Ὁ ἥλιος καρφώνει καὶ τὸν χειμώνα ἀκόμη σάν νὰ εἶσαι στὸ Σινά, γιατί ἄνοιξαν τρύπες στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἄν δὲν φυσάη λίγο βόρεια, δὲν μπορεῖς νὰ σταθῆς.
– Γέροντα, τί θὰ γίνη μὲ τὸ ὄζον;
– Λίγη ὑπομονή θὰ κάνουμε, μέχρι νὰ πᾶνε οἱ ἐπιστήμονες μὲ πέντε κιλά στόκο νὰ βουλώσουν τὴν τρύπα!!!... Ναί, ἄς πᾶνε νὰ βουλώσουν τὶς τρύπες ἐπάνω... Θὰ δοῦν ὅτι ὅλα ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε καλά, μὲ τόση ἁρμονία, καὶ θὰ ποῦν: «Εὐλόγησον, ἐμεῖς δὲν τὰ κάναμε καλά». Νὰ κάνετε προσευχή νὰ βουλώση ἡ τρύπα ποὺ ἄνοιξε στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἄνοιξε μία «φιάλη»[1] καὶ ἐκεῖ, ξεραίνονται τὰ Δὲνδρα, τὰ φυτά. Ὁ Θεὸς ὅμως μπορεῖ νὰ τὸ βολέψη.
Καὶ νὰ δῆτε ἡ πονηριά μερικῶν, γιὰ νὰ μαζέψουν τὰ χρήματα τῶν βαθύπλουτων, ποῦ ἔφθασε! Λένε: «Ἄνοιξε τρύπα στὴν ἀτμόσφαιρα, ὁ κόσμος θὰ χαθῆ. Πῶς θὰ σωθῆ ὁ κόσμος; Ἀσχολήθηκε ἡ ἐπιστήμη μὲ σχέδιο νὰ σκάψουν βαθιά, νὰ κατεβοῦν στὸ βάθος τῆς γῆς, γιὰ ν' ἀποφύγουν τὸν ἥλιο». Ἐπειδή δὲν γίνεται τελικά αὐτό, τώρα λένε: «Στὸ φεγγάρι θὰ γίνουν ἐγκαταστὰσεις, ἑστιατόρια, ξενοδοχεῖα, σπίτια καὶ θὰ πάη ὁ κόσμος ἐκεῖ. Ὅποιος θέλει νὰ ἐξασφαλισθῆ, πληρώνει γιὰ 'κεῖ»! Ὅλο ψέματα ἐν τῷ μεταξύ! Γιατί ἐκεῖ τί ἐγκαταστὰσεις νὰ ἔχουν; Ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ κατοικήση ἄνθρωπος. Μέσα στὰ «κλουβιά» πῆγαν ἕνας-δυὸ καὶ γύρισαν. Καὶ τὰ πιστεύουν μερικοί καὶ πληρώνουν...
– Γέροντα, πολλοί ἀνησυχοῦν γιὰ τὰ καυσαέρια.
– Γι' αὐτὸ τὸ θέμα πρέπει νὰ σφίξουν μερικούς ἐργοστασιάρχες νὰ βάλουν μηχανές ποὺ νὰ πιάνουν τούς καπνούς, γιὰ νὰ γλυτώσουν λίγο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ καυσαέρια. Ἀντί νὰ δώση κάθε ἐργοστασιάρχης ἕνα ποσό σ' ἕναν βουλευτή, γιὰ νὰ βολευτῆ, νὰ βάλη κάτι παραπάνω καὶ νὰ πάρη μία μηχανή. Παλιά δὲν ὑπῆρχαν αὐτὰ τὰ μικρόβια, αὐτὸ τὸ νέφος. Τώρα ὅλα τὰ μόλυναν καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦν πρόοδο. Πρόοδο, καὶ ποῦ πᾶνε! Καταστρέφουν τὸν ἄνθρωπο. Βγαίνεις ἔξω καὶ ὁ ἀέρας μυρίζει καυσαέρια. Μόλις ἀνοίξης λίγο τὸ παράθυρο, ἀπ' ἔξω ἡ καπνιά μπαίνει μέσα. Αὐτή ἡ κάπνα δὲν βγαίνει, ὅταν πλένης τὰ χέρια σου, δὲν εἶναι ἀθώα. Ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸ τζάκι μὲ ἕναν βῆχα φεύγει ἀπὸ τὸ πνευμόνι, γιατί δὲν ἔχει λάδι, ἐνῶ αὐτή κολλάει στὰ πνευμόνια.
Στὶς πολυκατοικίες οἱ ἄνθρωποι εἶναι στριμωγμένοι ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο. Τινάζει ὁ ἕνας στὸ μπαλκόνι τοῦ ἄλλου. Ὁ πρῶτος ὁ καημένος τί τραβάει! Πᾶνε σ' αὐτόν ὅλες οἱ σκόνες καὶ τὰ σκουπίδια τῶν ἄλλων. Ἔχει τὰ ροῦχα κάτω ἁπλωμένα ἤ ἔχει ἀνοικτό παράθυρο, ὁ ἄλλος τινάζει ἀπὸ πάνω! Δὲν τὸν σκέφτεται. Τὰ παλιά χρόνια οἱ πολυκατοικίες αὐτές θὰ ἦταν φυλακές, τὸ Γιεντί-Κουλέ[2]. Ναί, φοβερό! Τότε τὰ σπίτια εἶχαν τὴν αὐλή, τὰ ζῶα, τὸν κῆπο, τὰ δενδράκια καὶ ἕναν σωρό πουλιά μαζεύονταν ἐκεῖ.
– Τώρα, Γέροντα, δὲν βλέπουν οὔτε χελιδόνια.
– Χαμένο τὸ ἔχουν τὰ χελιδόνια νὰ πᾶνε ἐκεῖ; Τρελλάθηκαν; Σιγά-σιγὰ δὲν θὰ ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τί εἶναι χελιδόνι. Στὴν Ἀμερική, σὲ ἕνα Πανεπιστήμιο, στὸ τμῆμα ποὺ ἀσχολοῦνται ἱστορικά μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Καινή καὶ τὴν Παλαιά Διαθήκη, γιὰ νὰ καταλάβουν τί θὰ πῆ «σιτάρι», ἔχουν σπαρμένο ἕνα χωράφι μὲ σιτάρι. Γιὰ νὰ καταλάβουν τί θὰ πῆ «βοσκός» καὶ τί θὰ πῆ «προβατίνα», ἔχουν ἕνα κοπάδι μὲ λίγα πρόβατα καὶ ἕναν βοσκό μὲ μία γκλίτσα! Καὶ εἶναι Πανεπιστήμιο!
Ἔχουν μολύνει ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα. Βλέπεις, χειμῶνας καιρός καὶ πῶς μυρίζουν τὰ σκουπίδια! Σκέψου τὸ καλοκαίρι τί γίνεται! Καὶ δὲν πάει καὶ τὸ ἀεροπλάνο νὰ ρίξη λίγο φάρμακο! Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει κάνει τὰ λουλούδια ποὺ εὐωδιάζουν. Τόσα λουλούδια ποὺ ὑπάρχουν, τέτοια ποικιλία, μικρά-μεγάλα, ἐξουδετερώνουν τὴν βρωμιά ποὺ ὑπάρχει. Ἄν δὲν εὐωδίαζε ἔτσι ἡ ἀτμόσφαιρα, τί θὰ γινόταν; βλέπεις, ἕνα ψοφίμι ὑπάρχει κάπου καὶ βρωμάει ὁ τόπος! Πῶς μᾶς οἰκονομάει ὁ Θεός! Ἄν δὲν μᾶς οἰκονομοῦσε, τί χάλια θὰ εἴχαμε! Σκέψου νὰ μήν ὑπῆρχαν λουλούδια, βότανα... Ἔτσι σκεπάζεται ἡ δυσοσμία ἡ δική μας. Διασκεδάζεται μὲ τὰ ἀρώματα.
Μὲ ρώτησε ἕνας λαϊκός στὸ Καλύβι: «Καλά, τί κάνεις ἐσύ ἐδῶ; Μέρα-νύχτα τί κάνεις;». Ἦταν γύρω ἀνθισμένες οἱ σουσοῦρες, ὅλη ἡ πλαγιά γεμάτη λουλούδια. Μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος! «Τί τραβάω, τοῦ λέω, ὅλη τὴν ἡμέρα νὰ ποτίσω καὶ νὰ περιποιηθῶ ὅλα αὐτὰ ποῦ βλέπεις! Καὶ στὸν οὐρανό βλέπεις τὴν νύχτα πόσα κανδήλια ἀνάβω! Δὲν προλαβαίνω νὰ τὰ ἀνάψω ὅλα!». Μὲ κοίταζε! «Τὴν νύχτα, λέω, δὲν βλέπεις κανδήλια ἐπάνω; Ἐγώ τ' ἀνάβω!!! Προλαβαίνω; Δὲν εἶναι ἁπλό σὲ τόσα κανδήλια νὰ βάζης κανδηλῆθρες, λάδι!!». Τάχασε ὁ καημένος.
Καὶ τὰ ραντίσματα εἶναι φαρμάκι. Μὲ αὐτὰ τὰ ραντίσματα καὶ τὰ πουλιά τὰ καημένα ψοφᾶνε. Στὰ Δὲνδρα ρίχνουν φάρμακα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ἀρρώστιες, καὶ μετά ἀρρωσταίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δηλητηριάζουν τὰ πάντα. Δὲν εἶναι καλύτερα νὰ ρίχνουν λιγότερο φάρμακο καὶ νὰ παραχώνουν τὰ σάπια στὶς χωματερές ἀντί γιὰ τὰ γερά; Ὁλόκληρο σύννεφο μὲ τὸ ράντισμα καὶ δὲν θὰ πειράξη τὸν ἄνθρωπο; Ἰδίως γιὰ τὰ μικρά παιδιά, αὐτὰ εἶναι θάνατος. Γι' αὐτὸ γεννιοῦνται ἄρρωστα. Εἶπα σὲ κάποιον: «Τί γίνεται; Σκοτώσατε τὰ ἔντομα καὶ τώρα σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι». Ραντίζουν τὰ λουλούδια, γιὰ νὰ σκοτώσουν τὰ ἔντομα καὶ ἀρρωσταίνουν οἱ ἄνθρωποι. Μετά θὰ βροῦν πιὸ δυνατά φάρμακα, καὶ τελικά τί βγάζουμε;
Ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι κάποια ἔντομα ποὺ τὰ σκότωσαν μὲ τὰ ραντίσματα, σκότωναν ἄλλα. Τώρα θὰ ἀναπτύξουμε αὐτά, γιὰ νὰ σκοτώνουν τὰ ἄλλα. Πῶς ὁ Θεὸς τὰ ἔχει κανονίσει! Ὅπου ἔχει τριζόνια, δὲν ὑπάρχουν κουνούπια. Ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας ποὺ εἶχε ἕνα μικρό μηχανάκι ποὺ ἔκανε ἕναν θόρυβο σάν τριζόνι, ἀλλὰ πιὸ ἄγριο, γιὰ νὰ διώχνη τὰ κουνούπια. Σκοτώνουν τὰ τριζόνια, ποὺ ἔβγαζαν καὶ ἕναν γλυκό ἦχο, καὶ πᾶνε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνουν μὲ μπαταρία! Τὰ σκότωσαν ὅλα, τρυγόνια, τριζόνια... Σπάνια νὰ δῆς καὶ κόρακα ἀκόμη. Σὲ λίγο θὰ βάζουμε τὸν κόρακα στὸ κλουβί!...
Ἐσεῖς, ὅταν ραντίζετε τὰ Δὲνδρα, ἀφῆστε καὶ λίγο τὸν Θεό νὰ βοηθήση. Ἄν δὲν πέση καὶ παντοῦ τὸ φάρμακο, δὲν πειράζει. Ὅλα τὰ μέσα τὰ σημερινά δὲν τὸν βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πίστη. Βλέπω, καὶ ἀλλοῦ ρωτοῦν: «Βγῆκε φάρμακο γι' αὐτό; Ποῦ εἶναι; Στὸ ἐξωτερικό;». Τηλέφωνο ἀμέσως, νὰ τὸ πάρουν. Σιγά-σιγὰ τὸν Θεό Τὸν βγάζουν στὴν ἄκρη καὶ οἱ κοσμικοί καὶ οἱ καλόγεροι. Δὲν ἔχουν βάλει πρῶτα τὴν πνευματική ἐξέλιξη οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἁγιάζωνται ὅλα. Τὸ κακό εἶναι ὅτι καὶ ἐμεῖς οἱ καλόγεροι δὲν προχωροῦμε πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τούς κοσμικούς στὴν πνευματική ἐξέλιξη.
– Γέροντα, ὅμως τὶς ἐλιές τὶς πειράζει ὁ δάκος.
– Νὰ κάνετε κομποσχοίνι νὰ φύγη ὁ δάκος, ὄχι μόνο μὲ ραντίσματα. Νὰ βάλετε καὶ λίγο Χριστό. Μπαίνει καὶ μία προσπάθεια νὰ τὸ κάνουμε καλό ὅπως στὸν κόσμο καὶ δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ἐμεῖς οἱ μοναχοί πρέπει νὰ ἔχουμε ἄλλον «κόσμο». Νὰ μήν πᾶμε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουν οἱ κοσμικοί ἤ καὶ περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Δὲν λέω νὰ μή ραντίζετε καθόλου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι κάνουν πειράματα. Καὶ ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ ραντίσετε, νὰ φορᾶτε μάσκες. Καλύτερα νὰ ἔχετε λίγο δακωμένο καρπό παρά ραντισμένο. Νὰ μήν κάνετε πολλά ραντίσματα, νὰ τὰ ἐλαττώσετε. Νὰ κάνετε προσευχή μὲ εὐλάβεια, νὰ διαβάζετε τὸν πρῶτο Ψαλμό[3] καὶ νὰ ρίχνετε λίγο ἁγιασμό στὰ Δὲνδρα. Ὅταν ζῆτε σωστὰ, καὶ βροχή[4] θὰ ἔχετε καὶ οἱ κάμπιες[5] θὰ σκοτώνονται. Θὰ σᾶς οἰκονομάη ὁ Θεός. Χρειάζεται εὐλάβεια καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α' «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο»
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου