­σα πού βα­σα­νι­ζό­ταν. Προ­σπα­θοῦ­σε νά βγῆ καί μέ ­πα­ρα­κά­λε­σε νά βρέ­ξω τό δα­χτυ­λά­κι μου νά δρο­σι­στῆ λί­γο τό στό­μα του. Τόν γνώ­ρι­σα ­ἀ­πό τήν φω­νή καί τοῦ εἶ­πα:

–Αὐ­τοῦ μέ­σα εἶ­σαι, ὠ­ρέ; Αὐ­τά ἐρ­γά­στη­κες στήν ζω­ή; Δέν θυ­μᾶ­σαι ἐ­κεῖ ἔ­ξω ἀ­πό τήν Πα­ρη­γο­ρή­τρια στήν Ἄρ­τα, ἐ­σύ γύ­ρι­ζες ἀ­πό τήν λα­ϊ­κή καί ἐ­γώ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μου καί μέ κο­ρό­ϊ­δευ­ες για­τί πι­στεύ­ω σ᾿ αὐ­τά, στήν κό­λα­ση καί στόν πα­ρά­δει­σο, καί ἔ­λε­γες ὅ­τι ἅ­μα πε­θά­νη ὁ ἄν­θρω­πος, πά­ει ὅ­πως­ τό πρό­βα­το, χά­νε­ται; Καί ἄλ­λα πολ­λά σοῦ ἔ­λε­γα γιά τήν κό­λα­ση καί τόν πα­ρά­δει­σο, δέν τά θυ­μᾶ­σαι;

–Τά θυ­μᾶ­μαι ἀλ­λά τώ­ρα εἶ­ναι ἀρ­γά. Φώ­να­ξε ὅσο μπο­ρεῖς, ὅσο ζῆς νά ἔρ­θη κα­νείς κο­ντά σου, νά ἀπο­φύ­γη αὐ­τήν ἐδῶ τήν κό­λα­ση.

–Τί νά κά­νη κο­ντά μου ἀφοῦ καί ᾿γώ δέν ξέ­ρω. Ἐσύ πό­σες φο­ρές μέ κό­λα­ζες ὅταν σέ συ­να­ντοῦ­σα;

–Ὄχι, ἐσύ δέν ἔφα­γες, δέν ἄλ­λα­ξες, δέν ντύ­θη­κες, δέν γλέ­ντη­σες, ἀγω­νί­στη­κες καί ξέ­ρεις.

»Ἐγώ με­τά ἀπ᾿ αὐ­τά, τόν πό­νε­σε ἡ ψυ­χή μου. Ἤμουν εὐ­αί­σθη­τη στόν πό­νο τῶν ἄλ­λων καί, ἄν ἄκου­γα ὅτι κά­ποιος πει­νά­ει, δέν ἔ­τρω­γα καί ἐγώ καί ἄν μπο­ροῦ­σα τοῦ πή­γαι­να φα­γη­τό. Τώ­ρα ὅ­μως σκε­φτό­μουν νά τοῦ δώ­σω λί­γο νε­ρό μέ τό δά­χτυ­λό μου ἤ ὄ­χι; Ἡ Πα­να­γί­α μοῦ εἶ­πε ὅ­τι, ἄν δώ­σω, θά μέ κά­ψει τήν μι­σή πλευ­ρά τοῦ χε­ριοῦ μέ­χρι πά­νω στόν ὦ­μο. Μό­λις τἄ­κου­σα αὐ­τό κον­το­στά­θη­κα, ὅ­μως τόν λυ­πό­μουν τόν ἄν­θρω­πο ἐ­κεῖ μέ­σα. Πα­ρα­κά­λε­σα τό­τε τήν Πα­να­γί­α νά τό βρέ­ξω καί νά τό δώ­σω λί­γο. “Τί νά σοῦ πῶ; Θά κα­εῖ τό χέ­ρι σου. Ἀ­φοῦ τό θέ­λεις τό­σο πο­λύ, βάλ­το λί­γο, ὅ­μως καί ἐ­γώ θἆ­μαι στό πλευ­ρό σου”. “Ναί τό θέ­λω˙ ψυ­χή εἶ­ναι κι αὐ­τή. Μπο­ρεῖ καί ἐ­γώ νά πά­θω τά ἴ­δια”. “Μή γέ­νοι­το”, μοῦ εἶ­πε.

»Τὄ­βα­λα τό­τε καί κά­η­κε τό χέ­ρι μου. Μέ πο­νοῦ­σε, τό φυ­σοῦ­σα, ἀλ­λά τί­πο­τε. Ἀ­πό τό­τε τό δά­χτυ­λο δέν τό δου­λεύ­ω εἶ­ναι σκλη­ρό. Καί νά τό κό­ψης δέν τό νι­ώ­θω.

»”Αὐ­τά πού εἶ­δες ἐ­δῶ δέν πρέ­πει νά σέ ἀ­να­λώ­σουν σέ στε­νο­χώ­ρια ἀλ­λά νά βά­λης ὅ­λη τήν δύ­να­μή σου νά τά πῆς σέ ἄλ­λους ζῶν­τες καί νά βο­η­θή­σης ψυ­χές πού πο­θοῦν τόν οὐ­ρα­νό”.

»Φεύ­γον­τας εἶ­πε ἡ Πα­να­γί­α: “Εὐ­λο­γη­μέ­νοι νά εἶ­στε μέ­χρι τήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α πού θἄρ­θει ὁ Υἱ­ός μου” καί φύ­γα­με.

»Με­τά πή­γα­με στόν κα­λό τόν κό­σμο. Ἐ­κεῖ χαι­ρό­σουν νά βρί­σκε­σαι. Γνώ­ρι­σα πολ­λούς ἀπ᾿ αὐ­τούς. Συ­νάν­τη­σα πολ­λά ζευ­γά­ρια πού ἔ­ζη­σαν ἀ­γα­πη­μέ­να. Ἤ­θε­λε νά μοῦ δεί­ξη καί ἄλ­λους ἀλ­λά τῆς εἶ­πα “ὄ­χι νέ­ους, για­τί στε­νο­χω­ρι­έ­μαι νά πε­θαί­νουν νέ­οι”. Ἡ Πα­να­γί­α μοῦ εἶ­πε “ὄ­χι νέ­ους, γέ­ρους, δι­ό­τι οἱ κα­λοί ἄν­θρω­ποι πε­θαί­νουν γέ­ροι. Τούς ἄλ­λους τούς παίρ­νου­με νέ­ους γιά νά γλυ­τώ­σουν ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες πού θά πέ­σουν”.

»Συ­ναν­τή­σα­με ἕ­να ζευ­γά­ρι ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων. Μοῦ εἶ­πε ἡ Πα­να­γί­α: “Τώ­ρα ἔρ­χε­ται καί ὁ γυι­ός τους, τα­ξι­δεύ­ει”. Μό­λις εἶ­χε πε­θά­νει καί ἀ­νέ­βαι­νε ἡ ψυ­χή του. Ση­κώ­θη­κε τό­τε ὁ γέ­ρος καί προ­σευ­χή­θη­κε στόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο πού δέ­σπο­ζε πιό πέ­ρα καί εἶ­πε: “Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ μου, πού πῆ­ρες τόν γυι­ό μου σέ ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α καί τόν φέρ­νεις ἐ­δῶ”. Τόν εὐ­χα­ρί­στη­σε καί ἡ γριά. “Ἀ­μήν”, ἀ­κού­στη­κε ἀ­πό τόν Σταυ­ρό.

»Ὁ γέ­ρος καί ἡ γριά ξα­να­κά­θη­σαν στίς πο­λυ­θρό­νες τους πού ἦ­ταν χρυ­σα­φέ­νι­ες, ὅ­λες ἦ­ταν χρυ­σα­φέ­νι­ες. Μπρο­στά τους σ᾿ ἕ­να τρα­πε­ζά­κι εἶ­χε ὁ κα­θέ­νας τους μιά πι­α­τέ­λα πού ἔ­τρω­γαν. Ἐ­γώ σκέ­φτη­κα “τί τρῶ­νε;” Καί μοῦ ἀ­πήν­τη­σαν: “Ἐ­κεῖ­νο πού μᾶς φέρ­νε­τε ἐ­σεῖς στήν προ­σκο­μι­δή τρῶ­με”. Ἡ τρο­φή τους ἦ­ταν ἕ­να σάν τό ἀν­τί­δω­ρο καί κρα­σί. Τά κρεβ­βά­τια τους ἦ­ταν ὁ­λό­χρυ­σα, ὡ­ραι­ό­τα­τα.

»Γιά τίς παρ­θέ­νες ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λος ξε­χω­ρι­στός τό­πος, τό παρ­θε­νι­κό σπί­τι. Ἐ­κεῖ εἶ­δα καί γνω­στές μου, ἀλ­λά δέν μοῦ μί­λη­σαν.

»Ὕ­στε­ρα ἡ Πα­να­γί­α μοῦ εἶ­πε: “Θά φύ­γου­με τώ­ρα καί θά πε­ρά­σου­με νά δοῦ­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού ἦρ­θε ἐ­δῶ με­τά ἀ­πό πο­λυ­χρό­νιο ἀ­σθέ­νεια. Αὐ­τός ἦ­ταν πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λός, ἀλ­λά ξε­πλύ­θη­κε ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νειά του. Ὑ­πέ­μει­νε ἀ­γόγ­γυ­στα τήν ἀρ­ρώ­στεια του. Τό κρεβ­βά­τι του βέ­βαι­α δέν ἦ­ταν ὅ­μοι­ο μέ τῶν ἄλ­λων, ἀλ­λά κο­πι­α­σμέ­νο ἀ­πό τούς κό­πους πού ὑ­πέ­μει­νε.

Μοῦ εἶ­πε τό­τε αὐ­τός: “Ναί, ἔ­τσι εἶ­ναι ὅ­πως τά λέ­ει ἡ μάν­να μας (Πα­να­γί­α). Ἔ­λυ­ω­σα στό κρεβ­βά­τι μου, ἔ­χυ­σα ὅ­λο τό αἷ­μα μου σ᾿ αὐ­τό τό κρεβ­βά­τι. Αὐ­τά­ πού πέ­ρα­σα μό­νο τό κρεβ­βά­τι αὐ­τό τά γνω­ρί­ζει καί ἡ μη­τέ­ρα μου πού μέ φύ­λα­γε καί στε­κό­ταν στό προ­σκέ­φα­λό μου.

»Ὕστε­ρα ἡ Πα­να­γία συ­νέ­χι­σε: “Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νἄρ­θουν ἐ­δῶ. Ἄς πο­νέ­σουν λί­γο στήν γῆ. Στήν γῆ ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί πει­ρα­σμοί. Μό­νο τήν ψυ­χή σας νά φυ­λά­ξε­τε ἀ­πό ἁ­μαρ­τί­ες. Ὅ­ποι­ος θυ­σια­στῆ γιά τόν Υἱό μου θά ἀ­πο­λαύ­σει ὅ­λα αὐ­τά τά ἀγα­θά. Ὅ­σοι θά ἐρ­γα­σθοῦν γιά μέ­να κά­τω στήν γῆ θά ᾿ρθοῦν στόν πα­ρά­δει­σο. Αὐ­τά τά ἀ­γα­θά, χα­ρά σ᾿ ὅ­ποι­ον τ᾿ ἀπο­λαύ­σει. Ὅ­μως τώ­ρα λί­γοι ἔρ­χον­ται. Χά­λα­σε ὁ κό­σμος”».

Ἡ Λα­μπρι­νή ἄλ­λη φο­ρά προ­εῖ­δε τόν θά­να­το τῆς ἀνε­ψιᾶς της: «Εἶ­χα πά­ρει προ­ει­δο­ποί­η­ση (πλη­ρο­φο­ρία) ὅτι τήν Τε­τάρ­τη θά κοι­μη­θεῖ ἡ ἀνε­ψιά μου Κασ­σια­νή. Αὐ­τή μέ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό προ­η­γού­με­νο Σάβ­βα­το τό ἀπό­γευ­μα καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι συμ­φώ­νη­σε μέ τόν πα­πᾶ νά κά­νου­με Λει­τουρ­γί­α τήν ἐρ­χο­μέ­νη Τε­τάρ­τη˙ μέ κά­λε­σε καί μέ­να νά βο­η­θή­σω. Εἶ­χα εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Δε­σπό­τη νά ψέλ­νω στό ἀ­να­λό­γιο ὅ­ταν ὑ­πῆρ­χε ἀνάγ­κη. Τῆς λέ­ω: “Ὄ­χι τήν Τε­τάρ­τη ἀλ­λά τήν Δευ­τέ­ρα”. Αὐ­τή ἐ­πέ­με­νε τήν Τε­τάρ­τη, δι­ό­τι δε­σμεύ­τη­κε στόν πα­πᾶ καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἀλ­λά­ξη. Γιά νά τήν δι­ευ­κο­λύ­νω πῆ­γα τό­τε ἐ­γώ καί τό ἄλ­λα­ξα. Ἔ­γι­νε ἡ Λει­τουρ­γί­α, εἴ­χα­με ἑ­τοι­μα­στῆ καί κοι­νω­νή­σα­με. Ἡ Κασ­σια­νή ἔ­δει­χνε ὑ­γι­έ­στα­τη. Μέ εὐ­χα­ρί­στη­σε πού βο­ή­θη­σα καί ἐ­γώ στήν θεί­α Λει­τουρ­γία καί ἀπο­χαι­ρε­τι­στή­κα­με.

»Τήν Τε­τάρ­τη τά χα­ρά­μα­τα τήν Κασ­σια­νή τήν πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο ὁ ἀ­δελ­φός της Νῖ­κος νά πά­η στήν κλι­νι­κή δι­ό­τι θά γεν­νοῦ­σε ἡ γυ­ναῖ­κα του Ὄλ­γα καί ἤ­θε­λε νά ἔ­χη κά­ποι­ον δί­πλα του. Πῆ­γε ἡ Κασ­σια­νή ἀλ­λά ἀ­μέ­σως με­τά τήν γέν­να ἔ­πα­θε πνευ­μο­νι­κό οἴ­δη­μα καί ἐ­κοι­μή­θη ὕστε­ρα ἀ­πό λί­γο. Γι᾿ αὐ­τό σᾶς λέ­ω, δέν ξέ­ρο­με πό­τε θά πε­θά­νου­με».

Κά­πο­τε συ­νέ­βη τό ἑξῆς, ὅπως τό δι­η­γή­θη­κε: «Ἦταν ἡ τρι­α­κο­στή μέ­ρα ἀπό τήν κοί­μη­ση ἑνός γνω­στοῦ μου ἑ­πτά­χρο­νου κο­ρι­τσιοῦ. Τό βρα­δά­κι, ὡς συ­νή­θως, πῆ­ρα νά δι­α­βά­σω ἕ­να­ πνευ­μα­τι­κό βι­βλί­ο καί κα­θό­μουν στό κρεβ­βά­τι, ἐ­νῶ δί­πλα μου ὁ ἄν­δρας μου εἶ­χε ἤ­δη κοι­μη­θῆ. Τό­τε ἀπ᾿ τό πα­ρά­θυ­ρο μπῆ­κε ἕ­νας Ἄγ­γε­λος καί ἔ­φε­ρε τό γνω­στό μου κο­ρι­τσά­κι νυμ­φο­στο­λι­σμέ­νο. Τό ρώ­τη­σα τί ἤ­θε­λε ξα­νά στόν ἁ­μαρ­τω­λό αὐ­τόν κό­σμο καί μοῦ ἀ­πά­ντη­σε: “Ἦρ­θα γιά σέ­να. Δέν μπό­ρε­σα νά βρῶ ἄν­θρω­πο νά πῶ τό πα­ρά­πο­νό μου. Οἱ γο­νεῖς μου μέ ζό­ρι­ζαν νά τρώ­ω γιά νά γί­νω κα­λά, ἐ­νῶ δέν μοῦ ἔ­λει­πε τό φα­γη­τό. Ὁ Θε­ός ἤ­θε­λε νά μέ πά­ρη. Τώ­ρα ὅ­μως πού πέ­θα­να ἔ­πρε­πε νά πά­ω στόν πα­ρά­δει­σο, ἀλ­λά ἔ­χω ἐμ­πό­δια. Ἕ­να ὀ­φεί­λε­ται στούς γο­νεῖς μου καί ἕ­να σέ μέ­να. Τώ­ρα πού πέ­θα­να, ἀ­κό­μη δέν σα­ράν­τη­σα καί ἡ μη­τέ­ρα μου ἔ­μει­νε ἔγκυος. Αὐ­τό δέν ἔ­πρε­πε νά γί­νη. Ἀ­κό­μη στόν δρό­μο εἶ­ναι ἡ ψυ­χή μου, δέν πέ­ρα­σα ὅ­λα τά τε­λώ­νια. Ξέ­ρω ὅ­τι μέ ἔ­κλα­ψαν πο­λύ, ἀλ­λά δέν ἔ­πρε­πε νά γί­νη. Νο­μί­ζουν ὅ­τι τρό­πον τι­νά θά μέ ἀ­να­στή­σουν, ἀλ­λά πές τους ὅ­τι ἀ­γο­ρά­κι θά κά­νουν, ὄ­χι κο­ρί­τσι, ὅ­πως νο­μί­ζουν. Αὐ­τή τους ἡ πρά­ξη δυ­σκο­λεύ­ει τήν ψυ­χή μου. Ὅ­σο γιά μέ­να, τήν τε­λευ­ταί­α φο­ρά πού πῆ­γα στό σχο­λεῖ­ο πρίν πε­θά­νω, δέν εἶ­χα μο­λύ­βι καί πλά­κα γιά νά γρά­ψω. Μιά συμ­μα­θή­τριά μου ὅ­μως μοῦ ἔ­δω­σε και­νούρ­για πλά­κα καί μο­λύ­βι, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἐ­πέ­στρε­ψα. Πές στήν μάν­να μου νά ἀ­γο­ρά­ση και­νούρ­για καί νά τά ἐ­πι­στρέ­ψη. Γιά τό με­γά­λο κα­λό πού θά κά­νεις στήν ψυ­χή μου θά σέ πά­ρω τώ­ρα μα­ζί μου νά δῆς τόν θά­λα­μο πού ἔ­χει ἕ­τοι­μο ὁ Κύ­ριος γιά μᾶς τίς παρ­θέ­νες. Ἐ­μεῖς νυμ­φευ­θή­κα­με τόν Χρι­στό”.

»Βγή­κα­με ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί ἀ­νε­βαί­να­με. Μᾶς συ­νώ­δευ­ε καί ὁ Ἄγ­γε­λος κρα­τώ­ντας ἀ­πό τό χέ­ρι τήν κό­ρη. Φθά­σα­με στόν Πα­ρά­δει­σο καί τόν βλέ­πα­με. Ἦ­ταν σπί­τια πολ­λά ἀλ­λά πο­λύ ὡ­ραῖ­α. Φθά­σα­με στό παρ­θε­νι­κό σπί­τι, ἀλ­λά δέν μ᾿ ἄ­φη­σε νά μπῶ μέ­σα. Αὐ­τή μπῆ­κε καί μοῦ εἶ­πε: “Ἐ­σύ εἶ­σαι ἀ­κό­μα στήν γῆ δέν μπο­ρεῖς νά μπῆς ἐ­δῶ”. Εἶ­δα ὅ­μως ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τίς παρ­θέ­νες, ἄλ­λες μι­κρές στήν ἡ­λι­κί­α καί ἄλ­λες με­γά­λες. Φο­ροῦ­σαν ροῦ­χα πού ἔ­λαμ­παν. Μοῦ εἶ­παν: “Ἐ­μεῖς ἐ­δῶ δέν ἔ­χο­με πο­τέ χει­μῶ­να, πο­τέ νύ­χτα, πο­τέ βρο­χή. Εἴ­μα­στε πάν­τα στό ἄν­θος”. Με­τά σή­μα­νε ἕ­να σή­μαν­τρο καί ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα γιά προ­σευ­χή καί ἔ­πρε­πε νά φύ­γου­με. Ἤ­θε­λα νά μεί­νω καί ἐ­γώ νά μά­θω πῶς προ­σεύ­χον­ται, καί μοῦ εἶ­πε: “Ἐ­σεῖς ἔ­χε­τε τούς πα­πά­δες, τούς Πνευ­μα­τι­κούς καί σᾶς τά λέ­νε ὅ­λα”.

»Ὁ Ἄγ­γε­λος μέ γύ­ρι­σε πί­σω χω­ρίς νά μοῦ μι­λή­ση. Ἔ­βλε­πα τό σῶ­μα μου νά βρί­σκε­ται στό κρεβ­βά­τι δί­πλα στόν ἄν­δρα μου, ἀ­νέ­πνε­ε λί­γο, ἴ­σα–ἴ­σα πού ζοῦ­σε. Μπῆ­κα ξα­νά στό σῶ­μα μου, ἄ­φη­σα τό βι­βλί­ο στό τρα­πέ­ζι καί κοι­μή­θη­κα. Τό πρωΐ θά πη­γαί­να­με στό χω­ρά­φι γιά νά δου­λέ­ψω στό βαμ­πά­κι ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σα νά πά­ω. Γιά τρεῖς μέ­ρες αἰ­σθα­νό­μουν πο­λύ κου­ρα­σμέ­νη καί ἤ­μουν χλω­μή.

»Ὅ­ταν εἶ­χα ρω­τή­σει τό κο­ρι­τσά­κι: “Κα­λά, γιά μιά πλά­κα καί ἕ­να μο­λύ­βι ἔ­χεις τό­σες δυ­σκο­λί­ες; Μέ μᾶς πού ἔ­χο­με κά­νει τό­σα τί θά γί­νει;”. Μοῦ ἀπά­ντη­σε: “Αὐ­τή ἡ πλά­κα καί τό μο­λύ­βι εἶ­ναι σάν βά­ρος ἑ­κα­τό κι­λῶν κα­θώς μέ δυ­σκο­λεύ­ει καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α τῶν γο­νέ­ων μου”.

»Γι᾿ αὐ­τό δέν πρέ­πει τί­πο­τα νά χρω­στᾶ­με δα­νει­κό σέ τού­τη τήν ζω­ή, ἄν θέ­λου­με νά ἀ­πο­λαύ­σου­με τά ἀ­γα­θά τοῦ πα­ρα­δεί­σου».

Στήν θεία Λει­τουρ­γία καί ὅταν κοι­νω­νοῦ­σε εἶ­χε ἐμπει­ρί­ες καί κά­ποιες ἀπό αὐ­τές τίς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὡς ἑξῆς:

«Ὅλα αὐ­τά πού προ­σφέ­ρου­με στήν Προ­σκο­μι­δή κρα­σιά, κε­ριά καί τά ὀ­νό­μα­τα τά παίρ­νουν Ἄγ­γε­λοι καί τά πα­αί­νουν ἀπά­νω.

»Μιά φο­ρά εἶ­χα πά­ει στήν ἁ­γί­α Αἰ­κα­τε­ρί­νη. Εἶ­χαν μνή­μη (ἑορ­τή ἁγί­ου) ἐ­κεῖ καί ἔ­δω­κα τό χαρ­τά­κι μου μέ τά ὀ­νό­μα­τα. Τό πρωΐ ὕ­στε­ρα πού εἶ­χε τε­λει­ώ­σει ἡ Λει­τουρ­γί­α, εἶ­δα κα­τά γῆς τό χαρ­τά­κι στό Ἱ­ε­ρό μπρο­στά. Στε­νο­χω­ρή­θη­κα καί εἶ­πα: “Ἄχ, Θε­έ μου, ἁ­γί­α Αἰ­κα­τε­ρί­νη, ἦρ­θα ἐ­δῶ καί δέν δι­α­βά­στη­καν τά ὀ­νό­μα­τά μου”.

»Τή νύ­χτα στόν ὕ­πνο μου ἦρ­θε μί­α νέ­α ὡ­ραί­α (ἁ­γί­α Αἰ­κα­τε­ρί­νη) καί μοῦ εἶ­πε: “Φο­βή­θη­κες, παι­δί μου, μή­πως δέν δι­α­βά­στη­καν τά ὀ­νό­μα­τα; Τά δι­ά­βα­σα ἐ­γώ, ἄς μήν τά δι­ά­βα­σε ὁ πα­πᾶς”.

»Στά χέ­ρια της κρα­τοῦ­σε ἕ­να χαρ­τί. Μοῦ τό ἔ­δει­ξε. Εἶ­δα ὅ­τι ἦ­ταν τό χαρ­τί πού εἶ­χα γρά­ψει τά ὀνό­μα­τα καί τό εἶ­χα δώ­σει στόν πα­πᾶ γιά νά τά μνη­μο­νεύ­ση στήν Προ­σκο­μι­δή».

«Ὅταν ξεκινάη τό πρωΐ ἡ Λει­τουρ­γία μας, ἐκεῖ ὅλα εἶναι πολύ ὡ­ραῖ­α. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα τῆς με­τα­δό­σε­ως τό­τε εἶ­ναι ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γε­μά­τη ἀ­πό τά ἀγ­γε­λι­κά πνεύ­μα­τα. Τώ­ρα τά βλέ­πω ἔ­τσι σάν ἀ­στρα­πή. Περ­νᾶ­νε Ἄγ­γε­λοι μέ τά φτε­ρά τους, ὄμορ­φα τά πρό­σω­πά τους, ὅ­πως εἴ­μα­στε οἱ ἄν­θρω­ποι. Αὐ­τοί εἶ­ναι ψη­λά καί μεῖς χα­μη­λά. Φω­νά­ζει ὁ πα­πᾶς ἀ­πό δῶ, ὁ ψάλ­της ἀ­πό κεῖ, βγαί­νουν ὅ­λοι ἐκεῖ καί κου­λου­ριά­ζουν (κυ­κλώ­νουν) τόν πα­πᾶ γύ­ρω–γύ­ρω.

»Με­τά βγαί­νει ἡ με­τά­δο­ση, βλέ­πεις στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη ἀ­κέ­ραι­ος ὁ Χρι­στός, βλέ­πεις πού λέ­ει ὁ πα­πᾶς “Με­τά φό­βου…”. Αὐ­τός λέ­ει: “Ἐ­δῶ ἐ­γώ εἶ­μαι” καί δεί­χνει τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο, ὅ­τι δη­λα­δή εἶ­ναι μέ­σα.

»Παίρ­νο­με τό­τε πραγ­μα­τι­κά κρέ­ας ἀ­πό τό Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Μέ­σα στό Ἅγιο Πο­τή­ριο εἶ­ναι ἀλή­θεια Αὐ­τός. Γί­νε­ται ὅλος τό­σο δά παι­δά­κι μι­κρό–μι­κρό μέ κε­φα­λά­κι, χε­ρά­κια, πο­δα­ρά­κια, ἀ­κέ­ραι­ος Χρι­στός, ἄν­θρω­πος δη­λα­δή, καί τό δί­νει σ᾿ ἐ­μέ­να, τό δί­νει σ᾿ ἐ­σέ­να καί στόν ἄλ­λον, μέ τό κου­τα­λά­κι (Ἁ­γί­α λα­βί­δα). Τό κου­τα­λά­κι μέ­σα ἔ­χει ἕ­να ἀν­θρω­πά­κι.

»Πῶς νά τό πά­ρης αὐ­τό τό πρᾶγ­μα; Καί τό παίρ­νο­με κά­τι ἁ­μαρ­τω­λοί, κα­κο­μα­γα­ρι­σμέ­νοι, κα­τα­πο­νη­ρε­μέ­νοι, κα­κός κό­σμος, φο­νιά­δες, σκο­τώ­νουν τόν ἄλ­λον καί τόν θά­βουν.

»Ὅ­ταν πη­γαί­νης νά με­τα­λά­βης, θά πη­γαί­νεις μέ τό κε­φά­λι σκυ­φτό καί θά σκέ­φτε­σαι. Ποι­όν θά βρεῖς μπρο­στά σου. Ποι­όν θά ἰ­δεῖς τώ­ρα ἐ­σύ. Μήν κοι­τᾶς τόν ἕ­ναν καί τόν ἄλ­λον καί τί κά­νει αὐ­τός καί ἐκεῖ­νος.

»Θά τη­ρά­ξεις μό­νο τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο. Ποι­ός εἶ­ναι στό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο. Ἐκεῖ ε­ἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός πού στό δεί­χνει, αὐ­τοῦ δέν εἶ­ναι ὁ πα­πᾶς, αὐ­τό τό τό­σο δά πραγ­μα­τά­κι τό δί­νει ὁ Χρι­στός, Αὐ­τός πα­ρα­τη­ρά­ει ποι­ός εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά τό πά­ρη. Ὅποι­ος δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος σ᾿ αὐ­τόν δέν τό δί­νει. Νο­μί­ζεις πώς παίρ­νουν ὅλη με­τά­δο­ση ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα; Δέν παίρ­νουν. Παίρ­νει ἐ­κεῖ­νος πού εἶ­ναι ἑ­τοι­μα­σμέ­νος. Καί κεί­νη τήν ὥ­ρα πού πᾶς νά με­τα­λά­βης πρέ­πει νά δῆς τόν Χρι­στό. Δέν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά τόν δῆς πραγ­μα­τι­κά, ἀλ­λά βάλ­τον μέ τόν νοῦ σου. Με­τά ἔρ­χε­ται τό “Δι᾿ εὐ­χῶν” καί βλέ­πεις φεύ­γουν ὅ­λοι πρίν τό “Δι᾿ εὐ­χῶν” ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κά­τσε λί­γο νά πά­ρης τήν εὐ­χή. Με­τά δέν κά­νει νά γυ­ρί­σης (ἐ­πι­σκε­φθῆς) σπί­τι ξέ­νο, για­τί θά χά­σεις τήν εὐ­χή. Δέν εἶ­ναι κα­λά νά βγῆς ἔ­ξω, νά πᾶς, ξέ­ρω ᾿γώ, στήν ἀ­γο­ρά, καί ἄν εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­νάγ­κη πές σέ κά­ποι­ον πού πά­ει στήν ἀ­γο­ρά νά σέ ψω­νί­ση. Καί ἄν βγῆς, σκύ­ψε τό κε­φα­λά­κι σου, κά­νε τήν δου­λειά σου καί γύ­ρι­σε στό σπίτι».

»Γιά νά κοι­νω­νή­σου­με πρέ­πει νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με καμ­μιά βδο­μά­δα ἀπό νη­στεί­α καί ἀπό ἄλ­λα πράγ­μα­τα».

Ἡ για­γιά Λαμ­πρι­νή εἶ­χε παρ­ρη­σία στήν προ­σευ­χή της. Οἱ ἄν­θρω­ποι στίς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζη­τοῦ­σαν νά προ­σεύ­χε­ται καί με­τά ἔβλε­παν τά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα.

Κά­ποιος ξά­δελ­φός της ἦταν ἑτοι­μο­θά­να­τος καί δέν πα­ρά­δι­νε (πέ­θαι­νε). Βα­σα­νι­ζό­ταν για­τί ἐνῶ φαι­νό­ταν ὅτι πέ­θαι­νε με­τά πά­λι ἀνα­σται­νό­ταν. Πῆ­γε ἡ γυ­ναῖ­κα του καί πα­ρε­κά­λε­σε τήν για­γιά νά πάη στόν ἀσθε­νῆ νά κά­νη προ­σευ­χή. Δί­στα­ζε για­τί θε­ω­ροῦ­σε ὅτι θά τόν πε­θά­νει αὐ­τή. Πῆ­γε τε­λι­κά, συ­ζή­τη­σε μα­ζί του, ἦταν κα­λός ἀλ­λά ἔπι­νε. Τοῦ εἶ­πε νά ἐξο­μο­λο­γη­θῆ καί με­τά ἐνῶ προ­σευ­χό­ταν ἡ για­γιά, πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του ἥσυ­χα.

Τό ἐγ­γο­νά­κι της, πέ­ντε χρό­νων, ἦταν ἄρ­ρω­στο. Τό εἶ­χαν πά­ει στήν Ρωσ­σία καί ἑτοι­μά­ζο­νταν νά πᾶ­νε καί δεύτερη φο­ρά νά τό ξα­να­χει­ρουρ­γή­σουν. Ἡ για­γιά Λαμ­πρι­νή δέν ἤθε­λε νά πᾶ­νε για­τί ἤξε­ρε ὅτι καί νά ζή­ση, δέν θά γι­νό­ταν κα­λά. Τό τε­λευ­ταῖο βρά­δυ πῆ­γε στό κελ­λί της καί ξέ­σπα­σε σέ προ­σευ­χή μέ δά­κρυα πα­ρα­κα­λώ­ντας τόν Θεό: «Νά τό πά­ρης στόν θρό­νο Σου στούς οὐ­ρα­νούς ἀντί γιά τήν Ρωσ­σία. Αὐ­τό εἶ­ναι ἄγ­γε­λος. Καί ἐκεῖ νά μέ ἀξιώ­σης καί μέ­να, Θεέ μου, νά ση­κω­θῆ τό ἐγ­γο­νά­κι μου ἀπό τόν θρό­νο νά μέ πά­ρη καί μέ­να».

Ἄκου­σε τό «ναί» στήν προ­σευ­χή της καί με­τά εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Χρι­στό. Μέ­χρι τίς τρεῖς με­τά τά με­σά­νυ­χτα τε­λεί­ω­σε τό παι­δί. Ἔκλαι­γε ἀπό χα­ρά καί πῆ­ρε τό ἀλεύ­ρι νά ζυ­μώ­ση πρό­σφο­ρο.

Ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή κα­τά τήν διάρ­κεια τῆς ζω­ῆς της δέν ξέ­χα­σε τόν μο­να­χι­κό της πό­θο. Ἔτσι με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ συ­ζύ­γου της παίρ­νει τήν ἀπό­φα­ση νά πραγ­μα­το­ποι­ή­ση τό ὄνει­ρό της. Σέ ἡλι­κία 70 ἐτῶν πε­ρί­που πη­γαί­νει σέ μο­να­στή­ρι τῆς πε­ριο­χῆς, ὅπου σύμ­φω­να μέ τόν κα­νό­να πού τῆς ἔβα­λε ὁ Γέ­ρο­ντας, θά ἔμε­νε 50 μέ­ρες γιά τό Πά­σχα, 40 γιά τά Χρι­στού­γεν­να καί 15 γιά τόν Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο. Ἡ ἴδια με­τά ζή­τη­σε νά μεί­νη μό­νι­μα στό μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά ἐν τῷ με­τα­ξύ ὁ Γέ­ρο­ντας ἐκοι­μή­θη καί οἱ μο­να­χές ἐξέ­φρα­σαν ἀντίρ­ρη­ση γιά τήν πα­ρα­μο­νή της. Πά­λι ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή μέ ὑπακοή–ὑπομονή δέ­χθη­κε αὐ­τή τους τήν ἀπό­φα­ση καί εἰ­ρη­νι­κά ἐπέ­στρε­ψε στό σπί­τι της, ὅπου συ­νέ­χι­σε τούς ἀγῶ­νες της καί προ­ε­τοι­μά­ζε­το πλέ­ον γιά τήν κοί­μη­σή της.

Μαρτυρίες γιά τήν Λαμπρινή

Ὁ κ. Ἀν­δρέ­ας Νι­κο­λά­ου ἀπό τά Κο­λο­μό­δια Ἄρ­της ση­μει­ώ­νει: «Οἱ γο­νεῖς μου καί κυ­ρί­ως ἡ για­γιά μου ἀπό πο­λύ μι­κρό μοῦ μι­λοῦ­σαν γιά τήν για­γιά Λα­μπρι­νή καί τά χα­ρί­σμα­τά της. Εἰ­δι­κά ἡ για­γιά μου τήν ἀκο­λου­θοῦ­σε πα­ντοῦ σέ ὅποιες Ἐκ­κλη­σί­ες πή­γαι­νε καί περ­πα­τοῦ­σαν ὧρες μέ­χρι νά φθά­σουν. Δέν ἔδι­να καί με­γά­λη ση­μα­σία σ᾿ αὐ­τά πού ἄκου­γα, γιά τίς ἀτέ­λειω­τες ὧρες προ­σευ­χῆς, γιά τίς ἐλά­χι­στες ὧρες ὕπνου (δύο ὧρες τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο), γιά τά χα­ρί­σμα­τά της. Τήν σε­βό­μου­να σάν γρι­ού­λα πού ἦταν, ἀλ­λά ὅσο με­γά­λω­να δια­πί­στω­να ὅτι ὑπο­βάλ­λε­ται μέ χα­ρά σέ με­γά­λες καί σκλη­ρές δο­κι­μα­σί­ες (νη­στεῖ­ες καί ἀγρυ­πνί­ες). Πα­ρα­τη­ροῦ­σα κά­θε φο­ρά πού με­τα­λάμ­βα­νε στήν Ἐκ­κλη­σία τό πρό­σω­πό της νά λά­μπη. Ὅταν μέ συ­να­ντοῦ­σε με­τά τήν θεία Λει­τουρ­γία, μέ χά­ϊ­δευε στορ­γι­κά στό κε­φά­λι καί ἔνιω­θα τό­τε νά μήν πα­τάω στήν γῆ. Αὐ­τό μέ ἔκα­νε νά ἐπι­ζη­τῶ πιό συ­χνά νά εἶ­μαι μα­ζί της.

»Κά­ποιο κα­λο­καί­ρι πού εἶ­χα τε­λειώ­σει τήν πρώ­τη τά­ξη δη­μο­τι­κοῦ, ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες πῆ­γαν καί ἄνοι­ξαν τήν Ἐκ­κλη­σία τῶν Τα­ξιαρ­χῶν στό χω­ριό Λου­τρό­το­πος Ἄρ­της. Μα­ζί τους πῆ­γα καί ἐγώ μέ τήν μη­τέ­ρα μου καί κοι­μη­θή­κα­με τό βρά­δυ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σία. Ἦταν νύ­χτα καί ἡ για­γιά κά­τι ἔψελ­νε ἀπό ἕνα βι­βλίο. Ἐγώ ση­κώ­θη­κα καί γύ­ρι­ζα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σία πού φω­τι­ζό­ταν ἀπό λί­γα κε­ρά­κια ἀναμ­μέ­να. Ὕστε­ρα ἄνοι­ξα τήν πόρ­τα τοῦ Ἱε­ροῦ, μπῆ­κα μέ­σα, προ­χώ­ρη­σα δυό–τρία βή­μα­τα πρός τήν Ἁγία Τρά­πε­ζα καί ἀμέ­σως στα­μά­τη­σα. Ἄκου­σα βή­μα­τα ἀν­θρώ­που νά μέ πλη­σιά­ζουν. Πα­ρα­τή­ρη­σα δυό–τρεῖς σκι­ές γύ­ρω ἀπό τήν Ἁγία Τρά­πε­ζα νά ἔρ­χω­νται πρός τό μέ­ρος μου καί νά μέ πε­ρι­κυ­κλώ­νουν. Φο­βή­θη­κα καί ἀμέ­σως βγῆ­κα ἔξω ἀπό τό Ἱε­ρό. Βλέ­πο­ντάς με ἡ μη­τέ­ρα μου πού μέ ἔψα­χνε μέ μάλ­ω­σε. Τό­τε τῆς λέ­γει ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή: «Μή μαλ­ώ­νης τό παι­δί. Αὐ­τό εἶ­ναι παι­δί μι­κρό καί ἀνα­μάρ­τη­το. Νά ἤξε­ρες τί ἀγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις τό ἔχουν πε­ρι­κυ­κλώ­σει!» καί κα­τά­λα­βα τότε ὅτι καί ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή εἶ­δε τά ἴδια μέ μέ­να καί ἄς ἦταν ἐκτός τοῦ Ἱε­ροῦ. Δια­πί­στω­σα ἔκτο­τε ὅτι ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή δέν εἶ­ναι σάν τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.

»Ὅταν ἀρ­γό­τε­ρα ἐνη­λι­κιώ­θη­κα καί ἡ για­γιά εἶ­χε πε­ρά­σει τά ὀγ­δό­ντα της χρό­νια, κά­ποια φο­ρά τήν βρῆ­κα στήν βρύ­ση τῆς αὐ­λῆς καί πρίν τήν χαι­ρε­τήσω πα­ρα­τή­ρη­σα ὅτι, ὅπως ἦταν σκυμ­μέ­νη, ἡ κα­μπού­ρα της εἶ­χε με­γα­λώ­σει. Δέν πρό­λα­βα νά κά­νω ἕνα βῆ­μα καί τό­τε ἡ για­γιά λές καί διά­βα­σε τήν σκέ­ψη μου, ση­κώ­νει τό κε­φά­λι της καί μοῦ εἶ­πε: “Εἶ­δες, παι­δά­κι μου, πῶς ἔγι­να ἀπό τό πο­λύ διά­βα­σμα, ὅλη τήν ἡμέ­ρα σκυμ­μέ­νη πά­νω στά βι­βλία μέ πολ­λή προ­σευ­χή καί με­τά­νοια στόν Κύ­ριο, μή­πως μπο­ρέ­σω καί πά­ρω μιά μι­κρή θέ­ση στόν οἶ­κο τοῦ Κυ­ρί­ου”.

»Τήν διέ­κρι­νε με­γά­λη τα­πει­νο­φρο­σύ­νη. Ἔλε­γε: “Ἐγώ δέν εἶ­μαι τί­πο­τε. Μιά φτω­χή καί ἀγράμ­μα­τη ἀγρό­τισ­σα”. Καί ἐνῶ ἦταν ὀλι­γο­γράμ­μα­τη, συ­ζη­τοῦ­σε μέ πολ­λή ἄνε­ση μέ μορ­φω­μέ­νους ἀν­θρώ­πους. Μι­λοῦ­σε γιά δέ­κα λε­πτά καί ἔλε­γε πράγ­μα­τα πού ἄλ­λοι δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά ποῦν σέ ὧρες. Ὁ κα­θη­γη­τής μας ὁ θε­ο­λό­γος γιά μι­σή ὥρα προ­σπα­θοῦ­σε νά μᾶς ἐξη­γή­ση τί εἶ­ναι θαῦ­μα καί στό τέ­λος δέν κα­τα­λά­βα­με πολ­λά πράγ­μα­τα. Ἡ για­γιά ὅταν τήν ρώ­τη­σα ἀπά­ντη­σε: “Εἶ­ναι πο­λύ ἁπλό. Ὅ,τι εἶ­ναι ἀδύ­να­το γιά τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι δυ­να­τό γιά τόν Θεό”.

»Κά­πο­τε ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἔδει­χνε τίς Ἐκ­κλη­σί­ες στήν κα­τε­χό­με­νη Κύπ­ρο, πού οἱ Τοῦρ­κοι τίς ἔχουν με­τα­τρέ­ψει σέ σταύ­λους καί ἀπο­θῆ­κες. Ρώ­τη­σα τήν για­γιά τί λέ­ει ὁ Κύ­ρι­ος γι᾿ αὐ­τό. Ἔδει­ξε νά στε­νο­χω­ρή­θη­κε καί ἀπά­ντη­σε: “Ἀπό τό­τε πού οἱ Τοῦρ­κοι με­τέ­τρε­ψαν τήν Ἁγιά Σο­φιά σέ τζα­μί, ἡ Πα­να­γία ἔφυ­γε ἀπό μέ­σα καί στέ­κε­ται ἔξω δί­πλα στήν πόρ­τα καί κλαί­ει. Κλαί­ει συ­νέ­χεια για­τί τῆς πῆ­ραν τό σπί­τι. Ἄν μπο­ροῦ­σες νά δῆς τήν Πα­να­γία πῶς κλαί­ει, θά ἔκα­νες πολ­λές μέ­ρες νά κοι­μη­θῆς”. Ἀφοῦ συλ­λο­γί­στη­κε γιά λί­γο μοῦ εἶπε, “νά δῆς σέ λί­γο και­ρό τί θά πά­θει ἡ Τουρ­κία”. Πράγ­μα­τι σέ λί­γους μῆ­νες ἔγι­ναν οἱ γνω­στοί σει­σμοί.

»Τήν ρώ­τη­σα ἄν ὑπάρ­χουν καί ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι στήν Ἑλ­λά­δα μέ τό ἴδιο χά­ρι­σμα. Ἀφοῦ κοί­τα­ξε λί­γο στόν οὐ­ρα­νό μοῦ ἀπά­ντη­σε: “Ναί, ὑπάρ­χουν, για­τί ἡ θρη­σκεία μας εἶ­ναι ζω­ντα­νή. Ὑπάρ­χει κά­ποιος ἀπ᾿ ὅλους μας πού ὁ Κύ­ριος τόν ἔχει πο­λύ ψη­λά. Κά­θε­ται κο­ντά στά σύ­νο­ρα μέ τήν Ἀλ­βα­νία. Ἔχω πά­ει πέ­ντε–ἕξι φο­ρές καί τήν προ­η­γού­με­νη ἑβδο­μά­δα ἐκεῖ ἤμου­να”. Καί ἐνῶ ἔλε­γε αὐ­τά ἔλα­μπε ὁλό­κλη­ρη ἀπό χα­ρά.

»Μι­λοῦ­σε γιά πράγ­μα­τα πού θά γί­νουν στό μέλ­λον. Εἶ­πε: “Θά δεῖς πράγ­μα­τα πού δέν μπο­ρεῖς νά φα­ντα­στῆς. Θά δεῖς με­γά­λα κύ­μα­τα ἴσα μέ ἕνα δι­ώ­ρο­φο σπί­τι νά κα­τα­στρέ­φουν πό­λεις καί χω­ριά, καί λί­γοι θά σω­θοῦν”. Πράγ­μα­τι δυό μῆ­νες με­τά τόν θά­να­τό της εἴ­χα­με τό γνω­στό τσου­νά­μι μέ χι­λιά­δες νε­κρούς. “Θά δεῖς παι­διά νά πη­γαί­νουν ἐκ­δρο­μή μέ τό σχο­λεῖο καί νά βγαί­νη ὁ σα­τα­νᾶς μέ τό δρε­πά­νι καί νά τούς παί­ρ­νη τά κε­φά­λια”. Πράγ­μα­τι συ­νέ­βη τό γνω­στό ἀτύ­χη­μα μέ τά παι­διά ἀπό τήν Μα­κε­δο­νί­α μέ τό­σα θύ­μα­τα. Ἔ­λε­γε προ­φη­τεῖ­ες στήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 πού σή­με­ρα βγα­ί­νουν ἀ­λη­θι­νές: «Τά αὐ­το­κί­νη­τά σας θά τ᾿ ἀ­ρά­ξε­τε για­τί θά εἶ­ναι ἀ­κρι­βά τά κα­ύ­σι­μα». «O­ἱ γυ­ναῖ­κες σπά­νια θά γεννοῦν φυ­σι­ο­λο­γι­κά». «Ὁ κό­σμος θά παν­τρε­ύ­ε­ται μέ ἕ­να ἁ­πλό συμ­φω­νη­τι­κό». Μοῦ ἔ­λε­γε: “Δέν κά­νει νά σοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψω πε­ρισ­σό­τε­ρα για­τί ἁ­μαρ­τά­νω. Γιά ὅ,τι σοῦ λέ­ω μοῦ δί­νει ἄ­δεια ὁ Κύ­ριος”».

«Στίς 7 Σε­πτεμ­βρί­ου 2002 τήν ἐπι­σκέ­φτη­κα καί ἔδει­ξε νά μέ πε­ρι­μέ­νη. Μοῦ εἶ­πε: “Σέ λί­γες μέ­ρες ἐγώ θά φύ­γω ἀπό τήν ζωή. Δέν ξέ­ρεις μέ πό­ση χα­ρά πε­ρι­μέ­νω αὐ­τήν τήν στιγ­μή”. Μοῦ ἔδω­σε κά­ποιες συμ­βου­λές, ὅπως νά νη­στεύω Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευή, νά μήν δου­λεύω στίς ἀρ­γίες, νά πη­γαί­νω ὅσο μπο­ρῶ σέ ἀγρυ­πνί­ες καί ἄλ­λα πολ­λά. Ὕστε­ρα μοῦ εἶ­πε: “Ὅταν μέ χρει­ά­ζε­σαι νά ἔρ­χε­σαι στόν τά­φο μου. Ἐκεῖ θά εἶ­ναι πλέ­ον τό σπί­τι μου. Θά ζη­τᾶς τήν βο­ή­θειά μου γιά νά με­σι­τεύω στόν Κύ­ριο. Ἀρ­κεῖ αὐ­τά πού θά μοῦ ζη­τᾶς νά εἶ­ναι σύμ­φω­να μέ τά λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου”».

*

Ἡ κυ­ρία Βα­σι­λι­κή Τζουρ­μα­νᾶ ἀπό τό Κομ­μέ­νο Ἄρ­της μαρ­τυ­ρεῖ: «Ἄκου­σα σέ μιά Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἄρ­τας γιά πρώ­τη φο­ρά νά συ­ζη­τοῦν γιά τήν Λα­μπρι­νή καί τά πνευ­μα­τι­κά της χα­ρί­σμα­τα καί ἔνιω­σα με­γά­λη ἐπι­θυ­μία νά τήν γνω­ρί­σω. Μέ μιά συγ­γέ­νισ­σά μου πού τήν ἤξε­ρε πή­γα­με στό φτω­χι­κό σπι­τά­κι της. Ἀπό τό­τε γιά σα­ρά­ντα πε­ρί­που χρό­νια μέ­χρι πού ἔφυ­γε ἀπό τήν ζωή τήν ἀκο­λου­θοῦ­σα σχε­δόν πά­ντο­τε σέ προ­σκυ­νή­μα­τα, σέ ἀγρυ­πνί­ες, σέ λει­τουρ­γί­ες πού ἔκα­νε σέ Ἐκ­κλη­σί­ες καί κοι­μώ­μα­σταν μέ­σα σ᾿ αὐ­τές τίς νύ­χτες.

»Ἡ θειά Λα­μπρι­νή προ­σευ­χό­ταν καί διά­βα­ζε πολ­λές ὧρες καί κοι­μό­ταν ἐλά­χι­στα. Κά­πο­τε ζή­τη­σα τήν βο­ή­θειά της. Ὁ ἄν­δρας μου χαρ­τό­παι­ζε καί πα­ρα­με­λοῦ­σε τό σπί­τι. Εἴ­χα­με φθά­σει σέ ἀδι­έ­ξο­δο. “Μή φο­βᾶ­σαι”, μοῦ εἶ­πε, “ὅλα θά τά τα­κτο­ποι­ή­σει ὁ Κύ­ρι­ος Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ἀρ­κεῖ νά δεί­ξης πί­στη στόν Κύ­ριο”. Μοῦ ζή­τη­σε γιά σα­ρά­ντα μέ­ρες νά ξυ­πνῶ στίς 3 με­τά τά με­σά­νυ­χτα καί νά προ­σεύ­χω­μαι κά­νο­ντας καί 40 με­τά­νοι­ες. Μοῦ εἶ­χε δώ­σει νά δια­βά­ζω κά­ποιες προ­σευ­χές καί μοῦ εἶ­πε ὅτι καί αὐ­τή θά προ­σεύ­χε­ται γιά νά μᾶς βο­η­θή­ση ὁ Κύ­ρι­ος.

»Πράγ­μα­τι ἔκα­να ὅπως μοῦ εἶ­πε ἡ θειά Λα­μπρι­νή κρυ­φά ἀπό τόν ἄν­δρα μου καί με­τά τίς σα­ρά­ντα μέ­ρες ξα­φνι­κά ὅλα ἄλ­λα­ξαν. Ὁ ἄν­δρας μου δέν ξα­νά­παι­ξε χαρ­τιά, ἀσχο­λοῦ­νταν μέ τά κτή­μα­τα καί τήν οἰ­κο­γέ­νεια καί τά οἰ­κο­νο­μι­κά μας βελ­τι­ώ­θη­καν.

»Κά­πο­τε μέ τήν θειά Λα­μπρι­νή καί ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες κοι­μη­θή­κα­με σέ μιά Ἐκ­κλη­σία. Ἀφοῦ τε­λεί­ω­σε τίς προ­σευ­χές της ξά­πλω­σε νά κοι­μη­θῆ. Ἐμέ­να δέν μέ ἔπαιρ­νε ὁ ὕπνος. Ἀκούω τήν θειά Λα­μπρι­νή ἐνῶ κοι­μό­ταν ἔβγα­ζε κά­τι ἀνα­στε­ναγ­μούς, σάν νά δού­λευε καί ἦταν πο­λύ κου­ρα­σμέ­νη. Αὐ­τό κρά­τη­σε γιά λί­γο. Ση­κώ­θη­κα καί ἔπια­σα τά χέ­ρια της καί τά πό­δια της. Ἦταν σάν νά ἔπια­να ἕναν πε­θα­μέ­νο. Κα­τά­λα­βα ὅτι πά­λι ἡ θειά Λα­μπρι­νή ἔφυ­γε πνευ­μα­τι­κά ἀπό τό σῶ­μα της. Τίς πρω­ϊ­νές ὧρες τήν ἄκου­σα πά­λι σάν νά ἀγκο­μα­χοῦ­σε. “Τώ­ρα θά ἐπέ­στρε­ψε”, σκέ­φθη­κα. Μό­λις ξύ­πνη­σε τήν ρω­τάω: “Τό βρά­δυ ἔφυ­γες; Ποῦ πῆ­γες;”. Μοῦ ἔδω­σε τήν ἑξῆς ἀπά­ντη­ση: “Πῆ­ρα τήν (τά­δε, μιά γυ­ναῖ­κα πού ἦταν στήν πα­ρέα μας) καί τήν πα­ρου­σί­α­σα στόν Κύ­ριο”.

»Κά­ποια φο­ρά ἀντι­με­τώ­πι­σα ἕνα με­γά­λο πρό­βλη­μα. Ἔμει­να γιά ἕξι μῆ­νες στό κρεβ­βά­τι μέ δυ­να­τούς πό­νους στήν μέ­ση μου. Δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί πή­γαι­να ἀπό για­τρό σέ για­τρό, ἀλ­λά ἡ κα­τά­στα­σή μου χει­ρο­τέ­ρευε. Μιά μέ­ρα ἡ θειά Λα­μπρι­νή μέ ἐπι­σκέ­φθη­κε στό σπί­τι μου. “Μήν ἀνη­συ­χῆς”, μοῦ εἶ­πε, “σέ λί­γο και­ρό θά εἶ­σαι τε­λεί­ως κα­λά”. Τήν ἴδια μέ­ρα μέ πλη­ρο­φό­ρη­σε κά­ποια γνω­στή μου ὅτι ἡ θειά Λα­μπρι­νή πρίν ἔρ­θει στό σπί­τι μου πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σία τοῦ χω­ριοῦ μου, καί γο­να­τι­στή γιά πολ­λή ὥρα προ­σευ­χό­ταν μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας, πού εἶ­ναι ἀφι­ε­ρω­μέ­νη ἡ Ἐκ­κλη­σία. Σέ λί­γες μέ­ρες μέ τήν βο­ή­θεια κά­ποιου για­τροῦ περ­πα­τοῦ­σα κα­νο­νι­κά. Ἀπό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα γιά 18 χρό­νια δέν εἶ­χα τήν πα­ρα­μι­κρή ἐνό­χλη­ση.

»Καί με­τά τήν κοί­μη­σή της σέ δύ­σκο­λες στιγ­μές τῆς ζω­ῆς μου τήν ἐπι­κα­λοῦ­μαι καί πά­ντα μέ βο­η­θᾶ. Εἶ­χα ἕνα κα­λο­καί­ρι πο­νο­κε­φά­λους καί ζα­λά­δες πού ἴσως ὠφεί­λο­νταν στούς καύ­σω­νες. Ξά­πλω­σα νά κοι­μη­θῶ, ἀφοῦ πρῶ­τα ζή­τη­σα τήν βο­ή­θειά της. Ἦρ­θε στόν ὕπνο μου, στά­θη­κε ἀπό πά­νω μου καί μέ σκέ­πα­σε μ᾿ ἕνα σε­ντό­νι. Τό πρωΐ πού ση­κώ­θη­κα ἤμουν ὑγι­έ­στα­τη».

*

Ἡ κυ­ρί­α Μα­ρί­α Δρα­γα­τά­κη ἀ­πό τήν Ἄρ­τα ἀ­να­φέ­ρει: «Ἔ­μα­θα πολ­λά κον­τά στήν για­γιά Λαμ­πρι­νή πη­γαί­νον­τας μα­ζί της στίς ἀ­μέ­τρη­τες ὁ­λο­νυ­χτί­ες καί στά προ­σκυ­νή­μα­τα πού ὠρ­γά­νω­νε ἡ ἴ­δια. Μέ ἀ­πο­κα­λοῦ­σε “παι­δί μου” καί ἡ λέ­ξη αὐ­τή ἄγ­γι­ζε πραγ­μα­τι­κά τήν ψυ­χή μου. Εἶ­χε ὑ­πο­μο­νή καί ἄ­κου­γε τά προ­βλή­μα­τά μου καί πάν­τα εὕ­ρι­σκε λύ­σεις. Ἡ ζω­ή της ἦ­ταν ἁ­γί­α καί ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νή. Τί νά πρω­το­θυ­μη­θῶ; Τήν βο­ή­θειά της πρός τήν μη­τέ­ρα μου; Τίς προ­βλέ­ψεις καί τήν προ­σευ­χή πού ἔ­κα­νε γιά τά παι­διά μου; Ἤ τό με­γά­λο κα­λό πού ἔ­κα­νε σέ μέ­να; Ὅ­ταν με­τά ἀ­πό ἕ­να βα­ρύ χει­ρουρ­γεῖ­ο ἔ­χα­σα τόν ὕ­πνο μου, νι­ώ­θον­τας ἀ­πελ­πι­σμέ­νη καί χα­μέ­νη, πῆ­γα με­σά­νυ­χτα στό σπί­τι της, ζη­τών­τας βο­ή­θεια καί τήν βρῆ­κα στά γό­να­τα νά προ­σεύ­χε­ται λου­σμέ­νη στόν ἱ­δρῶ­τα καί γύ­ρω της ἀ­ναμ­μέ­να καν­τή­λια καί κε­ριά. Μοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, τί ἔ­πα­θες ἀ­πό­ψε;”. Σταυ­ρώ­νον­τάς με ἀ­πό τό­τε ἠ­ρέ­μη­σα. Νά εἶ­ναι κα­λά ἐ­κεῖ πού βρί­σκε­ται ἡ για­γιά Λα­μπρι­νή καί νά πρε­σβεύη γιά ὅλους μας».

*

Ὁ Ἀ. Γ. ἀνα­φέ­ρει: «Γνώ­ρι­ζα τήν για­γιά Λα­μπρι­νή ἀπό μι­κρός, για­τί ἐρ­χό­ταν στό σπί­τι μας καί ἔβλε­πε τήν κα­τά­κοι­τη για­γιά μου, ἀλ­λά τήν θε­ω­ροῦ­σα μιά ἀγράμ­μα­τη για­γιά. Ἄκου­σα ἄλ­λους νά μι­λοῦν μέ εὐ­λά­βεια γι᾿ αὐ­τήν καί ὅταν γύ­ρι­σα ἀπό τό πρῶ­το προ­σκύ­νη­μά μου στό Ἅγιον Ὄρος τό 2002, πῆ­γα νά τήν δῶ καί νά τῆς δώ­σω μιά εὐ­λο­γία. Μπαί­νο­ντας στό κελ­λά­κι της ἔνιω­σα σάν νά βρί­σκω­μαι μπρο­στά σ᾿ ἕνα γί­γα­ντα. Συ­νει­δη­το­ποί­η­σα τό­τε, χω­ρίς νά ξέ­ρω πῶς, ὅτι αὐ­τή ἡ γυ­ναῖ­κα ἦταν πο­λύ ψη­λά πνευ­μα­τι­κά, τό­σο πού δέν μπο­ροῦ­σα νά τήν ἀτε­νί­σω, ἄν καί σω­μα­τι­κά ἦταν μι­κρο­κα­μω­μέ­νη.

»Ἡ συ­ζή­τη­ση μαζί της ἦταν μιά πνευ­μα­τι­κή παν­δαι­σία. Τό­τε κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε τό θέ­μα τῶν ταυ­το­τή­των πού μέ ἀπα­σχο­λοῦ­σε ἔντο­να. Ἡ πρώ­τη κου­βέ­ντα πού μοῦ εἶ­πε, χω­ρίς νά ἀνα­φέ­ρω κά­τι σχε­τι­κό, ἦταν: “Δέν πρέ­πει νά πά­ρου­με τίς ταυ­τό­τη­τες μέ τό χά­ραγ­μα”. Στίς ἑπό­με­νες ἐπι­σκέ­ψεις μου μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της δια­πί­στω­σα ὅτι εἶ­χε τό προ­ο­ρα­τι­κό καί δι­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα. Μοῦ ἀνέ­φε­ρε γε­γο­νό­τα ἄγνω­στα σύμ­φω­να μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή, ἄλ­λο­τε γε­γο­νό­τα πού ἀφο­ροῦ­σαν τό μέλ­λον μου καί ἔγι­ναν, καί ἄλ­λα γιά γε­νι­κώ­τε­ρα θέ­μα­τα. Ὁρι­σμέ­νες δέ φο­ρές ἐνῶ εἶ­χα στό νοῦ μου νά θέ­σω μιά ἐρώ­τη­ση ἤ μοῦ γεν­νιό­ταν μιά ἀπο­ρία σέ συ­ζή­τη­ση πα­ρου­σίᾳ καί ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων, αὐ­τή στα­μα­τοῦ­σε τήν συ­ζή­τη­ση, ἀπα­ντοῦ­σε στήν ἐρώ­τη­ση πού σκε­φτό­μουν καί συ­νέ­χι­ζε τήν συ­ζή­τη­ση.

»Τόν Μά­ϊο τοῦ 2002 πού τήν εἶ­δα μοῦ εἶ­πε ὅτι σέ λί­γους μῆ­νες θά φύ­γει. Ἀλ­λά ὅταν μέ εἶ­δε πώς στε­νο­χω­ρή­θη­κα πο­λύ, εἶ­πε: “Ἔ, ἔτσι τό λέω, μῆνες– χρόνια”. Ἀλ­λά ἐκοι­μή­θη πράγ­μα­τι σέ λί­γους μῆ­νες, τόν Ὀκτώ­βριο τοῦ 2002 καί ἐπορεύθη ἡ ψυχή της στόν Κύριο πού τόσο πόθησε ἀπό μικρή».

* * *

Τήν τε­λευ­ταία Κυ­ρια­κή πού πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σία κοι­νώ­νη­σε καί διά­βα­σε τήν Εὐ­χα­ρι­στία στό σπί­τι της. Τήν Δευ­τέ­ρα ἅπλω­σε ὅλα τά βι­βλία στό κρεβ­βά­τι της, διά­βα­ζε ἀπό τό κα­θέ­να λί­γο, τό σταύ­ρω­νε, τό ἀσπα­ζό­ταν καί τό ἄφη­νε στήν ἄκρη. Τρό­πον τινά τά ἀπο­χαι­ρε­τοῦ­σε, για­τί τό­σα χρό­νια αὐ­τά ἦταν ἡ κα­λύ­τε­ρη συ­ντρο­φιά της. Τήν Τρί­τη τό ἀπό­γευ­μα κά­λε­σε τήν κό­ρη της νά κά­νουν Πα­ρά­κλη­ση. Τε­λει­ώ­νο­ντας εἶ­πε: “Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Πα­να­γία μου, πού μοῦ ἔδω­σες νά κά­νω κι αὐ­τή τήν Πα­ρά­κλη­ση. Για­τί μέ­χρι τήν Πέμ­πτη ἔχω πολ­λές προ­σευ­χές νά κά­νω ἀκό­μη”. Στήν ἐρώ­τη­ση τῆς κό­ρης της τί θά κά­νει τήν Πέμ­πτη, ἀπά­ντη­σε: “Θά πάω γιά ἐκεῖ πού ἐρ­γά­στη­κα, ἄν ἐρ­γά­στη­κα κα­λά”. Τήν Τε­τάρ­τη τό πρωΐ ζή­τη­σε νά δῆ τά ἐγ­γό­νια της. “Αὔ­ριο θά φύ­γω”, εἶ­πε. Τό βρά­δυ εἶ­πε σέ μιά ἀνι­ψιά της: “Τώ­ρα ἐγώ θά φύ­γω. Νά πᾶς νά τό πῆς ἐσύ στήν Στα­θού­λα, νά μήν τῆς κα­κο­φα­νῆ. Πα­ρα­κα­λοῦ­σα τόν Θεό νά μέ ἀφή­ση νά ζή­σω, μέ­χρι νά ὡρι­μά­ση ἡ Στα­θού­λα καί νά κα­τα­λά­βη τί εἶ­ναι ἡ ἄλ­λη ζωή”.

Κά­ποια στιγ­μή ἀνα­ση­κώ­θη­κε στό κρεβ­βά­τι, ἄνοι­ξε τά χέ­ρια της καί εἶ­πε στούς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους: “Ἐλᾶ­τε τώ­ρα, ὅλοι μα­ζί, νά πᾶ­με στά Ἱε­ρο­σό­λυ­μα”. Τούς ἀγκά­λια­σε ὅλους, με­τά σταύ­ρωσε τό στῆ­θος της, τό προ­σκέ­φα­λο καί ξά­πλω­σε.

Τό­τε ἡ Στα­θού­λα ἔβγα­λε τούς ἄλ­λους ἔξω καί μα­ζί μέ τόν σύ­ζυ­γό της ἄνα­ψαν κε­ρά­κι καί διά­βα­σαν τίς προ­σευ­χές ὅπως ἀκρι­βῶς τῆς εἶ­χε ἀφή­σει ἐντο­λή νά κά­νη ἡ μη­τέ­ρα της Λα­μπρι­νή. Ὅταν τε­λεί­ω­σαν τίς προ­σευ­χές ἄκου­σαν ἕνα ἐλα­φρύ σσσσς καί ἡ Λα­μπρι­νή Βέ­τσιου ξε­ψύ­χη­σε σάν που­λά­κι, στίς 17 Ὀκτω­βρί­ου 2002, ἡμέ­ρα Πέμ­πτη.

Στόν τά­φο της περ­νοῦν καί προ­σκυ­νοῦν πολ­λοί ἄν­θρω­ποι. Προ­σεύ­χο­νται καί ἀν­τλοῦν δύ­να­μη. Κά­ποια πού ὅσο ζοῦ­σε ἡ Λα­μπρι­νή τήν συμ­βου­λευ­ό­ταν, ἦταν πο­λύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νη, για­τί ὁ σύ­ζυ­γός της θά ἔκα­νε σο­βα­ρή ἐγ­χεί­ρη­ση καρ­διᾶς. Ἀφοῦ προ­σκύ­νη­σαν τόν τά­φο της καί προ­σευ­χή­θη­καν, εἶ­δε στόν ὕπνο της τήν για­γιά Λα­μπρι­νή πού τῆς εἶ­πε: “Μήν στε­νο­χω­ριέ­σαι. Ὁ ἄν­δρας σου θά γί­νει καλά. Μό­νο πρίν πᾶς στό Νο­σο­κο­μεῖο, θά φτιά­ξεις πρό­σφο­ρο καί θά τό πᾶς στήν Ἐκ­κλη­σία. Πράγ­μα­τι ἔκα­νε τό πρό­σφο­ρο καί ὅλα πῆ­γαν κα­λά.

Αὐ­τή ἦταν ἡ Λα­μπρι­νή Βέ­τσιου. Ἀσκή­τρια μέ με­γά­λες νη­στεῖ­ες, μέ κα­θη­με­ρι­νές ἀγρυ­πνί­ες, μέ συ­νε­χῆ με­λέ­τη καί προ­σευ­χή. Ἀγα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό, μι­λοῦ­σε συ­νέ­χεια γι᾿ Αὐ­τόν καί ὅλα τά κύτ­τα­ρα τοῦ σώ­μα­τός της ἀνέ­δι­ναν Χρι­στόν. Βο­η­θοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τήν χά­ρι πού εἶ­χε. Εἶ­δε ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ζωή τόν Πα­ρά­δει­σο καί τήν κό­λα­ση. Ἐνῶ προ­σευ­χό­ταν ἐρ­χό­ταν ἐνί­ο­τε ὁ Χρι­στός, ἡ Πα­να­γία καί Ἅγι­οι καί συ­νω­μι­λοῦ­σαν. Ἤξε­ρε τά μελ­λού­με­να καί ἔλε­γε ὅτι μᾶς πε­ρι­μέ­νουν πο­λύ δύ­σκο­λα χρό­νια. Λυ­πό­ταν τά μι­κρά παι­διά καί ἔλε­γε: “Ἄν ἤξε­ραν τί θά πε­ρά­σουν!”. Ἀλ­λά ἀμέ­σως συμ­πλή­ρωνε: “Ἔχει ὁ Θε­ός. Θά οἰ­κο­νο­μή­σει γιά τούς Χρι­στια­νούς”. Πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἔλε­γε, δέν τήν ἄφη­νε νά πῆ ὁ Χρι­στός.

Αἰ­ω­νία της ἡ μνή­μη. Ἀμήν.

[1]. Ματθ. ιθ΄, 29.

πηγή: https://enromiosini.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου