(Φύλλα και σαπούνοφούσκες και καπνό και άχυρα και σκιά και σκόνη…
χαρακτήρισα όλα τα λαμπρά αυτού του κόσμου).*
Λες είσαι νέος, σφύζεις από ζωή, κάνεις όνειρα, σχεδιάζεις, διαρκώς ταξιδεύεις πεινασμένος να χορτάσεις τον κόσμο ολόκληρο. Και έρχεται μια στιγμή, ένα ατύχημα που στην κυριολεξία σε καθηλώνει. Δεν μπορείς να περπατήσεις, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε χέρια, ούτε πόδια. Από εδώ και πέρα η ζωή σου θα είναι σε ένα κρεββάτι, ένα ειδικό αμαξίδιο κλεισμένος τον περισσότερο καιρό σ’ ένα δωμάτιο με τέσσερεις να σου κρύβουν τη θέα, τον ήλιο, το φως και να θρυμματίζουν τις ελπίδες σου. Άλλοι τώρα θα σε φροντίζουν, άλλοι θα σε ταίζουν, θα εξαρτάσαι πλέον από άλλους και για τα πιο απλά κι αυτονόητα.
Λες θα κτίσεις, έχεις γη πολλή, έχεις λεφτά και σύνταξη παχυλή κι έρχεται ένας καρκίνος και σε διαλύει. Νοσοκομεία, φάρμακα, γιατροί, χημειοθεραπείες, παρενέργειες, αδυναμίες. Εσύ που νόμιζες πως κρατάς στα χέρια σου τα πάντα, έχεις μείνει τώρα μισός και όλα όσα νόμιζες δικά σου θα περάσουν σε λίγο άλλα χέρια.
Φεύγεις, σιγοσβήνεις, αργοπεθαίνεις, αθόρυβα, σιωπηλά, μοναχικά, βουβά.
Εκεί στη παγωμένη μοναξιά σου, στον αφόρητο πόνο σου, στην εκκωφαντική σιωπή σου, στα καυτά κρυφά σου δάκρυα συνειδητοποιείς τη ματαιότητα του κόσμου. »Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1,2). Εκεί στο αδιέξοδο του κόσμου τούτου,στην ανθρώπινη συμφορά, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, την ώρα που ετοιμάζεσαι να φύγεις, την ώρα που φοβάσαι το σκοτάδι, μια οπή ξαφνικά ανοίγει και γεμίζει τα πάντα φως. Μετάνοια, έστω και την ενδεκάτη… Ένας καλός παπάς με πετραχήλι, μια συγχωρητική ευχή, η αγία λαβίδα με του Χριστού το σώμα και το αίμα και η καρδιά γεύεται ζωή. Αιώνια, άφθαρτη, ουράνια.
Κουβαλάς τώρα υπομονετικά τον βαρύ Σταυρό, αγόγγυστα, με αξιέπαινο σκοπό, με πίστη και ελπίδα στον ανήφορο του Γολγοθά. Σταυρώνεσαι σωματικά κι αναστάνεσαι πνευματικά. Πεθαίνεις κι όμως πρώτη φορά αληθινά ζεις.
Αλέξης Αλεξάνδρου
πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου