Οἱ ἅγιοι Δισμύριοι (Εἴκοσι χιλιάδες) μάρτυρες ἐν Νικομηδείᾳ
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
![]()
Κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ μοχθηροῦ τυράννου Μαξιμιανοῦ (286-305), ἡ χριστιανική πίστη ἄνθιζε στὴ Νικομήδεια καὶ αὔξανε μέρα μὲ τὴ μέρα. Κάποτε ὁ αὐτοκράτορας βρισκόταν σ’ αὐτὴ τὴν πόλη και πληροφορήθηκε γιὰ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν χριστιανῶν ἐκεῖ καὶ γιὰ τὴν ἀκμὴ τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας· κυριευμένος τότε ἀπὸ φθόνο κατέστρωσε ἕνα σχέδιο γιά τὸ πῶς νὰ τοὺς ἐξοντώσει. Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων πλησίαζε. Γνωρίζοντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι σύσσωμοι οἱ χριστιανοί προσέρχονταν στὴν ἐκκλησία ἐκείνη τὴν ἡμέρα γιά νά ἑορτάσουν, διέταξε να περικυκλωθεῖ ἡ ἐκκλησία ἀπὸ στρατιῶτες καὶ αὐτοὶ νὰ βάλουν φωτιά!
Τα μεσάνυχτα, ξημερώματα Χριστουγέννων, ὅταν ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα βρισκόταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ξεκινοῦσε ἡ λαμπρὴ Ἀκολουθία, οἱ στρατιῶτες περικύκλωσαν τὸ κτίριο καὶ δὲν ἄφηναν κανένα νὰ βγεῖ ἔξω. Ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα μπῆκε στὴν ἐκκλησία καὶ ἀνακοίνωσε στοὺς πιστοὺς τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα: εἴτε θὰ προσέφεραν ἀμέσως θυσίες στὰ εἴδωλα, εἴτε θὰ καίγονταν ζωντανοὶ τὴν ίδια στιγμή. Τότε ἕνας ηρωικός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀρχιδιάκονος, διάπυρος μὲ ἔνθεο ζῆλο ἄρχισε νὰ ἐνθαρρύνει τὸν λαό, ὑπενθυμίζοντας στοὺς πιστοὺς τὴν ἱστορία τῶν Τριῶν Παίδων στὴν κάμινο τῆς Βαβυλῶνος.
Εἶπε: «Δεῖτε, ἀδέλφια, τὴν τράπεζα τῆς Προθέσεως στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καὶ κατανοῆστε ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος μόλις τώρα θυσιάστηκε ἐκεῖ, γιὰ ἐμᾶς! Τί λοιπόν; Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ θυσιάσουμε τὶς ζωές μας γι’ Αὐτὸν μέσα στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο;». Οἱ πιστοί, πυρπολημένοι μὲ ζῆλο γιὰ τὸν Χριστό, ἑτοιμάστηκαν νὰ πεθάνουν γι’ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ οἱ κατηχούμενοι βαπτίστηκαν καὶ χρίστηκαν ἀπὸ τὸν ἱερέα. Οἱ στρατιῶτες ἔβαλαν πράγματι φωτιὰ σὲ ὅλες τὶς πλευρές τῆς ἐκκλησίας καὶ οἱ χριστιανοί εἴκοσι χιλιάδες ἦταν συνολικά- ἔγιναν ὁλοκαύτωμα μέσα στις φλόγες, ἐνῶ ἔψαλλαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεό! Ἡ ἐκκλησία καιγόταν ἐπὶ πέντε ἡμέρες καὶ ὁ καπνὸς ποὺ ἀνέβαινε ἀπὸ τὰ ἐρείπιά της ἀνέδιδε ἕνα ὑπέροχο ἡδύπνοο ἄρωμα. Ἕνα χρυσίζον καὶ ιδιαίτερα όμορφο φῶς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ ὁλοκαυτώματος.
Ἔτσι ἔλαβαν ἔνδοξο μαρτυρικὸ τέλος πλήθη ἀνθρώπων, ἄνδρες, γυναίκες καὶ παιδιά, καὶ εἰσῆλθαν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στεφανωμένοι μὲ τὸν καλλίνικο στέφανο τῆς δόξης. Τὸ μαρτύριό τους ἔλαβε χώρα τό ἔτος 302.
Ο Πρόλογος της Αχρίδος – (Δεκέμβριος) · Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς,Εκδόσεις Άθως
***
Προσκύνημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη στην Νικομήδεια,
στον ιερό τόπο όπου εκάησαν οι Δισμύριοι Μάρτυρες
”Τὸ ὁμιχλῶδες καὶ καπνῶδες Ἰσμίτ, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑετόρρυτον, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑδατόλουστον. Τὸ ὁμβροτόκον Ἰσμίτ, τὸ ὁποῖον, ὡς Βιθυνικὴ πάπια ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας λούεται εἰς τὰ βρόχινα ὕδατα. Διηγοῦνται ὅτι ἕνας Ἰσμιτιανός, τόσον ἐβαρύνθη πλέον μὲ τὰς καθημερινὰς τῆς πατρίδος του βροχάς, μὴ δυναμενος νὰ ἀπολαύσῃ τὸ θέαμα τοῦ ὡραίου κόλπου καθήμενος ἐν ὑπαίθρῳ, ὥστε ἀπεφάσισε καὶ ἀπῆλθε μὲ μεγάλην λύπην του. Καὶ κατῴκησεν εἰς ἄλλον τόπον, εἰς τὰ Μπογάζια. Μετὰ καιροὺς καὶ χρόνους συνήντησεν ἐκεῖ ἕνα παλαιὸν συμπατριώτην του, ἄρτι ἐλθόντα ἀπὸ τὸ Ἰσμίτ· καὶ πρώτην ἐρώτησιν τοῦ ἀποτείνει:
-Ἰσμιτὲ γιαγμούρ, γιαγίορ; (βρέχει ἀκόμα εἰς τὸ Ἰσμίτ;)
-Γιαγίορ! Γιαγίορ! Βρέχει! Βρέχει! ἀπήντησε μὲ ἕνα θλιβερὸν τὸνον ὁ συμπατριώτης του….
Διὰ τοῦτο τὰς ἡμέρας αὐτὰς τοῦ θέρους, τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἡ χώρα αὔτη παρέστησεν ἐνώπιόν μου ἕνα θέαμα θαλερωτάτης ἀνοίξεως, πανόραμα χειμῶνος χλοάζοντος ὡς ἐν Ἀπριλίῳ μηνί. Καὶ ἐγὼ δὲν ἤμην συνειθισμένος εἰς τὰς τοιαύτας ἐκπλήξεις, ψηνόμενος αὐτὰς τὰς ἡμέρας μέσα εἰς τὸν ὑπὸ τὴν Ἀκρόπολιν φοῦρνον.
Ἄμπελοι καὶ καπνοφυτεῖαι ὀργῶσαι, μὲ τὰ λιπαρὰ φύλλα των, τὰ καταπράσινα καὶ μεγάλα· κῆποι καὶ καλαμῶνες, καὶ δένδρα ἀειθαλῆ καὶ δένδρα ὀπωροφόρα, καὶ μωρέαι καὶ κυπάρισσοι, ἀποτελοῦντα δάσος, περικοσμοῦσι γύρω-γύρω, τοὺς λόφους, εἰς τὰ κράσπεδα τῶν ὁποῖων ἁπλοῦται ἡ Νικομήδεια, ἡ ἀρχαία τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἀνατολικὴ πρωτεύουσα, ὅπου ὁ θηριώδης Διοκλητιανὸς εἶχε στήσει τὸν αἱμοχαρῆ θρόνον του ἐπάνω εὶς τὰ βασανιστικὰ ὄργανα, μὲ τὰ ὁποῖα, τὸ θηρίον, εβασάνιζε τοὺς ἁγίου μάρτυρας.
…Ἰδοὺ ἔξω ἐκεῖ τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας τῶν Νικομηδέων Μητροπόλεως, ὅπου τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων ὁ φοβερὸς διώκτης Μαξιμιανός, τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ αἱμοχαρὴς σύντροφος, τὸ ζεῦγος τοῦ διαβόλου, ὅπως ἀποκαλοῦνται οἱ δύο αὐτοὶ εἰς τὰ Συναξάρια, ἐπυρπόλησε τοὺς δισμυρίους χριστιανοὺς τοὺς ἑορτάζοντας τοῦ Χριστοῦ τὴν γέννησιν. Πολὺ φρικιαστικὸν εἶνε τὸ ἱερὸν αὐτὸ Συναξάριον.
-Μεθαύριον, βασιλεῦ, οἱ Χριστιανοὶ ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα. Καὶ θὰ εἶνε ὅλοι συνηγμένοι τὴν νύκτα εἰς τὴν ἐκκλησίαν των, εἶπεν εἰς τὸν Μαξιμιανὸν ἕνας ἐκ τῶν ἱερέων του. Μόνον στεῖλε, νὰ τοὺς καύσουν ὅλους μέσα ἐκεῖ, ἐὰν δὲν στέρξουν νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα.
Πάραυτα ὁ φοβερὸς διώκτης προστάσσει νὰ σωρεύσουν ἔξω τοῦ Ναοῦ, ξύλα, δᾳδία καὶ φρυγανα, καὶ νὰ τὰ ἀνάψουν.
Βωμὸν δὲ ἔστησεν ἔξω εἰς τὰ προπύλαια, καὶ ἕνας σαλπιγκτὴς ἐσάλπιζεν : Ὅστις θέλει νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν διὰ πυρὸς θάνατον, ἂς ἔλθῃ ἐδῶ νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεοὺς. Ἄλλος δὲ κῆρυξ εἰσελθὼν, εἰς τὰ αὐτὰ προέτρεπε τοὺς συνηγμένους ἔνδον Χριστιανούς.
Ὁ ἱερεὺς ὅμως τῶν Χριστιανῶν ἐγκαρδιώσας πάντας καὶ ἐνισχύσας, τόσον τοὺς ἐνθουσίασεν ὅλους, ὥστε ἐκραύγασαν μὲ μίαν φωνήν: «Προτιμῶμεν τὸν θάνατον, παρὰ νὰ ἀρνηθῶμεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν.
Τότε ἄναψε πέριξ ἡ πυρά, φοβερῶς τριζοκοποῦσα. Ἐντὸς δὲ τοῦ Ναοῦ οἱ ἱερεῖς ἐβάπτισαν τοὺς ἀβαπτίστους, καὶ τοὺς ἐκοινώνησαν ὅλους τὰ Θεῖα Μυστήρια. Ὅταν δὲ αἱ φλόγες ἤρχισαν νὰ κατακαίουν τὸν Ναὸν ἔνδον, ὅλοι ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ ἐκάησαν, τὸν Παγκόσμιον ὕμνον τῶν Τριῶν Παίδων ψάλλοντες, ὅλοι τὸν ἀριθμὸν χιλιάδες εἴκοσιν! Ὕστερον δὲ ἀπὸ πέντε ἡμέρας πλησιάσαντές τινες Χριστιανοὶ ἀπόκρυφα, προσεκύνησαν τὴν τέφραν τῶν Μαρτύρων, ἡ ὁποία εὐωδίαζε γλυκύτατα.
–Αὐτὰ εῑνε τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τούτου, μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου, ὅπου ἐκάησαν οἱ δισμύριοι Μάρτυρες.
Προσεκύνησα εὐλαβῶς τὸ ὡραῖον αὐτὸ Θυσιαστήριον, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐθεμελιώθη ἡ Ἐκκλησία μας…’’
Ἀλ. Μωραϊτίδη, Μὲ τοῦ Βορηὰ τὰ κύματα, Σειρὰ Α’, ἐκδ. «Ἰω. Σιδέρη», Ἀθήναι, σσ. 125-126· 132-133.
πηγή: https://romioitispolis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου