Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Μνήμη αγίου Ματθαίου του Ευαγγελιστού – Ερμηνεία της Ευαγγελικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο


ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ


«Καὶ παράγων ὁ ῾Ιησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον,Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι (:Το ότι θεράπευε ο Κύριος και ψυχές το έδειξε και πάλι ύστερα από λίγο. Σαν έφυγε δηλαδή από εκεί και διάβαινε κοντά στη λίμνη, είδε ο Ιησούς έναν άνθρωπο που καθόταν στην τράπεζα εισπράξεως των φόρων, ο οποίος τώρα ονομάζεται Ματθαίος. Και στον τελώνη αυτόν λέει ο Ιησούς: «Ακολούθα με»)»[Ματθ.9,9-10].

Αφού, λοιπόν, έκαμε το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, δεν έμεινε άλλο στο μέρος εκείνο, για να μην αυξήσει περισσότερο τον φθόνο των εχθρών Του που θα Τον έβλεπαν εκεί, αλλά για χάρη τους αναχωρεί, καταπραΰνοντας με την ενέργειά Του αυτή το πάθος τους. Αυτό βέβαια πράττουμε και εμείς με το να μη συναναστρεφόμαστε αυτούς που μας εχθρεύονται, αλλά καταπραΰνουμε τη λύπη τους κάνοντας υποχωρήσεις και μετριάζοντας το μέγεθος της λύπης τους.

Αλλά για ποιον λόγο δεν προσκάλεσε και αυτόν(:τον Ματθαίο) μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη; Όπως ακριβώς τότε μετέβη εκεί και τους κάλεσε μόνο όταν διαπίστωσε καλώς ότι θα δεχθούν την πρόσκλησή Του, έτσι και τον Ματθαίο τότε τον κάλεσε, όταν είχε βεβαιωθεί απολύτως ότι θα Τον ακολουθήσει. Βεβαίως για αυτόν τον λόγο και τον Παύλο τον αλίευσε μετά την Ανάστασή Του. Διότι Αυτός που γνωρίζει καλά τις καρδιές των ανθρώπων και γνωρίζει επίσης και τις απόκρυφες σκέψεις του καθενός, γνώριζε και πότε επρόκειτο ο καθένας από αυτούς να δεχθεί την πρόσκλησή Του. Για τον λόγο αυτόν δεν τον καλούσε στην αρχή, τότε που ήταν σκληρή ακόμη η διάθεσή του απέναντί Του, αλλά μετά από το πλήθος των θαυμάτων που είχε κάνει και όταν είχε αυξηθεί πολύ η φήμη γύρω από το όνομά Του, οπότε και γνώριζε ότι θα υπάκουε ευκολότερα στην πρόσκληση. Αξίζει δε να θαυμάσει κανείς και την φιλοσοφία του ευαγγελιστού, γιατί δηλαδή δεν αποκρύπτει τον προηγούμενο βίο του, αλλά αντίθετα αναφέρει και το όνομά του, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές το απέκρυψαν χρησιμοποιώντας άλλη ονομασία.

Για ποιον λόγο είπε ότι καθόταν «ἐπὶ τὸ τελώνιον(:στο σημείο είσπραξης των φόρων)»; Το είπε με σκοπό να δείξει τη δύναμη Αυτού που τον κάλεσε, ότι δηλαδή δεν είχε τελειώσει, ούτε είχε απομακρυνθεί από αυτήν την πονηρή εκμετάλλευση, αλλά τον απέσπασε μέσα ακριβώς από αυτά τα κακά, όπως ακριβώς βέβαια και τον μακάριο Παύλο του άλλαξε την πορεία της ζωής τη στιγμή που είχε θέσει σε ενέργεια τη μανία και λύσσα του και εκσφεντόνιζε την φωτιά εναντίον των Χριστιανών. Αυτό λοιπόν και ο Παύλος επικαλούμενος ως απόδειξη της δύναμης του Ιησού που τον κάλεσε, γράφει στην επιστολή του προς Γαλάτες: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ(:Και το ότι το Ευαγγέλιο μού παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν. Διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα τον νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την καταστρέψω)»[Γαλ.1,13]. Και τους αλιείς δε τους κάλεσε στην χορεία των μαθητών Του κατά την στιγμή κατά την οποία εργάζονταν. Αλλά εκείνων μεν το επάγγελμα(:η αλιεία) ήταν ένα είδος τέχνης όχι δυσφημιστικής βέβαια, αλλά επάγγελμα ανθρώπων που ζούσαν στο χωριό μεν, αλλά ήσαν αγνοί και είχαν σε μεγάλο βαθμό την αφέλεια, ενώ αυτό (:το επάγγελμα του τελώνου· οι τελώνες στην Ιουδαία εργάζονταν για τους Ρωμαίους. Είχαν πολύ κακή φήμη γιατί έπαιρναν παραπάνω χρήματα από όσα όριζε ο νόμος και πλούτιζαν εις βάρος του λαού· γι' αυτό θεωρούνταν αμαρτωλοί και κοινωνικά απόβλητοι) ήταν επάγγελμα γεμάτο από αναισχυντία και θρασύτητα, χωρίς καμία λογική δικαιολογία για όλα αυτά, και ήταν εμπορία γεμάτη από αναίδεια, καθώς και κλοπή που καλυπτόταν εξωτερικά από τον νόμο.

Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, Αυτός που τον κάλεσε δεν ένιωσε εντροπή για κανένα από αυτά. Μα γιατί εκπλήττομαι με το ότι δεν ένιωσε ντροπή που προσκαλούσε ως μαθητή Του τον τελώνη, κατά την στιγμή βεβαίως που ούτε για μία πόρνη δεν ένιωσε ντροπή που την κάλεσε, αλλά και της έδωσε το δικαίωμα και να φιλήσει τα πόδια Του, αλλά και να τα περιβρέξει με τα δάκρυά της; Καθόσον βέβαια γι’ αυτόν τον λόγο ήλθε στον κόσμο, όχι μόνο για να θεραπεύσει σώματα, αλλά και για να απαλλάξει την ψυχή από την κακία. Πράγμα που έκανε και στην περίπτωση του παραλύτου. Αφού λοιπόν απέδειξε σαφώς, ότι έχει την εξουσία και αμαρτίες να συγχωρεί, τότε έρχεται προς τον τελώνη, ώστε να μην εκπλήσσονται στο εξής βλέποντας τον τελώνη να συμπεριλαμβάνεται στον όμιλο των μαθητών Του. Αλλά γιατί απορείς εάν και αυτόν τον κάνει απόστολό Του, Αυτός που έχει την δύναμη να συγχωρήσει όλα τα αμαρτήματα;

Αλλά όπως ακριβώς είδες την δύναμη Αυτού που τον κάλεσε, έτσι πρόσεξε να αντιληφθείς και την υπακοή αυτού που προσκλήθηκε. Διότι ούτε έφερε αντιρρήσεις, ούτε του είπε με αμφιβολία: «Τι σημαίνει αυτό; Μήπως άραγε προσκαλείς εμένα που είμαι τέτοιου είδους άνθρωπος με σκοπό δόλιο;», καθώς μία τέτοια ταπεινοφροσύνη πάλι θα εκδηλωνόταν όχι σε κατάλληλο χρόνο. Αλλά αμέσως δέχτηκε την πρόσκληση και δεν ζήτησε να μεταβεί στον οίκο του για να ανακοινώσει αυτό στους συγγενείς του, όπως ακριβώς ούτε και οι αλιείς το έκαναν αυτό. Αλλά με όποιον τρόπο εκείνοι εγκατέλειψαν τα δίχτυα και το πλοίο και τον πατέρα τους, κατά όμοιο τρόπο και αυτός, αφού εγκατέλειψε το μέρος είσπραξης των φόρων και το κέρδος που προερχόταν από αυτό, Τον ακολούθησε, αποδεικνύοντας ότι ήταν προετοιμασμένη η όλη διάθεσή του για όλα γενικώς· και αφού απομάκρυνε τον εαυτό του αμέσως από όλες τις φροντίδες της ζωής επιβεβαίωσε με την πλήρη υπακοή του την, στον κατάλληλο χρόνο, πρόσκλησή του από τον Ιησού.

Και για ποιον λόγο βέβαια, θα πει κανείς, δεν μας περιέγραψε και την κλήση και των άλλων μαθητών, πώς δηλαδή και με ποιο τρόπο προσκαλέστηκαν από τον Κύριο, αλλά απλώς και μόνο μας περιέγραψαν την κλήση του Πέτρου[πρβ. Ματθ. 4,18-20: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»], του Ιακώβου, του Ιωάννου [πρβ. Ματθ.4,21-22: «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ».] και του Φιλίππου [πρβ. Ιω.1,44: «Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(:Την άλλη μέρα αποφάσισε ο Ιησούς να αναχωρήσει για τη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέει: “Ακολούθησέ με στο ταξίδι που πρόκειται να κάνω”)»], ενώ για τους άλλους δεν έκαναν πουθενά λόγο; Επειδή αυτοί ασχολούνταν κατεξοχήν με τα πλέον απρεπή και ταπεινά επαγγέλματα. Διότι ούτε από την εργασία του τελώνη υπάρχει τίποτε άλλο χειρότερο, ούτε από την αλιεία πιο ευτελές. Το ότι δε και ο Φίλιππος ήταν από τους πάρα πολύ ασήμους, καθίσταται φανερό από την πατρίδα του[πρβ.Ιω.1,45: «Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου (:Ο Φίλιππος μάλιστα καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου)»].

Για τον λόγο αυτόν κατεξοχήν αυτούς μας περιγράφουν οι ευαγγελιστές μαζί με τα επαγγέλματά τους, με σκοπό δηλαδή να μας καταστήσουν γνωστό ότι πρέπει να τους πιστεύουμε και όταν μας περιγράφουν καταπληκτικά γεγονότα. Διότι αυτοί που έκριναν σκόπιμο να μην παραλείψουν τίποτε από αυτά που θεωρούνται ατιμωτικά, αλλά πριν από τα άλλα μας περιγράφουν αυτά με απόλυτη ακρίβεια, και αυτά που αναφέρονται στον Διδάσκαλό τους και αυτά που αναφέρονται στους μαθητές, πώς θα ήταν δυνατόν να θεωρηθούν ύποπτοι περιγράφοντας υπερφυσικά γεγονότα; Και μάλιστα όταν παραλείπουν μεν πολλά σημεία και θαύματα, όμως αποκαλύπτουν με ιδιαίτερα ηχηρό τρόπο και με απόλυτη ακρίβεια τα Πάθη του Χριστού επάνω στον σταυρό, τα οποία θεωρούνταν ατιμωτικά, καθώς επίσης και όταν αποκαλύπτουν κατά τρόπο περίλαμπρο τα επαγγέλματα και τα ελαττώματα των μαθητών και τους προγόνους του Διδασκάλου τους, που όλοι γνώριζαν τα αμαρτήματά τους; Επομένως είναι ολοφάνερο ότι διηγούνταν τα γεγονότα με πολλή αλήθεια και τίποτε δεν έγραφαν προς χάριν κάποιου, ούτε προς επίδειξη.

Αφού, λοιπόν, τον προσκάλεσε, τον τίμησε με πάρα πολύ μεγάλη τιμή με το γεγονός ότι αμέσως παρεκάθισε σε γεύμα μαζί με αυτόν· διότι κατά τον τρόπο αυτόν τον έκανε και να ευελπιστεί για το μέλλον και του ενέβαλε περισσότερο θάρρος. Διότι του θεράπευσε την κακία αμέσως και όχι μετά από πολύ χρόνο. Και δεν παρεκάθισε στο τραπέζι μόνο με αυτόν, αλλά μαζί με πολλούς άλλους, μολονότι και αυτή η ενέργειά του εθεωρείτο ως έγκλημα, καθόσον δεν εξεδίωξε τους αμαρτωλούς. Αλλά ούτε και αυτό το αποκρύπτουν, οι εχθροί όμως του Κυρίου επιχειρούν να τον κατηγορήσουν για αυτές του τις ενέργειες.

Συγκεντρώνονται δε οι τελώνες στον οίκο του Ματθαίου καθώς είχαν το ίδιο επάγγελμα με αυτόν· διότι αυτός, γεμάτος από υπερηφάνεια εξαιτίας του ερχομού του Χριστού στο σπίτι του, τους προσκάλεσε όλους. Καθόσον ο Χριστός χρησιμοποιούσε κάθε είδους θεραπείες, και όχι μόνον όταν δίδασκε, ούτε όταν θεράπευε, ούτε όταν έλεγχε τους εχθρούς Του, αλλά και τρώγοντας διόρθωνε πολλούς από τους κακούς ανθρώπους. Δι’ όλων αυτών μας διδάσκει ότι κάθε στιγμή και κάθε ενέργειά μας μπορεί να μας παράσχει την ωφέλεια.

Μολονότι βέβαια, τα παρατεθέντα τότε στην τράπεζα προέρχονταν από αδικίες και πλεονεξίες, παρά ταύτα ο Χριστός δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτά, επειδή επρόκειτο να προκύψει από εκεί μεγάλη ωφέλεια, και για τον λόγο αυτόν προσέρχεται στο ίδιο σπίτι και παρακάθεται στην ίδια τράπεζα με αυτούς που είχαν διαπράξει αυτού του είδους τις αδικίες. Τέτοιος πρέπει να είναι ο γιατρός· διότι εάν δεν είναι σε θέση να ανεχθεί τη βρωμιά των ασθενών, δεν μπορεί να τους απαλλάξει από την ασθένειά τους. Και βέβαια από αυτήν την πράξη Του απέκτησε κακή φήμη και επειδή έφαγε μαζί με αυτόν και επειδή το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην οικία εκείνου, και επειδή συνέφαγε μαζί με πολλούς άλλους τελώνες. Πρόσεξε, λοιπόν, τους εχθρούς του, οι οποίοι Τον κατηγόρησαν για αυτήν την πράξη Του: «Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν(:Ήλθε ο υιός του ανθρώπου, που τρώει και πίνει ως εγκρατής αλλά κοινωνικός άνθρωπος, και λένε: “Να ένας άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών”)». [Ματθ.11,19].

Ας το ακούσουν αυτό όσοι προσπαθούν με την νηστεία τους να συγκεντρώσουν για τον εαυτό τους μεγάλη φήμη και ας το εννοήσουν καλά ότι ο Κύριός μας ονομάστηκε «φαγάς και οινοπότης», και δεν ντρεπόταν γι'αυτό, αλλά αντίθετα όλα αυτά τα παρέβλεπε για να φθάσει στον επιδιωκόμενο σκοπό Του· πράγμα λοιπόν και που συνέβη. Καθόσον βέβαια και μετανόησε ο τελώνης και έγινε έτσι καλύτερος. Και για να πληροφορηθείς ότι η πράξη του αυτή, το ότι δηλαδή συνέφαγε μαζί του, ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό, άκουσε τι λέγει ο Ζακχαίος, που ήταν και αυτός τελώνης. Επειδή δηλαδή άκουσε τον Χριστό να λέγει: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι(:Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου, σύμφωνα με τη θεία βουλή που προετοιμάζει η σωτηρία σου)» [Λουκά 19,5], πετώντας από τη χαρά του λέγει: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, κι αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο)»[Λουκά 19,8]. Τότε «εἶπεν πρὸς αὐτόν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν(:ο Ιησούς στράφηκε προς αυτόν και είπε: ‘’Σήμερα με την επίσκεψή μου στο σπίτι αυτό ήλθε η σωτηρία τόσο στον οικοδεσπότη, όσο και στους δικούς του. Και έπρεπε να σωθεί και ο αρχιτελώνης αυτός, διότι κι αυτός είναι γιος και απόγονος του Αβραάμ, όπως κι εσείς που διαμαρτύρεστε. Και σε αυτόν, λοιπόν, έδωσε ο Θεός την υπόσχεση της σωτηρίας’’)»[Λουκά 19,9]. Έτσι πρέπει κανείς να διδάσκει διαμέσου όλων των πράξεών του.

Αλλά όμως, πώς συμβαίνει, θα πει κανείς, ο Παύλος να παραγγέλλει[Α΄Κορ.5,11]: «Νυνὶ δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι, ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ· τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν(:Τώρα όμως σας έγραψα να μην συναναστρέφεστε με κάποιον που, ενώ φέρει το όνομα μόνο του αδελφού, στην πραγματικότητα όμως είναι πόρνος ή πλεονέκτης ή ειδωλολάτρης ή υβριστής ή κακόγλωσσος, ή μέθυσος ή άρπαγας. Με τέτοιον χριστιανό δεν πρέπει ούτε να τρώτε μαζί του)»; Και βεβαίως τα λέγει αυτά, αλλά όμως δεν είναι φανερό εάν αυτά τα παραγγέλλει και προς τους διδασκάλους και όχι μόνο προς τους αδελφούς χριστιανούς. Εξάλλου αυτοί δεν ήσαν ακόμη τέλειοι πνευματικά, ούτε συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των αδελφών. Επιπλέον, όμως, ο Παύλος και αυτούς που είχαν γίνει χριστιανοί παραγγέλλει να τους αποστρέφονται όταν επιμένουν να αμαρτάνουν. Αυτοί, όμως, είχαν παύσει να αμαρτάνουν στο εξής και είχαν μεταβληθεί τελείως. Αλλά τίποτε από αυτά δεν έκανε τους Φαρισαίους να συνετισθούν αλλά αντιθέτως κατηγορούν τους μαθητές λέγοντας: «Για ποιον λόγο ο Διδάσκαλός σας τρώγει μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;». Και όταν πάλι αυτοί νομίζουν ότι οι μαθητές αμαρτάνουν, κατηγορούν Αυτόν λέγοντας: «Ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν σαββάτῳ(:Κοίτα, οι μαθητές σου κάνουν αυτό που δεν επιτρέπεται να το κάνει κανείς την ημέρα του Σαββάτου)» [Ματθ.12,2]· σε αυτήν την περίπτωση όμως συκοφαντούν σε αυτούς τον Διδάσκαλό τους. Όλα αυτά ακριβώς ήσαν ενέργειες ανθρώπων κακούργων, οι οποίοι ήθελαν να απομακρύνουν από τον Διδάσκαλο την ομάδα των μαθητών.

Και τι τους απαντά η άπειρος Σοφία; «Οὐ χρείαν ἔχουσιν(:Δεν έχουν ανάγκη)», τους λέγει, «οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες(:από γιατρό οι υγιείς, αλλά εκείνοι που δεν είναι καλά στην υγεία τους)»[Ματθ.9,12]. Πρόσεξε πώς μετέβαλε την κατηγορία τους και της έδωσε αντίθετο περιεχόμενο. Διότι εκείνοι μεν θεωρούσαν έγκλημα την συναναστροφή Του με τους ανθρώπους αυτού του είδους, ενώ Αυτός αντιθέτως λέγει ότι το να μη συναναστρέφεται αυτούς είναι κάτι που δεν αρμόζει σε Αυτόν και στην φιλανθρωπία Του· και όχι μόνο δεν είναι έγκλημα το να διορθώνει τους ανθρώπους αυτού του είδους, αλλά είναι κάτι που έχει πρωταρχική σημασία, που επιβάλλεται να γίνεται και που είναι άξιο πολλών επαίνων.

Ακολούθως, για να μη φανεί ότι προσβάλλει τους προσκεκλημένους με τους λόγους «αυτοί είναι ασθενείς», πρόσεξε πώς το μετριάζει αυτό πάλι, ψέγοντας αυτούς και λέγοντας: «Πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν· Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:Πηγαίνετε, λοιπόν, να μάθετε τι σημαίνει εκείνο που είπε ο προφήτης Ωσηέ: “Θέλω έλεος και συμπάθεια, κι όχι εξωτερική θυσία που δεν εμψυχώνεται από εσωτερική αγαθή διάθεση και ευσπλαχνία”)» [Ματθ.9,13· πρβ. Ωσηέ 6,6: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν, καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ μᾶλλον ἢ ὁλοκαυτώματα(:Διότι έλεος και συμπάθεια θέλω και όχι εξωτερική τυπική θυσία, που δεν εμψυχώνεται από εσωτερική αγαθή διάθεση και ευσπλαχνία. Θέλω ακριβή γνώση του Θεού και του θελήματός Του, περισσότερο από τις θυσίες ολοκαυτωμάτων)»]. Αυτό δε το έλεγε ψέγοντας αυτούς για την άγνοια των Γραφών εκ μέρους των.

Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιεί τον λόγο με περισσότερη αυστηρότητα, όχι επειδή οργίζεται, μη γένοιτο, αλλά για να περιέλθουν αυτοί σε πλήρη αμηχανία. Μολονότι, βέβαια, μπορούσε να πει: «Δεν αντιληφθήκατε πώς συγχώρησα τις αμαρτίες του παραλύτου; Πώς θεράπευσα το παράλυτο σώμα του;». Όμως δεν λέγει τίποτε από αυτά, αλλά καταρχάς συνομιλεί μαζί τους χρησιμοποιώντας κοινούς συλλογισμούς και στη συνέχεια κάνει χρήση των μαρτυριών της Γραφής. Διότι αφού είπε: «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από ιατρό, αλλά οι ασθενείς», και τους φανέρωσε κατά τρόπο κεκαλυμμένο ότι Αυτός είναι ο Ιατρός, τότε πρόσθεσε: «Πηγαίνετε και μάθετε τι σημαίνει ‘’Έμπρακτη αγάπη θέλω και όχι εξωτερική, τυπική θυσία’’».

Κατά τον ίδιο τρόπο ενεργεί και ο Παύλος. Κατ’ αρχήν δηλαδή αφού χρησιμοποίησε στον λόγο του κοινά παραδείγματα και είπε: «Τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει;(: Ποιος βόσκει ποίμνιο, φροντίζει για αυτό, και δεν τρώει από το γάλα του ποιμνίου;)» [Α΄Κορ.9,7], τότε πρόσθεσε και τα παραδείγματα από τις Γραφές λέγοντας[Α΄Κορ.9,9]: «Ἐν γὰρ τῷ νόμῳ Μωϋσέως γέγραπται· Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. (:Βεβαίως τα λέει αυτά ο νόμος. Διότι έχει γραφτεί από τον Μωσαϊκό νόμο: ‘’Δεν θα κλείσεις με φίμωτρο και δεν θα βουλώσεις τα στόμα του βοδιού που αλωνίζει)»· και πάλι: «Οὕτως καὶ ὁ Κύριος διέταξεν τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν(:Όπως λοιπόν τότε ο Θεός, έτσι και ο Κύριος τώρα καθόρισε για εκείνους που κηρύττουν το ευαγγέλιο, να ζουν από τις συνδρομές όλων όσων ακούνε το ευαγγελικό κήρυγμα)» [Α΄Κορ.9,14].

Αντιθέτως, προς τους μαθητές Του ο Κύριος δεν ομιλεί κατά τον ίδιο τρόπο που ομιλούσε προς τους εχθρούς Του, αλλά τους υπενθυμίζει τα θαύματα, λέγοντας τα εξής: «Οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;(: Ακόμη δεν καταλαβαίνετε τι σας λέω, ούτε θυμάστε επιτέλους τους πέντε άρτους των πέντε χιλιάδων που χόρτασαν μ’ αυτούς, και πόσα κοφίνια περισσευμάτων πήρατε;)» [Ματθ.16,9].

Προς τους εχθρούς Του όμως δεν ομιλεί κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά αντιθέτως τους υπενθυμίζει την κοινή αδυναμία των ανθρώπων και τους αποδεικνύει ότι και αυτοί είναι ασθενείς, οι οποίοι βεβαίως ούτε τις Γραφές γνώρισαν καλώς, και παραμελώντας όλες γενικώς τις υπόλοιπες αρετές, έριχναν όλο το βάρος στις θυσίες· και υπονοώντας βεβαίως αυτό όταν μιλούσε προς αυτούς, τους αναφέρει με συντομία αυτό που κηρύχθηκε από όλους τους προφήτες λέγοντας: «Μάθετε τη σημασία του ‘’ ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν’’». Διότι με τα λόγια αυτά αποδεικνύει ότι δεν είναι Αυτός εκείνος που παρανομεί, αλλά αυτοί οι ίδιοι· σαν να τους έλεγε δηλαδή: «Για ποιον λόγο με κατηγορείτε; Επειδή εξαλείφω τις αμαρτίες των αμαρτωλών; Θα κατηγορήσετε επομένως και τον Πατέρα για το ίδιο πράγμα».

Αυτό ακριβώς και σε άλλη περίπτωση αποδεικνύοντας έλεγε: «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι(:Ο Θεός Πατέρας μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι Εγώ λοιπόν, ο Υιός Του, εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις ημέρες του Σαββάτου)» [Ιω.5,17] · και στην προκειμένη περίπτωση λέγει πάλι: «Πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:Πηγαίνετε, λοιπόν, να μάθετε τι σημαίνει εκείνο που είπε ο προφήτης Ωσηέ: “Θέλω έλεος και συμπάθεια, κι όχι εξωτερική θυσία που δεν εμψυχώνεται από εσωτερική αγαθή διάθεση και ευσπλαχνία”)». «Διότι όπως ακριβώς», λέγει, «ο Πατήρ θέλει αυτό, έτσι το θέλω και Εγώ». Αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνα μεν είναι περιττά, ενώ αυτά αναγκαία; Διότι δεν είπε «ἔλεον θέλω καὶ θυσίαν», αλλά «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Διότι το μεν ένα το ενέκρινε, το δε άλλο το απέρριψε, και απέδειξε ότι όχι μόνο δεν είναι απαγορευμένο αυτό για το οποίο τον κατηγορούσαν, αλλά και διδάσκεται από τον νόμο και μάλιστα είναι ανώτερο από τη θυσία· παρουσιάζει δηλαδή και την Παλαιά Διαθήκη ως συμφωνούσα με αυτά που λέγει και περιλαμβάνουσα αυτά σε νόμο.

Αφού, λοιπόν, τους έψεξε με μαρτυρίες στηριζόμενες σε κοινά παραδείγματα και στις Γραφές, προσθέτει πάλι: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν(:Διότι δεν ήλθα από τον ουρανό για να καλέσω εκείνους που νομίζουν ότι είναι δίκαιοι, αλλά για να καλέσω τους αμαρτωλούς, να μετανοήσουν και να σωθούν)»[Ματθ.9,13]. Αυτά δε τους τα λέγει σαν να τους ειρωνεύεται, όπως όταν λέει: «Ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν(:Να, ο Αδάμ εκτροχιάστηκε· η αμαρτία τον σκότισε τόσο ώστε να νομίζει ότι είναι θεός ως ένας από εμάς)» [Γέν.3,22]· και πάλι: « Ἐὰν πεινάσω, οὐ μὴ σοι εἴπω · ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς(:Εάν υποτεθεί ότι κάποτε θα πεινάσω, δεν θα σου πω: ‘’Δώσε μου να φάω’’· διότι είναι δική μου η οικουμένη και όλα εκείνα από τα οποία αυτή είναι γεμάτη)» [Ψαλμ. 49,12]. Διότι το ότι δεν υπήρχε κανένας δίκαιος επάνω στη γη το δήλωσε ο Παύλος με τα εξής λόγια: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:Και δεν υπάρχει διάκριση, διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και στερούνται τη δόξα που κατέχει και παρέχει ο Θεός)» [Ρωμ.3,23]. Με αυτό μάλιστα παρηγόρησε και εκείνους που είχαν προσκληθεί εκεί. «Διότι», λέγει, «τόσο πολύ απέχω από το να αισθανθώ αποστροφή για τους αμαρτωλούς· εξάλλου δε γι’ αυτούς και μόνο ήλθα στον κόσμο». Στη συνέχεια, για να μην τους καταστήσει αδρανείς περισσότερο επειδή είπε «ἁμαρτωλούς» δεν σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «εἰς μετάνοιαν». «Διότι δεν ήλθα στον κόσμο για να παραμένουν αμαρτωλοί, αλλά για να μετανοήσουν και να γίνουν καλύτεροι».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://aktines.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου