ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Β΄ Κορ. 6, 1-10
Τὰ δύο συστήματα
«Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες»
Ο Απόστολος Παύλος στόν Άρειο Πάγο τής Αθήνας.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, ἦταν πτωχός, πάμπτωχος. Ἔτσι ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Οἱ κήρυκες τοὺ εὐαγγελίου δὲν εἶχαν δική τους περιουσία. Δὲν εἶχαν δικό τους σπίτι. Δὲν εἶχαν χρήματα. Κοινωνικῶς ἦταν ἀδύνατοι. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ ἀνίσχυροι καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι κατώρθωσαν τὸ ἀκατόρθωτο˙ κατώρθωσαν νὰ ἐλκύσουν τὸν κόσμο στὴν χριστιανικὴ πίστι, στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς ἔγινε αὐτό; Εἶνε κάτι ποὺ προκαλεῖ τὸ θαυμασμό. Ὁ ἀπόστολος, ὅταν τὸν κάλεσε ὁ Κύριος στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀπεφάσισε νὰ τὰ θυσιάση ὅλα. Ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε περιουσία καὶ ἰδιοκτησία. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως βλέπει κανεὶς νὰ εἶνε τὰ πάντα στὴ διάθεσί του. Εἶχε τέτοια ἐπάρκεια, ὥστε νὰ γράφη˙ «Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10). Πῶς ἔγινε αὐτὸ καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐξήγησι τοῦ παραδόξου αὐτοῦ φαινομένου;
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία σύντομη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου, τὸ ὁποῖο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πὼς παρουσιάζει μιὰ ἀντίφασι. Δὲν ἔχουμε, καὶ ὅμως ἔχουμε. Ἡ μία ὄψις εἶνε, δὲν ἔχω τίποτε˙ ἡ ἄλλη ὄψις εἶνε, κατέχω τὰ πάντα. Πῶς μποροῦν νὰ συμβαίνουν καὶ τὰ δύο συγχρόνως;
* * *
Ὁ Παῦλος περιοδεύοντας γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου περνοῦσε ἀπὸ διάφορα μέρη. Πήγαινε ὅπου ὁ Θεὸς τὸν ὡδηγοῦσε καὶ κήρυττε ὅπου οἱ ψυχὲς τὸν δέχονταν. Φεύγοντας ἀπὸ κάθε τόπο ἄφηνε διαφορετικὲς ἐντυπώσεις στοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοι, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸν μισοῦσαν. Στοὺς πιστοὺς ὅμως ἡ ἐπίσκεψί του ἄφηνε ἀλησμόνητη ἀγαλλίασι καὶ νοσταλγία νὰ τὸν ξαναδοῦν. Καὶ ἦταν πράγματι ἀξιαγάπητος ὁ Παῦλος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Σὰν μαγνήτης εἴλκυε καὶ ἀποσποῦσε τὴν ἐκτίμησι καὶ τὸ σεβασμό. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ κάποιο σπίτι ἄνοιγε τὴν πόρτα του σʼ αὐτὸν καὶ τὸν ὑποδεχόταν, οἱ ἄνθρωποί του συνδέονταν πιὰ μαζί του. Ὅσοι τὸν εἶχαν φιλοξενήσει μιὰ φορά, στὸ ἐξῆς τοῦ ἦταν γνώριμοι. Πολλοὶ μάλιστα, ὅπως π.χ. οἱ χριστιανοὶ τῆς Γαλατίας, συνδέονταν τόσο στενὰ μαζί του, ὥστε ὁ ἴδιος βεβαιώνει γιʼ αὐτούς, ὅτι ἦταν ἕτοιμοι γιὰ χάρι του, καὶ τὰ μάτια τους ἀκόμη νὰ τοῦ προσφέρουν (βλ. Γαλ. 4, 15). Καὶ ἄν τὰ μάτια τους, τὸ πιὸ ἀκριβὸ τῆς σωματικῆς τους ὑπάρξεως, εἶχαν διάθεσι νὰ τοῦ δώσουν, φαντασθῆτε μὲ πόση προθυμία ἦταν ἕτοιμοι νὰ διαθέσουν ὅ,τι ἄλλο ὑλικὸ εἶχαν, ὅ,τι ὁ ἱερὸς ἀγώνας τῆς πίστεως ἀπαιτοῦσε. Βέβαια καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ σήμερα, ἀποτελοῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ φτωχοὺς ἀνθρώπους. Ἐν τούτοις οἱ φτωχοὶ ἐκεῖνοι ἦταν διατεθειμένοι, χάρις τῆς πίστεως, νὰ προσφέρουν τὰ πάντα.
Ἀλλὰ καὶ ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν εὐνοϊκὲς διαθέσεις καὶ οἱ συνθῆκες ἦταν ἀντίξοες, κʼ ἐκεῖ ἀκόμη ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπερπηδοῦσε τὰ ἐμπόδια. Ἄνοιγε κλειστὲς θύρες, παρεῖχε διευκολύνσεις, δημιουργοῦσε κλῖμα κατάλληλο γιὰ νʼ ἀκουσθῆ τὸ κήρυγμα. Κι ὅπου ὁ Παῦλος κήρυττε, ἐκεῖ καὶ τὰ κελλιὰ τῶν φυλακῶν ποὺ τὸν ἔκλειναν, καὶ τὰ πλοῖα ποὺ τὸν μετέφεραν, καὶ τὰ δικαστήρια ποὺ τὸν δίκαζαν, καὶ κάθε ἄλλος χῶρος μεταβαλλόταν σὲ ἐκκλησία, ὅπως βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (βλ. 16, 22-32˙27, 21-26˙ 23, 1-6˙ 21,40-22,21 κ.λ.π.). Παρὰ τὶς δυσκολίες, τελικῶς ὅλα τοῦ παραχωροῦνταν, ὅλα ἦταν στὴ διάθεσί του γιὰ τὸν ἱερὸ σκοπὸ ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος.
Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (ἔ.ἀ.) δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὸν ἴδιο. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν ὅπως αὐτός, ἔβλεπαν τὸ ῥητὸ αὐτὸ νὰ πραγματοποιῆται στὴ ζωή τους. Ἔβλεπαν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς ἐξασφαλίζη ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. Ἄλλωστε στὴν πρώτη ἐκείνη Ἐκκλησία ὅλοι ζοῦσαν μὲ λιτότητα καὶ ἁπλότητα, κʼ ἔτσι εἶχαν αὐτάρκεια. Ὅσο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν, ποὺ ποτὲ δὲν λείπουν οὔτε θὰ λείψουν ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, βλέπουμε τὴν πρώτη Ἐκκλησία νὰ φροντίζη γιʼ αὐτούς. Ὑπῆρχε ἡ λεγομένη «λογία» (Α΄ Κορ. 16, 1-2). Κάθε Κυριακή, δηλαδή, στὴ σύναξι γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, οἱ χριστιανοὶ ἔδιναν καθένας ἐλεύθερα, ὅ,τι μποροῦσε, καὶ γινόταν ἔτσι ἕνας τακτικὸς ἔρανος γιὰ τοὺς πάσχοντας. Ἀκόμη εἶχαν τὶς λεγόμενες ἀγάπες, κοινὰ δηλαδὴ δεῖπνα, ὅπου ὅλοι μαζὶ κάθονταν σὲ κοινὴ τράπεζα καὶ συνέτρωγαν σὰν ἀδέρφια. Θαυμαστὸς ἦταν ὅλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους. Θαυμαστὸς διότι, ἐνῶ δὲν εἶχαν τίποτε δικό τους, ἐν τούτοις καὶ τίποτε δὲν τοὺς ἔλειπε! Τότε, ὅσοι εἶχαν κάποιο πολύτιμο ἀντικείμενο ἤ ἀκίνητο, τὸ πωλοῦσαν κʼ ἔδιναν τὸ ἀντίτιμο στοὺς ἀποστόλους. Καὶ οἱ ἀπόστολοι μοίραζαν μὲ δικαιοσύνη ἀπὸ τὰ χρήματα αὐτὰ στοὺς φτωχούς, ἀναλόγως μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός.
Ἔπειτα τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ γίνεται καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ ἱερὸς αὐτὸς πατὴρ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἵδρυσε στὴν ἐπισκοπή του ἕνα μεγάλο φιλανθρωπικὸ συγκρότημα, ὅπου κάθε δυστυχισμένος εὕρισκε στέγη καὶ τροφή. Ὠνομαζόταν Βασιλειάς. Καὶ τὸ παράδειγμά του μιμήθηκαν κι ἄλλες ἐκκλησίες. Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ποὺ ἐγκωμιάζει τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ δὲν ἔλεγε κανείς, «Αὐτὸ εἶνε δικό μου καὶ αὐτὸ εἶνε δικό σου», γιατὶ ὁ λόγος αὐτὸς ψυχραίνει τὶς καρδιές, ἀλλʼ εἶχαν κοινὰ τὰ πάντα.
Ἄς ἐπιτραπῆ τέλος καὶ σʼ ἐμένα τὸ γέροντα ἐπίσκοπο, ποὺ πλησιάζω τὰ ἐνενήντα καὶ πέρασα πολλὲς δοκιμασίες, νὰ πῶ, ὅτι εἶδα κʼ ἐγῶ στὴ ζωή μου νὰ πραγματοποιῆται τὸ «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (ἔ.ἀ.). Κατὰ τὴν ἀπαίσια ἐποχὴ τῆς κατοχῆς (1941-45) ὑπηρετοῦσα στὴν πρωτεύουσα τῆς Δ. Μακεδονίας, τὴν Κοζάνη. Ἐκεῖ ἀντιμετωπίζουμε τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιβιώσεως τοῦ λαοῦ, ποὺ κυριολεκτικὰ πεινοῦσε λόγῳ τῆς λεηλασίας τῶν κατακτητῶν. Οἱ Γερμανοὶ τόσο μισοῦσαν τὴν Ἑλλάδα, ὥστε ὄχι τρόφιμα δὲν ἔδιναν, ἀλλὰ ἔλεγαν πώς, ἄν ὑπῆρχε μηχάνημα, καὶ τὸν ἀέρα θʼ ἀφαιροῦσαν γιὰ νὰ πεθάνουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀπὸ ἀσφυξία! Τότε ὡς ἱεροκῆρυξ ἀπηύθυνα πρὸς τὸν εὐγενῆ λαὸ ἔκκλησι. Παρακάλεσα ὅλους νὰ πρπσφέρουν ὅ,τι μποροῦν, ἄλλος ἀπὸ τὸ περίσσευμα κι ἄλλος ἀπὸ τὸ ὑστέρημα, γιὰ τὴ διάσωσι τοῦ λαοῦ. Ἡ ἀνταπόκρισις ἦταν συγκινητική. Παρουσιάστηκε, μπορῶ νὰ πῶ, μιὰ ἔκρηξις ἀγάπης. Ὅλοι προσέφεραν. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Ἐστία συσσιτίων. Στὴν ἀρχὴ ξεκινήσαμε σὰν μικρὸ ῥυάκι μὲ 25 μερίδες συσσιτούντων. Ἐν συνεχεία ὅμως τὸ ῥυάκι αὐτὸ αὐξήθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔγινε ποταμὸς μεγάλος σὰν τὸν Ἁλιάκμονα. Φθάσαμε στὸν ἀριθμὸ τῶν 8.000 μερίδων, γεγονὸς ἀπίστευτο, ποὺ προκάλεσε τὸ θαυμασμὸ κι αὐτῶν τῶν κατακτητῶν. Στὸ ἔργο αὐτὸ προσέφεραν δωρεὰν τὶς ὑπηρεσίες τους 100 καὶ πλέον πρόσωπα, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ νεάνιδες. Βέβαια κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας τῆς Ἐστίας δέχθηκα διωγμό. Ἀλλὰ ὁ πιστὸς λαὸς συμπαραστάθηκε στὸν διωκόμενο φτωχὸ ἱεροκύρηκα. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἐξιστορεῖ ὁ ἀγαπητὸς θεολόγος κ. Παναγιώτης Μύρου στὸ βιβλίο του «Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης», ποὺ κυκλοφορεῖ τώρα σὲ ἐπαυξημένη ἔκδοσι.
Αὐτό, ποὺ ἔγινε τότε στὴν Κοζάνη, ἔγινε καὶ σʼ ἄλλες πόλεις. Ζηλωταὶ ἱεροκήρυκες ἵδρυσαν συσσίτια, καὶ μὲ τὴ λειτουργία τους ἔβλεπε κανεὶς νʼἀναβιώνουν οἱ ἡμέρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος εἶπε, ὅτι ὅπου πολεμεῖται ἡ ἰδιοτέλεια καὶ καλλιεργεῖται τὸ γνήσιο πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖ ὑπάρχει εὐτυχία.
* * *
Ἀγαπητοί μου,
Δύο ἀντίθετα συστήματα παρουσιάστηκαν στὴν ἱστορία, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴ διαφορετικὴ διαχείρισι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ καπιταλισμός, ποὺ ἔχει τὴν ἕδρα του στὴ Δύσι, στὴν Ἀμερική. Τὸ ἄλλο εἶνε ὁ κομμουνισμὸς ἤ ἠπιώτερα ὁ σοσιαλισμός, ποὺ ἔχει τὴν ἕδρα του στὴν Ἀνατολή, στὴ Ρωσία. Ποιά εἶνε ἡ διαφορὰ μεταξύ τους; Ἀτελῆ εἶνε καὶ τὰ δύο. Ἀλλʼ εἶνε ἀλήθεια ὅτι στὴν Ἀμερική, ποὺ εἶνε ὁ σιτοβολώνας τοῦ κόσμου, μόλις πῆς «πεινῶ», πλῆθος χέρια θὰ τρέξουν νὰ σὲ βοηθήσουν. Ἐνῶ σʼ ἕνα ἄθεο κομμουνιστικὸ κράτος, ἄν πῆς «πεινῶ», θὰ θεωρηθῆς ἐχθρὸς τοῦ συστήματος, θὰ χαρακτηρισθῆς παράφρων καὶ θὰ σὲ κλείσουν στὶς φυλακές. Δὲν ἔχεις ἐκεῖ δικαίωμα νὰ πῆς «πεινῶ», ἀλλὰ πρέπει νὰ παρουσιάζεσαι εὐτυχισμένος. Τώρα βέβαια καὶ στὰ περισσότερα ἀνατολικὰ κράτη, μετὰ τὴν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ συστήματος, ἐπικρατοῦν καλύτερες συνθῆκες καὶ ἡ ἀθεΐα, ἡ πηγὴ τῆς δυστυχίας, ἀρχίζει νὰ ἐκλείπη.
Λέγοντας αὐτὰ δὲν πολιτικολογοῦμε. Δὲν θεωροῦμε ἰδανικὸ κανένα ἀνθρώπινο πολιτικὸ καὶ οἰκονομικὸ σύστημα. Ἡ ἀνθρωπότης κάποτε θὰ διδαχθῆ, ὅτι κανένα ἄλλο σύστημα εὐτυχισμένης διαβιώσεως δὲν ὑπάρχει γιʼ αὐτήν, παρὰ μόνο αὐτὸ ποὺ προβάλλει τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε τὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Αὐτὸ ποὺ ἐφήρμοζε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἔμβλημα τὸ λόγο του˙ «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (ἔ.ἀ.).
Ναί. Εἴθε νὰ ἐκλείψη ὄχι μόνο κάθε σύστημα βίας καὶ ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ κάθε σύστημα ποὺ θεοποιεῖ τὸ χρῆμα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Εἶνε ἀντιχριστιανικό, ὁ ἕνας νὰ τρώη μὲ δέκα μασέλλες κι ἄλλος νὰ μὴν ἔχη οὔτε μπουκιὰ ψωμί. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μάθουν ὅλοι νὰ ζητοῦν μόνο τὰ ἀναγκαῖα λέγοντας τὴν προσευχὴ «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. 6, 11 ), κι ὅταν μάθουν νὰ ἐφαρμόζουν τὸ θεόπνευστο λόγο «Τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα» (Β΄ Κορ. 8, 13), δηλαδὴ μὲ τὰ περισσεύματά σας καλύψτε τὰ ὑστερήματα τῶν ἄλλων, τότε ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔλθει στὴ γῆ.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 181-188 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου