Σάββατο 20 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Ἑβρ.9,11-14] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Ἑβρ.9,11-14]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ 
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου(:Ὁ Χριστὸς ἦλθε ὡς ἀρχιερέας τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τῶν ἀγαθῶν δηλαδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καὶ εἰσῆλθε στὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων μέσα ἀπὸ μία ἀνώτερη καὶ τελειότερη σκηνή, ποὺ δὲν κατασκευάστηκε ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων. Δηλαδὴ δὲν εἰσῆλθε μέσα ἀπὸ μία ἐπίγεια σκηνή, ὅπως ἦταν ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἀλλὰ δεδομένου ὅτι τὸ σῶμα Του ἦταν ἡ σκηνὴ καὶ κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη καὶ τελειότερη, εἰσῆλθε μέσα ἀπὸ τὴ σκηνὴ αὐτὴ τοῦ σώματός Του)»[Ἑβρ.9,11].

Ἐδῶ ὡς «μείζονα καὶ τελειοτέραν σκηνὴν» ἐννοεῖ τὴ σάρκα. Καὶ σωστὰ τὴν ὀνόμασε καὶ «ἀνώτερη» καὶ «τελειότερη», ἐφόσον σὲ αὐτὴν κατοικεῖ ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ὅλη ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος· γιατί «οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα(:καὶ τὰ διδάσκει αὐτὰ ἀλάνθαστα, διότι ὁ Θεὸς δὲν Τοῦ ἔδωσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅπως κάποτε στοὺς προφῆτες περιορισμένα καὶ σὲ ὁρισμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, ἀλλά Τοῦ τὸ ἔδωσε ὁλοκληρωτικά, ἀδιάκοπα καὶ ἀπεριόριστα· καὶ συνεπῶς Αὐτὸς κατέχει τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη θεϊκὴ ἀποκάλυψη καὶ διδάσκει μὲ ἀκρίβεια τὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ)»[Ἰω.3,34]· ἢ τὸ λέγει ἐπειδὴ εἶναι τελειότερη, ἀφοῦ εἶναι ἀκατάληπτη, καὶ κατορθώνει μεγαλύτερα.

«Τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(:Ἀκριβῶς μάλιστα τὸ σῶμα Του αὐτό, ἐπειδὴ συνελήφθῃ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν κτίση αὐτή, ἀλλὰ ἀπὸ νέα πνευματικὴ κτίση)»[Ἑβρ.9,11]. Νὰ πῶς εἰσῆλθε ἀπὸ σκηνὴ ποὺ εἶναι ἀνώτερη· γιατί δὲν θὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν τὴν κατασκεύασε ἄνθρωπος. «Ἒστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(: Δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο)»· δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτίσματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ κόσμο· γιατί ἔχει κατασκευαστεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Βλέπεις πῶς ὀνομάζει τὸ σῶμα, καὶ «σκηνὴ» καὶ «κατασκεύασμα» καὶ «οὐρανό»; «Εἰσῆλθε στὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων», λέγει, «διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς(:μέσα ἀπὸ μία ἀνώτερη καὶ τελειότερη σκηνή)»· ἔπειτα, «διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾿ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ(:ἀφοῦ πρῶτος Αὐτὸς εἰσῆλθε μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα, δηλαδὴ μὲ τὴ σάρκα Του καὶ τὸ αἷμα Του)»[Ἑβρ.10,20] διὰ τοῦ καταπετάσματος, δηλαδὴ τῆς σάρκας Αὐτοῦ· καὶ πάλι: «Εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος(:Πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα τῆς σκηνῆς)»[Ἑβρ.6,19]· καὶ πάλι: «εἰσερχομένην εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων(: ποὺ εἰσέρχεται στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων)», γιὰ νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Θεό.

Καὶ γιὰ ποιόν λόγο τὸ κάνει αὐτό; Ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὴ διαφορετικὴ σημασία ποὺ ἔχει, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἴδια αἰτία. Ἐννοῶ τὸ ἑξῆς μὲ αὐτό. Ὁ οὐρανὸς εἶναι καταπέτασμα· ὅπως τὰ Ἅγια τὰ ἀποκρύπτει τὸ καταπέτασμα, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα ἀποκρύπτει τὴ θεότητα· καὶ ὅμοια τὸ σῶμα εἶναι σκηνή, ἔχοντας μέσα τὴ θεότητα· καὶ ὁ οὐρανὸς ἐπίσης εἶναι σκηνή, γιατί ἐκεῖ μέσα εἶναι ὁ ἱερέας.

«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς(:Ἀντίθετα ὁ Χριστὸς ἦλθε ὡς ἀρχιερέας)». Δὲν εἶπε «ἔγινε», ἀλλὰ «ἦλθε», δηλαδὴ ἦλθε σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο, δὲν ἔλαβε ἄλλο. Δὲν ἦλθε προηγουμένως καὶ μετὰ ἔγινε ἀρχιερέας, ἀλλὰ συγχρόνως ὅταν ἦλθε. Καὶ δὲν εἶπε: «Ἦλθε ὡς ἀρχιερέας τῶν θυσιαζομένων», ἀλλὰ «τῶν μελλόντων ἀγαθῶν(:τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τῶν ἀγαθῶν δηλαδὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης)»· γιατί ὁ λόγος δὲν μποροῦσε νὰ παραστήσει τὸ πᾶν. «Οὐδὲ δι᾿ αἵματος(:οὔτε χρησιμοποίησε ὁ Χριστὸς ὡς θυσία τὸ αἷμα)», λέγει, «τράγων καὶ μόσχων(:τράγων καὶ μόσχων, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων)». Ὅλα εἶναι ἀλλαγμένα. «Διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ (:ἀλλὰ μὲ τὸ δικό Του αἷμα μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα», λέγει, «εἰς τὰ Ἅγια (:στὰ ἐπουράνια Ἅγια)». Νά, «Ἃγια» ὀνόμασε τὸν οὐρανό. «Μιὰ γιὰ πάντα», λέγει, «εἰσῆλθε στὰ ἐπουράνια Ἅγια», «αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος (:ἐξασφαλίζοντας γιά μᾶς ἀπολύτρωση ὄχι προσωρινή, ἀλλὰ αἰώνια)»[Ἑβρ.9,12]. Καὶ τὸ «ἐξασφάλισε», ἦταν ἀπὸ τὰ ὑπερβολικὰ ἀδύνατα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἐλπίδα, πῶς δηλαδὴ μὲ μία εἴσοδο ἐξασφάλισε αἰώνια λύτρωση.

Ἔπειτα τὸ πειστικό: «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;(: διότι, ἐὰν τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων καὶ τὸ ράντισμα μὲ τὸ νερὸ καὶ τὴ στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ποὺ κατακαιγόταν στὸ θυσιαστήριο δίνει στοὺς θρησκευτικὰ μολυσμένους καὶ ἀκάθαρτους ἕναν ἐξωτερικὸ καθαρμὸ καὶ ἐξαγνίζει τὸ σῶμα τους, προκειμένου νὰ μποροῦν νὰ μετέχουν στὴ λατρεία, πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἰώνιο Πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε μέσα Του πρόσφερε στὸν Θεὸ ὡς θυσία τὸν ἑαυτὸ Του ὁλοκληρωτικὰ καθαρὸ καὶ ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή σας ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ φέρνουν στὴν ψυχὴ νέκρωση, καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ λατρεύετε ἀξίως τὸν ζωντανὸ Θεό;)»[Ἑβρ.9,13-14].

«Ἐὰν δηλαδή», λέγει, «τὸ αἷμα τῶν ταύρων μπορεῖ νὰ καθαρίσει σάρκα, πόσο περισσότερο θὰ καθαρίσει τὸν ρύπο τῆς ψυχῆς τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Γιὰ νὰ μὴ νομίσεις δηλαδή, ἀκούοντας ὅτι «ἁγιάζει», ὅτι εἶναι κάτι τὸ σπουδαῖο, ἀναφέρει καὶ δείχνει τὴ διαφορὰ τοῦ κάθε καθαρισμοῦ, καὶ πῶς ὁ καθαρισμὸς αὐτὸς εἶναι ὑψηλός, ἐνῶ ἐκεῖνος ταπεινός. Καὶ λέγει ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, ἀφοῦ ἐκεῖνο ἦταν τὸ αἷμα ταύρων, ἐνῶ αὐτὸ εἶναι τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὄνομα μόνο, ἀλλὰ ἀναφέρει καὶ τὸν τρόπο τῆς προσφορᾶς· γιατί, λέγει: «Ὅς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ(:ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἰώνιο Πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε μέσα Του πρόσφερε στὸν Θεὸ ὡς θυσία τὸν ἑαυτὸ Του ὁλοκληρωτικὰ καθαρὸ καὶ ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας)»[Ἑβρ.9,14]· δηλαδὴ τὸ θυσιαζόμενο ἦταν ἄμωμο καὶ καθαρὸ ἀπὸ ἁμαρτίες. Τὸ «διὰ Πνεύματος αἰωνίου» δηλώνει ὅτι δὲν προσφέρθηκε διὰ πυρὸς οὔτε μὲ κάποιους ἄλλους.

«Καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν(:Θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή σας ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ φέρνουν στὴν ψυχὴ νέκρωση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ φέρνουν στὴν ψυχὴ νέκρωση)». Καὶ σωστὰ εἶπε «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων»· γιατί ἂν κάποιος τότε ἄγγιζε νεκρό, μολυνόταν· καὶ ἐδῶ ἂν κάποιος συμβεῖ νὰ ἀγγίξει νεκρὸ ἔργο, μολύνεται μὲ τὴ συνείδηση. «Εἰς τὸ λατρεύειν(:καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ λατρεύετε ἀξίως)», λέγει, «Θεῷ ζῶντι(:τὸν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεό)». Ἐδῶ δείχνει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ διαπράττει νεκρὰ ἔργα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δουλεύει στὸν ζωντανὸ Θεό. Καὶ σωστὰ εἶπε «τὸν ἀληθινὸ καὶ ζωντανὸ Θεό», δείχνοντας καὶ μὲ αὐτὸ ὅτι καὶ τὰ προσφερόμενα σὲ Αὐτὸν εἶναι τέτοια. Ἑπομένως ὅλα αὐτὰ τὰ δικά μας εἶναι καὶ ζωντανὰ καὶ ἀληθινά, ἐνῶ ἐκεῖνα τὰ τῶν Ἰουδαίων εἶναι καὶ νεκρὰ καὶ ψευδῆ· καὶ πολὺ σωστά.

Κανένας λοιπὸν ποὺ ἔχει νεκρὰ ἔργα νὰ μὴν εἰσέρχεται ἐδῶ. Γιατί ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἀγγίζει νεκρὸ σῶμα δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέρχεται, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει νεκρὰ ἔργα· γιατί εἶναι μολυσμὸς φοβερότατος. Καὶ νεκρὰ ἔργα εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν ζωή, ποὺ ἐκπέμπουν δυσωδία. Ὅπως δηλαδὴ τὸ νεκρὸ σῶμα δὲν εἶναι χρήσιμο σὲ καμία αἴσθηση, ἀλλὰ καὶ προξενεῖ λύπη σὲ ἐκείνους ποὺ τὸ πλησιάζουν, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία πλήττει ἀμέσως τὸ λογιστικὸ καὶ δὲν ἀφήνει οὔτε τὸν ἴδιο τὸν νοῦ νὰ ἠρεμεῖ, ἀλλὰ τὸν θορυβεῖ καὶ τὸν ταράσσει. Λέγεται ὅτι καὶ ἡ ἐμφάνιση λοιμοῦ καταστρέφει τὰ σώματα. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἁμαρτία· δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν λοιμό, διαφθείροντας ὄχι τὸν ἀέρα πρῶτα καὶ μετὰ τὰ σώματα, ἀλλὰ ἀμέσως ὑπεισέρχεται στὴν ψυχή.

Δὲν βλέπεις ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ λοιμώδη νόσο πῶς φλογίζονται, πῶς περιστρέφονται, πῶς εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ δυσωδία, πῶς εἶναι αἰσχρὰ τὰ πρόσωπά τους, πῶς ὅλοι εἶναι ἀκάθαρτοι; Τέτοιοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ βλέπουν. Γιατί, πές μου, δὲν εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ πυρετό, αὐτὸς ποὺ κυριεύτηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων ἢ τῶν σωμάτων; Δὲν εἶναι ἀκαθαρτότερος ἀπὸ ὅλους αὐτούς, διαπράττοντας ὅλα τὰ ἀδιάντροπα καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ αὐτά; Πράγματι τί ὑπάρχει αἰσχρότερο ἀπὸ ἄνδρα ποὺ ἀγαπᾷ ὑπερβολικὰ τὰ χρήματα; Ὅσα δὲν σταματοῦν νὰ κάνουν οἱ πόρνες γυναῖκες καὶ οἱ θεατρίνες, αὐτὰ δὲν παύει νὰ τὰ κάνει καὶ αὐτός· ἢ καλύτερα ἐκεῖνες εἶναι δυνατὸ νὰ σταματήσουν, αὐτὸς ὅμως ὄχι. Τί λέγω, δὲ σταματᾷ; Ὑπομένει καὶ δουλοπρεπῆ πράγματα, κολακεύοντας ἐκείνους ποὺ δὲν πρέπει, δείχνοντας ἐπίσης θρασύτητα ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, παρουσιάζοντας παντοῦ ἀνωμαλία. Κάθεται πολλὲς φορὲς μὲ πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ γόητες καὶ διεφθαρμένους, πολὺ πιὸ φτωχοὺς καὶ πιὸ εὐτελεῖς ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ἐνῶ ἄλλους ἀγαθοὺς καὶ κατὰ πάντα ἐνάρετους τοὺς ὑβρίζει καὶ συμπεριφέρεται πρὸς αὐτοὺς μὲ θρασύτητα.

Εἶδες καὶ ἀπὸ τὰ δύο καὶ τὴν ἀσχημοσύνη καὶ τὴν ἀδιαντροπιά; Καὶ ταπεινὸς εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο, καὶ ἀλαζόνας. Διαμένουν βέβαια οἱ πόρνες σὲ οἴκημα καὶ αὐτὸ εἶναι ἄξιο κατηγορίας τους, τὸ ὅτι πωλοῦν τὸ σῶμα τους ἔναντι χρημάτων, ἀλλὰ ἔχουν κάποια δικαιολογία τὴ φτώχεια καὶ τὴν πείνα ποὺ τίς καταναγκάζει, ἂν καὶ βέβαια οὔτε αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς δικαιολογία· γιατί μποροῦν νὰ ἐργάζονται καὶ νὰ τρέφονται. Ἐδῶ ὅμως συχνάζει ὁ πλεονέκτης ὄχι σὲ οἴκημα, ἀλλὰ στὸ μέσο τῆς πόλης, προσφέροντας ὄχι τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή του στὸν διάβολο, ὥστε καὶ νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ συνευρίσκεται μαζί του σὰν πρὸς πόρνη πραγματικά, καὶ ἀφοῦ ἐκπληρώσει ὅλη τὴν ἐπιθυμία του ἐξέρχεται καὶ βλέπει ὅλη ἡ πόλη καὶ ὄχι μόνο δύο καὶ τρεῖς ἄνθρωποι. Καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν πορνῶν, τὸ νὰ δίνει σὲ αὐτὲς κανεὶς χρήματα· εἴτε δηλαδὴ εἶναι κανεὶς δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος εἴτε μονομάχος εἴτε ὁποιοσδήποτε καὶ προσφέρει ἀμοιβή, καταδέχονται, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτε κι ἂν ἀκόμη εἶναι εὐγενέστεροι ἀπὸ ὅλους, χωρὶς τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ τίς πλησιάσουν.

Αὐτὸ κάνουν καὶ αὐτοὶ ἐδῶ· τοὺς ὀρθοὺς λογισμούς, ὅταν δὲν ἔχουν χρήματα, τοὺς ἀποστρέφονται, ἐνῶ τοὺς μιαροὺς καὶ πραγματικὰ θηριομάχους τοὺς συναναστρέφονται ἐξαιτίας τῶν χρημάτων, ἀσχημονοῦν μαζί τους καὶ χάνουν τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τους. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ἐκεῖνες εἶναι ὡς πρὸς τὴ φύση τους ἀποκρουστικὲς καὶ γεμᾶτες πονηριὰ καὶ ἄγριες καὶ παχιὲς καὶ ἄσχημες καὶ κακόπλαστες καὶ σὲ ὅλα αἰσχρές, τέτοιες γίνονται καὶ οἱ ψυχές τους, μὴν μπορῶντας μὲ τὰ ἐξωτερικὰ βαψίματα νὰ συγκαλύψουν τὴν ἀσχήμια τους. Γιατί, ὅταν ἡ ἀσχήμια εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες, ὅσα καὶ ἂν ἐπινοήσουν, δὲν μποροῦν νὰ ὑποκριθοῦν. Τὸ ὅτι βέβαια ἡ ἀδιαντροπιὰ κάνει πόρνες, ἄκουσε τὸν προφήτη ποὺ λέγει: «Ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας(:Συμπεριφέρθηκες πρὸς ὅλους μὲ ἀδιαντροπιά, ἀπέκτησες μορφὴ πόρνης)»[Ἰερ.3,3].

Αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ πρὸς τοὺς πλεονέκτες· συμπεριφέρθηκες πρὸς ὅλους μὲ ἀδιαντροπιά· ὄχι πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς ἐκείνους, ἀλλὰ πρὸς ὅλους. Πῶς; Ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ τοῦ εἴδους δὲ σέβεται οὔτε τὸν πατέρα του, οὔτε τὸ παιδί του, οὔτε τὴ γυναῖκα του, οὔτε φίλο, οὔτε ἀδελφό, οὔτε εὐεργέτη, οὔτε κανένα ἄλλο γενικά. Καὶ γιατί λέγω «φίλο καὶ ἀδελφὸ καὶ πατέρα»; Δὲν σέβεται τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀλλὰ τὰ θεωρεῖ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ Αὐτὸν ὡς μῦθο, καὶ γελᾷ μεθυσμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐπιθυμία, καὶ οὔτε νὰ ἀκούσει δὲν θέλει κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ τὸν ὠφελήσουν.

Ἀλλὰ πῶ πῶ παραλογισμός, ποιά εἶναι καὶ τὰ λόγια ποὺ λένε: «Ἀλιμόνο σου, μαμωνᾶ, καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει»: Ἐδῶ κατακυριεύομαι ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ θυμοῦ· ἀλίμονο σὲ ἐκείνους ποὺ λένε αὐτά, καὶ ἂν ἀκόμη τὰ λένε γελῶντας. Γιατί, πές μου, δὲν ἀπείλησε μὲ αὐτὴν τὴν ἀπειλὴ ὁ Θεὸς λέγοντας: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ·ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:Μὴν ἀπατᾶτε τον ἑαυτό σας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ θησαυρίζει κανεὶς καὶ στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι προσκολλημένος καὶ στὸ Θεό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους· διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ, δηλαδὴ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ περιφρονήσετε τότε τὸν Θεό)» [Ματθ.6,24] καὶ ἐσὺ καταργεῖς τὴν ἀπειλὴ τολμῶντας νὰ λὲς τέτοια λόγια πρὸς κακὸ τοῦ ἑαυτοῦ σου;

Δὲν λέγει ὁ Παῦλος ὅτι αὐτὴ εἶναι εἰδωλολατρία καὶ ὀνομάζει εἰδωλολάτρη τὸν πλεονέκτη;[Ἐφ.5,5: «Τοῦτο γὰρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:Φυλαχτεῖτε ἀπὸ αὐτά, διότι πρέπει νὰ ξέρετε καλὰ αὐτό, ὅτι κάθε πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ εἶναι εἰδωλολάτρης, ἀφοῦ ἡ λατρεία τοῦ χρήματος ἀπορροφᾷ ὁλόκληρη τὴν καρδιά του, δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα κληρονομιᾶς στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ)»]. Ἐσὺ ὅμως στέκεσαι καὶ γελᾷς ὅπως οἱ κοσμικὲς γυναῖκες, προκαλῶντας τὰ γέλια σὰν τίς γυναῖκες τοῦ θεάτρου;

Αὐτὸ τὰ ἀνέτρεψε ὅλα, αὐτὸ τὰ κατέρριψε· κατάντησαν τὰ δικά μας γέλως καὶ πολιτισμὸς καὶ ἀστειότητα· τίποτε τὸ σταθερό, τίποτε τὸ στερεό. Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ μόνο πρὸς τοὺς κοσμικοὺς ἄντρες, ἀλλὰ γνωρίζω ποιούς ὑπαινίσσομαι· γέμισε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ γέλωτα. Ἄν ὁ τάδε πεῖ κάποιο ἀστεῖο, ἀμέσως προκαλοῦνται γέλια σὲ αὐτοὺς ποὺ κάθονται. Καὶ τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι πολλοὶ δὲν σταματοῦν νὰ γελοῦν καὶ κατὰ τὴν ἴδια τὴν ὥρα τῆς εὐχῆς. Παντοῦ χορεύει ὁ διάβολος, ὅλους τοὺς ντύθηκε, ὅλους τοὺς ἐξουσιάζει. Ἀτιμάστηκε ὁ Χριστός, περιφρονήθηκε, δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἡ ἐκκλησία. Δὲν ἀκοῦτε τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα(: Ἐπίσης δὲν ἁρμόζουν σὲ σᾶς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρονται κἂν ὡς λέξεις οἱ αἰσχρὲς πράξεις καὶ τὰ ἀνόητα φλύαρα λόγια καὶ τὰ ἄπρεπα καὶ βρώμικα ἀστεῖα)»[Ἐφ.5,4]; Μαζὶ μὲ τὴν αἰσχρότητα ἀναφέρει τὴ γελοιότητα καὶ ἐσὺ γελᾷς; Μωρολογία τί εἶναι; Ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ χρήσιμο.

Γελᾷς λοιπὸν διαρκῶς καὶ φαιδρύνεις τὸ πρόσωπό του ἐσὺ ὁ μοναχός; Γελᾷς, πές μου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις σταυρωθεῖ, ἐσὺ ποὺ πενθεῖς; Ποῦ ἄκουσες τὸν Χριστὸ νὰ τὸ κάνει αὐτό; Πουθενά, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἦταν σκυθρωπός. Πραγματικά, ὅταν εἶδε τὴν Ἱερουσαλὴμ δάκρυσε, ὅταν σκέφτηκε τὸν προδότη ταράχτηκε, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀναστήσει τὸν Λάζαρο ἔκλαψε· καὶ ἐσὺ γελᾷς; Ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ δὲν πονᾷ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων εἶναι ἄξιος κατηγορίας, ἐκεῖνος ποὺ συμπεριφέρεται μὲ ἀναλγησία γιὰ τὰ δικά του καὶ γελᾷ, ποιά συγγνώμη εἶναι ἄξιος νὰ ἐπιτύχει; Ὁ παρὼν καιρὸς εἶναι καιρὸς πένθους καὶ θλίψεως, βασάνων καὶ δουλαγωγίας, ἀγώνων καὶ ἱδρώτων· καὶ ἐσὺ γελᾷς; Δὲν βλέπεις πῶς ἐπιτιμήθηκε ἡ Σάρρα;

Δὲν ἀκοῦς τὸν Χριστὸ ποὺ λέγει: «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε(:Ἀλίμονο καί σὲ σᾶς ποὺ ἔχετε ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς σας τὴ σαρκικὴ χαρὰ καὶ γελᾶτε τώρα ἀπὸ τίς διασκεδάσεις καὶ τίς ἀπολαύσεις τοῦ σαρκικοῦ σας βίου, οὐαὶ καὶ ἀλίμονό σας, διότι στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ πενθήσετε καὶ θὰ κλάψετε)»[Λουκᾶ 6,25]; Αὐτὰ ψάλλεις καθημερινά; Πές μου δηλαδή, τί λές; «Γέλασα»; Καθόλου. Ἀλλὰ τί; «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου(: Ἀπέκαμα ἀπὸ τοὺς στεναγμούς μου γιὰ τίς παρεκτροπὲς μου)»[Ψαλμ.6,6]. Ἀλλὰ ἴσως μερικοὶ εἶναι τόσο παραλυμένοι καὶ ἀποχαυνωμένοι, ὥστε νὰ γελοῦν καὶ γιὰ τὴν ἐπιτίμηση αὐτή, σὰν νὰ τὰ λέμε δηλαδὴ αὐτὰ γιὰ νὰ προκαλέσουμε γέλωτα. Πραγματικὰ τέτοια εἶναι ἡ παραφροσύνη, τέτοια ἡ τρέλλα, οὔτε τὴν ἐπιτίμηση δὲν αἰσθάνεται.

Στέκεται ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ λέγοντας τὴν εὐχὴ γιὰ ὅλους καὶ ἐσὺ γελᾷς, χωρὶς νὰ φοβᾶσαι τίποτε; Καὶ ἐκεῖνος βέβαια λέγει τρέμοντας τίς εὐχὲς γιὰ σένα, καὶ ἐσὺ τὸν περιφρονεῖς; Δὲν ἀκοῦς τὴ Γραφὴ ποὺ λέγει: «Οὐαὶ οἱ καταφρονηταί(:Ἀλίμονο σὲ ὅσους περιφρονοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια)»[προφήτης Ἀββακούμ: 1,5]; Δὲν φρίττεις; Δὲν δείχνεις συστολή; Καὶ βέβαια εἰσερχόμενος σὲ ἀνάκτορα προσέχεις νὰ εἶναι κόσμιο καὶ τὸ παράστημά σου καὶ τὸ βλέμμα σου καὶ τὸ βάδισμά σου καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ἐνῶ ἐδῶ, ὅπου εἶναι τὰ πραγματικὰ ἀνάκτορα, καὶ τέτοια ὅπως ἀκριβῶς εἶναι τὰ οὐράνια, γελᾷς; Ἐσὺ βέβαια γνωρίζω ὅτι δὲν βλέπεις, ἀκοῦς ὅμως ὅτι παντοῦ παραβρίσκονται ἄγγελοι καὶ μάλιστα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ στέκονται δίπλα στὸ βασιλιᾶ, καὶ ὅλα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ τίς ἀσώματες ἐκεῖνες δυνάμεις. Ὁ λόγος μου αὐτὸς ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τίς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μπροστὰ στοὺς ἄνδρες βέβαια δὲν τολμοῦν εὔκολα νὰ τὸ κάνουν αὐτό, καὶ ἂν τὸ κάνουν, δὲν τὸ κάνουν πάντοτε, ἀλλὰ κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἀνάπαυσης, ἐνῶ ἐδῶ πάντοτε. Πές μου, γυναῖκα, καλύπτεις τὸ κεφάλι σου καὶ γελᾷς βρισκόμενη μέσα στὴν ἐκκλησία; Εἰσῆλθες νὰ ἐξομολογηθεῖς τὰ ἁμαρτήματά σου, νὰ προσπέσεις στὸν Θεό, νὰ Τὸν παρακαλέσεις καὶ νὰ Τὸν ἱκετεύσεις γιὰ τὰ κακὰ ποὺ διέπραξες καὶ τὰ πλημμελήματα, καὶ τὸ κάνεις αὐτὸ γελῶντας; Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσεις νὰ καταστήσεις Αὐτὸν εὐμενῆ;

«Καὶ τί κακό», θὰ ἔλεγε κανείς, «εἶναι τὸ γέλιο»; Δὲν εἶναι κακὸ τὸ γέλιο, ἀλλὰ κακὸ εἶναι ὅταν γίνεται πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο καὶ ἄκαιρα. Τὸ γέλιο ὑπάρχει σὲ ἐμᾶς ὥστε, ὅταν δοῦμε φίλους ποὺ ἔχουμε πολὺ χρόνο νὰ τοὺς δοῦμε, νὰ τὸ κάνουμε αὐτό, ὅταν δοῦμε κάποιους συνεσταλμένους καὶ φοβισμένους, νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουμε μὲ τὸ χαμόγελο, καὶ ὄχι νὰ καγχάζουμε καὶ νὰ γελᾶμε πάντοτε. Τὸ γέλιο ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἀνακουφίζεται κάποτε ἡ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ ὁδηγεῖται στὴ διάχυση. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐπιθυμία ὑπάρχει μέσα στὰ σώματά μας καὶ δὲν πρέπει ὁπωσδήποτε ἐπειδὴ ὑπάρχει νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε ἢ νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο· ἀλλὰ καὶ συγκρατοῦμε αὐτὴν καὶ δὲν λέμε «ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα μας, ἂς τὴ χρησιμοποιήσουμε».

Μὲ δάκρυα δούλευε τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ καθαρίσεις τὰ ἁμαρτήματά σου. Γνωρίζω ὅτι πολλοὶ μὲ κατηγοροῦν λέγοντας «ἀμέσως δάκρυα». Γι᾿ αὐτὸ εἶναι καιρὸς δακρύων. Γνωρίζω ὅτι καὶ αἰσιοδοξοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ λένε: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν(:Ἄς φᾶμε, ἂς πιοῦμε, διότι αὔριο πεθαίνουμε)» [Α΄ Κορ.15,32].

Ἀλλὰ σκέψου ὅτι «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης(:Ματαιότης ματαιοτήτων, ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἐπίγεια εἶναι μάταια)»[Ἐκκλ.1,2]. Δὲν τὸ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε ὅλα τὰ πράγματα ἔμπρακτα, λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. Ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας, ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ· ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα· ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καὶ γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ἱερουσαλήμ· συνήγαγόν μοι καὶ γὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας· καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ἱερουσαλήμ· καὶ γε σοφία μου ἐστάθη μοι. καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερὶς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. Καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρες μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον(:Ἐπιδίωξα λοιπὸν τὰ μεγάλα ἔργα. Ἔκτισα οἰκοδομὲς μεγαλοπρεπεῖς. Φύτεψα γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἀμπελῶνες. Περιέκλεισα κήπους καὶ δενδρόκηπους καὶ φύτεψα σὲ αὐτοὺς δένδρα καρποφόρα παντὸς εἴδους. Διέταξα καὶ κτίστηκαν δεξαμενὲς ὑδάτων, γιὰ νὰ ποτίζονται ἀπὸ αὐτὲς ὅλα τὰ χλοερὰ δένδρα τοῦ δάσους. Ἀγόρασα ὡς κτῆμα μου δούλους καὶ δοῦλες. Καὶ τὰ παιδιά, ποὺ αὐτοὶ γέννησαν στὰ ἀνάκτορά μου, ἔγιναν δικά μου. Ἀπέκτησα μεγάλα κοπάδια βοδιῶν καὶ προβάτων, περισσότερα ἀπὸ ὅσα εἶχαν ἀποκτήσει ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ ἐμένα στὴν Ἱερουσαλήμ. Συγκέντρωσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἄργυρο καὶ χρυσό, θησαυροὺς καὶ περιουσίες βασιλέων καὶ ὁλοκλήρων περιοχῶν. Εἶχα πρὸς διασκέδασή μου τραγουδιστὲς καὶ τραγουδίστριες. Ἔκαμα δικές μου καὶ γνώρισα ὅλες τὰς διασκεδάσεις καὶ ἀπολαύσεις τῶν ἀνθρώπων. Εἶχα οἰνοχόους, γιὰ νὰ μὲ κερνοῦν κρασί. Ἔφτασα σὲ μεγαλεῖο καὶ δόξα καὶ ξεπέρασα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πρὶν ἀπὸ ἐμένα εἶχαν ζήσει στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐν μέσῳ ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν μεγαλείων καὶ τῶν ἀπολαύσεων ἡ σοφία μου μοῦ συμπαραστάθηκε, ὥστε νὰ μὴν ἐκτραπῶ ἀνεπανόρθωτα. Κάθε τί, τὸ ὁποῖο ἐπιθύμησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, δέν τοὺς τὸ στέρησα καὶ δὲν ἐμπόδισα τὴν καρδία μου νὰ ἀπολαύσει κάθε τέρψη καὶ χαρά. Ἡ καρδία μου ἀπήλαυσε ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῶν ταλαιπωριῶν καὶ τῶν κόπων μου. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑπῆρξε καὶ τὸ κέρδος ὅλων τῶν κόπων τῆς ζωῆς μου. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τίς τέρψεις καὶ τίς ἀπολαύσεις ἔριξα ἐγὼ ἕνα βλέμμα σὲ ὅλα ὅσα ἔπραξα, σὲ ὅλα ὅσα κατασκεύασαν τὰ χέρια μου, σὲ ὅλα ὅσα μὲ κόπο καὶ ταλαιπωρία ἀγωνίστηκα νὰ ἀποκτήσω, καὶ ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ματαιότητα. Κούφια ὁρμὴ παρερχομένου ἀνέμου καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα μόνιμο, αἰώνιο κέρδος, καμία ὠφέλεια κάτω ἀπὸ τὸν ἐπίγειο ἥλιο)»[Ἐκκλ.2,4-11]. Καὶ τί λέγει μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».

Ἄς πενθήσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἂς πενθήσουμε, γιὰ νὰ γελάσουμε πραγματικὰ γιὰ νὰ νιώσουμε πραγματικὰ εὐφροσύνη κατὰ τὸν καιρὸ τῆς εἰλικρινοῦς χαρᾶς. Γιατί αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθανόμαστε γιὰ τὰ γήινα ὁπωσδήποτε εἶναι ἀναμιγμένη μὲ λύπη καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὴ βροῦμε αὐτὴν ποτὲ καθαρή, ἐνῶ ἐκείνη εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἄδολη καὶ δὲν ἔχει τίποτε τὸ ὕπουλο οὔτε κάτι ἄλλο ἀναμιγμένο. Μὲ ἐκείνη, τὴν πνευματική, χαρὰ ἂς νιώθουμε εὐχαρίστηση, ἐκείνην ἂς ἐπιδιώξουμε. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὴν ἀλλιῶς, παρὰ μὲ τὸ μὴν προτιμᾶμε ἐδῶ τὰ εὐχάριστα, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ὠφελοῦν καὶ νὰ θλιβόμαστε λίγο μὲ τὴ θέλησή μας καὶ νὰ ὑποφέρουμε μὲ εὐχαριστία ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς συμβαίνουν. Γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μέ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου