Κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ μὲ διάθεσι νὰ τὸν πειράξη, καὶ τὸν ἐρώτησε˙ Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς˙ Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις˙ «μὴ μοιχεύσης, μὴ φονεύσης, μὴ κλέψης, μὴ ψευδομαρτυρήσης, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε˙ Ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησα ἀπὸ τὰ νιάτα μου. Τὰ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε˙ Τότε ἕνα ἀκόμα σοῦ λείπει˙ Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις οὐράνιο θησαυρό, καὶ μετὰ ἀκολούθησέ με. Ἐκεῖνος μόλις τὰ ἄκουσε λυπήθηκε πάρα πολύ, διότι ἦταν πολὺ πλούσιος. Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν τὸν εἶδε νὰ γίνεται περίλυπος, εἶπε˙ Πόσο δύσκολα μπαίνουν στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα! Διότι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση χοντρὸ σχοινὶ ἀπὸ τὴν τρὺπα βελόνας, παρὰ νὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν εἶπαν˙ Καὶ τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Καὶ ἀπάντησε˙ Ὅσα εἶναι ἀδύνατον νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, μποροῦν νὰ γίνουν ἀπὸ τὸν Θεό.
Αὐτὸ
εἶναι μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, στὸ ὁποῖο διασώζεται ἕνας
διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μὲ κάποιον, ποὺ ἤθελε να κληρονομήση τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ
ἐπειδὴ ὅλοι μας ἐδῶ στὸν ναὸ, γένικα ὅλοι οἱ πιστοὶ, θέλομε νὰ κληρονομήσωμε
τὴν αἰώνια ζωή, ὁ διάλογος αὐτὸς μᾶς ἐνδιαφέρει ἰδιαιτέρως, διότι μᾶς διδάσκει,
πῶς θὰ γίνωμε πολῖτες τῆς οὐρανίου βασιλείας. Αὐτὸς ἐξ ἄλλου εἶναι ὁ προορισμὸς
τοῦ ἀνθρώπου, νὰ κερδίση τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι
πλασμένος γιὰ νὰ ζήση μία ζωὴ ὅπως ζοῦν καὶ τὰ ἄλλα ὄντα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει θεία
καταγωγή, καὶ στὸν οὐρανό πρέπει νὰ καταλήξη.
Ἡ ἔνθεος
ζωή, ἡ ζωὴ ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὸν οὐρανό, εἶναι αὐτὴ ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὶς
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀποδεικνύει αὐτὸ ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλοι
ἦσαν αὐστηροὶ τηρητὲς τῶν θείων ἐντολῶν. Ὁ συνομιλητὴς τοῦ Κυρίου στὸ σημερινὸ
εὐαγγέλιο φαίνεται ὅτι ἦταν τηρητὴς τῶν θείων ἐντολῶν, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν
ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ κερδίση τὴν οὐράνια ζωή. Ὑπῆρχε ἕνα ἐμπόδιο ποὺ τοῦ ἔφραζε
αὐτὸν τὸν δρόμο, ποὺ τὸν ἀπέκλειε ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία. Καὶ φαίνεται ὅτι τὸ
ἐμπόδιο ἦταν ὁ πλοῦτος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν πολὺ πλούσιος.
Ἦταν
τηρητὴς τοῦ νόμου «ἐκ νεότητος». Αὐτὸ τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ πάνω, τὸν ἀνέβαζε
πρὸς τὸν οὐρανό. Ἦταν ὅμως καὶ πολὺ πλούσιος. Αὐτὸ τὸν κρατοῦσε στὴν γῆ, ἦταν
δεμένος μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ πλούτη. Μέσα του γινόταν μία πάλη. Ἀπὸ τὴν μία ἡ
νοσταλγία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοῦ ἀντιστεκόταν ἡ κατοχὴ
μεγάλου ὑλικοῦ πλούτου. Γιὰ νὰ πετάξη
πρὸς τὰ πάνω, ἔπρεπε νὰ κόψη τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν κρατοῦσαν δεμένο στὴν γῆ. Ὁ
Κύριος εἶναι σαφής. Δὲν μιλάει μὲ περιστροφές. Τοῦ εἶπε˙ Τήρησες τὶς ἐντολὲς
καὶ καλὰ ἔκανες. Κάνε κάτι ἀκόμα. Ἕνα πρᾶγμα σοῦ λείπει. Κόψε τὰ δεσμὰ ποὺ σὲ
δένουν μὲ τὴν γῆ. «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις
θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ». Πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ κατέθεσέ τα στὸν οὐρανό,
δηλαδὴ στὰ χέρια τῶν πτωχῶν. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δίδει ἀπάντησι, δίδει λύσι
ξεκάθαρη. Ὁ ἄνθρωπος ζητοῦσε μία ἀπάντησι. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε, ἀλλὰ τὴν λύσι
τοῦ Κυρίου τὴν ἀπέρριψε. Νίκησε ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου. Δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαλλαγῆ
ἀπὸ τὰ ὐλικὰ ἀγαθά. Ἔτσι ἔχασε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν οὐράνια βασιλεία.
Τὸ
εἴπαμε καὶ ἄλλοτε ὅτι ὁ πλοῦτος αὐτὸς καθ’ ἑαυτόν, δὲν εἶναι οὔτε καλὸς οὔτε
κακός. Ἠθικὰ εἶναι οὐδέτερος. Γίνεται ὅμως καλὸς ἢ κακός, ἀνάλογα μὲ τὸν τρόπο
ποὺ τὸν διαχειριζόμαστε. Ὁ πλούσιος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἔψαχνε νὰ βρῆ ἕνα
εἰσιτήριο γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὸ εἰσιτήριο αὐτὸ τὸ εἶχε ὁ Χριστός. Τὸ
ὑπέδειξε. Χωρισμὸς ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά ἦταν τὸ εἰσιτήριο. Ὁ ἄνθρωπος προτίμησε
τὰ δεσμὰ μὲ τὴν ὕλη, καὶ δὲν τὸ πῆρε. Ἔχασε τὴν οὐράνια κληρονομιά, ἀλλὰ καὶ τὰ
ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν τοῦ δώσανε χαρά, διότι «περίλυπος ἐγένετο».
Κάποιος
ἄλλος, πάλι πολὺ πλούσιος, ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου νὰ διαβάζωνται στὸν
ναὸ ἀπὸ τὸν ἱερέα, καὶ ἀμέσως πούλησε τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ μοίρασε στοὺς πτωχοὺς
καὶ ἔμεινε ὀνομαστὸς στὴν Ἐκκλησία μας. Ἐγένετο, ὄχι περίλυπος, ἀλλὰ μέγας
Ἀντώνιος. Καὶ δὲν εἶναι ὁ μόνος. Μέσα στὸ Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας μας
ἀναφέρονται ἀναρίθμητοι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πλούσιοι σφόδρα. Ἔκοψαν ὅμως τὰ
δεσμὰ μὲ τὸν πλοῦτο καὶ ἐλεύθεροι πέταξαν στὸν οὐρανό. Αὐτοὶ βεβαιώνουν τὴν
ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ποὺ ἦταν ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα˙ «Καὶ τὶς δύναται
σωθῆναι;» Ὅσα φαίνονται ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό.
Γιὰ μᾶς,
ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι δεμένοι μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, φαίνεται ἀνοησία, νὰ ἔχης πλούτη
καὶ νὰ τὰ μοιράζης στοὺς πτωχούς. Ἀλλὰ, ἀκοῦστε, γιὰ ὅσους πολὺ λαχταροῦν κάτι,
δὲν δίδουν τὰ πάντα γιὰ ἀποκτήσουν αὐτὸ τὸ κάτι; Ἕνας ἄρρωστος, παράδειγμα, καὶ
τὴν ἀγελάδα καὶ τὸ χωράφι πουλάει γιὰ νὰ βρῆ τὴν ὑγεία του, δὲν λογαριάζει τὰ
ἔξοδα, τὸ κόστος τῆς θεραπείας, τὰ δίδει ὅλα. Λέγει˙ Τὶ νὰ τά κάνω τὰ λεφτά, ἂν
δὲν ἔχω ὑγεία; Μπροστὰ στὴν ὑγεία ὅλα χάνουν τὴν ἀξία τους. Ἔτσι καὶ ὅποιος
λαχταράει πραγματικὰ νὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν λογαριάζει τὸ
κόστος. Καὶ ἂν χρειασθῆ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, θὰ τὸ κάνη,
προκειμένου νὰ βρεθῆ στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου. Λέω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, διότι
μπορεῖ νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι καὶ νὰ εἴμαστε δεμένοι μὲ τὰ ὑλικὰ. Μπορεῖ ἡ
ἀγάπη καὶ γιὰ μιὰ δεκάρα νὰ μᾶς κλείση τὸν δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό. Ἔτσι γίνεται
ξεκάθαρο ὅτι δὲν εἶναι ἐμπόδιο ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη καὶ ὁ δεσμός μας μὲ τὰ
ὑλικὰ. Αὐτὰ καὶ λίγα νὰ εἶναι, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀποχωρισθοῦμε, θὰ μᾶς
κρατήσουν ὁμήρους καὶ δεμένους αἰχμαλώτους στὴν γῆ.
Ἡ
τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεσις, καὶ στὴν συνέχεια τὸ
κόψιμο τῶν δεσμῶν, ποὺ μᾶς κρατοῦν δεμένους μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, θὰ μᾶς ἀνοίξουν
τὸν δρόμο γιὰ νὰ γίνωμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ εἶναι, ἢ
πρέπει νὰ εἶναι, τὸ ὄνειρό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου