ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. 6, 31-36
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ!
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς ὑμῶν»
(Λουκ. 6, 35)
Ἀγάπη
πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον! Ἀγάπη ποὺ σὰν φωτιὰ ὑψώνεται μέχρι τὰ
ἄστρα καὶ πέρα ἀπʼ αὐτὰ καὶ ἀγγίζει τὰ κράσπεδα τῆς θείας μεγαλωσύνης˙ ἀγάπη
ποὺ ἡ φλόγα της ξαπλώνεται σʼ ὅλη τὴ γῆ καὶ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ
ἀγάπη αὐτὴ εἶνε ἡ ὑψίστη ἀρετὴ τοῦ χριστιανισμοῦ, εἶνε ἐκείνη ποὺ ἀποτελεῖ τὸ
κυριώτερο γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ. Ἀγάπη ὁ Θεός, ἀγάπη καὶ ὁ χριστιανός.
* * *
Ὁ
ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνος. Δὲν κατοικεῖ σὲ κάποιο ἐρημονήσι ὅπου
δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι. Ζῆ μέσα σὲ κοινωνία, μέσα σὲ χωριὰ καὶ πόλεις,
συναναστρέφεται μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ ὑπάρχη λοιπὸν κανονικὴ καὶ ἁρμονικὴ
συμβίωσι, πρέπει οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους νὰ διέπωνται ἀπὸ τὸν παγκόσμιο
νόμο, τὸ νόμο τῆς ἀγάπης. Χωρὶς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ οὔτε οἰκογένεια οὔτε
κοινωνία, οὔτε ἀνθρωπότητα. Χωρὶς ἀγάπη ὅλα θὰ καταρρεύσουν. Καὶ ἡ ἀνθρωπότητα
θὰ γίνη μιὰ ζούγκλα, ὅπου τὰ ἄγρια ζῶα τρώγονται μεταξύ τους.
Ἀγάπα
τὴν μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ σὲ γέννησαν καὶ σὲ ἀνέθρεψαν. Ἀγάπα τὰ ἀδέρφια σου,
μὲ τὰ ὁποία ζήσατε μαζὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ἀγάπα τοὺς φίλους καὶ τοὺς
συνεργάτες σου. Ἀγάπα τοὺς γείτονές σου. Ἀγάπα τοὺς συγχωριανούς σου, ποὺ στὸ
μικρό σας χωριὸ ἀποτελεῖτε μιὰ οἰκογένεια. Τί κακό, τί συμφορὰ νὰ μὴν ὑπάρχη σʼ
ἕνα χωριό! Συγγενεῖς βλέπονται κάθε μέρα καὶ ὅμως δὲν λένε καλημέρα. Μισοῦν ὁ
ἕνας τὸν ἄλλο.
Βάλε,
ἄνθρωπε, σὰν κανόνα συμπεριφορᾶς σου πρὸς τοῦς ἄλλους ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ λέει ὁ
Χριστὸς σήμερα˙ «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ
ἄνθρωποι, καὶ Ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6, 31).
Δηλαδή, ὅ,τι κακὸ δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, μὴ τὸ κάνεις καὶ σὺ σʼ
αὐτούς. Καὶ ὅ,τι καλὸ θέλεις νὰ σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, κάνε το καὶ σὺ σʼ αὐτούς.
Σὲ ρωτῶ˙ Θέλεις ὅ ἄλλος νὰ σὲ κλέψη; Νὰ σὲ χτυπήση; Νὰ σὲ ἀδικήση; Νὰ προσβάλη
τὴν οἰκογενειακή σου τιμή; Ἀσφαλῶς δὲν θέλεις. Ἔ, τὸ κακὸ ποὺ δὲν θέλεις, μὴ τὸ
κάνεις καὶ σὺ στοὺς ἄλλους. Καὶ ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι θέλεις νὰ σὲ βοηθοῦν
στὶς διάφορες ἀνάγκες ποὺ ἔχεις, ἔτσι καὶ σὺ νὰ βοηθᾶς τοὺς ἄλλους. Πεινᾶνε;
Δῶσʼ τους νὰ φᾶνε. Διψᾶνε; Δῶσʼ τους νερό. Κρυώνουν; Ντύσε τους. Εἶνε ἄρρωστοι;
Πήγαινε νὰ τοὺς δῆς, νὰ τοὺς παρηγορήσης. Εἶνε φτωχοί; Νὰ τοὺς ἐνισχύσης. Κάνε
τὸ καλὸ καὶ φεῦγε τὸ κακό. Τότε ἐφαρμόζεις τὸν κανόνα ποὺ ὥρισε ὁ Χριστὸς «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς
ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
* * *
Ἀλλʼ
ἡ ἀγάπη δὲν περιορίζεται στὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς συγγενικοῦ καὶ φιλικοῦ
περιβάλλοντος. Ἡ ἁγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο σπάζει τὰ φράγματα, ξαπλώνεται καὶ σὰν
ζωογόνος ποταμὸς ποτίζει τὴ γῆ μέχρι τὸ τελευταῖο ἄκρο της. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν
ἄνθρωπο ἔχει πλάτος καὶ βάθος. Πλάτος, διότι συμπεριλαμβάνει στὴν ἀγκάλη της
ὅλο τὸν κόσμο. Βάθος, διότι δὲν ἀρκεῖται σὲ λίγες ψυχρὲς λέξεις ἀγάπης, ἀλλὰ
φτάνει μέχρι θυσίας καὶ τῆς ζωῆς καὶ γιʼ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς.
Ἀγάπη
καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκούγονται ἀντιρρήσεις. Νʼ ἀγαποῦμε ἐκείνους
ποὺ μᾶς ἔκλεψαν, μᾶς χτύπησαν, μᾶς πλήγωσαν σʼ ὅτι ἱερὸ καὶ ἀγαπητὸ ἔχουμε; Πῶς
νʼ ἀγαπήσω, λέει κάποιος, ἐκεῖνον ποὺ ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδὶ ἔσφαξε μπρὸς στὰ
μάτια μου σὰν ἀρνὶ τὸν πατέρα μου; Πῶς νʼ ἀγαπήσω, λέει ὁ ἄλλος, ἐκεῖνον ποὴ
πῆγε στὸ δικαστήριο καὶ ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ πῆρε
ψεύτικο ὅρκο καὶ ἐνῶ ἤμουν ἀθῶος καταδικάστηκα καὶ τώρα σαπίζω στὶς φυλακές;
Πῶς νʼ ἀγαπήσω, λέει ὁ τρίτος, ἐκεῖνον ποὺ μὲ λόγια καὶ πράξεις προσέβαλε τὴν
οίκογενειακή μου τιμή; Πῶς... Οἱ καρδιές μας πονοῦν. Πάτερ μου, λένε στὸν
ἐξομολόγο ὅ,τι ἄλλο πές μας νὰ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ
ἀγαπήσουμε τὸν ἐχθρό μας ποὺ κατέστρεψε τὸ σπίτι μας, δὲν μποροῦμε. Τὸ κακὸ δὲν
ξεχνιέται. Ἡ καρδιά μας βογγᾶ, ζητάει ἐκδίκησι...
Ἀντιρρήσεις
ἐναντίον τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πολλές. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ γνωρίζει ὅσο
κανένας ἄλλος τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, συνιστᾶ σὰν φάρμακο θεραπείας τοῦ κακοῦ τὴν
ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. «Πλήν», παρʼ
ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀντιρρήσεις, ὼ μαθηταί μου, «ἀγαπᾶτε
τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ὑπάρχουν
ἰσχυροὶ λόγοι ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Καὶ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε
τὸ χρυσὸ κανόνα ποὺ ἔθεσε ὁ Χριστός, «καθὼς
θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»,
σᾶς ρωτοῦμε˙ Ἐάν, ἄνθρωπε, πέσης στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου καὶ αὐτοὶ ἔχουν ὅλη
τὴ δύναμι νὰ σὲ ἐξοντώσουν, τί θὰ ἤθελες νὰ δείξουν, σκληρότητα; Ὄχι. Θὰ ἤθελες
ἐπιείκεια καὶ συμπάθεια ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν σου, συγκινεῖσαι καὶ ὁ μέχρι τότε
ἐχθρὸς προβάλλει μπροστά σου σὰν ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ ἀγαπᾶς, γιατὶ δὲν
περίμενες ἀπʼ αὐτὸν μιὰ τέτοια ἀγάπη. Ἔ, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ δείξη ὁ
ἐχθρός σου σʼ ἐσένα σὲ μιὰ δύσκολη στιγμὴ τῆς ζωῆς σου, αὐτὸ δεῖξε καὶ σύ.
Δεῖξε ἀγάπη. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ κάνη νὰ σβήση τὸ μῖσος καὶ οἱ καρδιὲς νὰ
πλησιάσουν ἡ μία τὴν ἄλλη.
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ἀλλὰ τὴν ἀγάπη
αὐτὴ δὲν τὴν ζητάει μόνο τὸ ἀτομικό σου
συμφέρον, ὁ φυσικὸς νόμος τῆς ἀγάπης ποὺ εἶνε φυτευμένος στὰ στήθη ὅλων τῶν
ἀνθρώπων˙ τὴν ζητάει γιὰ σένα, ποὺ ὀνομάζεσαι χριστιανός, ὁ ὑπερφυσικὸς νόμος
τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θέλει νὰ πετάξης στὰ ὕψη καὶ νʼ ἀγκαλιάσης ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς.
* * *
«Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»! Αὐτὸ ὑπῆρξε,
ἀγαπητοί μου, κήρυγμα ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε πάνω στὴ γῆ.
«Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου»
(Ματθ. 5, 43) ἦταν τὰ διδάγματα τοῦ παλιοῦ νόμου, ποὺ ἐπέτρεπαν τὴν ἐκδίκησι
στοὺς ἐχθρούς. «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα
ἀντὶ ὀδόντος...» (Ἐξ. 21, 24 κ.ἀ.). Σοῦ ἔβγαλε κάποιος τὸ δόντι σου;
Βγάλε του καὶ σὺ τό δικό του. Σοῦ ξερίζζωσε τὸ μάτι σου; Ξερρίζωσέ του καὶ σὺ
τὸ δικό του.
Ὄχι,
λέει ὁ καινούργιος νόμος, ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ. Πεινάει ὁ ἐχθρός σου; Δῶσʼ του
νὰ φάη. Διψάει; Δῶστʼ του νὰ πιῆ. Κρυώνει; Ντύσε τον. Εἶνε ἄρρωστος; Δεῖξε του
ἀγάπη. Κινδυνεύει νὰ καταστραφῆ; Τρέξε νὰ τὸν σώσης.
Δύσκολο
εἶνε; Ναί, δύσκολο, γιατὶ ἀντιδρᾶ ἡ πονηρὴ καὶ διεστραμμένη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ
ζητάει αἷμα καὶ ἐκδίκησι. Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ παράδειγμά του πάνω στὸ σταυρὸ ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζη˙ «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Καὶ σοῦ δίνει
δύναμι γιὰ νʼ ἀγαπᾶς τὸν κόσμο ὅλο, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς σου, ὅπως τοὺς
ἀγάπησε Ἐκεῖνος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου
πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'',
σελ. 256-262 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου