Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-8. Τρεῖς λόγοι φυγῆς, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 


 Ἕνας γέροντας εἶπε τὸ ἑξῆς: «οἱ παλαιοὶ μοναχοὶ δὲν ἔφευγαν εὔκολα ἀπὸ τὸν τόπο τους νὰ πᾶνε κάπου ἀλλοῦ γιὰ νὰ μονάσουν ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς περιπτώσεις. Πρώτη περίπτωση, ἂν συνέβαινε ἕνας ἀδελφὸς νὰ ἔχει κάποιον ποὺ ἦταν λυπημένος ἐξαιτίας του καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν μεταβάλλει. Δεύτερη περίπτωση, ἂν συνέβαινε νὰ τὸν τιμᾶ πλῆθος ἀνθρώπων, καὶ τρίτη περίπτωση, ἂν ἔπεφτε στὸν πειρασμὸ τῆς πορνείας».

Μέσα στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν ἀσκητῶν διαμορφώθηκε μία πάγια πνευματικὴ πρακτικὴ ἀγῶνος, ἡ ὁποία καὶ παραδόθηκε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ εἶναι βγαλμένη ἀπὸ τὴν πείρα τῆς ἄσκησης καὶ ἀπὸ τὴν ἄρτια γνώση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τῆς καρδίας. Ἔτσι, μπροστὰ σὲ ἕναν πειρασμό ποὺ ἔρχεται βαριὰ γιὰ νὰ χτυπήσει ὑπάρχουν δύο τρόποι ἀντιμετώπισης. Ὁ πρῶτος εἶναι νὰ σταθεῖ κανεὶς μὲ δύναμη ψυχῆς καὶ προσευχῆς καὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσει κατὰ μέτωπο. Ἡ δύναμη τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ θὰ καταισχύνει τὸν πειρασμὸ καὶ θὰ φύγει. Ἡ γενναία αὐτὴ ἀντίσταση διώχνει τὸν πονηρὸ κατὰ τὸ «ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν». Ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ἀνήκει μόνο στοὺς τελείους πνευματικὰ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι δύσκολο, διότι εἶναι ἀπρόβλεπτη ἡ σάρκα καὶ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ λέγει πὼς δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς δυνάμεις του, διότι εἶναι ὑπερήφανο καὶ προκλητικὸ ἀπέναντι στὸν Θεό, «μὴ ἔσει πεποιθὼς ἑαυτῷ». Ἔτσι ἡ ἀρίστη ἀντιμετώπιση εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀπόθεση τοῦ θέματος στὸν Κύριο. Γενναιότητα δὲν εἶναι πάντα νὰ ὁρμᾶς μὲ μία αὐτοπεποίθηση γιὰ νὰ νικήσεις τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν πειρασμό. Ἁγιοσύνη εἶναι νὰ φύγει κανεὶς ταπεινὰ γιὰ νὰ καταισχυνθεῖ καὶ ἀποσυμφορηθεῖ ἡ ἔνταση τοῦ πολέμου. Ἡ φυγὴ δίνει χρόνο γιὰ ἐκτόνωση τῆς ἔντασης, γιὰ μία καλύτερη σκέψη καὶ ἐπιείκεια καὶ ἀνασύνταξη δυνάμεων. Ὁ χρόνος εἶναι πάντοτε αὐτὸς ποὺ μαλακώνει τὰ πράγματα καὶ ἀναφύει νέες σκέψεις. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σύνθημα ὅλων τῶν πατέρων ἦταν τὸ «φεῦγε καὶ σώζου». Σὲ ποιές ἄραγε περιπτώσεις ἡ φυγὴ εἶναι πνευματικὰ ἐνδεδειγμένη;

Οἱ μοναχοί εἶχαν τὴν τάση τῆς φυγῆς γιὰ τρεῖς λόγους. Φεύγει κατὰ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος, ὅταν μπροστὰ του ἀναφύεται μία διένεξη καὶ ἔνταση σχέσεων. Ἕνας ἀσκητὴς σὲ ἕνα μάλωμα μὲ ἕναν ἀδελφὸ πῆγε ταπεινὰ καὶ τοῦ εἶπε νὰ συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελε. Προσπαθοῦσε νὰ τὸν πλησιάσει, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπομακρυνόταν. Εἶναι ἀδυναμίες ἀνθρώπινες. Τότε ἔφευγε αὐτὸς ὁ μοναχός, ὥστε νὰ μὴν εἶναι συνεχῶς πρόσκομμα καὶ σκόνταμμα στὸν ἄλλον ποὺ στεναχωριόταν μαζὶ του. Ἔλεγε νὰ φύγει μακριά, νὰ τὸν φωτίσει κι αὐτὸν ὁ Θεός, νὰ ζήσει καὶ ὁ ἴδιος τὴν μετάνοιά του. Ἔφευγαν λοιπὸν οἱ μοναχοὶ μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν νὰ συγχωρεθοῦν μαζὶ τους. Καὶ ἔτσι βλέπουμε καμιὰ φορὰ ὅτι, ἐνῶ μὲ τὴν καρδιά μας ἔχουμε συγχωρήσει καὶ ἀγαπήσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους ἤρθαμε σὲ προστριβή, αὐτοὶ δὲν θέλουν νὰ μᾶς δοῦν, δὲ θέλουν νὰ μᾶς μιλήσουν καὶ μᾶς ἀποφεύγουν. Ὁ πνευματικὸς τρόπος δὲν εἶναι νὰ τρέχουμε ἀπὸ πίσω τους κυνηγώντας τους καὶ λέγοντας «ἔλα νὰ συγχωρεθοῦμε». Χειρότερα τοὺς κάνουμε καὶ περισσότερο τοὺς ἐκνευρίζουμε. Δὲν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμοι αὐτοί, ἀλλὰ ἴσως οὔτε καὶ ἐμεῖς, διότι μᾶς λείπει ἡ μεγαλύτερη ταπείνωση. Ἴσως καὶ ἀντιδροῦν διότι κινούμαστε μὲ ἕναν ἀγγελισμὸ καὶ ἐγωισμὸ γιὰ νὰ τοὺς δείξουμε τὴν ἀνωτερότητά μας καὶ τὴν ἱεραποστολική μας ἔγνοια καὶ ἀγωνία γιὰ τὴν σωτηρία τους. Τότε φεύγουμε κι ἐμεῖς ὄχι ἀπὸ κακία, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ μαλακώσει ἡ καρδιά τους, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀπόρριψή τους. Δὲν εἶναι πάντα εὔκολος ὁ καιρὸς γιὰ νὰ συγχωρεθοῦμε μὲ κάποιον ἄνθρωπο. Φεύγουμε τοπικὰ μακριὰ καὶ σκύβουμε μέσα στὴν καρδιά μας μὲ μία προσευχὴ ἀγάπης γιὰ τὸν ἀδελφό. Φεύγουμε μακριὰ μέχρι να δείξει τὴν κατάλληλη ὥρα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ συγχώρεση καὶ ἡ συνάντηση. Καὶ περιμένουμε.

Εἶναι δύσκολο νὰ σιωπᾶς καὶ νὰ περιμένεις τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄλλος θὰ ἠρεμήσει γιὰ νὰ μιλήσεις. Εἶναι ἁγιότητα, ὅταν ξέρεις τὴν ἰδιοτροπία τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ φεύγεις καὶ νὰ μὴ μιλᾶς γιὰ νὰ μὴ δώσεις φωτιὰ γιὰ ἔνταση στὶς σχέσεις. Εἶναι δύσκολο νὰ κλείνεσαι μέσα στὴν καρδιά σου καὶ νὰ κραυγάζεις στὸν Θεὸ γιὰ νὰ μὴν ἀντιδράσεις καὶ φωνάξεις στὸν σύντροφό σου. Εἶναι δύσκολο νὰ φεύγεις καὶ νὰ μὴ μιλᾶς καὶ νὰ πέφτεις στὴν προσευχὴ κλεισμένος στὸ κελί σου γιὰ νὰ μιλήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸ δύσκολο παιδί σου καὶ νὰ φέρει τὸ γλυκὸ χάδι Του καὶ τὴν οὐράνια ἀλλοίωσή Του. Κι ὅμως αὐτὸ τὸ δύσκολο εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἁγιοσύνη. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ μπεῖς στὸν ἴδιο τὸν χορὸ τῆς ὀργῆς ποὺ χορεύει ὁ ἀδελφὸς καὶ σὲ προσκαλεῖ. Καὶ τὶ προσέφερες τότε; Μόνο μία ἐγωιστικὴ διεκδίκηση καὶ ἀθλιότητα. Στὴν δύσκολη ὥρα φεύγεις μὲ διάφορους τρόπους εἴτε κάνοντας πὼς δὲν ἀκοῦς καὶ δὲν καταλαβαίνεις, εἴτε προσποιούμενος τὸν χαζὸ κοιτώντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, εἴτε σιωπώντας καὶ ἀλλάζοντας χῶρο, εἴτε καὶ φεύγοντας, γατί τάχα κάποιος σὲ ζητᾶ καὶ σὲ θέλει, ἔχοντας πάντα σὰν βακτηρία τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατὶ ἡ ἀγάπη κινεῖ τὴν φυγὴ καὶ τὴν προσευχή. Δὲν πειράζει ποὺ νιώθεις πὼς ἀδικεῖσαι καὶ περιφρονήθηκες καὶ ἡττήθηκες. Περίμενε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα αὐτή σου ἡ ταπείνωση θὰ φέρει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σκηνώσει μέσα σου σὰν μία γλυκεία χαρὰ κι ἀπαντοχή.

Καὶ ἔφευγα καὶ ἔφευγα…. καὶ σιωποῦσα καὶ προσευχόμουν. Κι ὅμως αὐτὴ εἶναι ἁγία φυγή.

Κατά δεύτερον, οἱ μοναχοὶ ἔφευγαν μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν καὶ τοὺς ἐπαινοῦσαν. Ἔφευγαν σ’ ἄλλο τόπο νὰ μὴν τοὺς βροῦν, νὰ μὴν τοὺς βλέπει ἄλλος κόσμος καὶ τοὺς ἐπαινεῖ, γιατὶ φοβόντουσαν μὴ χάσουν τὴν ψυχή τους καὶ τὸν μισθὸ τῶν κόπων τους. Ἔτσι καὶ σὲ μᾶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλὰ καὶ παράλληλα μᾶς ἐπαινοῦν καὶ μᾶς ἐκθειάζουν γιὰ τὶς ἀρετές μας. Πολλὲς φορὲς δὲν ξέρουμε τὰ κίνητρα ποὺ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ μία τέτοια συμπεριφορά. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ μία ἀληθινὴ ἀγάπη, ἴσως καὶ ἀπὸ μία προσκόλληση καὶ προσωπολατρία καὶ ἄλλοτε ἀπὸ μία ἰδιοτέλεια γιὰ νὰ κερδίσουν κάτι. Καὶ πόσο πρέπει κανεὶς νὰ φεύγει μακριὰ ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς βομβαρδίζουν μὲ τὰ λόγια τους αὐτά. Ἀπότομα καὶ ἔγκαιρα σταματᾶς τοὺς ἐπαίνους μὲ ἀλλαγή τῆς συζητήσεως καὶ φεύγεις ἀπὸ ἐκεῖ βρίσκοντας κάποιον λόγο. Παλεύεις τὴν σκέψη σου γιὰ νὰ μὴν κολλήσει κάποιος λόγος ποὺ ἄκουσες καὶ δουλέψει μέσα σου κενόδοξα. Σὰν δηλητήριο ποὺ ἀργά-ἀργὰ δουλεύει τὸ κακὸ, ἔτσι εἶναι καὶ τὰ λόγια αὐτά. Καὶ δὲν χρειάζεται μόνο νὰ φύγουμε τροπικὰ καὶ τοπικὰ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλά καὶ νὰ λέμε προσευχὴ καὶ νὰ μιλοῦμε στὸν Θεὸ καὶ ὅλα νὰ τὰ ἀνάγουμε σ’ Αὐτόν ποὺ τὴν ζωή μας φροντίζει. Καὶ σκύβεις καὶ λές μέσα σου «πόσο ἄθλιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἶμαι, ὅ,τι καλὸ κι ἂν ἒχω. Ὁ ἔπαινος ἀνήκει μόνο στὸν Θεό ποὺ ὅλα τὰ καλά μου εἶναι δικὰ Του». Ἡ φυγὴ εἶναι σωτήριος τὴν ὥρα τῶν ἐπαίνων, διότι δὲν ξιπάζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ δεν ξεφεύγει στὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν κενοδοξία. Στὸν Θεὸ ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ λατρεία.

Καὶ τρίτον, ἔφευγαν οἱ πατέρες, ὅταν βρίσκονταν μπροστὰ σὲ πειρασμὸ πορνείας. Συνέβαινε μερικὲς φορὲς νὰ μπεῖ κάποιος πειρασμός, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτονταν καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες γιὰ νὰ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ ἢ νὰ τοὺς ποῦν τὰ προβλήματά τους. Ἄλλοτε ἄδηλα καὶ ἀσυναίσθητα εἰσερχόταν ὁ πειρασμὸς ἀπὸ μία ἐξοικείωση καὶ διάθεση βοηθείας καὶ ψυχολογικῆς στήριξης καὶ ἄλλοτε δέχονταν ἐν ψυχρῷ ἐπίθεση. Τότε ἔφευγαν μακριὰ καὶ ἄλλαζαν τόπο. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, ὅταν αἰφνίδιος ἔρχεται ὁ πόλεμος; Καὶ στὴν ὥρα τὴν δύσκολη τοῦ πειρασμοῦ ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ σὲ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι σὰν τὸν Πέτρο στὴν φουρτούνα καὶ σὲ σώζει. Ἀλλὰ πῶς νὰ βοηθήσει ὁ Θεὸς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μένει στὸν τόπο ὅπου φωλιάζει ὁ πειρασμὸς καὶ δὲν φεύγει; Καὶ ἀρέσκεται νὰ ἐνασχολεῖται μ’ αὐτὸν ἔστω καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, γιατί εἶναι γλυκὺς ὁ πειρασμὸς. Ἀλλὰ μέχρι πότε; Ἀπότομα ἔρχεται ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας σ’ ἐκείνους ποὺ παίζουν μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ τὶς εὐάλωτες ψυχές. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔλεγε πὼς πρέπει νὰ φεύγει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὸν τόπο, τὸν τρόπο καὶ τὰ πρόσωπα μὲ τὰ ὁποῖα ἁμάρτησε. Τοῦτο εἶναι μία μορφὴ μετανοίας καὶ διαφύλαξης.

Ἡ φυγὴ ὅμως δὲν εἶναι μία ἰδιοτελὴς φύλαξη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ κυρίως βάζουμε σὲ ὅρια τὸ ἄλλο πρόσωπο ποὺ εὐάλωτο ἀπὸ τὸν πονηρὸ πλησιάζει ἐρωτικὰ δίπλα μας. Ὁ σκληρὸς τρόπος φυγῆς περιέχει καὶ τὴν σωτήρια εὐγένεια καὶ τὴν ἁγνὴ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν. Τὸν λυτρώνουμε καὶ τὸν συνταράσσουμε σὲ μία ἐπίγνωση καὶ συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μετάνοια. Αὐτὸ τὸ τράνταγμα μπορεῖ μόνο νὰ συνεφέρει γιὰ νὰ ἐπιφέρει ἀλλαγὴ ζωῆς. Καὶ πρέπει ἐπίσης νὰ δοῦμε πὼς ὁ ἀδύναμος ἀδελφὸς καὶ ἀδελφή ποὺ ἔχουν μπεῖ σὲ πειρασμὸ ἐρωτικὸ μαζί μας εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλουν βοήθεια καὶ ὄχι μὲ πέτρα νὰ τὰ χτυπήσουμε καὶ φαρισαϊκὰ νὰ τὰ ἀπορρίψουμε. Καὶ γι’ αὐτά τὰ πρόσωπα πέθανε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὰ σώσει.

Πόσο εὐλογημένος Ἅγιος ἦταν ὁ Μαρτινιανός! Τὴν ὥρα ποὺ ἡ ὄμορφη καὶ ἐλκυστικὴ γυναίκα τοῦ ριχνόταν μὲ τὴν πιὸ σκληρὴ πρόκληση καὶ βρισκόμενος σὲ φοβερὸ ἐσωτερικὸ πειρασμό, τότε ἡ γλυκεῖα προσευχόμενη καρδία του τοῦ πρόβαλε ἕναν λογισμὸ «Θεέ μου βοήθει μοι καὶ τὸν ἑαυτό μου νὰ σώσω ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδελφή μου αὐτὴ ψυχή». Τότε ἐφάρμοσε μία ἰδιάζουσα φυγὴ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἄναψε μία φωτιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβη του καὶ μόλις φούντωσε καὶ ἔγινε τεράστια μὲ τὰ φρύγανα, ρίχτηκε μὲ τὰ πόδια μέσα στὶς φλόγες λέγοντας πὼς προτιμότερο εἶναι αὐτὸ τὸ πῦρ παρὰ τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ συντάραξε τὴν γυναίκα καὶ ἅρπαξε τὸν φλεγόμενο ἀσκητή ἀπ’ τὴν φωτιὰ καὶ τὸν ἔσβησε. Ἔσβησε ὅμως καὶ ἡ δικὴ της δαιμονικὴ ἐπιθυμία καὶ κλαίγοντας ζήτησε συγχώρεση καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν μετάνοια. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Εἰσῆλθε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο βουνὸ καὶ ἐκεῖ ἁγίασε μὲ τὴν μετάνοιά της. Βαρὺ τίμημα εἶχε αὐτὴ ἡ φυγὴ μὲ τὰ ἐγκαύματα ποὺ ὑπέστη ὁ Ἅγιος. Ὅμως ἦταν λυτρωτικὴ γιὰ ὅλους. Καὶ πόσο καλὸ λογισμὸ καὶ ἐπιείκεια καὶ ἀγάπη πρέπει νὰ ἔχουμε γιὰ ἐκείνους ποὺ μᾶς χώνονται σὰν θελκτικὸς πειρασμός! Εἶναι εἰκόνα Θεοῦ ὅσο προκλητικοί κι ἂν εἶναι, καὶ θέλουν τὴν προσευχὴ μας καὶ τὴν ἀγωνία μας γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Καὶ πόσο ἄσχημο εἶναι νὰ βλέπουμε τὸν ἄλλο σὰν πειρασμὸ καὶ να τὸν ἐλεεινολογοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀποστρεφόμαστε. Τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Νόννος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὑπαίθρια σὲ μία πανήγυρη ἑορτῆς Μάρτυρος πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο ἡ μεγάλη πόρνη τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ Πελαγία. Περνοῦσε προκλητικὰ ντυμένη καὶ στολισμένη πάνω στὴν ἅμαξά της τραβώντας τὰ βλέμματα ὅλων. Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ταράχτηκε ἀλλὰ τὴν κοίταξε μὲ συμπάθεια, τὴν ὥρα ποὺ οἱ συλλειτουργοῦντες ἀναστέναζαν μὲ ἀγανάκτηση καὶ ἀπέχθεια. Τὸν εἶδαν κατόπιν νὰ κλαίει στὴν Θεία Λειτουργία. Μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε γιὰ τὴν πόρνη. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα ἡ Πελαγία μὲ φωτισμὸ Θεοῦ ἐρχόταν στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῑ. Αὐτὴ ἡ εὐωδία τῆς ἁγιοσύνης του εἶχε ξεπεράσει τὰ δικὰ της ἀρώματα καὶ τὴν ὁδήγησε στὴν μετάνοια καὶ ἔγινε ἡ ἁγία Πελαγία ἡ ἐκ πορνῶν. Ἡ φυγὴ τῶν Ἁγίων πάντοτε περιεῖχε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ποτὲ δὲν ἀπέρριπταν τὸν ἁμαρτωλό. Ἡ φυγὴ μὲ ἕναν φαρισαϊσμὸ δὲν εἶναι ἁγία φυγή, ἀλλὰ εἶναι μία νευρωτικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού, τελικά, ὁδηγεῖ σὲ πτώση. Κι ἄν, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, ἡ κατάκρισή μας γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ φέρνει ἐγκατάλειψη Θεοῦ καὶ τὴν ἐμφάνιση σαρκικῶν πειρασμῶν, σκέψου σὲ τί βάθος ἁμαρτίας μπορεῖ νὰ πέσεις ὅταν φεύγεις μὲν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἀλλ’ ὅμως τρώγεσαι μὲ κακία καὶ μὲ κατακριτικὴ διαπόμπευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ σὲ πειράζει. Καὶ ἄραγε σὲ τί βάθος ἁμαρτίας μπορεῖ νὰ πέσεις μὲ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς χάριτος;

Καὶ σκεφτόμουν τὴν φυγὴ σὰν ὅρο πνευματικῆς ζωῆς καὶ πρακτικῆς ἀντιμετώπισης. Στὸ βάθος διέκρινα πὼς ἦταν μία πρακτικὴ ἀγάπης καὶ ταπείνωσης γιὰ τὴν σωτηρία πρῶτα τῶν ἀδελφῶν καὶ κατόπιν τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἔβλεπα πὼς ἡ φυγὴ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πειρασμὸς ἐρχόταν γιὰ νὰ ἐπηρεάσει ἦταν ὁ δρόμος ποὺ ἔπαιρνα καὶ ἄνοιγα στὸν Θεὸ γιὰ νὰ περάσει Αὐτὸς νὰ φέρει τὴν δύναμή Του καὶ τὴν λύση Του. Ἦταν ἡ φυγὴ αὐτὴ ἡ βαθεία εὐγένεια τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἐπιείκεια ποὺ σεβόταν τὸν ἀδελφὸ ὡς εἰκόνα Θεοῦ ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὸ τὸ κατάντημά του. Ἦταν ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης ποὺ προλείανε καὶ ἑτοίμαζε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ περάσει ὁ ἀδύναμος ἀδελφός. Δὲν ἦταν μία νευρωτικὴ φυγὴ φόβου καὶ πανικοῦ μὴ καὶ μολυνθῶ καὶ χάσω τὸ γόητρο τῆς ἁγιοσύνης καὶ τῆς ψεύτικης ἀκεραιότητος καὶ τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοβεβαίωσης. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ μὲ βλάψει, ἂν δὲν ἤθελα καὶ δὲν ἔδινα ἐγὼ τὸν τόπο. Καὶ ἔλεγα πὼς δὲν φταίει ὁ πειρασμὸς σὲ κάποια πτώση μου, οὔτε καὶ κανένας ἀδελφός ποὺ μὲ ἐπηρεάζει, ἀλλ’ οὔτε εἶναι καὶ ὁ Θεός ποὺ ἐπιτρέπει τὸν πειρασμό, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου ποὺ πέφτει «δελεαζόμενος καὶ ἐξελκόμενος» ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐπιθυμίες του, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος.

Καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν φυγὴ σὰν τρόπο ζωῆς.


Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.

Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη

Αμύνταιο 2018

Δ' Εκδοση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου