«Ἔχεις παρακολουθήσει ἐπίσης, Τιμόθεε», τοῦ λέγει, «τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ (:τὴ φωτισμένη πίστη μου, τὴ μακροθυμία μου)»· «ὅτι τίποτε ἀπὸ αὐτά», λέγει, «δὲν μοῦ προκαλοῦσε ταραχή»· «τῇ ἀγάπῃ (:τὴν ἀγάπη μου)», πρᾶγμα ποὺ δὲν τὸ εἶχαν αὐτοί· «τῇ ὑπομονῇ (:τὴν ὑπομονή μου)», ὅπως ἀκριβῶς οὔτε καὶ αὐτό. «Μὲ τὴ μακροθυμία μου», λέγει· πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἔδειχνα πολλὴ μακροθυμία. «Μὲ τὴν ὑπομονὴ μου» πρὸς τοὺς διωγμούς: «τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν (:στοὺς διωγμούς μου, στὰ παθήματά μου)». Γιατί δύο εἶναι αὐτὰ ποὺ ταράσσουν τὸν δάσκαλο, τὸ νὰ ὑπάρχουν γύρω πολλοὶ αἱρετικοί, καὶ τὸ νὰ μὴ δείχνει ὑπομονὴ στὰ παθήματα. Ἀλλὰ ὅμως γι᾿ αὐτοὺς πολλὰ εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι καὶ παλιὰ ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρξουν, καὶ κανένας χρόνος δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ ὅτι δὲν θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτε, καὶ ὅτι στὸν κόσμο ὑπάρχουν σκεύη χρυσὰ καὶ ἀργυρά.
Βλέπεις λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τίς θλίψεις; «οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾽Αντιοχείᾳ, ἐν ᾽Ικονίῳ, ἐν Λύστροις (:σὰν αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινα στὴν Ἀντιόχεια, στὸ Ἰκόνιο, στὰ Λύστρα)». Γιατί ἄραγε αὐτὰ μόνο εἶπε ἀπὸ τὰ πολλὰ παθήματα; Ἐπειδὴ τὰ ὑπόλοιπα ἦταν γνωστὰ στὸν Τιμόθεο· καὶ ἴσως αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ θυμᾷται σὰν πρόσφατα, ὄχι τὰ παλιά· καὶ δὲν τὰ ἀπαριθμεῖ κατὰ εἶδος· γιατί δὲν εἶναι κενόδοξος οὔτε φιλόδοξος, ἀφοῦ τὸ λέγει γιὰ παρηγοριὰ τοῦ μαθητῆ, ὄχι γιὰ ἐπίδειξη. «Ἀντιόχεια» ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, καὶ τὰ Λύστρα, ἀπὸ ὅπου καταγόταν ὁ Τιμόθεος. «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα (:ποιούς φοβεροὺς διωγμοὺς ὑπέμεινα)». Καὶ τὰ δύο εἶναι παρηγορητικά· ὅτι δηλαδὴ καὶ ἐγὼ ἔδειχνα γενναῖα προθυμία, καὶ δὲν ἐγκαταλείφθηκα, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πῶ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ πρόδωσε, ἀλλὰ κατέστησε λαμπρότερο τὸ στεφάνι μου. «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα (:ποιούς φοβεροὺς διωγμοὺς ὑπέμεινα)», λέγει, «καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος (:καὶ ἀπὸ ὅλα μὲ γλύτωσε ὁ Κύριος)».
«Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται (:καὶ ὄχι μόνο ἐγὼ ἔπαθα καὶ πάσχω αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια, ὅπως ἁρμόζει στοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, θὰ καταδιωχθοῦν)» [Β΄ Τιμ. 3,12]. «Γιατί ὅμως», λέγει, «ὁμιλῶ ἁπλῶς γιὰ τὸν ἑαυτό μου; Καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλει νὰ ζεῖ μὲ εὐσέβεια, θὰ διωχθεῖ». «Διωγμοὺς» ἐδῶ ἐννοεῖ τίς θλίψεις, τίς ὀδύνες. Γιατί δὲν ὑπάρχει ἄνδρας ποὺ νὰ βαδίζει τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς χωρὶς θλίψη, ὀδύνη καὶ πειρασμούς· γιατί πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ βαδίζει τὴ στενὴ καὶ θλιμμένη ὁδό; Γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἄκουσε ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε (:ἐφόσον εἶστε μέσα στὸν κόσμο, θὰ ἔχετε θλίψῃ)» ;[Ἰω. 16,33]. Ἄν ἐκεῖνο τὸν χρόνο ἔλεγε ὁ Ἰώβ, «πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς (:γεμάτη δοκιμασίες καὶ πειρασμοὺς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στὴ γῆ)» [Ἰώβ, 7,1], πόσο μᾶλλον τότε;
«Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι (:ἀντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, ποὺ καταδιώκουν καὶ βασανίζουν τοὺς εὐσεβεῖς)», λέγει, «καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι (:ἀλλὰ καὶ ἀπατεῶνες, θὰ προχωροῦν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο· θὰ πλανοῦν καὶ θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θὰ πλανῶνται καὶ θὰ ἐξαπατῶνται)» [Β΄ Τιμ. 3,13]. «Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ἂς μὴ σὲ θορυβεῖ», λέγει, «ἂν ἐκεῖνοι ζοῦν μὲ ἄνεση, ἐνῶ ἐσὺ μὲ πειρασμούς· τέτοια εἶναι ἡ φύση τοῦ πράγματος. Ἀπὸ τὰ δικά μου μπορεῖς νὰ μάθεις ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ πολεμᾷ μὲ τοὺς πονηροὺς καὶ νὰ μὴν εἶναι σὲ θλίψη. Δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ πυγμαχεῖ νὰ ζεῖ σὲ τρυφή, δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ παλεύει νὰ εὐωχεῖ. Κανένας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀθλητὲς ἂς μὴ ζητάει ἄνεση, κανένας ἂς μὴ βρίσκεται σὲ εὐθυμία. Πάλι τὰ παρόντα εἶναι ἀγῶνας, πόλεμος, θλίψη, στενοχώρια, δοκιμασία, τὸ στάδιο τῶν ἀγώνων. Ἄλλοι εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἀνέσεως· αὐτὸς ὁ καιρὸς εἶναι τῶν ἱδρώτων, αὐτὸς εἶναι τῶν πόνων. Κανένας ποὺ ἀποδύθηκε καὶ ἀλείφτηκε δὲν ἐπιζητεῖ ἄνεση. Ἄν λοιπὸν ἐπιζητεῖς ἄνεση, γιατί ἀποδύθηκες τὸν ἀγῶνα; Γιατί σήκωσες τὰ χέρια;». «Καὶ πῶς», λέγει, «νὰ μὴν τὰ σηκώσω τώρα;» Ὅταν δὲν συγκρατεῖς τίς ἐπιθυμίες, ὅταν δὲν μάχεσαι ἐνάντια πρὸς τὴν ὁρμὴ τῆς φύσεως.
«Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (:ἐσὺ ὅμως Τιμόθεε, μένε ἀκλόνητος σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες καὶ βεβαιώθηκες γιὰ τὴν ἀλήθειά τους, ἀπὸ τὴν προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλὰ ἀπὸ ποιόν διδάσκαλο τὰ ἔμαθες. Αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾷς ποτέ, ἀλλὰ νὰ τὸ διατηρεῖς ζωντανὰ στὴ μνήμη σου. Καὶ ὅτι ἀκόμη ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τίς Ἅγιες Γραφὲς οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό)» [Β΄ Τιμ. 3,14-15].
Τί σημαίνει αὐτό; Ὅπως ἀκριβῶς ὁ προφήτης Δαβὶδ προέτρεψε καὶ εἶπε «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις (:μὴ ζηλεύεις τὴ φαινομενικὴ εὐτυχία τῶν πονηρῶν)» [Ψαλμ. 36,1], αὐτὸ προτρέπει καὶ αὐτὸς λέγοντας: «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης (:ἐσὺ ὅμως Τιμόθεε, μένε ἀκλόνητος σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες καὶ βεβαιώθηκες γιὰ τὴν ἀλήθειά τους)». Ὄχι ἁπλῶς «ἔμαθες», ἀλλὰ «καὶ ἐπιστώθης», δηλαδὴ πίστεψες. «Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ πίστεψα;». Ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή. Καὶ ἂν λοιπὸν βλέπεις ἐδῶ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πίστεψες, μὴν ἀνησυχεῖς, γιατί καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἔβλεπε ἀντίθετα, ἀλλὰ τίποτε δὲν ἔπαθε· ἄκουσε ὑπόσχεση ἀπὸ τὸν Θεό: «ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα (:μὲ τὸν Ἰσαὰκ θὰ ἀποκτήσεις ἀπογόνους)» [Γέν. 21,12], καὶ ἔπαιρνε ἐντολὴ νὰ σφάξει τὸν Ἰσαάκ, καὶ δὲν ἀνησυχοῦσε, οὔτε ταρασσόταν.
Κανένας νὰ μὴ σκανδαλίζεται γιὰ τοὺς πονηρούς· αὐτὸ ἡ Γραφὴ τὸ εἶπε ἀπὸ παλιά. Τί λοιπὸν ὅταν καὶ οἱ ἀγαθοὶ εὐφραίνονται καὶ οἱ πονηροὶ τιμωροῦνται; Τὸ δεύτερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φυσικὸ νὰ γίνεται, τὸ ἄλλο ὅμως δὲν εἶναι· γιατί τὸ νὰ τιμωροῦνται οἱ πονηροὶ εἶναι δυνατό, τὸ νὰ εὐφραίνονται ὅμως οἱ ἀγαθοὶ πάντοτε δὲν εἶναι δυνατό. Κανένας δὲν ἦταν ἴσος μὲ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ὅμως ὅλο τὸν χρόνο τὸν περνοῦσε μὲ θλίψη, μὲ δάκρυα, μὲ στεναγμοὺς νύχτα καὶ μέρα. Γιατί λέγει: «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον (:γι᾿ αὐτὸ νὰ προσέχετε καὶ νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, ἔχοντας ὡς παράδειγμα ἐμένα˙ καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι γιὰ μιὰ τριετία συνεχῶς νύχτα καὶ μέρα δὲν σταμάτησα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας ξεχωριστά)» [Πράξ. 20,31]· καὶ πάλι· «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (: καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω τόσα καὶ τόσα ἄλλα, μὲ ταλαιπωροῦσε καὶ μὲ ἔριχνε σὲ στενοχώρια ἡ καθημερινὴ πίεση καὶ ἐνόχληση ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀγωνιώδης φροντίδα γιὰ τίς Ἐκκλησίες)» [Β΄ Κορ. 11,28], λέγει. Δὲν χαιρόταν δηλαδὴ σήμερα καὶ αὔριο πονοῦσε, ἀλλὰ καθημερινὰ δὲν σταματοῦσε νὰ πονάει.
«Πῶς λοιπόν», θὰ ἀναρωτηθεῖ ἴσως κάποιος, «πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον (:ἀντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, ποὺ καταδιώκουν καὶ βασανίζουν τοὺς εὐσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπατεῶνες, θὰ προχωροῦν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο)»; Δὲν εἶπε «θὰ τύχουν ἄνεσης», ἀλλὰ «θὰ προχωροῦν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο»· ἡ προκοπή τους αὐτὴ θὰ εἶναι πρὸς τὸ χειρότερο. Δὲν εἶπε «θὰ βρίσκονται σὲ εὐπορία». Καὶ ἂν πάλι τιμωροῦνται, γι᾿ αὐτὸ τιμωροῦνται, γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι τὰ ἁμαρτήματα εἶναι ἀτιμώρητα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ γέεννα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν κακία, δείχνοντας τὴν εὐσπλαχνία Του γιά μᾶς, μᾶς ἀφυπνίζει καὶ μᾶς ἀνορθώνει. Ἄν δὲν τιμωροῦνταν κανένας πονηρός, κανένας δὲν θὰ πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει τὰ ἀνθρώπινα πράγματα· ἂν ὅλοι τιμωροῦνταν, κανένας δὲν θὰ περίμενε νὰ γίνει ἀνάσταση, γιατί ὅλοι ἐδῶ θὰ ἀπολάμβαναν τὴν τιμωρία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμωρεῖ καὶ δὲν τιμωρεῖ· γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ οἱ δίκαιοι θλίβονται, γιατί εἶναι πάροικοι, γιατί εἶναι ξένοι, γιατί βρίσκονται σὲ ξένη γῆ. Οἱ δίκαιοι λοιπὸν ὑπομένουν αὐτὰ γιὰ νὰ δοκιμασθοῦν· γιατί ἄκουσε τὸν Θεὸ ποὺ λέγει στὸν Ἰώβ: «Οἴει δὲ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος; (:νομίζεις ὅτι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο ἐνήργησα ἐγὼ γιὰ ἐσένα, παρὰ γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖς δίκαιος)»; [Ἰὼβ 40,8]. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅμως ἂν κάποτε ὑποστοῦν κάτι τέτοιο, πληρώνουν γιὰ τίς ἁμαρτίες τους. Γιὰ τὸ καθετὶ λοιπὸν ἂς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς· γιατί καὶ τὰ δύο εἶναι χρήσιμα. Τίποτε δὲν κάνει ἀπὸ μῖσος οὔτε ἀποστρεφόμενος ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο τὰ κάνει ἀπὸ φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον γιά μᾶς.
«Εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας (:διότι ξέρεις καλὰ ἀπὸ ποιόν διδάσκαλο τὰ ἔμαθες· αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾷς ποτέ, ἀλλὰ νὰ τὸ διατηρεῖς ζωντανὰ στὴ μνήμη σου. Καὶ ὅτι ἀκόμη ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τίς Ἅγιες Γραφές)», λέγει [Β΄ Τιμ. 3,14]. «Ἱερὰ γράμματα» ὀνομάζει τίς θεῖες Γραφές. «Μὲ αὐτὲς ἀνατράφηκες, ὥστε καὶ μὲ αὐτὲς πρέπει ἡ πίστη σου νὰ εἶναι στερεὰ καὶ καθόλου νὰ μὴ βλάπτεσαι». Γιατί ἡ ρίζα εἶναι βαθιά, χωρὶς νὰ τράφηκε ἐπὶ πολὺ χρόνο· τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ξεριζώσει.
Ἀφοῦ εἶπε «τὰ ἱερὰ γράμματα», πρόσθεσε: «τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (:οἱ ὁποῖες θεῖες Γραφὲς μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό)»· δηλαδὴ δὲν σὲ ἀφήνουν νὰ πάθεις κάτι ἀνόητο, πρᾶγμα ποὺ παθαίνουν οἱ πολλοί. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ γνωρίζει τίς Γραφές, ὅπως πρέπει νὰ τίς γνωρίζει, γιὰ κανένα ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν δὲν σκανδαλίζεται· ὅλα τὰ ὑπομένει γενναῖα· ἄλλα ἀπ᾿ αυτὰ τὰ ἐμπιστεύεται στὴν πίστη καὶ στὸ ἀκατάληπτο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἄλλων πάλι γνωρίζει καὶ τίς αἰτίες, βρίσκοντας παραδείγματα στὶς Γραφές. Καθόσον τὸ νὰ μὴν περιεργάζεται τὰ πάντα καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ γνωρίζει τὰ πάντα, εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη γνώσεως.
Καὶ ἂν θέλετε θά σᾶς τὸ ἀποδείξω μὲ παράδειγμα· ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ποταμός, ἢ καλύτερα ὅτι ὑπάρχουν ποταμοὶ (δὲν τὸ λέγω κατὰ παραχώρηση, ἀλλὰ λέγω αὐτὸ ποὺ εἶναι οἱ ποταμοί)· δὲν ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο βάθος, ἀλλὰ ἄλλοι ἔχουν ρηχὸ βάθος καὶ ἄλλοι βαθὺ καὶ ἱκανὸ νὰ πνίξει τὸν ἀνίδεο, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ προξενοῦνται ἴλιγγοι, ἐνῶ στὴν ἄλλη ὄχι. Τὸ νὰ μὴ θέλει λοιπὸν κάποιος ὅλα νὰ τὰ ἐπιχειρεῖ ὅμοια εἶναι καλό, καὶ τὸ νὰ μὴ θέλει νὰ γνωρίζει ὅλα τὰ βάθη, δὲν εἶναι μικρὴ ἀπόδειξη γνώσεως· γιατί αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἐρευνήσει ριψοκινδυνεύοντας κάθε μέρος τοῦ ποταμοῦ, αὐτὸς προπάντων δὲν γνωρίζει τίς ἰδιότητες τῶν ποταμῶν, καὶ πολλὲς φορὲς θὰ χαθεῖ ἐπειδὴ τόλμησε νὰ ἐρευνήσει τὸ βάθος τοῦ ποταμοῦ μὲ τὴν ἴδια θρασύτητα μὲ τὴν ὁποία διάβαινε τὰ ρηχὰ νερά.
Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Θεό· αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ τὰ γνωρίζει ὅλα καὶ τολμᾷ τὰ πάντα, αὐτὸς προπάντων δὲν γνωρίζει τί εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλὰ στοὺς ποταμοὺς βέβαια τὸ μεγαλύτερο μέρος εἶναι ἀσφαλὲς καὶ λίγοι εἶναι οἱ στρόβιλοι καὶ τὰ βάθη, στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Θεοῦ τὰ περισσότερα εἶναι ἀπόκρυφα καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξιχνιάσει κανεὶς τὰ ἔργα Αὐτοῦ. Γιατί λοιπὸν ἀγωνίζεσαι νὰ καταποντίσεις τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὸ μόνο γνώριζε, ὅτι ὅλα ὁ Θεὸς τὰ οἰκονομεῖ, ὅτι γιὰ ὅλα προνοεῖ, ὅτι εἴμαστε αὐτεξούσιοι, ὅτι ἄλλα τὰ ἐνεργεῖ Αὐτός, ἄλλα πάλι τὰ παραχωρεῖ, ὅτι δὲν θέλει νὰ γίνεται τίποτε πονηρό, ὅτι ὅλα δὲν γίνονται ἀπὸ τὴ θέλησή Του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δική μας· ὅλα τὰ κακὰ γίνονται μόνο ἀπό μᾶς, ἐνῶ ὅλα τὰ καλὰ ἀπό μᾶς καὶ ἀπὸ τὴ βοήθειά Του, καὶ ὅτι τίποτε δὲν Τοῦ διαφεύγει. Γι᾿ αὐτὸ ὅλα τὰ ἐνεργεῖ Αὐτός. Ἔπειτα, γνωρίζοντας ἐσὺ γι᾿ αὐτό, λογάριασε ποιά εἶναι τὰ ἀγαθά, ποιά τὰ κακά, καὶ ποιά τὰ ἀδιάφορα· δηλαδή, ἀγαθὸ εἶναι ἡ ἀρετή, κακὸ ἡ φαυλότητα, ἀδιάφορα ὁ πλοῦτος, ἡ φτώχεια, ἡ ζωή, ὁ θάνατος. Ἄν τὰ γνωρίζεις αὐτά, θὰ γνωρίσεις μαζὶ μὲ αὐτὰ ὅτι οἱ δίκαιοι γι᾿ αὐτὸ θλίβονται, γιὰ νὰ στεφανωθοῦν, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ γιὰ νὰ πληρώσουν γιὰ τίς ἁμαρτίες τους· ὅλοι ὅμως οἱ ἁμαρτωλοὶ δὲν τιμωροῦνται ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἀπιστοῦν οἱ πολλοὶ στὴν ἀνάσταση· ὅπως ὅλοι οἱ δίκαιοι δὲν θλίβονται, γιὰ νὰ μὴν νομίσεις τὴν κακία ὅτι εἶναι ἐπαινετή, ἀλλὰ τὴν ἀρετή. Αὐτοὶ εἶναι κανόνες καὶ ὅροι· αὐτὸ ποὺ θέλεις παραλλήλισέ το μὲ αὐτοὺς καὶ δὲν θὰ ἀμφιβάλλεις καθόλου.
Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γιὰ τοὺς γραμματοδιδασκάλους ὁ ἀριθμὸς ἕξι χιλιάδες, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὅλα ξεκινοῦν, καὶ ὅλα μπορεῖς νά τὰ διαιρέσεις καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσεις μὲ τὸν κανόνα τῶν ἕξι χιλιάδων, καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀριθμὸ ὅλα στρέφονται, καὶ αὐτὰ τὰ γνωρίζουν ὅσοι ἔχουν μάθει γράμματα, ἔτσι καὶ τοὺς κανόνες αὐτούς, τοὺς ὁποίους πάλι θὰ ἀναφέρω συντομότερα, ἂν κάποιος τοὺς γνωρίζει, ποτὲ δὲν σκανδαλίζεται. Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι αὐτοί; Ὅτι ἀγαθὸ εἶναι ἡ ἀρετή· ὅτι φαῦλο εἶναι ἡ κακία· ὅτι ἀδιάφορα εἶναι οἱ ἀρρώστιες, ἡ φτώχεια, οἱ ἐπιβουλές, οἱ συκοφαντίες, καὶ ὅσα παρόμοια· ὅτι οἱ δίκαιοι ἐδῶ θλίβονται· ἂν ὅμως μερικοὶ εὐημεροῦν, συμβαίνει αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἡ ἀρετὴ ὅτι εἶναι μισητή· ὅτι οἱ πονηροὶ εὐφραίνονται, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν ἐκεῖ· ἂν πάλι μερικοὶ τιμωροῦνται, συμβαίνει αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ κακία εἶναι καλό, οὔτε ὅτι τὰ πράγματα μένουν ἀτιμώρητα· ὅτι δὲν τιμωροῦνται ὅλοι, γιὰ νὰ μὴν ἀμφισβητηθεῖ ὁ καιρὸς τῆς ἀναστάσεως· ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ποὺ πράττουν ἔργα φαῦλα καὶ αὐτὰ τὰ ἀποθέτουν ἐδῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ πράττουν καλὰ ἔργα καὶ ἀπολαμβάνουν ἐδῶ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν ἐκεῖ· ὅτι τὰ περισσότερα ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτα· ὅτι ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ σὲ Αὐτὸν εἶναι πολὺ μεγάλη, τόσο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ.
Ἄν τὰ σκεπτόμαστε αὐτά, τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς θορυβήσει. Ἄν ἀκοῦμε συνέχεια τίς Γραφές, θὰ βροῦμε καὶ πολλὰ παρόμοια παραδείγματα· «αὐτές», λέγει, «ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ὥστε νὰ σωθεῖς». Καθόσον οἱ Γραφὲς διδάσκουν αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πράττουμε καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ πράττουμε· γιατί ἄκουε τί λέγει ἀλλοῦ αὐτὸς ὁ μακάριος σὲ κάθε Ἰουδαῖο ποὺ τυφλωμένος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὴν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου: «Πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ (:καὶ ἔχεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὴν ἀλαζονικὴ πεποίθηση ὅτι εἶναι ὁδηγὸς τῶν τυφλῶν εἰδωλολατρῶν, φῶς ἐκείνων ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης, παιδαγωγὸς ἱκανὸς νὰ συνετίζεις τοὺς ἀνόητους ἀνθρώπους, διδάσκαλος ἐκείνων ποὺ εἶναι σὲ νηπιώδη πνευματικὴ κατάσταση, καὶ ὅτι ἔχεις τὴν ἀκριβῆ γνώση καὶ ἀλήθεια ποὺ ἐμπεριέχεται στὸν μωσαϊκὸ νόμο)» [Ρωμ. 2,19-20].
Βλέπεις ὅτι ὁ μωσαϊκὸς νόμος εἶναι φῶς αὐτῶν ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι; Ἄν λοιπὸν αὐτὸς ποὺ δείχνει τὸ γράμμα εἶναι φῶς, τὸ γράμμα ποὺ σκοτώνει, τί ἄραγε εἶναι αὐτὸς ποὺ δείχνει τὸ Πνεῦμα ποὺ ζωοποιεῖ; Ἄν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι φῶς, τί εἶναι ἡ Καινή, ὅπου τόσα φανερώθηκαν; Ὅπου τόση εἶναι ἡ διαφορά, ὅση εἶναι ἂν κάποιος, σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ γνωρίζουν τίποτε περισσότερο ἀπό τὴ γῆ, τοὺς ἀνοίξει τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς κάνει νὰ τὰ δοῦν ὅλα; Μάθαμε γιὰ τὴ γέεννα, γιὰ τὴν οὐράνια βασιλεία, γιὰ τὴν κρίση.
«Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι (: ἄνθρωποι κακοί, ποὺ καταδιώκουν καὶ βασανίζουν τοὺς εὐσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπατεῶνες, θὰ προχωροῦν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο· θὰ πλανοῦν καὶ θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θὰ πλανῶνται καὶ θὰ ἐξαπατῶνται)» [Β΄ Τιμ. 3,13]. Ἄς μὴν πιστεύουμε σὲ παράλογα πράγματα· ὅλα ἐκεῖνα εἶναι μαγικὰ πράγματα. «Γιατί τότε», θὰ ἀναρωτηθεῖ ἴσως κάποιος, «μερικὲς φορὲς πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ λέγουν;». Ἐπειδὴ ἐσὺ πιστεύεις, ἐφόσον βέβαια γίνεται. Σὲ αἰχμαλώτισε, εἶναι κύριος πλέον τῆς ζωῆς σου ὁ ἀντικείμενος, τὴ ρυθμίζει ὅπως θέλει αὐτός. Πές μου, ἂν κάποιος λήσταρχος, ποὺ ἔχει στὰ χέρια καὶ στὴν ἐξουσία του τὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ κατέφυγε σὲ αὐτὸν καὶ ἐπιθύμησε τὴν ἐρημιὰ καὶ τὴ συντροφιὰ ἐκείνου, θὰ μπορέσει νὰ τοῦ πεῖ ἂν εἶναι πεθαμένος ἢ ἂν ζεῖ; Καὶ βέβαια θὰ μπορέσει. Γιατί ἄραγε; Ὄχι ἐπειδὴ προεῖδε τὸ μέλλον, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι κύριος καὶ τῶν δύο, καὶ τοῦ νὰ σκοτώσει, καὶ τοῦ νὰ σώσει τὸ παιδί, ἐφόσον ἐκεῖνο κατέστησε κύριό του τὸν λήσταρχο. Καθόσον καὶ νὰ τὸ σκοτώσει θὰ μπορέσει ἂν θελήσει· γιατί βρίσκεται στὴν ἐξουσία ἐκείνου. Ἄν πεῖ ὅτι θὰ εἶσαι πλούσιος ἢ φτωχός, καὶ τῶν δύο αὐτὸς εἶναι κύριος. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου παρέδωσαν τοὺς ἑαυτούς τους στὰ χέρια τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἐξάλλου ὅταν συνηθίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστεύει, καὶ αὐτὸ πολὺ βοηθάει ἐκείνους τοὺς ἀπατεῶνες· γιατί κανένας δὲν προσέχει τίς ἀποτυχίες στὶς προβλέψεις τους, ἀλλὰ μόνο ἂν κάπου συνέβηκε νὰ ἐπιτύχουν. Ἄν ἔχουν κάποια προγνωστικὴ δύναμη, ὁδήγησέ τους σὲ μένα, τὸν πιστό. Δὲν τὸ λέγω καυχώμενος· γιατί τὸ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εἶναι θέμα καυχήσεως. Γιατί εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ ἁμαρτήματα· ἐξαιτίας αὐτῶν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ φανῶ ταπεινόφρονας· ὅλους αὐτοὺς τοὺς μάντεις καὶ τοὺς μάγους τοὺς περιγελῶ μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁδήγησε σὲ μένα τὸν ἄνδρα τὸν μάγο, ἂν ἔχει κάποια δύναμη προγνωστική, καὶ ἂς μοῦ πεῖ τί θὰ μοῦ συμβεῖ, ἂς μοῦ πεῖ αὔριο τί θὰ μοῦ ἔρθει. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ πεῖ· γιατί εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Βασιλιᾶ τῶν Οὐρανῶν καὶ ὁ μάγος αὐτὸς δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία μου, οὔτε τὴν ὑποταγή μου· βρίσκομαι μακριὰ ἀπὸ τὰ κρησφύγετά του καὶ τὰ σπήλαιά του, εἶμαι στρατευμένος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Βασιλιᾶ.
«Ἀλλὰ ὁ τάδε ἔκλεψε», λέγει ἴσως κάποιος, «καὶ ὁ τάδε τὸν μήνυσε». Μὰ αὐτὸ προπάντων δὲν εἶναι ἀληθὲς παντοῦ, ἀλλὰ εἶναι γελοῖο καὶ ψέμα· γιατί δὲν γνωρίζουν τίποτε· ἂν γνωρίζουν κάτι, ὄφειλαν πολὺ περισσότερο τὰ δικά τους νὰ ποῦν, πῶς ἔκλεψαν τὰ πολλὰ ἀφιερώματα τῶν εἰδώλων, πῶς χάθηκε ὁ πολὺς χρυσός. Γιατί δὲν τὸ προεῖπαν στοὺς ἱερεῖς τους; Ὥστε τίποτα δὲν γνωρίζουν. Οὔτε γιὰ τὰ χρήματα μποροῦσαν νὰ ποῦν, ὅταν οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοί τους καίγονταν καὶ πολλοὶ χάνονταν μαζί. Γιατί δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωτηρία τους; Ἀλλὰ ἐπιτυχία τους θεωρεῖται μόνο τὸ πρᾶγμα, ἐφόσον κάπου, σὲ κάποια μονάχα περίπτωση, προεῖπαν κάτι. Ὑπάρχουν προφῆτες σὲ μᾶς ποὺ ποτὲ δὲν ἀποτυγχάνουν· δὲν προλέγουν τὸ ἕνα, ἐνῶ στὸ ἄλλο διαψεύδονται, ἀλλὰ ἀποδεικνύονται ἀληθινοὶ σὲ ὅλα· αὐτὸ εἶναι πραγματικὴ πρόγνωση.
Σᾶς παρακαλῶ, παύσατε αὐτὴ τὴ μανία κάποτε, ἂν βέβαια πιστεύετε στὸν Χριστό· ἂν ὅμως δὲν πιστεύετε, γιατί κοροϊδεύετε τοὺς ἑαυτούς σας, γιατί τοὺς ἀπατᾶτε; Ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε καὶ μὲ τὰ δυό σας πόδια; Γιατί λοιπὸν ἔρχεσαι σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀπατεῶνες μάντεις καὶ χρησμολόγους; Γιατί ρωτᾷς; Μόλις προσῆλθες καὶ μόλις ρώτησες, ἔκαμες τὸν ἑαυτό σου δοῦλο· γιατί ρωτᾷς ἐπειδὴ πιστεύεις. «Ὄχι», ἀπαντάει, «δὲν πιστεύω ὅτι εἶναι ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ λέγει, ἀλλὰ τὸν πειράζω». Ἀκόμα καὶ πειράζοντάς τον ἂν ἀληθεύουν τὰ λεγόμενά του, δὲν δείχνει ἄνθρωπο πεπεισμένο ὅτι ὁ μάντης ἢ ὁ μάγος αὐτὸς ψεύδεται, ἀλλὰ ἄνθρωπο ποὺ ἀκόμη ἀμφιβάλλει. Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν τὸν ρωτᾷς τί θὰ συμβεῖ; Γιατί, ἂν βέβαια λέγει αὐτό, ὅτι οὔτε καὶ ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἰδωλολατρεῖς, πλὴν ὅμως ἡ ἀνοησία δὲν θὰ ἦταν τόση· ἐφόσον ὅμως προλέγουν τὰ μέλλοντα, τίποτε ἄλλο δὲν κερδίζει αὐτὸς ποὺ τὰ ἔμαθε, παρὰ λύπη περιττή· γιατί καὶ τὸ προλεγόμενο γεγονὸς δὲν συνέβηκε, καὶ τὴ λύπη τὴν ὑπέμεινε καὶ στενοχώρησε τὸν ἑαυτό του.
Ἄν μᾶς συνέφερε αὐτό, τὸ νὰ γνωρίζουμε δηλαδὴ τί θὰ μᾶς συμβεῖ στὸ μέλλον, δὲν θὰ μᾶς τὸ ἀπέκρυπτε ὁ Θεός, δὲ θὰ ἀπέφευγε νά μᾶς τὸ πεῖ Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὰ οὐράνια. Γιατί λέγει: «οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρὸς μου ἐγνώρισα ὑμῖν (:δὲν σᾶς ὀνομάζω πλέον δούλους, διότι ὁ δοῦλος χρησιμοποιεῖται ὡς ἁπλὸ ὄργανο ἀπὸ τὸν κύριό του καὶ δὲν γνωρίζει ποιό σκοπὸ καὶ ποιό λόγο ἔχει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ κάνει ὁ κύριός του, ὅταν τοῦ ζητᾷ νὰ ἐκτελέσει κάποια ἐντολή του. Σᾶς ὀνόμασα φίλους, διότι ὅλα ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου σᾶς τὰ γνωστοποίησα· διότι σᾶς θέλω συνεργάτες μου, γιὰ νὰ συνεχίσετε μὲ πλήρη ἐπίγνωση τὸ ἔργο μου)» [Ἰω. 15,15].
Γιατί λοιπὸν δέν μᾶς τὰ γνώρισε αὐτά; Ἐπειδὴ θέλει νὰ μὴν ἀσχολούμαστε ἐμεῖς μὲ αὐτά. Γιατί τὸ ὅτι δὲν ἀποφεύγει νά μᾶς τὸ γνωρίσει, στοὺς παλαιοὺς φανερώνονταν αὐτά, ὅπως καὶ γιὰ τὸ χαμένο γαϊδουράκι καὶ γιὰ μερικὰ ἄλλα, ἐπειδὴ ἦταν σὲ πνευματικὰ νηπιώδη κατάσταση, σέ μᾶς ὅμως, ἐπειδὴ θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ αὐτά, δὲν φρόντισε νά μᾶς τὰ γνωρίσει. Ἀλλὰ τί μαθαίνουμε; Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔμαθαν ἐκεῖνοι· γιατί ὅλα ἐκεῖνα εἶναι μικρά, ἐνῶ αὐτά, ποὺ μάθαμε ἐμεῖς εἶναι αὐτά, ὅτι ἀνασταινόμαστε, ὅτι θὰ εἴμαστε ἀθάνατοι, ὅτι θὰ εἴμαστε ἄφθαρτοι, ὅτι δὲν ἔχει τέλος ἡ ζωή, ὅτι ὅλα θὰ παρέλθουν, ὅτι θὰ ἀρπαγοῦμε μέσα σὲ σύννεφα, ὅτι οἱ πονηροὶ θὰ τιμωρηθοῦν, καὶ μύρια ἄλλα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ψέμα. Δὲν εἶναι πολὺ καλύτερα νὰ γνωρίζεις αὐτά, παρὰ ὅτι βρέθηκε κάποιο γαϊδουράκι μας ποὺ χάθηκε; Ἔστω πῆρες τὸν ὄνο, ἔστω τὸν βρῆκες· ποιό τὸ κέρδος; Δὲν θὰ τὸν χάσεις πάλι μὲ ἄλλον τρόπο; Καὶ ἂν αὐτὸς δὲ σὲ ἀφήσει, ἐσὺ θὰ τὸν ἀφήσεις μὲ τὸν θάνατο· ἐνῶ τὰ πράγματα ποὺ ἐγὼ εἶπα, ἂν θέλουμε νὰ τὰ ἔχουμε γιὰ πάντα, θὰ τὰ ἔχουμε διαρκῶς.
Ἐκεῖνα λοιπὸν νὰ ἐπιδιώκουμε, ἐκεῖνα νὰ ἀκολουθοῦμε ποὺ μένουν, τὰ σίγουρα. Ἄς μὴν προσέχουμε σὲ μάντεις, οὔτε σὲ χρησμολόγους, οὔτε σὲ ἀγύρτες, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα σαφῶς, ποὺ ἔχει τὴ γνώσῃ τῶν πάντων. Καὶ ἔτσι ὅλα θὰ τὰ γνωρίσουμε, αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, καὶ θὰ ἐπιτύχουμε ὅλα τὰ ἀγαθά.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου