"ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου,
ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν."
Γράφοντας στους Γαλάτες ο Απ. Πάυλος και τελειώνοντας την επιστολή του ξεσπά σε δάκρυα. Τούτο γραπτώς δεν μπορεί να το εκφράσει. Μονάχα, αν ήταν παρών, θα έβλεπαν τον πόνο του και το κλάμα του για το κατάντημα τους ως μαθητές του. Τους λέγει ‘’θα ήθελα να ήμουνα κοντά σας και να άλλαζα την φωνή μου σε κλάμα, γιατί έχω μεγάλη στενοχώρια μαζί σας’’.
Η Επιστολή προς Γαλάτας εκφράζει την μεγάλη λύπη του Απ. Παύλου για τους εκεί πιστούς. Όταν για πρώτη φορά κηρυξε στον τόπο αυτό τον δέχτηκαν με πολύ πίστη και ενθουσιασμό και του έδωκαν μεγάλη αγάπη στο πρόσωπό του. Όμως μετά το δικό του κήρυγμα εισήλθαν λύκοι βαρείς, οι ψευδάδελφοι, οι οποίοι από την μια μερια αμφισβητούσαν το αξίωμα του ότι ειναι Απόστολος, αφού δεν διετέλεσε μαθητής του Χριστού, και δεύτερον επέβαλλαν τις ιουδαικές παραδόσεις στους εξ Εθνων χριστιανούς. Οι Γαλάτες πριν πιστέψουν στο Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν ειδωλολάτρες και βρισκόταν κάτω από την δουλεία των ψεύτικων θεών και όλων των επιταγών και την τήρηση των δαιμονικών εντολών της λατρείας των ειδώλων. Όταν πίστεψαν στο κήρυγμα του Απ. Παύλου ελευθερώθηκαν απ’ όλες αυτές τις επιταγές και ζούσαν χαρούμενοι μέσα στην αλήθεια. Ερχόμενοι οι ψευδάδελφοι κατάφεραν να τον υποτιμήσουν και να τον απορρίψουν ως Απόστολο και να αμφισβητήσουν την αλήθεια του κηρύγματος του. Είναι αυτό που λέγει η Βίβλος ‘’Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· γέγραπται γάρ, πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης’’ . Κατάφεραν να διαστρέψουν τον λαό εναντίον του Αποστόλου. Και η πίστις τους στηριζόταν σ’ αυτή την αγάπη και στην πιστότητα της διακονίας του Παύλου. Όταν ηταν στην ειδωλολατρεία τηρούσαν παραδόσεις λατρείας των θεών τους που με άγχος και φόβο τα έκαναν μήπως τυχόν τους τιμωρήσουν, έτσι τωρα τους ζητούν τά ίδια και με τους ίδιους φόβους, μόνο που τώρα ένιωθαν ότι τους τα ζητούσε και ό αληθινός Θεός. Και αναρριωτιόταν ο Απ. Παύλος και τους παρακαλούσε εναγώνια να μη πέφτουν πάλι σε άλλη θρησκευτική δουλεία αφού έφυγαν από την δουλεία της ειδωλολατρείας, λέγοντας ’’ Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε. ‘’ Όμως δεν θα μπορούσαν να δικαιωθούν με τα έργα του Νόμου, την περιτομή και τις νουμηνίες και τους καθαρμούς και τις θυσίες, με όλη αυτην την δουλεία πάλι. Ο Χριστός που θυσιαστηκε πάνω στον Σταυρό κατήργησε όλο αυτόν τον νομικίστικο διάκοσμο της τυπικότητος και ενοχικότητος. Ο Νομος ηταν μόνο παιδαγωγός εις Χριστόν. Τους κρατούσε σε μια μόνιμη ενοχή των αμαρτιών των για να μη πέσουν στην διαστροφή της ηθικής και στην αναισχυντία και αναισθησία της αμαρτίας. Ο Κύριος κατήργησε τον Νόμο με την δική Του Θυσία. Ο κάθε άνθρωπος πλέον μπορεί να προσέρχεται στιν θρόνο της Χάριτος Του για να λάβει έλεος και χάρη. Οι Γαλάτες όμως επηρεάστηκαν από τους ψευδαδέλφους και διαστράφηκαν εναντίον του Αποστόλου και την πρωτη αγάπη τους άφησαν και γύρισαν στο ‘’ιδιον εξέραμα’’, κατέτρωγαν όλες τις τυπικότητες και τα κωλύμματα των νομικών διατάξεων της νεοειδωλολατρείας του Ιουδαισμού, και όλο αυτό δυστυχώς στο όνομα του αληθινού Θεού πλέον. Καταλάβαινε ότι έγινε εχθρός τους που τους είπε την αλήθεια, ‘’ ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν;’’ Και ξέσπασε ελεγκτικά ο Απόστολος στην επιστολή του ονομάζοντας τους ανοήτους, ‘’Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι‘’ . Και μετά δακρύων τους έλεγε μηπως τζάμπα πηγε ο κόπος του, ‘’φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς’’. Και ένιωθε ότι πρέπει να ξαναμπεί στην διαδικασία της γέννας των, και πάλι να τους ξανά-γεννήσει στο Ευαγγέλιο, ’’τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν.’’ Βλέποντας όλη αυτήν την τραγική διαστροφή και παρασυρμό των Γαλατών από την μια ξεσπάει σε έναν έλγχο και από την άλλη πέφτει σε μια σιωπή και προσευχή της καρδιάς του ραντίζοντας την με δάκρυα. Και άραγε πώς θα μπορούσαν να τον δούν να κλαίει για την πτώση τους μεσα στην σιωπηλή προσευχή του. Και τους έγραφε ευγενώς και διακριτικά την επιθυμία του να βρισκόταν εκεί μαζί τους και να αλλάξει την φωνή του σε κλάμα εκφράζοντας τρανώς την αγωνία του και την θλίψη του για το κατάντημα τους, ‘’ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν’’. Οι Γαλάτες είχαν χάσει την πνευματική πατρότητα. Απέρριψαν την σχέση τους με τον απ. Παύλο σαν πατέρα τους και τον σχολίαζαν. Αποδεχόταν τις συκοφαντίες και γύριζαν πίσω στην πρώην ζωή τους. Απορούσε πώς του βγήκαν νόθα παιδιά, να μην του ομοιάζουν. Ένοιωθε σαν να πρέπει να τους ξαναγεννήσει. Η θλίψη του μεγάλη και στην σκέψη τους έπεφτε στα δάκρυα και στο κλάμα. Τι μεγάλο κατάντημα να τον μισούν και να τον απομονώνουν και να τον αποστρέφονται.
Πάντοτε ο Απ. Παύλος μετρούσε την πνευματική πρόοδο των πιστών από την αγάπη και τον σύνδεσμο τους με το πρόσωπό του. Έτσι διαβάζουμε στην Α’ Θεσσαλονικείς, ότι ο Τιμόθεος του μετέφερε την χαρμόσυνη αγγελία για την πίστη και την αγάπη τους και που συνεχώς τον θυμούνται στις προσευχές τους και με πολύ πόθο θέλουν να τον ανταμώσουν. Και όλο αυτό είναι η μεγάλη χαρά και ανάπαυση του Απ. Παύλου γιατί αυτό δείχνει την σταθερότητα και πρόοδο στην πίστη τους. Ασφαλώς η χαρά του αυτή ήταν όχι μια προσωπολατρεία αλλά που μέσα από την αγάπη στο πρόσωπό του μετέβαιναν στην αγάπη στον Χριστό. ‘’Ἄρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ' ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς, διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν…’’ Η αγάπη στον διδάσκαλο τους φανέρωνε την πίστη τους στο Ευαγγέλιο. Αυτό φαίνεται σ’όλες τις επιστολές του.
Το Ευαγγέλιο δεν είναι απρόσωπο, αλλά προσφέρεται μέσα από το κήρυγμα της αγάπης και της αγιότητος της καρδιάς των διδασκάλων. Ο ιερός Χρυσόστομος έλεγε ότι ‘’Οὐδὲν γὰρ οὕτω πρὸς διδασκαλίαν ἐπαγωγὸν, ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι. ’’. Αυτή η αγάπη μαθητού και διδασκάλου στρώνει εύκολο το έδαφος για την διδασκαλία. Είναι μια παιδαγωγική αρχή που ορίζει όλο το εύρος της διδακτικής τέχνης. Είναι πολύ απλό να το καταλάβει ο καθένας με την δική του εμπειρία. Στο σχολείο όπου ο δάσκαλος δίνει αγάπη στιβαρή στα παιδιά, εκείνα τον αγαπούν τον πιστεύουν και μαθαίνουν πολύ εύκολα. Όλη αυτή η πιστότητα και η αγάπη στον Απόστολο Παύλο που τους αναγέννησε δείχνει και την πορεία τους στην αλήθεια και όχι στην ψευδοπίστη. Στην εποχή του αρειανισμού ο απλός λαός του Θεού που δεν μπορούσε πολλά να καταλάβει και που οι αιρετικοί τούς μπέρδευαν με λέξεις και νοήματα όπως ‘’ομοούσιος και ομοιούσιος’’, τότε το πρόσωπο του Αγίου Αθανασίου προσωποποιούνταν με την αλήθεια. Και ρωτούσαν τότε οι απλοί χριστιανοί τούς συζητούντες που προσπαθούσαν να τους οδηγήσουν στην αίρεση με λογοπλοκίες, ‘’είσαι με τον Αθανάσιο τον Επίσκοπο;’’ κι αν έλεγαν ναι! τους πλησίαζαν ως αδελφούς εν αληθεία. Και ο Αγιος Αθανάσιος, ο Μέγας ερμηνευτής των Γραφών και θεμελιωτής του Ορθοδόξου Δόγματος, είχε γίνει η προσωποποίση της αλήθειας της πίστεως. Το Ευαγγέλιο και η πίστις δεν είναι απρόσωπη, αλλά μεταλαμπαδεύεται μεσα από την αγιότητα και το βίωμα και την θεοπνευστία των Ιερών προσώπων.
Οι ψευδοδιδάσκαλοι έφτασαν στους Γαλάτες μετά την φυγή του Απ. Παύλου τον συκοφάντησαν και τους δίδαξαν την επιστροφή στις τυπικές διατάξεις του Νόμου ως υποχρεωτικές για την σωτηρία τους. Παράλληλα κατηγορούσαν τον Απόστολο Παύλο ότι είναι πλανεμένος και δεν έχει το Αποστολικό αξίωμα. Πόσο εσωτερικά διαλύθηκαν με την διάλυση του προσώπου που αγαπούσαν ως τον διδάσκαλό τους. Μεγάλη διαστροφή και πειρασμό υπέστησαν. Και θλιμμένος ο απ. Παύλος με δάκρυα θλίψης τότε τους έγραφε στην προς Γαλάτας Επιστολή, θυμούμενος και τον όλο κόπο του και την πρώτη προθυμία και αγάπη των.
‘’Τότε μεν επειδή δεν γνωρίζατε το Θεό, είχατε γίνει δούλοι στους ψεύτικους θεούς∙ τώρα όμως που γνωρίσατε τον αληθινό Θεό, μάλλον που ο ίδιος ο Θεός σας γνώρισε, πώς επιστρέφετε πάλιν στα τιποτένια και φτωχά στοιχεία, στα οποία αρχικά είχατε γίνει δούλοι; Και παρατηρείτε προληπτικά τους μήνες και τους καιρούς και τους χρόνους;
Φοβάμαι μήπως στα χαμένα εκοπίασα για σας. Κάνετε αυτό που έκανα κι εγώ, διότι ήμουνα σαν εσάς, σας παρακαλώ αδελφοί μου. Δεν με αδικήσατε. Ξέρετε ότι βρισκόμουν σε σωματική ασθένεια, όταν την πρώτη φορά σας κήρυξα το Ευαγγέλιο, αλλ’ εσείς λογω του σωματικού μου αυτού πειρασμού δεν με περιφρονήσατε ούτε με αποστραφήκατε, αλλά σαν Άγγελο με δεχθήκατε, ως τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Για πιοιό πράγμα σας αγαπώ και σας επαινώ και σας χαίρομαι; Το ομολογώ για σας, ότι αν ήταν δυνατόν και τα μάτια σας θα βγάζατε και θα μου τα δίνατε.
Και τώρα έγινα εχθρός σας επειδή λέω την αλήθεια; Σας ζηλεύουν όχι αγια καλό σκοπό, αλλά θέλουν μόνο να σας αποκόψουν από την αληθινή πίστη και να γίνετε δικοί τους. Καλό είναι να είστε ζηλωτές στο καλό πάντοτε και όχι μόνο όταν είμαι κοντά σας. Καλά μου παιδιά, νιώθω να περνάω πόνους κυφορίας και γέννας, μέχρι να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός. Πολύ θα ήθελα να ήμουνα κοντά σας και να άλλαζα τη φωνή μου σε κλάμα, διότι βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια και δεν μπορώ να αρθρώσω λόγο.''
Όλη αυτή η κατασυκοφάντηση και απόριψη του Απ. Παύλου έχει την εφαρμογή της και σήμερα. Τον διωγμό αυτό τον βλέπει κανείς στον βίο όλων των Αγίων που σαν σημείο αναφοράς και κληρονομιά από τον ίδιο τον Χριστό τον κουβαλούσαν πάνω τους. Ο ίδιος ο Κύριος έλεγε ’’ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν’’. Δεν είναι δυνατόν ο μαθητής να είναι ανώτερος από τον διδάσκσκαλο. Ο διωγμός είναι σημάδι γνησιότητος και αληθινής διακονίας Χριστού. Αυτό προβάλει ως κριτήριο γνησιότητος ο Απόστολος μιλώντας εξομολογητικά στους Κορινθίους και περιγράφωντας την ζωή του,
διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ·
ἐν κόποις περισσοτέρως,
ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως,
ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως,
ἐν θανάτοις πολλάκις·
ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον,
τρὶς ἐραβδίσθην,
ἅπαξ ἐλιθάσθην,
τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα·
ὁδοιπορίαις πολλάκις,
κινδύνοις ποταμῶν,
κινδύνοις λῃστῶν,
κινδύνοις ἐκ γένους,
κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν,
κινδύνοις ἐν πόλει,
κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ,
κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ,
κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις·
ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ,
ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις,
ἐν λιμῷ καὶ δίψει,
ἐν νηστείαις πολλάκις,
ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι·
χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μου ἡ καθ' ἡμέραν,
ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν.
Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;
εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι.
Και παρ’ όλα αυτά ο Απ. Παύλος ήταν χαρούμενος χωρίς γογγυσμό προς τον θεό που σαν διάκονος δικός Του σήκωνε όλο το βάρος αυτό. Και έλεγε πως όλος αυτός ο κόπος και το έργο της πίστεώς του είναι καύχημά του εν Κυρίω. Και ένιωθε τον Θεό να τον κατευθύνει έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν. Ένιωθε χαρούμενος που ‘’’τα στίγματα του Ιησού Χριστού’’ βαστάζει πάνω στο σώμα του, που αυτός τώρα αυτός είναι σταυρωμένος πάνω στον Σταυρό στην θέση του Χριστού, ‘’Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ ζεί δε εν εμοί Χριστός’’ . Ο Ιησούς Χριστός σήκωσε τον Σταυρό και τις ύβρεις και τις κακίες του κόσμου, και ο Απόστολος ζει ως μιμητής Του. Και η ιστορία συνεχίζεται ζώντας σ’ έναν κόσμο που διώκουν την αλήθεια. Και ενώ την αλήθεια οι άνθρωποι δεν μπορούν να την πολεμήσουν καταφεύγουν να πολεμούν τους διδασκάλους της. Και το βλέπεις παντού οι ψευδάδελφοι να περιέρχονται τους πιστούς ανθρώπους και να ενσπείρουν συκοφαντίες και κατακρίσεις και ψιθυρισμούς εναντίον ιερέων και πνευματικών κάνοντας το θέλημα του διαβόλου για να διαλύσουν την ενότητα και την ειρήνη και να ενσπείρπουν την απελπισία και την διχόνοια. Καταγίνονται σε μια μόνιμη ιεροκατηγορία. Είναι η μέθοδος του διαβόλου το ‘’ διαίρει και βασίλευε’’. Και έλεγε ένας αρχαίος σοφός, ‘’τίποτα δεν είναι πιο γοργό απ’ την συκοφαντία, τίποτα δεν ξεστομίζεται πιο εύκολα, τίποτα δεν γίνεται πιο πρόθυμα δεκτό, τίποτα δεν διαδίδεται πλατύτερα..’’ Και κάποιος άλλος έλεγε, ‘’Κακουργότερο πράγμα από την διαβολή δεν γεννήθηκε ακόμα. Αυτή στα μουλωχτά σ’ εξαπατά κι αφού σε πείσει, πλάθει με μαστοριά το μίσος για τον αναίτιο.’’ Και όσοι καταγίνονται με την ιεροκατηγορία έχουν σαν σύνθημα τους και εσωτερική παρόρμηση του διαβόλου, που κάποιος έλεγε, ‘’συκοφαντείτε αδίστακτα, πάντα κάτι μένει’’.
Το Πνεύμα το Άγιον κατοικεί εκεί που υπάρχει η δική του ενότητα, ‘’τηρείν την ενότητα του Πνεύματος’’. όπου κυριαρχούν κρισεις και επικρίσεις και μαλώματα εκεί κυριαρχεί κάθε ακαταστασία και πάν φαύλο πράγμα, ‘’ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα’’. Και αυτός ο τρόπος του ψιθυρισμού κατά των Ιερέων βολεύει πολύ στους ανθρώπους γιατί έμμεσα αμνηστεύουν τα δικά τους πάθη και παιδιακίζουν άθλια, ‘’Όποιος πιστεύει στις διαβολές, ή ο ίδιος είναι κακός στον χαρακτήρα, ή μικρού παιδιού έχει γνώση’’ . Ασφαλώς μεν ασυναίσθητα, πλήν όμως καθοδηγούμενοι υπο του διαβόλου με το ‘’κουτσομπολιό’’ διαλύουν την πνευματική υπόσταση των ιερατικών προσώπων. Και με τον συνεχή ψιθυρισμό διαλύεται το πρόσωπο του ποιμένος και δεν μπορεί να καταφύγει ο πιστός στο λιμάνι του πνευματικού του που η αγάπη του τον περιμάζεψε από την αμαρτία. Τί απογοήτευση στον απλό άνθρωπο να καταρίπτεται ο πνευματικός του με τα σχόλια που ακούγονται και απλώνονται σαν τα πούπουλα από τον αέρα. Και κανείς δεν γνωρίζει την καρδιά του πνευματικού πόσο θλίβεται και πόσο τον αγκαλιάζει η απελπισία. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός στην διακονία του.
Και πώς να μιλήσει και πώς να αμυνθεί. Σηκώνει τόν πόνο του μέχρι νά περάσει ἡ κακία τοῦ κατηγόρου του. Ὑπομένει τήν κατηγορία σκεπτόμενος ὅτι ὁ συκοφάντης καί κατήγορος τοῦ εἶναι τά ἴδια τά σπλάχνα του, τό παιδί του τό πνευματικό. Παιδιά του είναι κι αυτοί που τον διαπομπεύουν και τον συκοφαντούν και δεν μπορεί να αμυνθεί. Με πολύ ακρίβεια μιλά γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος.
‘’Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς ἀπό κανέναν δέν ἀκοῦμε συγγνώμη, καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἀντιθέτως καί πάλι κατηγορίες χειρότερες ἀπό τίς πρῶτες. Καί γιά πές μου; Εἶναι ἐξουσία τό νά εἶσαι ἱερέας; Οὔτε νά ἀμυνθεῖς, οὔτε καί νά ἀπαντήσεις μπορεῖς στίς κατηγόριες τους· κι αὐτό διότι ὅλοι αὐτοί εἶναι σπλάγχνα σου, παιδιά σου πνευματι-κά. Καί ὅπως τό παιδί ὅταν εἶναι ἄρρωστο, καί μᾶς χτυπάει στό κεφάλι καί στό σῶμα μή ἀντέχοντας τόν πόνο του, ἐμεῖς δέν ἀμυνόμαστε ἀλλά οὔτε καί τό δέρνουμε· καί οὔτε παίρνουμε μαχαίρι νά τό σκίσουμε στά δυό· ἔτσι καί ἐμεῖς ἄν κάποιος ἀπό τόν λαό εἶναι τέτοιος καί μᾶς ποτίζει μέ κόπους καί ἀπελπισία μέ τέτοιες κατηγόριες, δέν τολμοῦμε νά ἀμυνθοῦμε∙ ἡ πατρική καρδιά ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά φερθεῖ ἀλλοιῶς, ἀλλά πρέπει νά σηκώσει και τόν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ μέχρι πού νά γίνει καλά.’’
Οὐδεμία συγγνώμη, ἀλλὰ πάλιν κατηγορίαι χείρους τῶν προ-τέρων. Τοῦτο γοῦν ἀρχή; Καὶ ἀμύνασθαι οὐκ ἔχει· σπλάγχνα γάρ ἐστιν ἴδια. Καὶ ὥσπερ τὸ σπλάγχνον, κἂν οἰδαίνῃ, κἂν πόνον παρέχῃ καὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ λοιπῷ σώματι, οὐ τολμῶμεν ἀμύνασθαι· οὐ γὰρ λαβόντες ξίφος διαῤῥηγνύομεν· οὕτω κἂν τῶν ἀρχομένων τις τοιοῦτος ᾖ, πόνους ἡμῖν παρέχων καὶ ἀθυμίας ἐκ τῶν κατηγοριῶν τούτων, οὐ τολμῶμεν ἀμύνασθαι· πόῤῥω γὰρ ταῦτα πατρικῆς διανοίας, ἀλλ᾽ ἀνάγκη φέρειν τὸν πόνον, ἕως ἂν ἐκεῖνος ὑγιάνῃ καλῶς.
Τελικά εκδιώκοντας τον ιερέα τους που τους διακόνησε, αυτόν μεν τον ταπεινώνουν ενώπιον θεού, οι ίδιοι δε αυτοκαταστρέφονται. Και στις ώρες εκείνες του μεγάλου διωγμού κι αυτοί οι εκλεκτοί δεν σκύβουν με αγάπη να ακουμπήσουν στην καρδιά του πνευματικού εγκαταλείποντας τον. Και όλοι είναι κλεισμένοι στον εαυτούλη τους και στις σκέψεις τους και τα συμπεράσματά τους.
Και ο απόστολος Παύλος ζούσε αυτές τις καταστάσεις με μόνιμη την κατασυκοφάντηση. Τελειώνοντας την Β’ προς Κορινθίους ἐπιστολή του βγάζει ἕναν γλυκό πόνο καί παράπονο. Εἶναι ἕνας πόνος τοῦ ἀπ. Παύλου πού ἔβλεπε τούς χρι-στιανούς νά λουφάζουν μπροστά στόν συρφετό τῶν κατηγοριῶν καί νά μή τόν ὑπε-ρασπίζονται. Και τότε ἐκφράζει μία μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι δηλ. τούς ἀγάπησε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τόν ἀγάπησαν, ‘’οὐ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς. οὐ γὰρ ὀφείλει τὰ τέκνα τοῖς γονεῦσι θησαυρίζειν, ἀλλ' οἱ γονεῖς τοῖς τέκνοις. ἐγὼ δὲ ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν ἧττον ἀγαπῶμαι.’’ Φοβήθηκαν, ὀλιγοπίστησαν καί δέν μίλησαν μπροστά στίς συκοφαντίες ὅτι δέν εἶναι ἀπόστολος καί τούς ἐκμεταλλεύεται γιά προσωπικό του ὄφελος. Ὅμως σηκώνει ταπεινά τήν δυσκολία αὐτή καί τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἀγάπης των. Νιώθει ὅτι εἶναι πατέρας καί ταγμένος νά δαπανάται καί νά θυσιάζεται γιά τά παι-διά του. Γιατί νά παραπονεθεῖ; Ὅμως καί πρέπει νά τούς τό πεῖ. Ξέρουν πολύ καλά ὅτι ποτέ δέν τούς ζήτησε χρήματα καί ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά μόνο τήν καρδιά τους. Τούς ζήτησε τήν καρδιά τους, γιά νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό. Δέν δούλευε γιά τόν ἑαυτό του καί τήν καλοπέρασή του οὔτε γιά τήν δόξα του ποτέ. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι δέν περιμένει τά παιδιά νά θησαυρίζουν τόν πατέρα τους, ἀλλά ὁ πατέρας νά τά πλουτίζει συνεχῶς.
Και άκουγα την φωνή διαβόλου που σκληρά φώναζε και θύμιζε την κόλαση.
’’όσοι λένε κι ακούνε συκοφαντίες, είναι για κρέμασμα-
οι πρώτοι απ’ την γλώσσα, οι δεύτεροι απ’ τα αυτιά’’
Και βλέποντας όλα αυτα του Απ. Παύλου γονάτιζα κι εγώ και προσευχόμουνα και έλεγα το λόγο του Δαυίδ ‘’λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου’’.
Και τί απόμεινε τελικά στον πνευματικό παρά μονάχα να γονατίζει και να λέει στον Κύριο,
’’ἐλθέ Κύριε ὁ μόνος πρός μόνον,
ὁ χωρίσας καί ποιήσας μέ μόνον·
ὅτι μόνος εἰμί ἐν τῇ γῇ’’.
Αρχιμανδρίτης
Σεβαστιανός Τοπάλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου