ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εκλεκτά Διηγήματα: 28. ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Η Νικολίτσα έπλυνε ρούχα κάτω στο ρεματάκι της Γρούνιστας Ήταν Νοέμβρης του 1907. Μια κάποια στιγμή τα μαζεύει ξάφνου όλα, πλυμένα και άπλυτα, τα ρίχνει ανακατωμένα σʼ ένα κανίστρι που το στερέωσε στο κεφάλι, αρπάζει άλλα στα χέρια και τρέχει στο σπίτι της. Ο απότομος ανήφορος και ο στενός της ποδόγυρος δεν την άφηναν να έχει την γληγοράδα που ήθελε. Ούτε γύρισε πίσω να κοιτάξει το καζανάκι με το βραστό νερό. Είδε να προβαίνουν πολλές σιλουέτες στα γύρω υψώματα, όπου ένα τιτανικό χέρι είχε αραδιάσει τον ένα πάνω ή πλάϊ στον άλλον πελώριους γκρίζους βράχους. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες! Πέρασαν απαρατήρητοι από ρεματιές και έζωσαν απρόσκλητοι το χωριό.
Είχε πολύ σοβαρούς λόγους η Νικολίτσα να βρεθεί μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, ενωρίτερα στο σπίτι της. Φιλοξενούσαν ένα πληγωμένο αντάρτη! Και ήταν μόνη στο σπίτι η άρρωστη γριά πεθερά της με τα δυο παιδάκια, το ένα 8 χρονών και το άλλο μωρό 20 μηνών. Ο άντρας της ο Νικόλας είχε πάει πρωί, όπως κάθε μέρα, να κόψει ξύλα για την άσβεστη φωτιά. Βρήκε ανάστατο το σπίτι. Τρεις γειτόνισσες γύριζαν αλαφιασμένες πάνω κάτω. Είχε σηκωθεί η γριά απʼ το κρεβάτι, από μια ψάθα δηλ. σκεπασμένη με μια κορελιασμένη βελέντζα και με τρεμάμενα χέρια και γόνατα πάσχιζε κάτι να κάμει χωρίς και η ίδια να το ξέρει. Σαν την είδε έσφιξε τα δυο χέρια, έβαλε τα κλάματα και είπε: Κόρη μου χανόμαστε. Την πάθαμε. Καλά που ήρθες.
Δεν υπήρχε κρύπτη στο σπίτι. Στο Μορίχοβο δεν ήταν μπόλικες οι «κρυψάνες» όπως στα χωριά του Περιστέρι όπου δνε έλειπαν από κανένα σπίτι. Δεν χρειαζόταν. Ήταν στη διάθεση των σωμάτων τα μεγάλα βουνά, τʼ απέραντα δάση, τα αναρίθμητα και σκόρπια μανδριά και καλύβια. Είχε φτιάξει μερικές πολύ καλές η «Επιτροπή» της Γρούνιτσας μα στον άλλο τον πέρα μαχαλά. Προορίζονταν για λαβωμένους ή αρρώστους αντάρτες, για όπλα και σε καμιάν εξαιρετική και σπάνια περίπτωση για κανένα μικρό σώμα. Είχαν την είσοδο κάτω από το παχνί σκεπασμένη με μια πλάκα και πολλή κοπριά κάτω από την αυλή ή κάτω απʼ τον δρόμο.
Δεν μπορούσαν να μεταφέρου τον πληγωμένο κείνη την ώρα στον πέρα μαχαλά, γιατί ήταν οι Τούρκοι πάνω και μέσα στο χωριό.
Είχε ζητήσει ο ίδιος να τον κουβαλήσουν στο σπίτι της Νικολίτσας γιατί ήταν προσήλιο, η Νικολίτσα καλόβολη και πρόθυμη, καλός και ο Νικόλας και ακόμη καλλίτερο το χαριτωμένο κοριτσάκι τους 8 χρονών η Μάρω, που είχε εξελληνισθεί Μαρούλα. Πήγαινε στο σχολείο, μιλούσε αναγνωσματάριο, έπαιζαν κ.τ.λ.
Είχε εγκρίνει την μεταφορά και ο δάσκαλος που εκτελούσε χρέη νοσοκόμου και γιατρού. Άλλαζε, έπλυνε με πολλήν επιμέλεια τις δυο πληγές του πρωί και βράδυ. Οι άθλιες όμως δεν εννοούσαν να κλείσουν, ενώ άλλοι τραυματίες είχαν γίνει καλά χωρίς «νοσοκόμους» και τα φάρμακα τους.
Ο τραυματίας μόλις κατάλαβε ότι πλάκωσαν στο χωριό οι Τούρκοι, πήρε το τουφέκι, τις φυσιγγιοθήκες του και σύρθηκε στο μικρό παράθυρο με την απόφαση να πουλήσει όσο μπορούσε ακριβότερα το πετσί του. Είχε τον φόβο ότι και αν έλεγε «τεσλίμ» (παραδίνομαι) οι Τούρκοι θα τον αποτελείωναν οπωσδήποτε για να γλυτώσουν απʼ τη φασαρία να τον μεταφέρουν στα χάλια του με το φορείο ή και άλογο στο Μοναστήρι, που ήταν δέκα ώρες μακριά με κατσικόδρομους.
Του πήραν όμως οι γειτόνισσες με λίγα χάδια στην πλάτη και πολλά «καλά» «καλά», «μη φοβάσαι», τον οπλισμό, την κάπα, τα ποδήματα τα παράχωσαν σʼ ένα μεγάλο σωρό σανίδια και καδρόνια που είχε το γειτονικό σπίτι. Είχε ο νοικοκύρης του δικό του νεροπρίονο.
Η Νικολίτσα πήγε πρώτα στον πληγωμένο, του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε: Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι Τεμικλής. Ήταν ένα ψηλό παλληκάρι απʼ τα μέρη του Βοΐου που τον έλεγαν Θεμιστοκλή.
- Είπαμε να τον βάλουμε στο αμπάρι, είπε μια γειτόνισσα.
Υπήρχε στη γωνιά μια ξύλινη αποθήκη 11/2 μέτρα ύψος που είχε αλεύρι.
- Τι λέτε; απάντησε η Νικολίτσα, δεν θα σηκώσουν οι Τούρκοι το καπάκι να ιδούν τι έχει μέσα;
- Εγώ λέω να τον ντύσουμε γυναίκα και να τον σκεπάσουμε πως είναι λεχώνα... επρότεινε μια άλλη γειτόνισσα.
Μα δεν είχε αποτελειώσει την κουβέντα και έφτασε λαχανιασμένος ο γέρο «Στάικος», πρόεδρος της Επιτροπής του χωρίου. Έβαλε τις φωνές:
- Μα τι κάνετε; Ακόμα τον έχετε εδώ; Οι Τούρκοι άρχισαν να ψάχνουν τα σπίτια.
- Τι να κάμω η κακομοίρα;! Ακοκρίθηκε η Νικολίτσα, είπαμε να μη μας τον φέρουν στο σπίτι δεν έχει κρυψάνα ούτε άλλο κρυφό μέρος.
- Σάματις είπα εγώ να σας τον φέρουν; Μα τώρα πρέπει να το κρύψουμε το παλληκάρι.
Πράγματι το σπίτι δεν είχε κανένα απόκρυφο μέρος. Ήταν τέσσαρες γυμνοί τοίχοι και πάνω στα ξύλα και τα σανίδια, που βαστούσαν τις πλάκες της στέγης. Ούτε υπόγειο ούτε οροφή!... Στο μέσο μια τρύπα όπου έκαιε αδιάκοπα η φωτιά – το κέντρο του σπιτιού, η «εστία» - και ψηλά άλλη τρύπα όπου έβγαινε ο καπνός, αφού πλημμύριζε πρώτα όλο το σπίτι. Στο βάθος δυο βόδια, μια αγελάδα με το μοσχάρι της, έστεκαν δεμένα στο παχνί. Κύτταζαν με τα μεγάλα και τεμπέλικα σα βυθισμένα σε φιλοσοφικές σκέψεις μάτια, ανθρώπους και φωτιά. Ο απαραίτητος σκύλος είχε χώσει διακριτικότατα τη μούρη ανάμεσα στα μπροστινά πόδια κοντά στη φωτιά.
- Μου πήραν το τουφέκι μπάρμπα Στάϊκο, παραπονέθηκε λαβωμένος.
- Ας να είναι!... Ας να είναι... Μιστόκλη, του αποκρίθηκε ο γέρος.
Μια γειτόνισσα πήρε το λόγο.
- Λέγαμε να τον βάλουμε στο αμπάρι. Μέσα στο αλεύρι. Τι λες, θείε;
Ο γέρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
- Είπαμε να τον φορέσουμε ρούχα γυναίκας και να πλαγιάζει σαν λεχώνα εξακολούθησε η ίδια.
Ο γέρος έκανε την ίδια κίνηση της κεφαλής.
- Να τον πάτε τότε σε σπίτι που έχει κρυψάνα.
- Τώρα; Με τους Τούρκους μέσα στο χωριό;!
- Κάμετε τότε ό,τι θέλετε, είπε πεισματωμένη η γυναίκα.
Εγώ πάω σπίτι μου. Έχω δουλειές˙ σφάξαμε το γουρούνι.
- Σήμερα το σφάξατε;!
- Σήμερα.
- Α! Καλά... Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και πρόβαλαν κάμποσοι στρατιώτες με τα όπλα έτοιμα στα χέρια. Ήταν απʼ τα ειδικά τάγματα που είχαν καταρτισθεί για την δίωξη των συμμοριών και τα λέγανε «αβτζή ταμπούρ» (τάγματα κυνηγών). Φορούσαν χακί στολές, μικρούς χακί σκούφους, μάλλινες γκέτες στα πόδια και τσαρούχια. Λίγο χιόνι είχε πασπαλίσει τις χλαίνες. Ήταν γεροί άντρες, καλά γυμνασμένοι, που είχαν ήδη κάμει στο στρατό τρία τουλάχιστον χρόνια, οι περισσότεροι από την Μακεδονία και την Αλβανία. Υπηρετούσαν τότε οι Τούρκοι 7 χρόνια θητεία!
Φαινόταν κουρασμένοι. Είχαν βγει νύχτα ακόμη από κάποιο άλλο χωριό και έπιασαν την χαραυγή υψώματα και διαβάσεις με την ελπίδα ότι κάποιο σώμα θάβγαινε για μεγαλύτερη ασφάλεια από χωριό, θάπεφτε κλάτω απʼ τα τουφέκια τους. Όταν διαψεύσθηκαν πήγαν και κύκλωσαν ξαφνικά την Γρούνιστα. Αν υπήρχαν «εσκιά» (αντάρτες) μέσα θα επιχειρούσαν έξοδο και θʼ αντίκρυζαν τα όπλα τους ταμπουρωμένα στους βράχους. Εφυλλορρόησαν όμως και εδώ τα σχέδια και οι προσδοκίες τους.
Οι μισοί τότε έμειναν πάνω στα υψώματα για κάθε ενδεχόμενο και οι άλλοι άρχισαν την έρευνα στα σπίτια. Μπορούσε να βρίσκεται στο χωριό καμιά μικρή ομάδα από λίγους αντάρτες, που προτιμούσαν να τρυπώσουν στα σπίτια παρά να αποτολμήσουν να διασπάσουν την πολιορκητική ζώνη με ηρωική όσο και καταδικασμένη έξοδο.
Ένα τμήμα μπήκε σʼ ένα σπίτι που ήταν παρακάτω! Το άλλο προχώρησε ίσια στο σπίτι της Νικολίτσας. Είχε αρχηγό ένα ψηλό λοχία με λεπτό στριμμένο μουστάκι και τον σκούφο στραβά στο κεφάλι. Φαινόταν από μακριά Αρβανίτης.
Πρώτοι μπήκαν δυο στρατιώτες με το χέρι στη σκανδάλη. Μα ευθύς έκαμαν απότομη και βίαιη μεταβολή με ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τον αποτροπιασμό και τη φρίκη! Ο ένας βρέθηκε πολλά βήματα πίσω και έφτυνε από αηδία καταγής... Κατάπληκτοι ήταν οι άλλοι: Ντομούζ... Ντομούζ... (γουρούνι) τους είπε με πνιγμένη φωνή. Ο λοχίας που είχε παρασυρθεί στην οπισθοχώρηση ξαναπροχώρησε και αμέσως σταμάτησε.
Ένα μεγάλο γουρούνι σφαγμένο, γδαρμένο με την κοιλιά ανοιχτή ήταν ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο πετσί του πίσω απʼ την πόρτα... Ο γέρο Στάικος, η Νικολίτσα και μια γειτόνισσα με μαχαίρια και ματωμένα χέρια έκοβαν κρέας και λαρδί.
- Το τρώτε αυτό; είπε ο τσαούσης με απροκάλυπτη συχαμάρα που είχε σουφρώσει τα μούτρα του. Ήταν από κάποιο ορεινό τουρκαλβανικό χωριό του Μοναστηρίου και ήξερε το ιδίωμά τους. Την ίδια στιγμή σύρθηκε αμέσως πίσω στον καθαρό αέρα.
- Ορίστε τσαούς εφένδη, μπούγιουρουν... Να σας ψήσουμε ένα κομμάτι, είπε ο Στάικος. Είχε σηκώσειτα λερωμένα από τα αίματα χέρια του.
Για απάντηση ο λοχίας έφτυσε καταγής.
- Ελάτε... Να ζεσταθήτε... Κάτι να πάρετε... Έχομε και τη συννυφάδα μου που κοιλοπονάει να γεννήσει... ο θεός να δώσει μωρά στα σπίτια σας, είπε με την σειρά της η Νικολίτσα.
Η Μαρούλα τολμηρότερη του επρόσφερε γελαστή και πεταχτή ένα κομματάκι πάχος λαρδί...
Ο λοχίας της το πέταξε αγριεμένος.
- Τι κάνεις έτσι; Σαν τους χαλντούπηδες – εννοούσε τους Μικρασιάτες στρατιώτες – του είπε αρβανίτικα ένας πατριώτης του οπλίτης, είναι λέγον πολύ καλό το κρέας του ψημμένο.
- Αηδία είναι.
- Εγώ έχω φάει. Και είναι νόστιμο πολύ νόστιμο... λεω να τους πάρω ένα μεγάλο κομμάτι, να το ψήσουμε, είνε ένας άλλος αρβανίτης.
- Τρελάθηλες; Θα μας πάρουν οι άλλοι για απίστους (κιαφίρ).
Ο Προφήτης και το Κοράνι έχουν καταδικάσει και αφορίσει το γουρούνι.
- Τότε να φύγουμε... Πεινάσαμε και τζάμπα ξεποδαριαστήκαμε... Αν είχε εσκιάδες στο χωριό θα είχαν βγει.
- Το βλέπω κι εγώ... Μα οι αξιωματικοί... Και έχω μια πείνα... Να ξεμπερδεύουμε.
Ο ευσυνείδητος τσαούσης θέλησε να εκτελέσει σωστά και πιστά το καθήκον. Πήρε μια βαθειά ανάσα, έβαλε τα δυνατά του, δρασκέλισε το σφαγμένο γουρούνι και έκαμε λίγα βήματα μέσα. Αναγκάσθηκε όμως πάλι να σταματήσει. Το σπίτι ήταν γεμάτο καπνό και μια αψιά μυρωδιά ψημμένης πιπεριάς τον γέμιζε δάκρυα και πείραζε τα μάτια. Είχαν ρίξει στην «εστία» πολλά χλωρά ξύλα και μικρές στρογγυλές κόκκινες πιπεριές (τσούσκες) που έκαιαν περισσότερο απʼ τη φωτιά... Πρόλαβε να ιδεί τα δεμένα στο παχνί ζώα και την πλαγιασμένη με τους «πόνους» γυναίκα.
Ήταν ο Θεμιστοκλής...
Πετάχθηκε έξω φτύνοντας καταγής και σφουγγίζοντας τα μάτια. Πρόσταξε τούρκικα: Πάμε.
Ο πατριώτης του στρατιώτης του ξαναείπε αρβανίτικα:
- Λέω να μπω μέσα να πάρω ένα κομμάτι κρέας και να ψάξω για αυγά, τυρί.
- Μωρέ άστα, του απάντησε, είναι γουρούνας γουρούνια (ντέρι πέρ ντέρ). Πάμε.
Και έφυγαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου