Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-13. Τὸ καλύβι μας, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 



K

άποτε ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ καὶ ὁ ὑποτακτικὸς του περπατοῦσαν πολλὲς μέρες συνεχῶς μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ νέος, κουρασμένος ἀπὸ τὴν μακρινὴὁδοιπορία, εἶπε μὲ κάποια δυσφορία:

-       «Πότε θὰ μείνουμε κι ἐμεῖς στὴ φτωχή μας καλύβη, γιὰ νὰ κάνουμε καμιὰ προσευχὴ, νὰ μιλήσουμε μὲ τὸν Θεό μας»;

Ὁ ἅγιος γέροντας, ποὺ ποτέ ἀπὸ τὸ νοῦ του δὲν ἔφευγε ἡ ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:

-       «Καὶ ποιός μᾶς ἐμποδίζει, παιδί μου, νὰ βλέπουμεκαὶ ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε τὸ Θεό; Ἐκεῖνος μᾶς περιβάλλει καὶ μέσα στὴν καλύβα μας καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἂν κατορθώσεις νὰ ἔχεις πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια σου τὸν Θεὸ εἴτε πλαγιάζεις νὰ κοιμηθεῖς, εἴτε σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ στρῶμα, εἴτε ἀσχολεῖσαι μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σὲ πειράξει ὁ διάβολος, γιατὶ θὰ σὲ σκεπάζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ».

Ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινότητα καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι ἡ σκέπη ποὺ φυλάγει καὶ εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ καθετί ποὺ κάνει. Συνήθως τρέχουμε γιὰ ὅλα καὶ μὲ τὶς δυνάμεις τῶν ποδιῶν μας γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε καὶ ἡ ἔνταση αὐτὴ ἐκδιώκει τὴν προσευχή. Ἄλλοτε ἀναβάλλουμε τὴν προσευχὴ γιὰ τὸ σπίτι στὶς καθιερωμένες ὧρες τοῦ πρωινοῦ καὶ τοῦ ἀποδείπνου. Ὅμως ὅλη ἡ ἡμέρα εἶναι μία προσευχὴ καὶ μνήμη Θεοῦ, καὶ τὸ βράδυ τὸ σῶμα μπορεῖ νὰ ἀναπαύεται, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μιλάει ἡ καρδιά μας προσευχόμενη ἀλλὰ τρέχει μὲ ἔγνοια καὶ μὲ ἄγχος γιὰ νὰ προλάβει ἐνθουσιασμένη ἀπὸ τὴν προσπάθειά της καὶ τὸ ἔργο της. Καὶ τί μπορεῖ νὰ κάνει κάποιος, τὴν ὥρα ποὺ δὲν ξέρει τὴν ἑπόμενη στιγμή τί θὰ τοῦ συμβεῖ καὶ θὰ τὸν καθηλώσει σὲ μία ἀπραξία; Ἡ φράση «πρῶτα ὁ Θεός» εἶναι αἴσθηση ἀληθινὴ καὶ πίστη ἁπλή, εἶναι τὸ νόημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ὅλα τὰ ἀνάγει στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλλειψη τῆς προσευχῆς καὶ ὁ παρασυρμὸς στὴν σκληρὴ δουλειά φέρνουν τὴν λήθη τοῦ Θεοῦ. Ἡ συνεχὴς προσευχὴ κρατᾶ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ ζωντανὴ μέσα μας.

Στὴν πνευματική μας ζωὴ εἶναι χρήσιμοι οἱ δύο ὅροι αὐτοί: μνήμη Θεοῦ καὶ λήθη Θεοῦ. Ἡ μνήμη προέρχεται ἀπὸ τὸ «μνημονεύω», θυμᾶμαι μὲ χαρὰ κάποιον καὶ τὸν σκέπτομαι, τὸν κρατῶ σὰν παρουσία μέσα στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μου. Τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ εἶναι ἡ λήθη. Εἶναι λέξεις ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τους χρήση καὶ ἔννοια καὶ παίρνουν τὸ πνευματικὸ τους περιεχόμενο. Πάντοτε λέμε τὴν ὄμορφη προσευχὴ στὸν Θεὸ «μνήσθητί μου Κύριε». Εἶναι προσευχὴ ἀνάγκης, γιὰ νὰ ἀσφαλιστοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἄραγε τί σημαίνει αὐτό; Ὅταν λέμε «θυμήσου με Κύριε», ἐν νοοῦμε νὰ μᾶς ἔχει στὴν ἔγνοια Του σὰν Πατέρας, νὰ μᾶς ἔχει στὴν καρδία Του καὶ στὴν ἀγάπη Του καὶ στὴν προστασία Του, νὰ μᾶς ἔχει στὴν ἀγκαλιά Του, νὰ μᾶς κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴν σκοντάψουμε. Ἐπικαλούμαστε ὅλη τὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου θυμούμενη ἡ Ἐκκλησία τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ στοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπαναλαμβάνει πολλὲς φορὲς σὲ μία εὐχὴ «μνημόνευσον… μνημόνευσον… μνημόνευσον» γιὰ τοὺς νεονύμφους. Εἶναι ἡ προσευχόμενη Ἐκκλησία ποὺ νιώθει στὴν ἀρχὴ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ἀσφαλίσει στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ μνήμη Θεοῦ, ἡ ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, κατὰ δεύτερο λόγο, εἶναι καὶ ἡ δική μας ἀγκάλη καὶ θύμηση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ πατέρας Θεὸς ἔχει συνεχή τὴν ἔγνοια Του γιὰ τὰ παιδιά Του, διότι ἔτσι Τὸν ὁδηγεῖ ἡ ἄφατος ἀγάπη Του, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ μνήμη τῶν παιδιῶν Του γι’ Αὐτόν. Τὸ πιστὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ κρατᾶ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀδιάλειπτα μέσα του μὲ τὴν προσευχή. Ἡ ἀδιάλειπτη αὐτὴ μνήμη Θεοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ εὐγνωμοσύνης τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὸν πατέρα του. Κι ἂν ἡ μνήμη Θεοῦ εἶναι ἡ προσευχὴ, τότε μόνιμα ὁ χριστιανὸς προσεύχεται. Ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι μία προσευχή, ἡ σκέψη του εἶναι στὸν Θεό, τὰ πάντα τὰ ἐνεργεῖ μὲ τὸν Θεό. Ἡ συνεχὴς προσευχὴ του εἶναι ἡ συνεχὴς ἀναπνοή του ποὺ ἀνεβοκατεβαίνει στὰ πνευμόνια του. Ἔτσι κινεῖται ὅλη τὴν ἡμέρα στὴν μνήμη Θεοῦ, ἔχοντας δηλ. Στὴν ἀγκάλη του τὸν Θεὸ καὶ βρισκόμενος στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πόσο γλυκειά καὶ τρυφερὴ καὶ ἀσφαλὴς εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγκάλη Πατρὸς καὶ τέκνου! Αὐτὴ εἶναι ἡ μνήμη Θεοῦ.

Ἔτσι δὲν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς προσφέρει ἡσυχία, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ εἶναι ὁ τρόπος τῆς καρδιᾶς μας ποὺ σκέπτεται διαρκῶς καὶ μνημονεύει τὸν Θεό. Μὴν περιμένει κανεὶς νὰ βρεθεῖ σὲ ἔρημο τόπο, γιὰ νὰ μιλήσει μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ κάθε στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη, γιὰ νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν Θεό. Δὲν ἀναβάλλει γιὰ ὕστερα, ἀλλὰ τὸ τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή. Ζυμώνει τὴν κάθε στιγμὴ μὲ τὸ προζύμι τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ περιμένει τὴν ἐρημία τοῦ τόπου, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ δεόντως, ἀλλὰ μέσα στὴν πολυκοσμία καὶ στὴν ἐργασία γίνεται ἐρημίτης τῆς καρδίας καὶ κραυγάζει στὸν Θεὸ μὲ πίστη. Ὅπου κι ἂν εἶσαι, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι καὶ στὴν ἐργασία, μπορεῖς νὰ σηκώνεις τὰ μάτια σου στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ κραυγάζεις μὲ τὴν καρδιά σου μυστικὰ πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Μωυσῆς, ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ τιμωρήσει τὸν λαὸ γιὰ τὴν ἀχαριστία του, ἔσκυψε μέσα στὴν καρδία του καὶ προσευχόταν μὲ πολὺ πόνο. Τότε ἄκουσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ λέγει νὰ σταματήσει, γιατὶ Τὸν ξεκούφανε μὲ τὶς φωνές του καὶ ὅτι γιὰ χάρη τῆς πίστεώς του θὰ βάλλει στὴν ἄκρη τὴν ἀπόφαση Του. Δὲν φώναζε μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά του. Καὶ πόσο δυνατὲς εἶναι οἱ φωνὲς τῶν πιστῶν παιδιῶν ποὺ ἀνεβαίνουν στὸν Κύριο. Εἶναι οἱ προσευχές ποὺ φυλάγουν ὅλο τὸν κόσμο.

Μπορεῖ ἕνας τόπος, ὅπως τὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ κατακλύζει τὸν προσκυνητὴ μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ νὰ δημιουργεῖ προϋποθέσεις προσευχῆς, ἀλλά, ἂν δὲν ἔχει καρδία προσευχόμενη καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τὸν ὁδηγεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει αὐτὴ ἡ κατάνυξη. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα δύσκολο ἔργο καὶ χρειάζεται κόπο πολὺ γιὰ νὰ ἔχεις τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά σὲ μία κοινωνία μνήμης Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ πᾶμε στὰ καλύτερα μέρη, στὰ πιὸ εὐλογημένα μοναστήρια καὶ ἐκεῖ νὰ μᾶς ἀκολουθεῖ ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αὔριο. Καὶ μπορεῖ νὰ βρεθοῦμε στὰ χειρότερα μέρη κι ἐκεῖ νὰ προσευχόμαστε ἅγια. Εἶναι καλὸς ὁ ἐρημικὸς τόπος ὡς προϋπόθεση προσευχῆς, ἀλλὰ ὁ Κύριος μᾶς κρατᾶ μέσα στὸν κόσμο καὶἑπομένως μποροῦμε νὰ γίνουμε κι ἐκεῖ ἐρημίτες τῆς καρδιᾶς. Ἡ καρδιά μας ἀδιαλείπτως εἶναι ἀνοιχτὴ στὸν Θεό καὶ ὅπου κι ἂν βρεθοῦμε μὲ πόθο Χριστοῦ προσευχόμαστε.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται ζεῖ μέσα στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, στὴν προστασία Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸν Θεό, οἱ λογισμοὶ οἱ κακοὶ δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν, διότι δὲν ἔχουν χῶρο νὰ μείνουν. Τὸ μυαλό ποὺ ζεῖ τὴν μνήμη Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει λογισμοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ προσευχόμενος ἀδιαλείπτως ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ντυμένος ὅλος φῶς καὶ χαρὰ καὶ ἁπλότητα καρδιᾶς. Ὅπως ἕνα σίδερο, ἂν τὸ βάλεις στὴν φωτιὰ, γίνεται ὅλο μία μάζα φωτιᾶς, ἔτσι καὶ ὁ προσευχόμενος μπαίνει ὅλος στὴν φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅσο ἡ φωτιὰ κρυώνει τόσο καὶ τὸ σίδερο παγώνει. Ὅσο ἡ λήθη κατακάθεται μὲ τὴν ἀμέλειά μας στὴν προσευχὴ, τόσο παγώνουμε καὶ χάνουμε τὸν ἑαυτὸ μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόπος Θεοῦ καὶ κατοικητήριο Θεοῦ. Ἡ μνήμη Θεοῦ κρατᾶ στὴν καρδιά τὸν Μεγάλο Ἔνοικο. Καὶ ἡ καρδιά πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φυσικὸ περιβάλλον της, ὅπως ἡ ἀγκάλη τῆς μάνας γιὰ τὸ βρέφος, ὅπως τὸ νερὸ γιὰ τὰ ψάρια καὶ ὅπως ὁ ἀέρας γιὰ τὰ πουλιά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν χαρά του ὁ ἄνθρωπος παρὰ μοναχά, ὅταν βρεῖ τὸν Θεὸ Του νὰ κατοικεῖ μέσα του μὲ τὴν μνήμη Του.

Καὶ ἔβλεπα στὴν ζωή μου τόσες φορὲς νὰ παρασύρομαι ἀπὸ τὴν δουλειά κι ἀπὸ τὴν ἔγνοια. Καὶ νόμιζα πὼς μὲ τὸ μυαλό μου καὶ τὰ χέρια μου ὅλα τὰ κάνω. Καὶ ζοῦσα πάντα ἕνα χάος καὶ μία ξεραΐλα καὶ μία ἀπόγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Νὰ μὴ χαίρομαι καὶ νὰ μὴ χορταίνω.

Χωράφι ἄνυδρο καὶ ἀκαλλιέργητο. Μοῦ ἔλειπε ἡ προσευχή, μοῦ ἔλειπε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη Θεοῦ. Καὶ ἔπαιρνα τὸ κομποσκοίνι μου καὶ ἄρχιζα νὰ λέγω τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν μέ». Καὶ τὸ ἔλεγα συνεχῶς καὶ κόλλησε στὴν σκέψη μου. Καὶ ἡ καρδία μου τὸ ἄκουγε καὶ ζοῦσε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔνιωθα, Τὸν ἔβλεπα νὰ μὲ κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ σαλευτῶ. Δίπλα μου ἦταν ὁ Χριστός μου μὲ μία ἁπλὴ μόνο προσευχή.

Ναί! Αὐτὸς μᾶς φροντίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου