Μέσα στο θείο, γλυκό, ουράνιο φως …
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
– Γέροντα, πώς είναι το άκτιστο φώς;
– Που να ξέρω; Εγώ στο Καλύβι έχω μια κτιστή σόμπα που την ανάβω, για να ζεσταθώ. Αν θέλω φώς, ανάβω ένα κερί και βλέπω!
Ποτέ να μη ζητάη κανείς φώτα ή χαρίσματα του Θεού, αλλά μόνο μετάνοια, η οποία θα φέρη την ταπείνωση, και μετά ο Καλός Θεός θα του δώση ό,τι έχει ανάγκη. Πήγα μια φορά να δώ τον πατέρα Δαβίδ τον Διονυσιάτη. Έμενε σε ένα κελλί, μέσα στα κουρέλια, μέσα στο σκοτάδι. Αλλά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό κελλί, εκείνος ζούσε μέσα στο φώς. Ήταν πολύ προχωρημένος στην ευχή, είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Τρόμαξα να του βγάλω κάτι! «Αυτά δεν λέγονται, δεν λέγονται», έλεγε. Ξέρεις τί θα πη μέσα στο σκοτάδι να βλέπης φώς, χωρίς να έχης φώς; Να είσαι μέσα στα κουρέλια, και να βρίσκεσαι μέσα στα παλάτια του Θεού!

Όταν ρώτησα τον Γερο-Πέτρο** γι’ αυτό, μου είπε: «Εγώ συνέχεια ζώ τέτοιες θείες καταστάσεις. Εκείνη την ώρα που με επισκέπτεται η θεία Χάρις, η καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά από την αγάπη του Θεού, και ένα φως παράξενο με φωτίζει εσωτερικά και εξωτερικά· νιώθω το πρόσωπό μου να φωτίζη. Φωτίζεται ακόμη και το κελλί μου. Βγάζω τότε το σκουφί μου, σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου και λέω στον Χριστό: “Χριστέ μου, χτύπησέ με με το κοντάρι της ευσπλαγχνίας Σου στην καρδιά μου”. Από την πολλή ευγνωμοσύνη τα μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκά δάκρυα και δοξολογώ τον Θεό. Τότε όλα σταματάνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τον Χριστό και δεν μπορώ πια να ζητήσω τίποτε· σταματάει και η προσευχή, το κομποσχοίνι δεν μπορεί να γυρίση».
*Βλ. Το Γεροντικόν, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1981, Αββάς Λογγίνος ε΄, σ. 63.
**Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 64-73.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής», Περι προσευχης 7 μερος
***
Μια φορά ήρθε στο Καλύβι κάποιος Ελληνοαμερικανός γιατρός. Είδα το πρόσωπό του που ήταν φωτεινό, γι’ αυτό με τρόπο τον ρώτησα για την ζωή του. «Πάτερ, μου είπε, είμαι Ορθόδοξος, αλλά μέχρι τελευταία ούτε νηστείες κρατούσα ούτε στην εκκλησία πήγαινα συχνά. Ένα βράδυ είχα γονατίσει στο δωμάτιό μου να παρακαλέσω τον Θεό για ένα θέμα που με απασχολούσε, οπότε γέμισε το δωμάτιο με ένα γλυκό φως. Για αρκετή ώρα δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρά μόνο φως και ένιωθα μια ανέκφραστη ειρήνη μέσα μου». Θαύμασα, γιατί κατάλαβα ότι ο άνθρωπος αυτός αξιώθηκε να δη το άκτιστο φως, και του ζήτησα να μου πη τι είχε προηγηθή. «Πάτερ, μου είπε, είμαι παντρεμένος και έχω τρία παιδιά. Στην αρχή περνούσαμε καλά στην οικογένεια. Μετά όμως η γυναίκα μου δεν είχε την υπομονή να ασχολήται στο σπίτι με τα παιδιά και ζητούσε να βγαίνουμε έξω με τις φίλες της. Της έκανα το χατίρι. Έπειτα από ένα διάστημα μου είπε ότι ήθελε να βγαίνη μόνη της με τις φίλες της. Το δέχθηκα και αυτό και κοίταζα εγώ τα παιδιά. Ύστερα δεν ήθελε να κάνουμε μαζί διακοπές και μου ζητούσε χρήματα να πηγαίνη μόνη της. Στην συνέχεια μου ζήτησε ένα διαμέρισμα, για να ζη μόνη της. Το έκανα και αυτό, αλλά εκείνη μάζευε εκεί τους φίλους της. Όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσα να την βοηθήσω με διάφορους τρόπους, με συμβουλές κ.λπ., ώστε να λυπηθή τα παιδιά μας, αλλά δεν δεχόταν κουβέντα. Τελικά μου πήρε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και εξαφανίσθηκε. Έψαχνα, ρωτούσα παντού, άδικα όμως. Είχα χάσει τελείως τα ίχνη της. Κάποια μέρα πληροφορήθηκα ότι είχε έρθει εδώ στην Ελλάδα και έμενε σε κάποιον κακόφημο οίκο. Η στενοχώρια μου για το κατάντημά της δεν περιγράφεται. Γονάτισα πάνω στην θλίψη μου να προσευχηθώ. “Θεέ μου, είπα, βοήθησέ με να την βρω και να κάνω ο,τι μπορώ, για να μη χάση την ψυχή της. Αυτήν την κατάντια της δεν μπορώ να την αντέξω”. Τότε με έλουσε εκείνο το φως και πλημμύρισε με ειρήνη η καρδιά μου». «Ο Θεός, αδελφέ, του είπα, είδε την υπομονή, την ανεξικακία, την αγάπη σου και σε παρηγόρησε με αυτόν τον τρόπο».
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης – Λόγοι Δ’, Οικογενειακή Ζωή, ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΑΘΗ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
***
Ο δίκαιος Θεόδωρος της Βύριτσα,
ο ταπεινός βοσκός που έζησε την Μεταμόρφωση
Κοντά στο Γιαροσλάβ [της Ρωσίας] ζούσε ένα αγόρι που ωνομαζόταν Θεόδωρος. Όταν ήταν έξι ετών επισκέφθηκε μία προορατική Γερόντισσα που ωνομαζόταν Ξένη και αυτή του είπε: «Ποιός ήλθε να με ιδή! Θεόδωρε, τι χαρά! Σαράντα πέντε χρόνια θα βόσκης αγελάδες και κατσίκες. Να μη χρησιμοποιήσης ποτέ ξύλο ή ράβδο σ᾿ αυτά και ποτέ να μη πης άσχημη ή θυμωμένη κουβέντα, και τα ζώα θα σε υπακούουν. Μετά θα πας στην Πετρούπολι, στην Μακαρία Ξένη, την προστάτισσά μου και μετά θα πας στην αγία μας γη, στην Βυρίτσα, στον Γέροντα»! Ο Θεόδωρος ζούσε με τους γονείς του και τέτοιες σκέψεις ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό του. Όμως, σύντομα έμεινε ορφανός και πράγματι από την ηλικία των έξι ετών έβοσκε αγελάδες. Εργάσθηκε ως βοσκός ακριβώς για 47 χρόνια, όπως του είχε προείπει η Γερόντισσα. Ποτέ δεν κτύπησε κάποιο ζώο και ποτέ δεν είπε μια άσχημη κουβέντα· ποτέ δεν έχασε ούτε μία αγελάδα. Είχε κατασκευάσει ένα κέρας (βούκινο), το οποίο φυσούσε και με αυτό καλούσε τις αγελάδες. Μέχρι που πέρασε την ηλικία των πενήντα έβοσκε αγελάδες· ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα, αλλά έτρωγε στα σπίτια των ιδιοκτητών των αγελάδων, οι οποίοι επίσης τον έντυναν. Όλοι τον συμπαθούσαν για την ευγένεια και την αθωότητά του. Συχνά ήταν πολύ λυπημένος που δεν μπορούσε να εκκλησιασθή στις μεγάλες Εορτές, διότι έπρεπε να βγάζη στην βοσκή τις αγελάδες καθημερινώς. Κάποτε, στην Εορτή της Μεταμορφώσεως, ήταν εξαιρετικά λυπημένος και προσευχήθηκε στον Θεό:« Όλοι οι πιστοί προσεύχονται στην Εκκλησία σήμερα και εγώ δεν μπορώ να είμαι μαζί τους· είμαι πάντοτε με τις αγελάδες και τις κατσίκες»… Όταν ο Θεόδωρος πήγε τις αγελάδες στην βοσκή, τοποθέτησε μία Εικόνα σε ένα δένδρο και προσευχόταν για ώρες εκεί ενώπιόν της. Εκείνη την ημέρα προσευχήθηκε με ιδιαίτερη θέρμη. Ξαφνικά είδε μία λάμψι ενός εξαιρετικού φωτός επάνω από την Εικόνα· το φως ήταν πιο λαμπρό από τον ήλιο. Μετά εμφανίσθηκε ο Σωτήρας μας με τον Μωϋσή και τον Ηλία και τους Αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη! Ο Θεόδωρος δεν κατάλαβε πόσο κράτησε η όρασις…῞
… Όταν ήλθε στις αισθήσεις του ήταν πιά απόγευμα· κατάλαβε ότι θα έπρεπε να γυρίση τα ζώα στο σπίτι, ότι ήταν ώρα για άρμεγμα και την στιγμή εκείνη η όρασις εξαφανίσθηκε. Ο Θεόδωρος σηκώθηκε και έκλαυσε και παρεκάλεσε τον Κύριο να του αποκαλύψη αν αυτό που συνέβη ήταν μία πραγματική όρασις η μόνον η φαντασία του. Πήρε το κέρας του και κάλεσε τις αγελάδες και στράφηκε προς το κοπάδι. Συγκλονίσθηκε από αυτό που είδε: όλες οι αγελάδες ήσαν γονατισμένες και δάκρυα έρρεαν από τα μάτια τους!… Σαράντα επτά χρόνια ο Θεόδωρος εργάσθηκε ως βοσκός και μετά αποσύρθηκε. Δεν είχε συγγενείς ούτε είχε παντρευθή. Θυμήθηκε την καθοδήγησι που του δόθηκε στην παιδική του ηλικία και ταξίδευσε στην Αγία Πετρούπολι. Ήταν τότε το έτος 1949…
* Περιοδικό «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 297/Ιούλιος-Αύγουστος 2000, σελ. 323. Μετάφρασις από τα ρωσικά από το έργο του Βασιλείου Νικολάγιεβιτς Μουράβιεφ, Ο Στάρετς Μεγαλόσχημος Ιερομόναχος Σεραφείμ της Βυρίτσας 1865-1949, κατά την διασκευασμένη έκδοσι του Αλεξάνδρου Τροφίμωφ, σελ. 131-132, Μόσχα, Αδελφότης Αγίου Αλεξίου, 1996
πηγή: https://romioitispolis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου