Κάποτε, όπως μου διηγείτο στα παιδικά μου χρόνια ο παπα-Θόδωρος, ο ιερεύς που με βάπτισε, κάλεσαν κάποιο βράδυ τον παππού του, που ’ταν και αυτός ιερεύς με το όνομα παπα-Γιώργης, για να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ετοιμάστηκε ο παππούς ιερεύς, παίρνοντας μαζί του τον εγγονό του, Θεόδωρο, για να κρατάει το φαναράκι αναμμένο και να πηγαίνει έτσι μπροστά. Πήγε στην εκκλησία, πήρε το Άγιο Ποτήριο με τη Θεία Κοινωνία, αφού προηγουμένως φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε στους ώμους του τον αέρα. Έτσι γινόταν τα παλιά χρόνια. Μπροστά πήγαινε ο μικρός, ο Θοδωρής, με το φαναράκι και ένα μικρό θυμιατό. Ήταν χειμώνας και οι δρόμοι ήσαν έρημοι και το κρύο πολύ. Σε μια στροφή του δρόμου, συναντούν μια σκοτεινή σιλουέτα - μόλις φαινόταν. Ο ιερεύς ούτε καν την πρόσεξε διότι όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Άγιον Ποτήριον και στη φύλαξη των Τιμίων Δώρων, του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνη η σκιά ήταν γυναίκα, σταμάτησε απότομα και έντρομη. Ο παπάς, χωρίς να δώσει σημασία, προχώρησε στο δρόμο του. Πήγε στο σπίτι του αρρώστου και τον κοινώνησε. Σε λίγο γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο και άρχισε να σιγοβρέχει. Κάτω ο δρόμος ήταν γεμάτος λασπόνερα. Και βλέπει σε μια στιγμή μια γυναίκα, γονατιστή μέσα στις λάσπες και στα νερά, να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η ίδια, που είχε συναντήσει πριν.
- Στάσου παπά μου, του λέει, μην προχωρήσεις άλλο.
Σταμάτησε ο ιερεύς έκπληκτος και κείνη άρχισε με λυγμούς να διηγείται τα εξής που τάκουσε και ο μικρός ο Θεόδωρος, ο μετέπειτα παπα-Θόδωρος, που είχε σταματήσει και κείνος.
- Εγώ προηγουμένως παπά μου πήγαινα να αμαρτήσω. Να λερώσω το στεφάνι μου. Όταν, όμως, έφτασες κοντά μου, βγήκε μια φωνή από τη Θεία Μεταλαβιά, προφανώς βέβαια απ’ το Άγιο Ποτήριο, και μου είπε «Τι πας να κάμεις παιδί μου, τι πας να κάμεις;» Η φωνή ήταν τόσο γλυκειά αλλά και τόσο πονεμένη, που λύγισα, ντράπηκα. Και έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω, να κλαίω και να κλαίω μέχρι τώρα. Παπά μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.
Και κείνος ο απλοϊκός αλλά αγιασμένος λευΐτης του χωριού, ακούμπησε στο κεφάλι της το Άγιο Ποτήριο, ναι, πάνω στο κεφάλι της, και της είπε:
- «Λελυμένη και συγκεχωρημένη, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Μόνον μηκέτι αμάρτανε».
Επανέλαβε τους λόγους του Κυρίου που είπε προς την μοιχαλίδα γυναίκα, που την είχαν πιάσει επ’ αυτοφόρω, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τα ίδια εκείνα λόγια: «Μηκέτι αμάρτανε». Και κίνησε να φύγει. Φεύγοντας, την άφησε γονατιστή και την άκουσε βέβαια να λέγει εκεί όπως ήταν γονατιστή, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». «Θεέ μου, συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, Χριστέ μου, ελέησέ με, Θεέ μου συγχώρεσέ με, ντρέπομαι», και άλλα πολλά τέτοια όμοια. «Και σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με συγχώρεσες, δεν θα το ξανακάμω».
Αλήθεια τι θαύματα μπορεί να κάμει ο Θεός, για να σώσει, έστω και μια ψυχή. Τι θαύματα… Μετά την απόθεση της Θείας Κοινωνίας στην Αγία Πρόθεση, λέγει ο παπα-Γιώργης στον εγγονό του:
- Έως ότου πεθάνουμε, και εγώ και αυτή δυστυχισμένη γυναίκα, δε θα μιλήσεις ποτέ, παιδί μου.
Και συνέχισε ο παπα-Θόδωρος:
- Στέφανε, παιδί μου, η αληθινή μετάνοια και η πίστις κάνουν θαύματα. Και τα κάνουν πάντοτε, και σήμερα! Tα πιο πολλά δεν τα ξέρουμε.
Άραγε, τι μάθημα ήθελε να μου δώσει εμένα; Το μικρό παπαδάκι, που βρισκόμουν μέσα στο Άγιο Βήμα. Τι μάθημα; Το θαύμα; Την πρόνοια του Θεού για το πεσμένο πλάσμα του; Τη δύναμη της μετανοίας; Το ευόλιστον της ανθρώπινης αδυναμίας; Τι απ’ όλα αυτά; Ή όλα μαζί;
Λέγαμε, χριστανοί μου, ότι οι τρόποι της προσευχής είναι πολλοί. Οι τρόποι της νοεράς προσευχής, διότι γι’ αυτήν γίνεται ο λόγος. Και θ’ αποδείξουμε ότι είναι δυνατή και μέσα στον κόσμο. Τα παραδείγματα είναι ζωντανά. Και ανάμεσα από σας. Από τους χριστιανούς που ζουν και αγωνίζονται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο εν Χριστώ. Και ο καλύτερος τρόπος είναι ο προφορικός. Το να λέμε δηλαδή την ευχή με το στόμα, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" με το στόμα, αλλά μπορούμε, όμως, να το λέμε και ψιθυριστά με τα χείλη, που μόλις μόλις να ακούγεται αλλά εμείς βέβαια έχουμε άμεση συναίσθηση. Και πότε πότε να το λέμε και από μέσα μας. Σιγά σιγά συνηθίζεται αυτό, το από μέσα μας, και μας αρέσει πιο πολύ, και θα δούμε τον λόγο.
Άλλοτε πρέπει να την λέμε αργά, καθαρά, ήσυχα, ήρεμα, χωρίς βία και χωρίς πίεση. Άλλοτε γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο γρήγορα, ταχύτατα, με πίεση, με πολλή βία. Έστω και αν αυτό προκαλέσει ακόμα και πονοκέφαλο. Και το σκύψιμο της κεφαλής να γίνεται βαθύτερο.
Διαφέρουμε απ’ αυτό, από όλες τις μεθόδους, που χρησιμοποιούν οι ανατολικές θρησκείες. Και όλες οι παραφυάδες των Ινδουιστών και των γκουρού. Διότι αυτοί επιδιώκουν χαλάρωση, εμείς επιδιώκουμε βία, πόνο. Γιατί με πόνο πρέπει να ζητάμε το έλεος του Αγίου Θεού. Γιατί είμαστε αμαρτωλοί.
Όσο, λοιπόν, αρχίζουμε και συνηθίζουμε να τη λέμε από μέσα μας, δηλαδή μ’ αυτό, όπως λέγεται, με τον ενδιάθετο λόγο, με τον εσωτερικό μας λόγο, στο τέλος, όπως λέγαμε και την περασμένη φορά, την ευχή την παίρνει ο νους, όπως ακριβώς το χταπόδι αρπάζει το θύμα του. Έτσι ακριβώς κάνει και ο νους. Αιχμαλωτίζει την ευχή. Αιχμαλωτίζει αυτές τις λέξεις. Και γίνεται ένα μ’ αυτές. Τότε μόνον όταν ο νους γίνει ένα με την ευχή, με τις πέντε λέξεις, αργότερα γίνονται τρείς, ύστερα γίνονται δύο, ύστερα γίνεται μία, όλος ο νους γίνεται ΙΗΣΟΥΣ, γίνεται ΦΩΣ. Και τότε μπορεί και κατεβαίνει στην καρδιά. Και τότε η ευχή λέγεται ΑΠΟ την καρδιά. Με την καρδιά τη λέμε γιατί έχουμε όλη τη διάθεση να αγαπήσουμε τον Θεόν, εξ όλης ψυχής και εξ όλης καρδίας, δηλαδή με όλη μας την καρδιά. Αυτή την αγάπη μας με όλη μας την καρδιά την εκφράζουμε και με την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και το λέμε με όλη μας την καρδιά. Αυτό το «με όλη μας την καρδιά» έχει πολύ μεγάλη διαφορά να λέγεται η ευχή «από την καρδιά». Διότι τότε λέγεται μόνη της. Δηλαδή λέγεται από το Άγιον Πνεύμα που δε λέγει μόνον "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" αλλά κράζει και «Αββά ο Πατήρ», «είσαι ο Πατέρας μου», «είσαι ο Θεός μου», «είσαι ο Σωτήρας μου», «είσαι ο Λυτρωτής μου», «είσαι ο Πλάστης μου, μπροστά στον οποίον θα βρεθώ, για να με κρίνεις».
Πότε αργά αργά, πότε σύντομα, πότε γρήγορα. Οι αναπνοές μας να είναι αργές και ήρεμες. Εισπνέουμε αργά "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", εκπνέουμε αργά, σιγά σιγά, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Αυτός είναι ένας τρόπος.
Ο δεύτερος τρόπος είναι κόβουμε την ευχή στη μέση. Με την εισπνοή, λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», με την εκπνοή, «ελέησόν με», αν θέλουμε ως βοηθητικό μέσον την αναπνοή μας.
Ο τρίτος τρόπος είναι κρατάμε την αναπνοή, εισπνέομε, κρατάμε την αναπνοή μας, λέμε πέντε δέκα φορές το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και εκπνέουμε πάλι αργά αργά. Ο καθένας, όπως ευκολύνεται. Δεν υπάρχουν μέθοδοι… δεν υπάρχουν.
Ο γενικός τρόπος είναι να λέμε την ευχή, είτε προφορικά, είτε ψιθυριστά, είτε από μέσα μας παντού και πάντοτε. Και στη δουλειά και στο σπίτι και στο δρόμο. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Όταν τρώμε. Όταν περπατάμε. Όταν συζητάμε, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και ειδικότερα, όταν είσαστε μέσα στο ναό.
Κάποτε, που λέγατε, πριν από πολλά χρόνια, πολλοί από σας τους χριστιανούς μέσα εδώ στο ναό το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", μυστικά μέσα σας, είχε έλθει ένας ερημίτης απ’ το Άγιον Όρος και ήταν στο Άγιον Βήμα, και λέει, λοιπόν, τουλάχιστον από διακόσια στόματα λέγεται αυτή τη στιγμή η ευχή. Πώς το πήρε είδηση αυτό;
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Ούτε καλημέρα σας και τι κάνετε. Τίποτα. Σκύψιμο της κεφαλής και "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Γλυκάθηκε ο νους; Ε, δεν ξεκολλάει η ευχή. Ευφράνθηκε η καρδία, σκλαβώθηκε για πάντα απ’ τη Θεία Αγάπη. Και από τον πνευματικόν έρωτα - δεν τον έχετε νοιώσει ποτέ αυτόν τον έρωτα. Απ’ αυτό το θείο και ακατάληπτο αυτό αδολέσχημα της ευχής, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δεν αποσπάται ο νους με τίποτα και για τίποτα. Υπήρχαν όσιοι και ασκηταί και ερημίτες και μοναχοί, όπως και σήμερα υπάρχουν, που για ώρες ατέλειωτες λένε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και διαρκώς ζουν μέσα σ’ ένα άπειρο πέλαγος θείας ευφροσύνης, ανεκφράστου μακαριότητος και γλυκύτητος.
Η νοερά προσευχή, κατ’ αυτόν τον τρόπον, δημιουργεί μέσα στον προσευχόμενον θεία φλόγα. Θεία αγάπη, θεία ενέργεια. Η θέρμη κινεί την προσευχή και η προσευχή γεννά την θέρμη. Όλους και όλα τα συγχωρούμε. Όλους και όλες και όλα τα αγαπάμε. Όλα τα λάθη είναι δικά μας και όλοι γύρω μας είναι άγιοι. Αυτό κάνει η ευχή. Δεν το νοιώθουμε; Δεν κάνουμε τίποτα μέσα μας. Και, όταν πυρποληθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, τότε καίγονται οι λογισμοί, καίγονται οι φαντασιώσεις, καίγονται οι μετεωρισμοί, καίγονται σιγά σιγά οι επιθυμίες, οι αδυναμίες, βέβαια και ακόμα πολύ πιο αργά τα πάθη. Σιγά σιγά, εκείνα μέχρι που να φτάσουν, αν όχι στην εκρίζωσή τους, αλλά τουλάχιστον όμως στην αποκοπή τους. Βλέπουμε τι κόπο κάνουν οι ξυλοκόποι για να κόψουν ένα δένδρο, δεν το βγάζουν από τη ρίζα του, το κόβουν όσο μπορούν στη βάση, και, αν θέλουν να μην ξαναφυτρώσει, ρίχνουν γύρω γύρω πετρέλαιο και έτσι μαραίνεται μια για πάντα.
Να πάμε λίγο βαθύτερα; Πρέπει να πάμε.
Δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνον για τη γη, είμαστε φτιαγμένοι για τον ουρανό – σήμερα αύριο φεύγουμε. Πρώτος, βέβαια, θα φύγω εγώ. Αλλά φεύγουμε όμως. Η ηλικία μας είναι τέτοια. Είμαστε πέντε χρονών, γινόμαστε δέκα, είκοσι, πενήντα, εβδομήντα… ογδόντα … πόσο θα πάει ακόμα … άντε ενενήντα. Ύστερα φεύγει ο άνθρωπος. Πού πάει; Στο Χριστό πρέπει να πάει. Εκεί που πρέπει να πάει, εκεί πρέπει προηγουμένως να το βιώσει αυτό. Και ο καλύτερος τρόπος να βιώσει κανένας αυτό είναι η μυστηριακή κοινωνία, δηλαδή το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, να νοιώσει να κατέρχεται δια του Παναγίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, ολόκληρη η Αγία Τριάδα μέσ’ στην καρδιά του, σε όλο του το ψυχοσωματικό είναι. Έτσι λοιπόν γίνεται και με την ευχή. Αισθάνεται την Παναγία Τριάδα να κατέρχεται και να ενοικεί μέσα του. Γι’ αυτό λέει «προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν». Και τότε οψώμεθα φως το απρόσιτον, σύμφωνα και με την ευχή της Πρώτης Ώρας «Χριστέ το Φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθείτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου Σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον». Φως ανέσπερον, φως αδιάδοχον και εράσμιον. Φως μακάριον και φαεινόν. Φως τρισήλιον και τριφεγγές. Φως Πασχαλινόν. Φως γλυκύτατον, φως άκτιστον, φως άδυτον και ειρηνόδωρον, φως αγάπης Χριστού. Μέσα απ’ αυτό το φως βλέπομε το φως του Θεού. Όχι το φως που έχει μέσα ο νους, άλλο αυτό. Και άλλο το φως του Θεού και άλλο το φως του νοός. Γι’ αυτό υπάρχουν τόσες και τόσες πλάνες.
Ζούμε μέσα από την καρδιακή προσευχή, σε μία παλλευκη αυγή, πάντοτε πλημμυρισμένη από το θεοειδέστατο αυτό ενυπόστατο και τρισυπόστατο μακάριον φως.
Επανερχόμεθα, όμως, στην προφορική ευχή και λέμε ότι αυτό είναι το στάδιον των αρχαρίων, και όλους εκείνους που επιθυμούν εν Αγίω Πνεύματι να εργάζονται την ευχή και να δουν λίγο καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, και στην οικογένειά τους. Και όλοι μας είμαστε αρχάριοι και πρώτος εγώ. Επίμονος λοιπόν και απαραίτητος αρχή για την επιτυχία του τελικού σκοπού, που δεν είναι η κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμον αυτό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αυτός και είναι και ο τελικός σκοπός, η κατάκτησις της καρδιάς από το Χριστό. Στην καρδιακή προσευχή έχει θέση ο νους. Έχει θέση ο λόγος, ο λόγος που ομιλούμε. Ο προφορικός γίνεται ενδιάθετος, γίνεται εσωτερικός, μιλάμε και από μέσα μας. Έχουμε και γραπτό λόγο. Τον γράφουμε το λόγο μας. Τον σκεπτόμεθα τον λόγο μας. Μπορούμε ακόμα και να τον σχηματίσουμε το λόγο μας, να σχηματίσουμε δηλαδή με το νου μας λέξεις, γραμμές. Να σχηματίσουμε σχέδια, οτιδήποτε θέλουμε. Προφορικός, λοιπόν, και εσωτερικός λόγος, αυτά τα δυο πρέπει στο τέλος να γίνουν ένα, και να μιλούμε από μέσα μας μόνον, και να λέμε μόνον από μέσα μας, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Αυτά λοιπόν τα τρία πράγματα, μας λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή ο νους, που προσέχει, ο λόγος που λέγει την ευχή, και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που έχουμε από το Άγιον Βάπτισμα, αυτά τα τρία πρέπει να γίνουν ένα. Μία αδιαίρετη ενότητα. Όπως αδιαίρετη ενότητα είναι και ο Πανάγιος Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
Ο νους, όμως, δεν είναι όπως είναι ο Θεός. Και δύσκολα προσκολλάται πάνω στις λέξεις της ευχής, γι’ αυτό βλέπομε ότι διαρκώς τρέχει πότε από δω και πότε από κει. Το παράπονό μας, όταν πάμε να εξομολογηθούμε, είναι ότι δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε στην Εκκλησία, δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε όταν κάνουμε προσευχή στο σπίτι μας, δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε όταν διαβάζουμε το λόγο του Θεού ή κάποιο ιερό βιβλίο γιατί διαπιστώνουμε συχνά πυκνά ότι το μυαλό μας τρέχει πότε από δω και πότε από κει και δεν μπορούμε να το συμμαζέψουμε, λες και είναι κανένας αλήτης. Δε συμμαζεύεται με τίποτα και είναι πράγματι αλήτης ο νους. Εμείς, όμως, θέλουμε να τον συμμαζέψουμε, εμείς με τη θέλησή μας, η προαίρεσίς μας, αυτό που θέλουμε εμείς είναι το έλεος του Θεού. Αυτό λοιπόν να ενωθεί με αυτό που φωνάζουμε και μαζί με το νου να κατέβουν και να ενωθούν με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Με την πτώση των Πρωτοπλάστων και την εκδίωξη του Αδάμ από τον Παράδεισο, ο νους μας έχασε τον προσανατολισμό του. Από τότε όλοι οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, και μεις μαζί, ψάχνουμε να βρούμε το χαμένο Παράδεισο, τη χαμένη μας πατρίδα. Γι’ αυτό ο νους τρέχει πότε από δω και πότε από κει. Ο Παράδεισος ήτανε γλυκύτατος, ήτανε η θεία μακαριότης. Ξεγελιέται, λοιπόν, ο νους από τις χαρές και τις ηδονές τούτου του κόσμου και βγαίνει έξω απ’ τον εαυτό του και τρέχει πότε από δω και πότε από κει σαν περιπλανώμενος κατάδικος, ή σαν τον άνθρωπον που ψάχνει να βρει, είναι όλο ανησυχία, τρέχει από δω, τρέχει από κει, να βρει λίγη ησυχία, να βρει λίγη ηρεμία, να βρει λίγη ευτυχία, να βρει λίγη γλυκύτητα, και κάνει αυτό και κάνει εκείνο, πότε πίνει, πότε μεθάει, πότε παίζει, πότε γλεντάει, πότε χορεύει, πότε, πότε, πότε, πότε, χίλια δυο πράγματα κάνει ο άνθρωπος για να βρει αυτό που του λείπει.
Αλλά η Βασιλεία του Θεού, όμως, δε βρίσκεται σε όλα αυτά τα τεχνητά που έχει γύρω ο κόσμος μας. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί. Και, είπαμε και την Κυριακή, «εν φυλακή ήμην και ουκ επισκέψασθέ με». Δυστυχώς η Θεία Χάρις κλείστηκε μέσα μας, κλειδώθηκε, τη θύρα, της πέρασαν χειροπέδες, τα πάθη και οι αδυναμίες. Και ο Κύριος δεν μπορεί να μπει. Κτυπάει την πόρτα, «ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω», χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μας και κακά τα ψέματα, δεν του ανοίγουμε του Κυρίου.
Ανοίγουμε, βέβαια, τι λέγει, μας λέγει η τηλεόρασις με τα σκάνδαλα. Ανοίγουμε βέβαια την πόρτα της καρδιάς μας, σε όλες εκείνες τις σαχλαμάρες, τις αηδίες, με τις οποίες γεμίζει όλο σκοτάδι ο νους μας μέσα απ’ αυτά τα διαβολοκούτια. Το κάνουμε αυτό. Αλλά, όμως, ανοίγουμε και την πόρτα της καρδιάς μας σε όσα έρχονται και μας ψιθυρίζουν οι διπλανοί μας, σε κουτσομπολιά και σε κατακρίσεις, και σε ό,τι άλλο προσφέρει αυτός ο ψεύτικος κόσμος.
Εμείς, όμως, που ζούμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και που ξέρουμε ότι μια μέρα θα φύγουμε, θέλουμε δε θέλουμε, πρέπει να το καταλάβουμε ότι θα φύγουμε, ότι θα πεθάνουμε, πέθανε ο πατέρας μας, η μητέρα μας, ο παππούς μας, η γιαγιά μας, ο προπάππους, οι προπαππούδες, οι προγιαγιάδες, όλοι πέθαναν. Θα πεθάνουμε και μείς.
Πριν πεθάνουμε να βρούμε τον χαμένο Παράδεισο. Είναι μέσα μας, στην καρδιά μας. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ελάτε, εδώ είναι ο Παράδεισος, είναι το Άγιο Δισκοπότηρο, ανοίξτε την καρδιά σας και βάλτε το μέσα, μας φωνάζει ο Κύριος. Και μεις λέμε, «Έλα, δε μας παρατάς, ρε παπά, λέω εγώ τώρα, άντε, φτάνει … που κάνεις εκείνο και εκείνο και εκείνο», μα δε μιλάει ο ιερεύς, η φωνή του Θεού είναι αυτή, δεν είναι του ιερέως, δεν είναι του Αρχιερέως, δεν είναι του διακόνου, δεν είναι του μοναχού, η φωνή του Θεού είναι…
Άρα, λοιπόν, η πορεία πρέπει να γίνει προς τα μέσα μας. Προς την καρδιά μας. Προς τον εν φυλακή ευρισκόμενον Κύριον, σ’ αυτό το βάθος.
Κάποτε ένας θεοσεβής ιερεύς, λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον ευλαβείτο πολύ, λόγω του ότι ήτο μεσοβδόμαδα, οι χριστιανοί στο ναό ήσαν λίγοι. Η λειτουργία προχώρησε και έφθασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. «Τα σά εκ των Σών», έσκυψε βαθιά βαθιά και διάβασε την ευχή, «έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν». Ανορθώθηκε και είπε «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», «τω δε εν τω ποτηρίω τούτο μεταβαλλών» και τα λοιπά, αμήν, αμήν, αμήν, για να μην λέμε όλες τις λέξεις … Και μια φοβερή άστραπή ήλθε απ’ το πουθενά, απ’ τον ουρανό … δεν ξέρει. Απ’ την κόχη του Αγίου Βήματος … δεν ξέρει. Απ’ τον τρούλο του ναού; .. τον Παντοκράτορα, τον Κύριο.. δεν ξέρει, δεν κατάλαβε. Εκείνο που είδε και ένοιωσε είναι ότι η αστραπή ήλθε και κτύπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, χράπ.. και την χώρισε στα δύο, χωρίς να αγγίξει τα Τίμια Δώρα. Και κείνος έμεινε βουβός και άφωνος. Γεμάτος έκπληξη και δέος και φόβο, ιερό φόβο, και τότε τα πάντα περιελούσθησαν από τον ανέσπερον, τον άδυτον ήλιον της Τρισηλίου Θεότητος. Πρωτόγνωρα αισθήματα τον κατέλαβαν, δεν μπορούσε ο καημένος να μου τα περιγράψει. Ήτο εκστατικός για αρκετά λεπτά και άφωνος και ακίνητος. Τι είδους ουράνια αστραπή ήταν αυτή; Και τι ήθελε να δηλώσει, τι να σφραγίσει, τι να επιβεβαιώσει; Και τότε αυθόρμητα, παρά τη βουβαμάρα του, φώναξε από μέσα του, από μέσα του, όμως, από μέσα του βγήκε η δυνατή κραυγή χωρίς να ακουστεί προς τα έξω. «Κύριε είσαι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου». «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν», ξανάλεγε και ξανάλεγε ο ιεροψάλτης αλλά, που να συνέλθει ο ευλογημένος εκείνος παππούλης. Τελικά ο μπάρμπα Γιώργος ο ψάλτης μπήκε στο ιερό να δει τι γίνεται. Και με το «έ παπά», που του είπε, «τι θα γίνει με σένα, ακόμα να συνέλθεις», «τι έπαθες, είσαι καλά;» όλα επανήλθαν στη φυσικότητά τους. Με τις φωνές του ψάλτου συνήλθε ο ιερεύς, σηκώθηκε, πήρε το θυμιατό μόνος του, έβαλε θυμίαμα και, τρεμάμενος, είπε «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης» και τα λοιπά.
Μετά απ’ αυτό το συνταρακτικό γεγονός για λίγον καιρό, πριν απ’ τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, αν δεν είχε κάποιο παιδάκι μέσ’ στο Άγιον Βήμα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και φώναζε «Ε, μπάρμπα Γιώργο, έλα δω, έλα μεσ’ στο Ιερό, κάτσε εδώ στην Αγία Τράπεζα, δίπλα και γονάτισε». «Μπάρμπα Νίκο, μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Γιάννη…», τους φώναζε λοιπόν έναν έναν. Του είχε δημιουργηθεί, τρόπον τινά, όπως το διεπίστωσε και ο ίδιος, ένας ιερό φόβος, μη τυχόν ξανασυμβούν τα ίδια φοβερά πράγματα τα οποία, ως άνθρωπος χωμάτινος και αμαρτωλός, δεν μπορούσε πλέον να αντέξει.
Πολλά τα μυστήρια του Αγίου Θεού. Πόσες φορές συνέβησαν στον εν λόγω ιερέα, όπως έλεγε, ήταν για να δυναμώσει η πίστις του, που μερικές φορές εκλονίζετο - άνθρωπος ήταν κι αυτός - κάτω απ’ το βάρος των ποικίλων και πολλών του προβλημάτων.
Ναι, πάτερ μου, ναι, πάτερ μου, μου έλεγε. Πολλές φορές κλονίστηκα στην πίστη μου, αλλά τα έκτακτα αυτά αληθινά γεγονότα, τα υπερφυσικά και τα ακατάληπτα, που ο Θεός μου παρουσίαζε κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, στερέωναν την πίστη μου. Και στο βάπτισμα είδα θαύμα. Και στο γάμο είδα θαύμα. Είδα κατάλευκο περιστέρι να κατεβαίνει στις κεφαλές των νεονύμφων, που είχαν προσέλθει αγνότατοι στο μυστήριο του γάμου, όπως τους είχε γεννήσει η μάνα τους. Είδα θαύματα απ’ το ευχέλαιο και θαύματα στο ιερό μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Και όλα αυτά έγιναν για να στερεώνουν την δική μου απιστία και να ομολογώ, όπως ο Απόστολος Θωμάς, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου Δόξα σοι».
Ο λόγος μας, αδελφοί μου, για το τρίτο κατά σειρά κήρυγμα, είναι η προφορική προσευχή με το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και η κάθαρσή μας από τα διάφορα πάθη.
Πρώτα, καθαρίζεται ο νους από τις ακαθαρσίες των λογισμών, των πονηρών, των αισχρών, των βρωμερών, των διεστραμμένων και των βλασφήμων, και ύστερα καθαρίζεται η καρδιά ως κέντρον του όλου ψυχοσωματικού ανθρώπου.
Η καρδιά μας είναι, κατά πρώτον λόγον, φυσικόν κέντρον. Είναι, όμως, και κέντρον παραφυσικόν, είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Η καρδιά είναι και λέγεται φυσικόν κέντρον διότι, απ’ αυτήν ή μέσω αυτής με τις αέναες παλμικές κινήσεις της, στέλνει το αίμα σε όλα τα όργανα του σώματος του ανθρώπου, μέχρι και του τελευταίου ιστού ή κυττάρου. Είναι αυτή που δίνει και διατηρεί στη ζωή τον άνθρωπο. Σταμάτησε η καρδιά; Έπαψε να ζει ο άνθρωπος, χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα του ανθρώπου, το σώμα στον τάφο, η ψυχή στον ουρανό.
Η καρδιά, όμως, πέρα απ’ αυτό το φυσικό, που είπαμε, κέντρο, που το γνωρίζουμε και το αισθανόμαστε όλοι μας, είναι και κέντρο παραφυσικόν. Δηλαδή αμαρτωλόν. Γιατί; Γιατί, λέει, εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι, κατακρίσεις, όπως μας τονίζει ο ίδιος ο Κύριος στο 15ον κεφάλαιον του Ευαγγελιστού Ματθαίου. Και αυτός ακόμα ο πειρασμός κατοικεί μετά το Άγιον Βάπτισμα γύρω από την καρδιά και προσπαθεί να την πυρπολήσει, να την κυριεύσει, να την κατακτήσει εξ απαλών ονύχων, «εξ ομφαλού γαστρός», απ’ την κοιλιά της μάνας, απ’ τη γέννηση του παιδιού. Για δέστε ένα παιδάκι, δώστε του κάτι στο χέρι, πόσο δυνατά το σφίγγει, δεν θέλει να τ’ αφήσει για κανένα λόγο. Αρπακτικός ο άνθρωπος από τότε που γεννιέται. Με την αμαρτία μέσα του. Γι’ αυτό, καθώς μεγαλώνει σιγά σιγά, και ειδικότερα ο χριστιανός, βλέπουμε ότι ο πειρασμός πυρώνει αμαρτωλά την καρδιά, όπως λέγει ο γέροντάς μου, θερμαίνει το αίμα, χτυπά στην κοιλιά και στο λαιμό, κόβει και αυτήν ακόμα την αναπνοή. Ανεβαίνει συνέχεια στο κεφάλι, σκοτίζει το μυαλό, θολώνει το νου, μπερδεύει τους λογισμούς, εκμεταλλεύεται τη μνήμη, εκμεταλλεύεται θαυμάσια και τη λογική - πόσα αμαρτωλά πράγματα στέκονται με την λογική, και πόσα άλλα με τη φαντασία. Όλα τα ανακατεύει με τελικό σκοπό την κόλαση της ψυχής. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο τονίζεται και επιβεβαιώνεται η επίδρασις του διαβόλου στην καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτου, και λέει επί λέξει ο Ιωάννης: «του διαβόλου ήδη βεβληκότος, εις την καρδίαν Ιούδα το Ισκαριώτου, ίνα Αυτόν παραδώ». Επόμενον η καρδιά είναι, όπως είπαμε, κέντρον παραφυσικόν, αμαρτωλόν, εκ των οποίων γεννώνται όλα τα πάθη.
Είναι, όμως, και κέντρον υπερφυσικόν. Επειδή στην καρδιά βασιλεύει και ζει η σωστική θεία Χάρις που πήραμε απ’ το Άγιον Βάπτισμα. Αυτή εδρεύει μέσα στην καρδιά. Σα να την έχει θρόνο την καρδιά του. Η Αγία Γραφή, επαναλαμβάνω, μας λέγει ότι «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Είπαμε, και το ξαναλέω, ότι εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού, εις τας καρδίας ημών κράζον, «Αββά ο Πατήρ», «Είσαι ο Πατέρας μου». Και «η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών», όπως επίσης και άλλο πλήθος χωρίων, που αναφέρονται σχετικά με το ότι η καρδιά μας είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Κέντρον της αρετής, κέντρον της Θείας Χάριτος. Κέντρον του Αγίου Θεού. Ουδείς δύναται ειπείν «Κύριον Ιησούν», ή μη εν Πνεύματι Αγίω. Κάντε προσευχή. Το Άγιον Πνεύμα σας βοηθάει. Ήρθατε εδώ σήμερα στο κήρυγμα. Το Άγιον Πνεύμα σας έφερε. Που εδρεύει το Άγιον Πνεύμα; Στην καρδιά. Υπάρχουν, όμως, εκατομμύρια, θά λεγα, χιλιάδες διαβεβαιώσεις μέσα εις τους Θείους Πατέρες, ειδικότερα, βέβαια, στα φιλοκαλικά κείμενα και θα αναφέρουμε μόνον ένα, του Αββά, του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, ο οποίος μας λέγει τα εξής: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, εάν καθαρός έση». Δηλαδή, εάν η καρδιά σου είναι καθαρή, τότε και ο ουρανός, ο εαυτός σου, δηλαδή, είναι καθαρός μέσα σου. «Και εν αυτώ», μέσα σ’ αυτόν τον ουρανόν, «όψη», θα δεις, «τους αγγέλους εν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Θα δείς τον Χριστό μέσα σου, «εν Πνεύματι Αγίω». Και με τα μάτια βέβαια της ψυχής, όχι του σώματος, τα του σώματος έχουν πλάνη.
Υπάρχει έκστασις και πνευματική θεωρία της Θείας παρουσίας μέσα στην καρδιά, όταν αυτή είναι ουρανός, όταν δηλαδή είναι καθαρή, πεντακάθαρη και διακοσμείται από αρετές και όχι από πάθη. Η πνευματική αυτή θεωρία, έτσι όπως ακριβώς την είπα, είναι ακατάληπτη για τα μυαλά μας, αλλά είναι πραγματική. Και εύχομαι και παρακαλώ, ο Πανάγιος Θεός, να σας δώσει για λίγα δευτερόλεπτα, πέντε, όχι παραπάνω, πέντε, φτάνουν, πέντε δευτερόλεπτα, να το νοιώσετε αυτό στην καρδιά σας, είτε όταν προσεύχεστε στο βράδυ στο σπίτι σας, είτε όταν είσαστε εδώ στην εκκλησία, είτε μόλις κοινωνήσετε. Να σας το δώσει ο Θεός, για πέντε δευτερόλεπτα, για δέκα. Και θα καταλάβετε αν λέω αλήθεια ή όχι. Ή αν τα βιβλία μας, μας λένε ψέματα. Αλλά τι γίνεται όμως; Τρέχουμε διαρκώς πίσω απ’ τις αδυναμίες, αυτές τρέφουμε. Και τρέχουμε, και τις τρέφουμε. Και τις αδυναμίες, και τα πάθη, και τα χάλια μας, και τα μύρια τόσα κακά. Πρώτα, λοιπόν, καθαρίζεται ο νους, και ύστερα καθαρίζεται η καρδιά, και, όταν καθαρίζεται η καρδιά, γίνεται κατοικητήριον του Παναγίου Πνεύματος. Και, μάλιστα, όταν καθαρίζεται κυρίως από την υπερηφάνεια, την οίηση, την κενοδοξία, τον εγωισμό. Γιατί, όπως είναι σκεπασμένη από την υπερηφάνεια, φαντάζεται, προσευχόμενος φαντάζεται, προσευχόμενος φαντάζεται, φαντάζεται, είδατε, το λέω πολλές φορές, ότι δήθεν έχει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Φαντάζεται, ούτε απλώς αισθάνεται. Γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά πνευματική, και πολλή κόπωσις και, βεβαίως, ασφαλώς και καθαρή εξαγόρευσις και εξομολόγησις στον πνευματικό, γιατί τις περισσότερες φορές μας παρασέρνει ο διάβολος ύστερα από όσα διαβάζουμε, ύστερα από όσα ακούμε, από τα ωραία πράγματα που είναι για μας. Ο Θεός ό,τι έκανε δεν το έκανε μόνο για τους αγγέλους, καλοί είναι οι άγγελοι και τ’ απολαμβάνουν και τα χαίρονται, αλλά μακαρίζουν εμάς, όμως, γιατί ο Θεός δεν έγινε άγγελος, άνθρωπος έγινε. Θεάνθρωπος, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Λοιπόν, και ξέρουν οι άγγελοι πολύ καλά, ότι όλα όσα έχει ο Θεός, τάχει για μας. Τάχει για σένα, για σένα, για σένα, για σένα, για σένα, για μένα, για μας τάχει ο Θεός. Αλλά όχι αυτά που θέλει να μας παρουσιάσει ο διάβολος, αλλά αυτά που θέλει να μας δώσει Εκείνος, πότε όμως, όταν η καρδιά μας καθαρίζεται. Γι’ αυτό, λοιπόν, επιμένω, πρώτα στην εξομολόγηση τις αμαρτίες, και ύστερα να πεις το βάσανό σου. Ύστερα θα πεις το παράπονό σου, ύστερα θα πεις τον πόνο σου. Πρώτα τις αμαρτίες, γιατί από κεί ξεκινάει το κακό. Όλο το κακό, κανένας δε φταίει. Εμείς φταίμε, και γω φταίω.
Ο νους μας, λοιπόν, όταν προσευχόμαστε, πρέπει να μένει αμετεώριστος, ασχημάτιστος, αφάνταστος, ανεικόνιστος, ανίδεος και τα λοιπά. Δεν πρέπει δηλαδή να έχει φαντασίες μέσα, να έχει σχήματα, νά έχει εικόνες, να έχει ιδέες, να έχει σκέψεις, να έχει περιπλανήσεις, να τρέχει πότε από δω, πότε από κει και τα λοιπά. Κάνουμε προσευχή και ακούμε θορύβους. Μην μας ανησυχεί απολύτως τίποτα. Θα συνεχίσουμε την προσευχή μας. Μα, άφησα το φως ανοιχτό… άστο ανοιχτό να είναι. Μα, μήπως δεν έκλεισα το μάτι της κουζίνας; Άστο εκεί πέρα έτσι, όπως είναι, κάνε την προσευχή σου, μη δίνεις σημασία σε τίποτα. Δια της φαντασίας μας δημιουργούνται φανταστικά είδωλα, σχηματικά είδωλα. Γι’ αυτό και η προτροπή όλων των πατέρων της εκκλησίας είναι «μη συσχηματίσεις το θείον σεαυτώ προσευχόμενος», μας λέγει ο Άγιος Νείλος, αλλά και όλοι οι Πατέρες, και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τα λοιπά. Κλείσε τα μάτια σου και μη φαντάζεσαι την Παναγία. Ούτε το Χριστό. Ούτε τους Αγίους, τίποτα. Σκοτάδι μέσα, απολύτως. Ό,τι βλέπεις, είναι φαντασία, είναι είδωλο. Όπως βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Αυτό, που είναι απέναντί σου, δεν είσαι συ, είναι είδωλο, το είδωλό σου. Και μεις δεν προσκυνάμε είδωλα, δεν είμαστε ειδωλολάτρες. «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν.»
Πως, όμως, θα είναι η καρδιά μας καθαρή και ο νους καθαρός, αν ο πιστός χριστιανός δεν έχει καθαριστεί προηγουμένως απ’ τα πάθη και τις αδυναμίες του, αν δεν έχει μπολιάσει την κακή του κλίση και ροπή και να την κάνει από αγριελαία καλλιελαία;
Τα μέσα, λοιπόν, που παρέχει η Εκκλησία μας για τη σωτηρία μας είναι
πρώτα η Ιερά Εξομολόγησις.
Η Θεία Κοινωνία και ο Εκκλησιασμός μαζί.
Η τήρησις των εντολών,
η εφαρμογή του κανόνος απ’ τον πνευματικό,
η καλλιέργεια των αρετών,
η μελέτη των Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας μας,
η εφαρμογή της αγάπης και της ανεξικακίας και της συγχωρητικότητος προς όλους για να καλλιεργηθεί το πνεύμα της ταπεινώσεως, της αγάπης, της πίστεως.
Είναι βασικά πράγματα για τη σωτηρία μας.
Έτσι, λοιπόν, σε όλα αυτά μπαίνει και το αδιαλείπτως προσεύχεσθαι, που είναι φάρμακον αθανασίας, φάρμακον αιωνίου ζωής, μαζί με τη Θεία Κοινωνία.
Όπου πορεύεται κάποιος βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί, εκεί που πηγαίνει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, φυγαδεύονται τα δαιμόνια, οι φάλαγγες των δαιμόνων, καθότι εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Κάθε μέρα του Χριστού, του Κυρίου του ουρανού και της δόξης στο θρόνο της καρδιάς μας, υποτάσσονται τα πάντα. Διότι, αν για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, γίνεται χαρά εν τω ουρανώ, πολύ περισσότερον, όταν την καρδιά την επισκέπτεται η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και, ειδικότερα, η Χάρις του Σαρκωθέντος Θεού Λόγου. Και τότε βασιλεύει βέβαια γαλήνη εσωτερική και μεγάλη.
Η καρδιά μας, όμως, σαν παραφυσικό κέντρο, έχει λογισμούς πονηρούς και σαν κράτος παρά φύσιν και τους θείους νόμους, κυριεύεται από τους εχθρούς επαναστάτες, δηλαδή από τους δαίμονες. Αν η θάλασσα μέσα μας αγριεύει και βλέπουμε θυμό και οργή και κακία και μίσος και πονηρία, θα βάλτε το όνομα του Χριστού και η προσταγή αυτή του Ιησού «σιώπα, πεφύμωσο», όπως εγένετο στην τρικυμισμένη θάλασσα, και ακολούθησε γαλήνη μεγάλη, έτσι λοιπόν και τώρα με το όνομα του Ιησού Χριστού, «σιώπα, πεφύμωσο» και οι λογισμοί θα καούν.
Έτσι η δημιουργηθείσα βασιλεία, η βασιλεία της χαράς και της ειρήνης και της ησυχίας μέσα στην καρδιά μας ονομάζεται κατά τους νηπτικούς πατέρας της Εκκλησίας μας, καρδιακή ησυχία. Εύχομαι κάποτε να την αποκτήσω. Βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα. Είναι δύσκολο. Αλλά, όμως, τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ. Και κάτι άλλο κατόπιν. «Ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα». Θα φωνάξομε στο Θεό και ο Θεός θα κάνει το θαύμα. Αυτή, λοιπόν, είναι η προσευχούλα μας, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", που μπορεί να βασιλεύει μέσα μας, χωρίς διακοπές από τις διάφορες προσβολές των λογισμών και χωρίς τις φανταστικές περιπλανήσεις του νου στον κόσμο των αισθήσεων και των επιθυμιών.
Άμα μάθουμε να περιφρονούμε τους λογισμούς μας, θα κάνουμε καλή πορεία. Μπορεί την ώρα που θάρθουμε για Θεία Κοινωνία να μας έρθουν βλάσφημοι λογισμοί. Αισχροί λογισμοί. Θα τα περιφρονήσουμε όλα. Δε θα δώσουμε καμιά σημασία. Δεν είναι δικά μας. Είναι του διαβόλου. Και θα προχωρήσουμε εμείς εις ένωσιν μετά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Η δυσκολία μας έγκειται βέβαια στο νου μας που είναι σκοτισμένος. Υπάρχει από την άλλη πλευρά, και αδιαφορία και άγνοια. Αυτά τα τρία σημειώνουν και οι πατέρες της Εκκλησίας μας.
Έχουμε, λοιπόν, απ’ τη μια πλευρά, σκοτισμό του νου, απ’ την άλλη, έχουμε τελεία αδιαφορία για τη σωτηρία μας, και, απ’ την άλλη πλευρά έχουμε και άγνοια.
Εμ, αδιαφορούμε, εμ, έχουμε άγνοια, εμ, είμαστε σκοτισμένοι, εμ, θέλουμε να κάνουμε και τον έξυπνο. Ότι τα ξέρουμε όλα. Και είμαστε οι γνώστες που έχουμε τις γνώμες, επί παντός επιστητού και, ειδικότερα, βέβαια, στα θέματα σωτηρίας, θρησκείας, εκκλησίας, Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο νους μας τρέχει εκεί, όπου γλυκαίνεται, και λέει η Αγία Γραφή «όπου γαρ εστίν ο θησαυρός ημών, εκεί έσται και η καρδία ημών». Εάν ο θησαυρός μας είναι η ύλη και το χρήμα, εκεί βρίσκεται η καρδιά μας, και τότε … γι’ αυτό ο πλεονέκτης, ο φιλάργυρος, είναι άσπλαχνος, είναι σκληρόκαρδος, είναι κακός. Εάν ο θησαυρός μας είναι οι υλικές απολαύσεις και οι αισθησιακές ηδονές, τότε η καρδιά μας σαρκοποιείται και υποδουλώνεται στα σαρκικά πάθη. Εάν ο θησαυρός μας είναι στην κενοδοξία και εις την υπερηφάνεια, τότε η καρδιά μας δαιμονοποιείται. Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Εωσφόρο, τον άγγελο φωτός, που εγένετο δαιμονιζόμενος, άγγελος του σκότους. Το ίδιο συμβαίνει, όταν στην καρδιά μας θεοποιούνται οι γνώσεις. Οι επιστήμες, τα αξιώματα, η δύναμις της εξουσίας, η ευφυΐα του μυαλού. Ο νους αναπαύεται, γλυκαίνεται και κολλάει σα βδέλλα στην πλανεμένη και απατηλή αυτή ωραιότητα, την πρόσκαιρη και την εφήμερη, παρασύροντας και την καρδιά μας στην ολοκληρωτική της καταστροφή, δηλαδή στον αιώνιο θάνατό της. Στην κόλασή της. Υπάρχει κόλασις.
Που είναι ο θησαυρός του ανθρώπου αυτού του αιώνος και των ημερών μας;
Είναι στην αθεΐα και στον μηδενισμό; Εκεί θα κολλήσει πρώτα ο νους και ύστερα η καρδιά του.
Που είναι, στο μίσος κατά του πλησίον; Εκεί ο νους, εκεί και η καρδιά.
Μήπως είναι στην ικανοποίηση χυδαίων παθών; Εκεί ο νους, εκεί και η καρδιά.
Χριστιανοί μου, τελειώσαμε.
Ο νους και η καρδιά μας πρέπει να παραδοθούν εξ ολοκλήρου στο Χριστό και στην Εκκλησία Του, μαζί με τα Πανάγια σωστικά μυστήριά της. Σ’ αυτό μας βοηθάει αποτελεσματικά, εκτός αυτών των βασικών θεμάτων της πίστεώς μας, και η προσευχή και μάλιστα η ευχούλα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Λέγοντας αδιαλείπτως, προφορικά, ψιθυριστά ή από μέσα μας "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με",
καταλαγιάζουν τα πάθη,
μαστιγώνονται οι δαίμονες,
κατακαίγονται οι αχυρώδεις λογισμοί,
ειρηνεύουν οι αισθήσεις,
αχρηστεύονται οι φαντασιώσεις.
Έτσι δοξάζεται ο Θεός Πατήρ,
ευφραίνεται ο Υιός και Λόγος του Θεού,
και αγάλλεται το Άγιον Πνεύμα Θεός.
Αυτώ η Δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Ομιλία 129, Η Νοερά Προσευχή (μέρος 3ον)9/3/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου