«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; (:Ἀλλὰ ὅμως ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καὶ συνεπῶς ἐμεῖς ποὺ ἀφήσαμε τὸν νόμο, ἁμαρτήσαμε καὶ βρεθήκαμε νὰ εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ζητοῦμε νὰ δικαιωθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστό, τότε γεννιέται τὸ ἄτοπο ἐρώτημα: "Ἄραγε ὁ Χριστὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ Αὐτὸς μᾶς ὤθησε νὰ ἀφήσουμε τὸν μωσαϊκὸ νόμο;". Μὴ συμβεῖ νὰ ποῦμε τέτοια βλασφημία)» [Γαλ. 2,17]. «Διότι ἐὰν δὲν ἔχει δύναμη», λέγει, «ἡ πίστη στὸν Χριστὸ νὰ δικαιώσει, ἀλλὰ ὑφίσταται πάλι ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὸν νόμο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν δικαιώνονται ἀπὸ τὴν ἄφεση, ἀλλὰ κατακρίνονται, θὰ βροῦμε νὰ γίνεται αἴτιος τῆς κατακρίσεως Αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε τὸν νόμο, καταφύγαμε στὴν πίστη».
Εἶδες σὲ πόσο ἀναγκαστικὴ ἀτοπία ὁδήγησε τὸν λόγο καὶ πῶς ἀγωνίστηκε μὲ δύναμη; «Διότι, ἐὰν δὲν πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν νόμο», λέγει, «τὸν ἐγκαταλείψαμε ὅμως γιὰ τὸν Χριστό, πρόκειται νὰ κριθοῦμε». Γιατί λοιπὸν παραινεῖς καὶ λέγεις αὐτὰ στὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει αὐτὰ ἀκριβέστερα ἀπὸ ὅλους; Δὲν φανέρωσε σὲ αὐτὸν ὁ Θεὸς ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρίνει ἄνθρωπο ἀπερίτμητο γιὰ τὴν περιτομὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει; Μήπως ὅταν ὁμιλοῦσε στοὺς Ἰουδαίους γι᾿ αὐτὰ δὲν ἀντιπαρατάχθηκε γενναιόψυχα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη; Μήπως πάλι δὲν ἀπέστειλε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα σαφῆ διδασκαλία γιὰ αὐτά;
Δὲν λέγει, λοιπόν, αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Πέτρο· ἀλλὰ φαίνεται μὲν ὅτι ὁ λόγος ἀπευθύνεται σὲ ἐκεῖνον, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐλέγχει τοὺς μαθητές. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ λέει ἀπευθυνόμενος ὄχι μονάχα πρὸς τοὺς Γαλάτες, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια νόσο· διότι, ἐὰν καὶ δὲν περιτέμνονται πολλοὶ τώρα, νηστεύουν ὅμως καὶ τηροῦν τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, πράττουν αὐτὰ μαζὶ μὲ ἐκείνους, ἀποχωρίζοντας τοὺς ἑαυτούς τους ἀπό τὴ χάρη· διότι, ἐὰν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν μόνο τὴν περιτομή, ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ὅταν προστίθεται καὶ ἡ νηστεία καὶ τὸ Σάββατο καὶ ὄχι μόνο μία, ἀλλὰ δύο ἐντολὲς τηροῦνται, πρόσεξε πὼς ὁ κίνδυνος καὶ μὲ τὴν πρόοδο τοῦ χρόνου ἔγινε φοβερότερος· διότι ἐκεῖνοι μὲν στὴν ἀρχὴ αὐτὸ ἔκαναν, ἐνῶ ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ πόλη καὶ ὁ ναὸς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα· αὐτοὶ ὅμως, ἐνῶ εἶδαν καὶ τὴν τιμωρία στὴν ὁποία παραδόθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ περισσότερο ἔβλαψαν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἄλλους, ποιά ἀπολογία θὰ ἔχουν γιὰ τὸ ὅτι τηροῦν τὸν νόμο τότε, ὅταν αὐτοί, ἐνῶ ἦσαν Ἰουδαῖοι καὶ παρὰ τὸ ὅ,τι ἤθελαν πάρα πολύ, δὲν μποροῦν νὰ τηροῦν αὐτά; Τὸν Χριστὸ ἐνεδύθῃς, μέλος τοῦ Δεσπότη ἔγινες, στὴν ἄνω πόλη ἀναγράφηκες, καὶ ἀκόμη στὸν μωσαϊκὸ νόμο ἀκόμη ἕρπεις; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχεις τὴ βασιλεία;
Ἄκουσε τὸν Παῦλο ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι τὸ εὐαγγέλιο ἀνατρέπεται ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Καὶ ἐὰν θέλεις, μάθε καὶ τὸν τρόπο καὶ φρῖξε καὶ ἀπόφυγε τὸ βάραθρο· διότι, γιατί τηρεῖς τὸ Σάββατο καὶ νηστεύεις μαζὶ μὲ ἐκείνους; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπειδὴ φοβᾶσαι τὸν νόμο καὶ τὸ νὰ ἐγκαταλείψεις ἐκεῖνες τίς ἐντολές· δὲν θὰ φοβόσουν ὅμως νὰ ἐγκαταλείψεις τὸν νόμο, ἐὰν δὲν θεωροῦσες τὴν πίστη ὡς ἀσθενῆ καὶ μὴ ἱκανὴ νὰ σώσει μόνη της· διότι ἐὰν φοβᾶσαι τὴ μὴ τήρηση τοῦ Σαββάτου, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι φοβᾶσαι τὸν νόμο σὰν νὰ ἐπικρατεῖ ἀκόμη.
Καὶ ἂν ὑπάρχει ἀνάγκη τοῦ νόμου πάλι, ὄχι ἑνὸς μέρους, οὔτε μιᾶς ἐντολῆς, ἀλλὰ ὁλόκληρου βέβαια τοῦ νόμου ὑπάρχει ἀνάγκη· ἐὰν ὅμως ὁλόκληρος ὁ μωσαϊκὸς νόμος εἶναι ἀναγκαῖος, ἐξοβελίστηκε βαθμιαῖα ἡ διὰ τῆς πίστεως δικαίωση. Διότι, ἐὰν τηρεῖς τὰ Σάββατα, γιατί ὄχι καὶ τὴν περιτομή; Καὶ ἐὰν περιτέμνεσαι, γιατί καὶ νὰ μὴ θυσιάζεις; Διότι ἐὰν πρέπει νὰ φυλάττει κανείς, ὁλόκληρο τὸν νόμο πρέπει νὰ φυλάττει· ἐὰν ὅμως δὲν πρέπει νὰ τὸν τηρεῖ ὁλόκληρο, οὔτε μέρος τοῦ νόμου πρέπει. Ἐὰν δὲν φρίττεις γιὰ τὴν τήρηση ἑνὸς μέρους, μήπως κριθεῖς γιὰ παράβαση, πρέπει νὰ φοβᾶσαι καὶ γιὰ τὴν τήρηση ὁλόκληρου· καὶ ἐὰν ἡ παράβαση ὁλοκλήρου τοῦ νόμου δὲν κολάζει εἶναι φανερὸ ὅτι οὔτε ἡ παράβαση ἑνὸς μέρους κολάζει· ἂν πάλι ἡ παράβαση ἑνὸς μέρους κολάζει, πολὺ περισσότερο ἡ παράβαση ὁλόκληρου. Ἄν ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ τηρηθεῖ ὁλόκληρος, πρέπει νὰ παρακούσουμε τὸν Χριστό, ἤ, ὑπακούοντας στὸν Χριστό, νὰ γίνουμε παραβάτες τοῦ νόμου· διότι ἐὰν πρέπει νὰ τηροῦμε αὐτόν, ὅσοι δὲν τὸν τηροῦν, εἶναι παραβάτες, καὶ αἴτιος αὐτῆς τῆς παραβάσεως θὰ βρεθεῖ γιὰ ἐμᾶς ὁ Χριστός· διότι Αὐτὸς κατέλυσε τὸν νόμο ποὺ δόθηκε γι᾿ αὐτοὺς καὶ πρόσταξε νὰ τὸν καταλύουν.
Βλέπεις τί ἀποδεικνύουν οἱ ἰουδαΐζοντες; Τὸν Χριστό, τὸν αἴτιο τῆς δικῆς μας δικαιώσεως, Αὐτὸν ἐμφανίζουν ὡς αἴτιο καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;». Ὕστερα, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸν λόγο ὡς ἄτοπο, δὲν χρειάστηκε πλέον ἀπόδειξη γιὰ νὰ τοὺς ἀνατρέψει, ἀλλὰ ἀρκέστηκε μόνο στὴν ἀπαγόρευση λέγοντας: «Μὴ γένοιτο! (:Μὴ συμβεῖ νὰ ποῦμε τέτοια βλασφημία!)»· διότι γιὰ τὰ ἀναίσχυντα καὶ ἀναιδῆ, οὔτε ἀποδεικτικῶν λόγων ὑπάρχει ἀνάγκη, ἀλλὰ ἀρκεῖ καὶ νὰ ἀπαγορεύσει μόνο.
«Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι (:Καὶ καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στὴ βλασφημία αὐτή, ἐὰν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινὴ τὴν ὑπόθεση ποὺ κάναμε· διότι, ἐὰν ἐκεῖνα ποὺ κατάργησα καὶ ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδὴ τίς τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτὰ πάλι τὰ τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, μὲ τὴν ἐπάνοδό μου αὐτὴν στὴν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τὸν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὅτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα ποὺ ἀθέτησα τὸν νόμο, καὶ ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τὴ σωτηρία ποὺ δίνει ὁ Χριστός)» [Γαλ. 2,18]. Κοίταξε σύνεση ποὺ διακρίνει τὸν Παῦλο. Ἐκεῖνοι ἤθελαν νὰ δείξουν ὅτι ὅποιος δὲν τηρεῖ τὸν νόμο εἶναι παραβάτης· αὐτὸς στὸ ἀντίθετο ἔστρεψε τὸν λόγο, δείχνοντας ὅτι παραβάτης εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος τηρεῖ τὸν μωσαϊκὸ νόμο· διότι μὲ τοὺς λόγους «οἰκοδομῶ αὐτὰ ποὺ κατάργησα», ἐννοεῖ τὸν νόμο. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὁποῖο λέγει, εἶναι τὸ ἑξῆς: «ὁ νόμος ἔπαψε νὰ ἰσχύει, καὶ αὐτὸ ὁμολογήσαμε διὰ τοῦ ὅτι, ἐγκαταλείποντάς τον, καταφύγαμε στὴν σωτηρία ἀπὸ τὴν πίστη. Ἄν λοιπὸν ἐπιδιώξουμε νὰ ἀναστήσουμε αὐτόν, σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο γινόμαστε παραβάτες, ἀγωνιζόμενοι νὰ τηροῦμε αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς κατέλυσε».
Ὕστερα δείχνει καὶ πῶς καταλύθηκε ὁ μωσαϊκὸς νόμος: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω (:Ἀλλὰ ὄχι. Δὲν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης· διότι ἐγὼ μὲ κριτήριο τὸν νόμο ποὺ κατάργησα καὶ ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μὲ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρὸς τὸν νόμο, γιὰ νὰ ζήσω γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ)» [Γαλ. 2,19]. Αὐτὸ ἔχει διπλὴ ἐκδοχή. Δηλαδὴ ἢ τὴν χάρη λέγει νόμο- διότι γνωρίζει καὶ τὴ χάρη νὰ ὀνομάζει νόμο, ὅπως ὅταν λέγει: «ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου (:διότι ὁ Νόμος τοῦ Πνεύματος, ἡ χάρη, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μεταδίδει καὶ καλλιεργεῖ καὶ ἀναπτύσσει τὴν κατὰ Χριστὸ ζωή, μὲ ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου)» [Ρωμ. 8,2] - ἢ ἐννοεῖ τὸν παλαιὸ νόμο, δείχνοντας ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ νόμου πέθανε γιὰ τὸν νόμο· δηλαδὴ «αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νόμος μὲ ὁδήγησε στὸ νὰ μὴν εἶμαι προσηλωμένος σὲ αὐτόν. Ἐὰν λοιπὸν φροντίσω νὰ προσηλώνομαι σὲ αὐτόν, καὶ τὸν ἴδιο τὸν νόμο παραβαίνω». Πῶς καὶ μὲ ποιόν τρόπο; Ὁ Μωυσῆς, ὁμιλῶντας γιὰ τὸν Χριστό, λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε (:Κύριος ὁ Θεός σου θὰ ἀναδείξει ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς σου Ἰσραηλῖτες ἕνα προφήτη σὰν ἐμένα· σὲ Αὐτὸν πλέον θὰ ὑπακούετε)» [Δευτ. 18,15]. Ὥστε αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν πείθονται σὲ Αὐτόν, παραβαίνουν τὸν νόμο.
Καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πρέπει νὰ νοήσουμε τὸ «διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον». Ὁ νόμος δηλαδὴ διατάσσει ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ νὰ τηροῦνται, καὶ κολάζει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν τὰ τηρεῖ. Ἑπομένως ὅλοι κατὰ τὸν νόμο ἔχουμε ἀποθάνει· διότι κανεὶς δὲν τὸν τήρησε πλήρως. Καὶ πρόσεξε πὼς καὶ ἐδῶ μὲ μετριοπάθεια διεξάγει τὸν πόλεμο πρὸς τὸ νόμο· δὲν εἶπε δηλαδὴ «ὁ νόμος πέθανε γιὰ ἐμένα», ἀλλὰ «ἐγὼ πέθανα ὡς πρὸς τὸν νόμο». Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐννοεῖ, εἶναι τὸ ἑξῆς: «ὅπως ὁ νεκρὸς καὶ πεθαμένος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπακούει στὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔτσι οὔτε ἐγὼ ὁ ὁποῖος πέθανα ὡς πρὸς τὴν κατάρα ἐκείνου· διότι γιὰ τὸν λόγο ἐκείνου πέθανα». Ἄς μὴν προστάσσει λοιπὸν τὸν πεθαμένο, τὸν ὁποῖο καὶ αὐτὸς φόνευσε, καὶ μὲ θάνατο ὄχι μόνο τὸν σωματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ψυχικό, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέφερε καὶ τὸν σωματικό. Τὸ ὅτι λοιπὸν αὐτὸ ἐννοεῖ, ἔκανε φανερὸ διὰ τῶν ἑξῆς: «ἵνα Θεῷ ζήσω (:Γιατί ἐγὼ πέθανα ὡς πρὸς τὸν νόμο διαμέσου τοῦ νόμου, γιὰ νὰ ζήσω γιὰ τὸ Θεό)»,λέγει, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἔχω σταυρωθεῖ)»· διότι ἐπειδὴ εἶπε «πέθανα», γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανείς, «πῶς λοιπὸν ζεῖς;», πρόσθεσε καὶ τὴν αἰτία τῆς ζωῆς, καὶ ἔδειξε ὅτι ὁ μὲν νόμος, καὶ τὸν ζωντανὸ φόνευσε, ὁ δὲ Χριστός, ἐνῶ παρέλαβε νεκρὸ μὲ τὸν θάνατό Του, χάρισε σὲ αὐτὸν τὴ ζωή. Καὶ λέγοντας «ζωὴ» ἐννοεῖ τὴν ἀθάνατη ζωή· διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ «γιὰ νὰ ζήσω ὡς πρὸς τὸν Θεό».
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:Μὲ τὸ βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ καὶ ἔχω πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δὲν ἔχει πλέον καμία ἰσχὺ γιὰ μένα ὁ νόμος)». Καὶ πῶς αὐτὸς ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει λέγει ὅτι συσταυρώθηκε; Διότι τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μὲν σταυρώθηκε, εἶναι γνωστό· ἐσὺ ὅμως, Παῦλε, πῶς σταυρώθηκες καὶ ζεῖς; Πρόσεξε πὼς ἐξηγεῖ καὶ αὐτό, λέγοντας: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (:ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι νεκρός. Λοιπὸν δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός)» [Γαλ. 2,20]· διότι μὲ τὸ νὰ πεῖ: «σταυρώθηκα μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ» ὑπαινίχτηκε τὸ βάπτισμα· ἐνῶ μὲ τὸ νὰ πεῖ: «Δὲν ζῶ πλέον ἐγώ», ὑπαινίχτηκε τὴν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ζωή, διὰ τῆς ὁποίας νεκρώνονται τὰ δικά μας μέλη.
Καὶ τί σημαίνει «ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός»; «Τίποτε δὲν γίνεται ἀπὸ ἐμένα», θέλει νὰ πεῖ, «ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν θέλει ὁ Χριστός». Ὅπως δηλαδὴ «θάνατο» λέγει ὄχι τὸν φυσικό, ἀλλὰ τὸν προερχόμενο ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, ἔτσι καὶ ζωή, ἐννοεῖ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτές· διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζεῖ κανεὶς ὡς πρὸς τὸν Θεὸ μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μόνο ἀφοῦ νεκρωθεῖ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς ὑπέστῃ τὸν σωματικὸ θάνατο, ἔτσι καὶ ἐγὼ ὑπέστῃν τὸν θάνατο ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία. «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, μοιχείαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (:Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος)» [Κολοσ. 3,5]. Καὶ πάλι: «Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος ἐσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ (: Θὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ ἐὰν γνωρίζουμε ὅτι ἡ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ σταυρώθηκε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ μυστηριακῶς μὲ τὸ βάπτισμα, γιὰ νὰ γίνει ἀδρανὲς καὶ πεθαμένο τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία σῶμα μας, ὥστε νὰ μὴ γίνεται ὄργανό της καὶ νὰ μὴν εἴμαστε πλέον δοῦλοι καὶ σκλάβοι στὴν ἁμαρτία)» [Ρωμ. 6,6], πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε στὸ βάπτισμα. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ἐὰν παραμένεις νεκρὸς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ζεῖς ὡς πρὸς τὸν Θεό· ἂν ὅμως πάλι ἀναστήσεις τὴν ἁμαρτία, τότε κατέστρεψες αὐτὴ καὶ τὴ ζωή. Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ἦταν τέτοιος, ἀλλὰ παρέμενε τελείως νεκρὸς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία. «Ἐὰν λοιπὸν ζῶ ὡς πρὸς τὸν Θεό», λέγει, «ζωὴ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ βρίσκεται ὑπὸ τὸν νόμο, καὶ ἔχω γίνει νεκρὸς γιὰ τὸν νόμο, δὲν μπορῶ νὰ τηρῶ τὸν νόμο».
Πρόσεξε τὴν τελειότητα τοῦ βίου καὶ θαύμασε τὴ μακάρια ἐκείνη ψυχή· διότι δὲν εἶπε «ζῶ ἐγὼ» ἀλλὰ «ζεῖ μέσα σὲ μένα ὁ Χριστός». Ποιός θὰ τολμήσει νὰ ἐκστομίσει αὐτὸν τὸν λόγο; Διότι ἐπειδὴ κατέστησε τὸν ἑαυτό του εὐπειθῆ στὸν Χριστὸ καὶ ἀπέβαλε ὅλα τὰ βιοτικὰ καὶ ἔπραττε πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα Ἐκείνου, δὲν εἶπε: «ζῶ ὡς πρὸς τὸν Χριστό», ἀλλά, πρᾶγμα πολὺ περισσότερο, «ζεῖ μέσα σὲ μένα ὁ Χριστός»· διότι ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἐπικρατήσει, αὐτῇ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ζεῖ, κατευθύνοντας τὴν ψυχὴ σὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θέλει, ἔτσι καί, ὅταν ἐκείνη νεκρωθεῖ, γίνονται αὐτὰ τὰ ὁποῖα θέλει ὁ Χριστός, καὶ δὲν εἶναι πλέον ἀνθρώπινη αὐτὴ ἡ ζωή, ὅταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ζεῖ μέσα σὲ ἐμᾶς, δηλαδὴ ἐνεργεῖ, ἐπικρατεῖ.
Ἐπειδὴ ἐπίσης ἔλεγε: «Μὲ τὸ βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ καὶ ἔχω πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δὲν ἔχει πλέον καμία ἰσχὺ γιὰ μένα ὁ μωσαϊκὸς νόμος.» καὶ «δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ πέθανα», πρόσθεσε: «ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (:Ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι νεκρός. Λοιπὸν δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τὴ φυσικὴ ζωὴ ποὺ ζῶ μέσα στὸ σῶμα μου τώρα ποὺ ἐπέστρεψα στὸν Χριστό, τὴ ζῶ μὲ ἔμπνευση καὶ μὲ τὴν κυριαρχία τῆς πίστεως στὸν Χριστό, τὴ ζῶ μὲ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴν κυριαρχία τῆς πίστεως στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ τὴ σωτηρία μου)» [Γαλ. 2,20].
«Αὐτὰ μὲν τὰ ὁποῖα εἶπα», λέγει, «τὰ εἶπα γιὰ τὴ νοερὰ ζωή· ἐὰν πάλι κάποιος ἤθελε νὰ ἐξετάζει καὶ αὐτὴ τὴν αἰσθητὴ ζωή, καὶ αὐτὴν τὴ ζῶ μὲ πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅσο ζοῦσα μὲ τὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς καὶ τὸν νόμο, ἤμουνα ἄξιος ἐσχάτης κολάσεως καὶ θὰ εἶχα καταστραφεῖ»· διότι «ὅλοι ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τῆς θείας δόξης» καὶ ὅλοι βρισκόμαστε ὑπὸ τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση· καὶ διότι οἱ πάντες πέθαναν, ἂν καὶ ὄχι ἐμπειρικά, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ἀπόφαση· καὶ ἐπειδὴ δεχτήκαμε τὴν πληγή, διότι καὶ ὁ νόμος κατηγόρησε καὶ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του στὸν θάνατο, ἐξάρπασε ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ὥστε «τὴ ζωὴ τὴν ὁποία τώρα ζῶ στὸ σῶμα, τὴ ζῶ μὲ πίστη στὸν Θεό»· δηλαδὴ ζῶ γιὰ τὴν πίστη σὲ Αὐτόν. Ἐπειδὴ ἐὰν δὲν ὑπῆρχε αὐτό, τίποτε δὲν θὰ ἐμπόδιζε νὰ καταστραφοῦμε ὅλοι· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ μὲ τὸν κατακλυσμό· ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κατάπαυσε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, κατέστησε δυνατὸν νὰ ζοῦμε διὰ τῆς πίστεως. Γιά τὸ ὅτι λοιπὸν αὐτὸ ἐννοεῖ, μάθε ἀπὸ τὰ ἑξῆς. Ἀφοῦ εἶπε δηλαδὴ ὅτι «τὴ ζωὴ τὴν ὁποία ζῶ τώρα στὸ σῶμα, τὴ ζῶ μὲ πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ» πρόσθεσε «ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ Του πρὸς χάριν μου». Τί κάνεις, Παῦλε, σφετεριζόμενος αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀνήκουν σὲ ὅλους καὶ οἰκειοποιούμενος αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔγιναν γιὰ ὅλους; Διότι δὲν εἶπε «ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε», ἀλλὰ «ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε».
Ἀλλὰ ὅμως ὁ εὐαγγελιστὴς λέγει: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (:Καὶ μὴ σοῦ φαίνεται παράδοξο ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ ὑψωθεῖ πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία σας· διότι τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ὥστε παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο Υἱό Του, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ σὲ αἰώνιο θάνατο κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια)» [Ἰω. 3,16] καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος λέγεις: «Ὃς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; (:Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν λυπήθηκε οὔτε τὸν μονογενῆ Υἱό Του, ἀλλὰ γιὰ χάρη ὅλων μας Τὸν παρέδωσε στὸν σταυρικὸ θάνατο, πῶς μαζὶ μὲ Αὐτὸν δὲν θὰ μᾶς χαρίσει καὶ κάθε ἄλλη εὔνοια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας; Ἀφοῦ μᾶς χάρισε τὸν Υἱό Του, δὲν θὰ μᾶς χαρίσει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ σωθοῦμε;)» [Ρωμ. 8,32]· ὄχι πρὸς χάριν σου, ἀλλὰ «ὑπὲρ ἡμῶν πάντων (:πρὸς χάριν ὅλων μας)»· καὶ πάλι: «προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (:καὶ νὰ ἐνισχυόμαστε στὴν ἐνάρετη ζωὴ περιμένοντας μὲ χαρὰ τὴ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε καὶ τὴ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτό Του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσουν ἀπὸ κάθε παράβαση τοῦ νόμου, νὰ μᾶς καθαρίσει καὶ νὰ μᾶς κάνει ἔτσι δικό Του ἐκλεκτὸ λαό, λαὸ γεμᾶτο ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα)» [Τίτ. 2,14].
Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει ἐδῶ; Ὁμιλεῖ ἔτσι, ἐπειδὴ κατανόησε τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τὴν ἀπερίγραπτη κηδεμονία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπὸ ποιά δεινὰ ἀπάλλαξε καὶ ποιά χάρισε, καὶ φλογίστηκε ἀπὸ τὸν πόθο γι᾿ Αὐτόν· διότι καὶ οἱ προφῆτες οἰκειοποιοῦνται πολλὲς φορὲς τὸν Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω (:Θεέ μου, ποὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, ἀπὸ πολὺ πρωί, ἀπὸ τὰ χαράματα προσεύχομαι πρὸς Ἐσένα)» [Ψαλμ, 62,1]. Καὶ γιὰ νὰ δείξει, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἐὰν εἶναι δίκαιος, τόση χάρη πρέπει νὰ ὀφείλει στὸν Χριστό, ὅση θὰ ὄφειλε ἐὰν εἶχε ἔλθει μόνο γιὰ Αὐτόν· διότι δὲν θὰ ἀρνιόταν νὰ δείξει τόση οἰκονομία καὶ γιὰ ἕνα μόνον ἄνθρωπο· διότι σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ἀγαπᾷ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ὅσο ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἡ μὲν θυσία λοιπὸν προσφέρθηκε ὑπὲρ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καὶ ἦταν ἀρκετὴ νὰ ἐλευθερώσει ὅλους. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι δέχονται τὴν εὐεργεσία εἶναι μόνο ὅσοι πιστεύουν. Ἀλλά τὸ ὅτι δὲν προσῆλθαν ὅλοι, δὲν Τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτὴν τὴν οἰκονομία· ἀλλὰ ὅπως τὸ δεῖπνο τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, ἑτοιμάστηκε μὲν γιὰ ὅλους, ἐπειδὴ ὅμως δὲ θέλησαν νὰ ἔλθουν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν δὲν ἀπέσυρε τὰ ὅσα ἑτοιμάστηκαν ἀλλὰ κάλεσε ἄλλους, ἔτσι ἔκανε καὶ ἐδῶ· διότι καὶ τὸ πρόβατο τὸ ὁποῖο ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὰ ἐνενῆντα ἐννιά, ἕνα ἦταν, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ τὸ καταφρόνησε.
Αὐτὸ τὸ ἴδιο λοιπὸν κάπως ἔτσι ὑπαινισσόταν ὁμιλῶντας γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὁ Παῦλος λέγοντας: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται · ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (:Καὶ τὸ προνόμιο αὐτὸ νὰ κατέχουν αὐτοὶ τίς ἐπαγγελίες καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκμηδενίστηκε· διότι, τί σημασία ἔχει ἂν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔδειξαν ἀπιστία; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ; Ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ φανεῖ ὁ Θεὸς ἀναξιόπιστος καὶ καταπατητὴς τῶν ὑποσχέσεών Του. Κι ἂς ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ πράγματα ὁ Θεὸς ἀξιόπιστος στὰ λόγια Του, ἐνῶ κάθε ἄνθρωπος ἀσυνεπὴς καὶ ψεύτης, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γραφεῖ στοὺς ψαλμούς: "Γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖς, Θεέ μου, δίκαιος στὰ λόγια Σου καὶ τίς ὑποσχέσεις Σου καὶ νὰ νικήσεις ὅταν οἱ ἄνθρωποι Σὲ κρίνουν")» [Ρωμ. 3,3-4]. Ὕστερα, Αὐτὸς μὲν τόσο σὲ ἀγάπησε, ὥστε καὶ τὸν ἑαυτό Του νὰ παραδώσει καὶ ἐνῶ δὲν εἶχες ἐλπίδα σωτηρίας σὲ ὁδήγησε σὲ τόση καὶ τέτοια ζωή, καὶ ἐσὺ μετὰ ἀπὸ τόσα ἀγαθὰ ἐπιστρέφεις πρὸς τὰ παλαιά;
Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ συμπεράσματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς τὰ ἔθεσε ὁ Παῦλος μέσα τους μὲ ἀκρίβεια, διακηρύσσει μὲ ἔντονο καὶ ἐμφαντικὸ τρόπο λέγοντας: «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν (:Δὲν ἀπορρίπτω ὡς ἀνώφελη τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἀθετήσω τὴ χάρη αὐτή, ἐὰν ἐπανέλθω στὸν μωσαϊκὸ νόμο· διότι ἐὰν ἐπανέλθω στὸν νόμο, σημαίνει ὅτι παραδέχομαι πὼς μπορῶ νὰ δικαιωθῶ καὶ νὰ σωθῶ μὲ τὸν νόμο. Ἀλλὰ ἐὰν ἡ δικαίωση καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾷται μὲ τὴν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς χωρὶς λόγο πέθανε καὶ ἦταν περιττὸς ὁ θάνατός Του)» [Γαλ. 2,21]. Ἄς ἀκοῦνε αὐτὰ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καὶ τώρα ἰουδαΐζουν καὶ προσκολλῶνται στὸν νόμο· διότι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀπευθύνονται αὐτά.
«Διότι ἐὰν μὲ τὴν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου δίδεται δικαίωση, τότε ματαίως πέθανε ὁ Χριστός». Τί ὑπάρχει φοβερότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία; Τί προκαλεῖ ντροπὴ περισσότερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια; Διότι ἐὰν πέθανε ὁ Χριστὸς εἶναι φανερὸ ὅτι πέθανε διότι ὁ νόμος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς δικαιώσει ἐὰν ὅμως ὁ νόμος παρέχει δικαίωση, τότε εἶναι περιττὸς ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πῶς θὰ ἦταν λογικό, πρᾶγμα τόσο μεγάλο, τὸ ὁποῖο εἶναι πλῆρες τόσης φρίκης, καὶ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, καὶ μυστήριο τόσο ἀπόρρητο, τὸ ὁποῖο οἱ μὲν προφῆτες γεννοῦσαν σὰν μὲ πόνους τοκετοῦ, οἱ δὲ πατριάρχες προέλεγαν καὶ οἱ ἄγγελοι βλέποντας ἐκπλήσσονταν, καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους ὅτι εἶναι κεφάλαιο τῆς πατρικῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ νὰ λένε ὅτι ἔγινε ἄσκοπα καὶ μάταια; Ἀφοῦ λοιπὸν κατάλαβε τὴν ὑπερβολικὴ ἀτοπία, ἐὰν τόσο μεγάλο καὶ τέτοιο πρᾶγμα ἐπιτρεπόταν νὰ λένε ὅτι ἔγινε μάταια- διότι αὐτὸ ἐξαγόταν ὡς συμπέρασμα ἀπὸ ὅσα ἔπρατταν-χρησιμοποιεῖ καὶ ἔντονη ἐπιτίμηση ἐναντίον τους μὲ τὰ λόγια ποὺ τοὺς ἀπευθύνει ἀμέσως παρακάτω [:στὸ τρίτο κεφάλαιο τῆς Πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου