Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-14. Φιλώντας τὸ χέρι τοῦ κλέφτη, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ.Τοπάλη

 


• Ἕνας ἀγαθότατος ἐρημίτης γειτόνευε μὲ κάποιον τεμπέλη μοναχό, ποὺ βαριόταν νὰ δουλέψει γιὰ νὰ ζήσει. Αὐτὸς ὁ τεμπέλης πήγαινε κρυφὰ στὴν καλύβη τοῦ γείτονα ἐρημίτη καὶ τοῦ ἔκλεβε τὰ πράγματα. Ὁ ἐρημίτης τὸ εἶχε καταλάβει, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔκανε ποτέ λόγο γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καὶ δὲν τὸν ἐπέπληττε.

«Γιὰ νὰ κάνει τέτοια πράξη», ἔλεγε μέσα του, «θὰ ἔχει πολλὴ ἀνάγκη ὁ ἀδελφός».

Ἔτσι παρηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του ὁ ἀγαθὸς γέροντας. Δούλευε ὅμως σκληρὰ γιὰ νὰ καταφέρει νὰ ζήσει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν διπλανὸ του. Στεροῦνταν πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, διότι ὁ κλέφτης περνώντας τον γιὰ κουτὸ εἶχε ἀποθρασυνθεῖ καὶ δὲν τοῦ ἄφηνε σχεδὸν οὔτε ψωμὶ γιὰ νὰ φάει. Ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ κοιμηθεῖ ὁ ἐρημίτης καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ του. Ἦταν στὰ τελευταῖα του ὁ ἀγαθὸς αὐτὸς γέροντας καὶ προσευχόταν. Περίμενε τὸν θάνατό του. Τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεὸς ὅτι θά πέθαινε ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀνάμεσά τους ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶδε καὶ ἐκεῖνον τὸν γείτονὰ του, ποὺ τόσα χρόνια τὸν εἶχε κάνει νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς κλεψιὲς του. Τοῦ ἔγνεψε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει κοντά του. Ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε πῆρε τὰ χέρια του μέσα στὰ δικά του κι ἄρχισε νὰ τοῦ τὰ φιλάει.

- «Εὐχαριστῶ» τοῦ ἔλεγε «εὐχαριστῶ τὰ χέρια αὐτά, ποὺ ἔγιναν ἀφορμὴ σήμερα νὰ βρῶ τὸν παράδεισο».

• Καὶ ἔλεγε ἕνας Γέροντας:

-«Ἂν μάθεις πὼς κάποιος σὲ μισεῖ καὶ σὲ κακολογεῖ, μὴν τοῦ κρατᾶς κακία. Ἂν θέλεις μάλιστα στεῖλε του καὶ ἕνα δῶρο. Ἔτσι θὰ ἔχεις τὸ θάρρος νὰ πεῖς στὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τῆς κρίσης “ἄφες μοι, Δέσποτα, τὰ ὀφειλήματα, καθὼς καὶ ἐγὼ ἀφήνω τὰ ὀφειλήματα τοῦ πλησίον μου”».

Ἕνας ἐρημίτης ὑποφέρει καὶ ὑπομένει μὲ ἀγαθὴ καρδία ἕναν κλέφτη. Τὸν νιώθει σὰν εὐεργέτη του καὶ κάνει τὴν ὑπομονὴ του. Νιώθει πὼς εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τοῦ μάθει καλύτερα τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἀγάπης. Εἶναι ὄντως ἐπίσκεψη Θεοῦ. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ ἁγίου Γέροντα προέρχεται ἀπὸ μία βαθειά πνευματικότητα ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν καρδιά του. Τὸν πείραζε ὁ διάβολος, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ τὸν βγάλει ψεύτη. Ἦταν βαρὺς ὁ πειρασμὸς νὰ πιάσει τὸν κλέφτη, νὰ τὸν ἀποκαλύψει καὶ νὰ τὸν δικάσει ἐνώπιον ὅλης τῆς Σκήτης ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Κινήθηκε καρδιακὰ καὶ εἶδε μὲ ἐπιείκεια καὶ συμπόνια τὸν κλέφτη. Τὸν εἶδε σὰν εἰκόνα Θεοῦ. Λυπόταν καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἐκθέσει στὰ μάτια τῶν ἀδελφῶν. Καλύτερα αὐτὸς νὰ δυσκολεύεται καὶ ὁ Θεὸς δίνει τὴν λύση. Δὲν εἶχε οὔτε μία ἁπλὴ κρίση καὶ κατάκριση νὰ σκεφτεῖ γιὰ τὸν πεπτωκότα ἀδελφό, διότι τὸ μάτι τῆς καρδιᾶς του ἔβλεπε μόνο τὶς δικές του ἁμαρτίες καὶ δὲν τοῦ ἔμενε φῶς γιὰ νὰ βλέπει τὰ τοῦ ἄλλου. Τὸ «ἔπαιζε» χαζὸς καὶ ἀφελὴς καὶ ὅμως αὐτὸ ἦταν ἡ ἁγιότητά του. Ἔκρυβε τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλύψουν τὴν πνευματική του ἐργασία. Ὅσο ἄφηνε τὸν κλέφτη νὰ τὸν κοροϊδεύει κρατοῦσε παράλληλα τὸν ἑαυτό του σὲ μία ἐγρήγορση προσευχῆς καὶ ταπείνωσης καὶ δὲν κενοδοξοῦσε γιὰ τὴν ἀρετή του. Ἡ συγχωρητικότητά του δὲν ἦταν λόγια, ἀλλὰ ἔργο ὑπομονῆς καὶ δουλεία προσφορᾶς ψωμίου σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔκλεβε καὶ τὸν κορόιδευε καὶ τὸν ὑποτιμοῦσε. Καὶ στὸν θάνατό του τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ τοῦ φιλοῦσε τὰ χέρια, γιατὶ τοῦ ἔμαθε τὴν ἐσχάτη ταπείνωση καὶ τοῦ ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Παράδεισο. Μαζί του ἔκτισε τὸ σπίτι του στὸν Οὐρανό. Πέρα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῆς ἀγάπης του μὲ τὸ χειροφίλημα αὐτό, γινόταν ἡ πράξη του αὐτὴ καὶ μία γλυκειά νύξη γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ κλέφτη ποὺ τόσο ὑποκριτικά, ἴσως καὶ ἐνοχικά, βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του. Ἐξάλλου ἡ ἀγάπη πάντα ἀνασταίνει.

Εἶναι ἁγία αὐτὴ ἡ φιλοσοφία τῆς ταπείνωσης καὶ ἡ πρακτική της, ὅσο παράξενη καὶ ἀκραία κι ἂν φαίνεται. Εἶναι ἀγάπη ἀληθινὴ καὶ ταπείνωση βαθειά. Ἐδῶ βλέπουμε πολὺ καλὰ τὸ συνταίριασμα τῆς ταπείνωσης μὲ τὴν ἀγάπη. Ἂν ἡ ταπείνωση στολίζει κάθε ἀρετὴ καὶ τὴν συγκρατεῖ καὶ τὴν ἐμπνέει, πόσο πιὸ πολὺ δίνει νόημα στὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δὲν ζητάει τὰ δικὰ της, «τὰ τοῦ ἑαυτοῦ της», ἀλλὰ τὰ τοῦ ἄλλου. Ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀγάπη, ποτέ του δὲν βάζει τὸν ἑαυτό του πρῶτο, ἀλλὰ τὸν ἀδελφό του. Ἂς ὑποφέρει ὁ ἴδιος παρὰ νὰ βλάψει τὸν ἀδελφό του. Ἔχει μεγάλη καρδιά ἀγάπης ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ σκέπτεται νὰ μὴ βλάψει τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ὑπόσταση τοῦ ἄλλου. Συνήθως ἀντιδροῦμε καὶ ἀποκαλύπτουμε τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ μία ἐλεγκτικότητα φέρνοντάς τον πρὸ τοῦ ἑαυτοῦ του σὲ μία ἀναγκαστικὴ παραδοχὴ τοῦ λάθους του καὶ μία ἀναγκαστικὴ ἀπαίτηση συγγνώμης καὶ ἀποκατάσταση τῆς ζημίας. Μᾶς τρώει τὸ δίκαιο καὶ μέσα μας τὸ διεκδικοῦμε σκληρά. Γινόμαστε διδασκαλικοὶ καὶ τὸ παίζουμε ἀνεπαίσθητα ἅγιοι, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε στὴν ἴδια κατάσταση, καὶ παράλληλα μπορεῖ νὰ τὸν ἐκθέσουμε δημόσια καὶ στοὺς δικούς του γιὰ νὰ τὸν διορθώσουν. Εἶναι ἕνας νομικίστικος τρόπος ἐγωιστικὸς ποὺ θέλουμε νὰ πιάσουμε τὸν κλέφτη καὶ νὰ τὸν τιμωρήσουμε σὰν μία ἠθικὴ δικαίωση. Ἔτσι ἔχει μάθει ὁ ἀμερικάνικος κινηματογράφος τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τιμωροῦνται οἱ κακοὶ καὶ νὰ ἐπιβραβεύονται οἱ καλοί.

Ὅμως αὐτὸ δὲν συμβαίνει στὸν νόμο τῆς ἐλευθερίας, στὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, στὴν ταπείνωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός. Ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ καὶ σήκωσε ὅλο τὸ ὄνειδος καὶ τὸ ρεζίλεμα καὶ τὶς ὕβρεις μόνο καὶ μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Στόχος Του καὶ σκοπὸς Του ἦταν ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι πῶς νὰ δικαιωθεῖ ὁ Ἴδιος καὶ νὰ φανεῖ ἡ προσφορά Του. Μποροῦσε νὰ καλέσει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων καὶ νὰ καταστρέψει ὅλους τοὺς ἐχθρούς. Ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐχθροὺς τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ διαβόλου. Μόνο ὁ διάβολος ἦταν ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ καταλύσει. Καὶ ἐνῶ πάνω στὸν Σταυρὸ Τὸν προκαλοῦσαν εἰρωνικὰ νὰ κατεβεῖ - «κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ»- καὶ νὰ δείξει τὴν δύναμή Του, Αὐτὸς δὲν ἔκανε τὸν «μεγάλο καὶ τὸν σκληρό», δὲν δίκαζε οὔτε καὶ ἔκρινε κανέναν, οὔτε καὶ γόγγυσε γιὰ τὴν ἀχαριστία τους, ἀλλ’ ἀντιθέτως τοὺς δικαιολογοῦσε στὸν Πατέρα Του, πὼς δὲν καταλάβαιναν τὶ ἔκαναν, καὶ ζητοῦσε τὴν συγχώρησή τους, «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τὶ ποιοῦσιν». Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του δὲν ἐμφανίστηκε στοὺς πολλούς, οὔτε καὶ στοὺς Φαρισαίους καὶ ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τοὺς ἐπιπλήξει ἢ νὰ τοὺς δείξει τὴν δύναμή Του.

Μὲ πολλὴ ἀγάπη συμπεριφέρεται ὁ Χριστὸς σὲ ὅλους ἐμᾶς παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Μὲ τὴν μετάνοιά μας προσερχόμαστε στὸν Θεὸ καὶ μᾶς συγχωρεῖ χωρὶς νὰ μᾶς ἐπιπλήττει, οὔτε καὶ νὰ μᾶς τιμωρεῖ, οὔτε καὶ μᾶς λέγει «τώρα θυμήθηκες νὰ ἔρθεις;» ἢ «δὲν ντρέπεσαι, τί ἔκανες;», ἀλλὰ πάντοτε στὴν ἀγκάλη Του μᾶς δέχεται χωρὶς νὰ μᾶς δικάζει. Χώρια ποὺ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας ἔχει πληρώσει Αὐτὸς μὲ τὸ Αἷμα Του στὸν Σταυρό. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσει. Ὁ λόγος Του μέσα στὶς Ἅγιες Γραφὲς μόνο τὸν κρίνει καὶ μπορεῖ νὰ τὸν ἀναστήσει, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπιλογή του, ἢ σὲ ὀσμὴ εὐωδίας Χριστοῦ ἢ σὲ ὀσμὴ θανάτου.

Εἶναι ὄντως μεγάλη ἡ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄλλος μᾶς ἀδικεῖ ἀσύστολα καὶ μᾶς κοροϊδεύει. Πόσες φορὲς σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς βλέπουν ἐχθρικὰ ἐμεῖς κρατοῦμε πικρία καὶ δὲν τοὺς μιλᾶμε ἢ κρατοῦμε κρατούμενα καὶ τοὺς δαγκώνουμε εὐκαίρως ἀκαίρως ποὺ μᾶς ἀδίκησαν καὶ μέσα μας κρατοῦμε λογισμὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά. Ἄραγε ποῦ πρέπει νὰ σκύψουμε; στὸν ἑαυτό μας ποὺ ἀδικεῖται καὶ ὑποφέρει ἢ στὸν ἀδελφό μας ποὺ τὸν «χορεύει στὸ ταψί» ὁ διάβολος; Ποῦ πρέπει νὰ δώσουμε προτεραιότητα; Ἀσφαλῶς καὶ ἔχει ὁ ἀδελφός μας ὁ πεπτωκὼς τὸν πρῶτο λόγο τῆς ἀγάπης μας. Χρειάζεται νὰ σκύψουμε στὴν κακία του αὐτὴ καὶ νὰ σκεφτοῦμε πῶς νὰ τὸν βοηθήσουμε. Ἡ ἀγάπη μας ἀνακαλύπτει δρόμους. Πάντα ὅμως αὐτὴ ἡ ἀγάπη κινεῖται ταπεινὰ χωρὶς νὰ ἔχει στὴν καρδιά της πικρία καὶ κρίση καὶ ἀντίδραση καὶ γογγυσμό. Οὔτε πάλι κινεῖται, ἐπειδὴ πρέπει καὶ τὸ λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ τὸ ἐπέβαλε ὁ πνευματικός. Δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει ἡ ἀγάπη αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ τὸ ζόρι καὶ μὲ «φαγωμάρα» ἐσωτερικὴ ὅτι ἔχεις δίκαιο. Τὸ δίκιο τὸ δικό σου θὰ ψάξουμε τώρα ἢ τὴν λύτρωση τοῦ ἀδελφοῦ; Δύσκολο νὰ ξεπεράσεις τὴν ἀντίδραση ποὺ ἐνδόμυχα ἀνεβαίνει καὶ γίνεται ἀπρόβλεπτη. Τότε σκύβεις στοῦ Θεοῦ τὸν θρόνο καὶ δείχνεις τὴν ἀδυναμία σου καὶ τὸν πόνο σου καὶ τὴν πικρία σου καὶ Τοῦ ζητᾱς νὰ ἐπισκηνώσει μέσα σου μὲ ὅλη τὴν ταπεινή Του ἀγάπη. Καλλιεργεῖς τὴν ἀγάπη μὲ τὴν προσευχή σου καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὴν Θεία Κοινωνία ποὺ καθαρίζει τὸ μυαλό σου ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Δὲν τὸ παίζει κανεὶς ἥρωας οὔτε καὶ τιμητὴς οὔτε καὶ δάσκαλος.

Πέρα ἀπ’ αὐτό, ὁ ἐχθρός μας σίγουρα εἶναι ὁ εὐεργέτης μας. Μόλις ξεπεράσουμε τὴν δυσκολία τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἀρχίσουμε νὰ δίνουμε ταπεινὰ τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ὑπομονή μας, τότε, σὰν τὸν σπόρο καὶ τὸν κόπο ποὺ δίνεις στὸ χωράφι καὶ ἔρχεται ὁ καρπός, μέσα μας βλέπουμε πολλὲς εὐλογίες νὰ ἀναδύονται. Αὐτὸ μᾶς κάμει νὰ εἴμαστε πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ προσευχόμαστε περισσότερο. Αὐτὴ ἡ ἐνόχληση καὶ ἡ ταπείνωση ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τὸν διπλανό μας μᾶς κάμουν νὰ σκύβουμε βαθιὰ στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ βλέπουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ ζητᾶμε συγγνώμη, νὰ ταπεινωνόμαστε καὶ νὰ ὑπομένουμε. Τὸ κυριότερο ὅμως εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μόνο τὸ πένθος τῆς καρδίας καὶ ἡ ἐξομολόγηση, ἀλλὰ καὶ ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅταν ὁ Δαβὶδ συγχωροῦσε τὸν Σεμεΐ, ποὺ τὸν ἔβριζε μὲ τὸν χειρότερο τρόπο, ἔλεγε πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν ἦταν βέβαια καὶ εὔκολο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν πόνο τῆς καρδίας του τὸν ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸν 142 Ψαλμό. Ὁ Δαβὶδ συγχωρέθηκε ἀπὸ τὸν προφήτη Νάθαν, ὅταν ὁμολόγησε τὴν διπλή του ἁμαρτία, τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο, ἀλλὰ τὸ ἐπισφράγισμα τῆς συγχώρησης ἦταν τότε ποὺ συγχωροῦσε τὸν ἐχθρό του καὶ τὸ παιδί του, τὸν Ἀββεσαλώμ, ποὺ τὸν πολεμοῦσαν. Τοῦτο εἶναι ἐξομολόγηση, αὐτὸ εἶναι μετάνοια, αὐτὸ εἶναι συγχώρηση.

Καὶ σκεφτόμουν μέσα μου καὶ ἔλεγα πὼς εὐεργέτες μου εἶναι οἱ ἐχθροί μου, κι αὐτοὶ ποὺ μὲ συκοφαντοῦν καὶ μὲ ἐμπαίζουν καὶ μὲ ἀδικοῦν καὶ μὲ διαπομπεύουν, κι αὐτοὶ ποὺ μὲ περιφρονοῦν καὶ μὲ ὑβρίζουν. Καὶ τοὺς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ μοῦ κακοφέρνονται ἔτσι γιὰ νὰ ἐπισκηνώνει ἡ Χάρη Του μέσα μου μὲ τὴν ὑπομονή μου καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπεραίρομαι ἀπ’ τοὺς ἐπαίνους ποὺ μοῦ λένε οἱ ἄνθρωποι. Καὶ δὲν θέλω νὰ προσευχηθῶ γιὰ νὰ μοῦ τὰ πάρει ὁ Κύριος καὶ νὰ καταισχύνει τοὺς ἐχθρούς μου. Δὲν ἔχω ἐχθρούς, εἶναι οἱ εὐεργέτες μου. Καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀδυναμία μου καὶ τὸν διωγμὸ ἡ δύναμή μου τελειοῦται. Ἔνιωθα πὼς ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ γιατροῦ μου, τοῦ Θεοῦ μου, κάθε φορά ποὺ μ’ ἀδικοῦσαν καὶ μὲ κακολογοῦσαν. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀντιδράσω καὶ νὰ ἐκδικηθῶ, γιατὶ θὰ ἦταν σὰν νὰ ἔμπηγα τὸ μαχαίρι στὴν μέση τῆς καρδιᾶς μου. Καὶ ἔπεφτα στὴν γῆ κάτω καὶ προσευχόμουν μετὰ δακρύων γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καὶ προσευχόμουν.

Καὶ τὸν εὐχαριστοῦσα καὶ γιὰ τὶς ὧρες ποὺ πονῶ καὶ μὲ πονοῦσαν.


Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.

Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη

Αμύνταιο 2018

Δ' Εκδοση 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου