ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα
25. ΟΙ «ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛΟΙ»
Δυο γυναίκες μπήκαν στο σπίτι του Παπαγιάννη, του Έλληνα παπά της Νερέτης (Πολυποτάμου), αφού έριξαν μια ερευνητική ματιά γύρω τους.
Στο χωριό υπήρχε και Βουλγάρικη μερίδα, που είχε δικό της παπά.
Οι δύο γυναίκες είχαν τυλιγμένα χαμηλά τα μανδήλια ολόγυρα απʼ τα πρόσωπά τους για να μην τις ξεχωρίσει κανείς εύκολα. Ήσαν όμως χαρούμενες.
- Έχομε ένα γράμμα για σένα παπούλη, είπε η Μήτσαινα που ήταν μεγαλύτερη και είχε τον άνδρα της στην Αμερική. Ευθύς έπειτα επρόσθεσε μʼ ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο:
- Ερχόμαστε από τα ξύλα. Ξεφορτώσαμε τα μουλάρια και ήρθαμε ίσια στο σπίτι σου.
Ο Παπαγιάννης καθόταν σε μια σαραβαλιασμένη καρέκλα μʼ ένα μαύρο σκούφο αντίς καλυμαύχι στο κεφάλι. Πετάχθηκε δια μιας όρθιος και ρώτησε:
- Απʼ τα ξύλα; Δηλαδή απʼ το δάσος; Δώστε το γλήγορα. Τι, τι γράφει;
- Θα το ιδείς παππούλη, αποκρίθηκε χαμογελαστή η γυναίκα.
Και έβγαλε μέσα απʼ την χοντρή κάλτσα της ένα κλειστό και σφραγισμένο φάκελο με επιγραφή: Διά τον αιδεσιμώτατον εφημέριον Νερέτης Παπαϊωάννην.
Ο παπάς έσχισε γλήγορα το φάκελο και έριξε μια πρώτη ματιά στο γράμμα.
Άστραψαν ευθύς από χαρά και ευχαρίστηση τα μάτια του. Γελούσαν ακόμη και τα μαύρα γένεια του.
- Πώς, πώς ήσαν; ρώτησε. Ήσαν καλοί.
- Οι δύο με φουστανέλλες μαύρες. Είχαν και πολλά ασημικά και γένεια.Α! Λεβέντες σωστοί. Είδαμε και άλλους τρεις. Αυτοί με κίτρινες στολές, όπως οι Τούρκοι στρατιώτες των «αβτζή ταμπούρ» (ταγμάτων κυνηγών) και μακριά υποδήματα. Και με ασημικά. Ήταν και άλλοι στο δάσος. Μα δεν τους είδαμε.
- Άντρες. Αϊ; Δεν είναι σαν τους βρωμιάρηδες τους κομιτατζήδες, τους χοντροκέφαλους.
- Α! Μπα! Παλικάρια, ένας και ένας.
- Τι σας είπαν;
- Εκεί που είχαμε κόψει τα ξύλα στη Μεγάλη Παντίνα και φορτώναμε τα μουλάρια, να σου, προβάλλουν ξαφνικά απʼ τα χαμόκλαδα οι δύο με τα γένεια και τις φουστανέλλες. Έπειτα οι άλλοι τρεις. Εμείς ετρομάξαμε.
- Μη φοβάσθε, μας είπαν ελληνικά. Εμείς δεν είμαστε βούλγαροι για να σκοτώνουμε γυναίκες... Μη φοβάστε καθόλου.
Η ψυχή μας ξαναήρθε τότε στη θέση της. Όταν πρόβαλαν απʼ τα κλαδιά, τα γένεια και έπειτα τα τουφέκια και η φουστανέλλα, τα είχαμε χάσει!...
- Ελληνικά σας μίλησαν;
- Ελληνικά, Ελληνικά. Να σου τα πει καλλίτερα η Χρήσταινα, που ξέρει περισσότερα Ελληνικά από μένα.
Και γυρίζοντας στην άλλη της είπε:
- Μίλα μωρή και συ. Γιατί έχεις ραμμένο το στόμα σου;
- Ελληνικά φαρσί, μας μίλησαν, παππούλη, πήρε τότε το λόγο η Χρήσταινα. Δεν τα ξέρω και εγώ πάρα πολύ καλά. Μα συνεννοηθήκαμε.
- Τα ξέρεις, τα ξέρεις... Το ξέρω εγώ.
- Μας ρώτησαν: Γραικοί, Ελληνίδες είστε; Εμείς γελάσαμε.
- Το καταλάβαμε, είπε ένας ψηλός και ωραίος άντρας με βελουδένιο σκούφο και σκούρα ρούχα, που παρουσιάσθηκε τελευταίος. Είναι καθώς φαίνεται ο αρχηγός. Γιατί σας έφυγε δια μιας ο φόβος, άμα είδατε πως είμαστε Έλληνες.
- Α! Είναι έξυπνοι αυτοί. Τετραπέρατοι, παρατήρησε η Μήτσαινα.
- Δεν είναι χοντροκέφαλοι και βουβάλια, όπως οι κομιτατζήδες, επρόσθεσε και ο παπάς.
- Εγώ είπα του αρχηγού, εξακολούθησε η Χρήσταινα. Εμείς καπετάνιε είμαστε από το Ήπειρος. Από το Ήπειρος ήρθαν οι πάπποι και οι προπάπποι μας.
Πολλές πραγματικά οικογένειες του Πολυποτάμου κατάγονται απʼ τα Ζαγόρια της Ηπείρου.
- Ο καπετάνιος, συνέχισε η Χρήσταινα, έβγαλε ένα τεφτεράκι και μας ρώτησε από ποιες οικογένειες είμαστε.
- Αλήθεια, είπατε, μας είπε. Είσθε από ελληνικά σπίτια. Το λέει και το τεφτεράκι.
- Μας είχα γραμμένες!
- Ναι! Ναι! Μας είχαν γραμμένες και όλα τα ελληνικά σπίτια του χωρίου γραμμένα! είπε με πολύ θαυμασμό και η Μήτσαινα. Ακούς εκεί! Να τάχουν όλα περασμένα σʼ ένα τεφτεράκι!
- Έτσι είναι, επιβεβαίωσε ο παπάς. Δεν παν στα κουτουρού. Τα έχουν όλα σημειωμένα. Δεν είναι χοντροκέφαλοι και βούβαλοι, όπως οι κομιτατζήδες.
- Τότε ο καπετάνιος, συνέχισε η Χρήσταινα, έβγαλε και μας έδωσε το γράμμα. Να το δώσετε, μας είπε, στα χέρια του Παπαγιάννη. Και σε κανέναν άλλο, ακούτε; Και δε θα βγάλετε μιλιά απʼ το στόμα σας. Να είσθε βουβές με όλους τους άλλους. Το καταλάβατε;
- Να το έχετε βουλωμένο το στόμα σας, επρόσθεσε η Μήτσαινα. Έτσι είπαν. Μα το Χριστό. Να μη χαρώ τα παιδιά μου. Μονάχα στον παπά, θα δώσετε το γράμμα και θα τα πείτε. Εσένα σʼ έχουν παππούλη μου πρώτο. Έτσι να μη χαρώ.
- Καλά καπετάνιε, του είπα, συνέχισε η Χρήσταινα. Ξέρομε.
- Ξέρομε, ξέρομε, διέκοψε η Μήτσαινα, που τα είπε Ελληνικά για να δείξει ότι πήρε κι αυτή μέρος στη συζήτηση. Εγώ τέτοια πράγματα ξέρω πολλά...
- Και δεν είπατε σε κανέναν τίποτε; Ούτε στον άνδρα σου Χρήσταινα, ούτε στον υιό σου Μήτσαινα; ρώτησε ο παπάς.
- Σε κανένα τίποτα, αποκρίθηκαν οι γυναίκες. Σε σένα μονάχα παππούλη ανοίξαμε το στόμα μας.
- Μπράβο σας. Πολύ καλά. Να έχετε την ευχή μου.
Οι δύο γυναίκες φίλησαν το χέρι του και έφυγαν αφού ξανακοίταξαν πάλι γύρω τους.
Ο παπάς πέταξε τότε απʼ τον ενθουσιασμό του το μαύρο σκούφο του καταγής. Πολύν καιρό τώρα ήθελε να πετάξει και τα ράσα και να βγει αντάρτης στο κλαρί. Μα οι «αρμόδιοι» απʼ τη Φλώρινα δεν τον άφηναν. Είσαι χρησιμότερος, τού ʼλεγαν, στο χωριό. Και καθόταν σα λιοντάρι κλεισμένο στο κλουβί.
Δράση πολλή δεν μπορούσε νάχει στο χωριό. Ήταν «ανακατεμένο» και είχε πάντοτε μεγάλη στρατιωτική φρουρά. Συχνά πυκνά μόνο βρισκόταν κανένας ιδικός μας σκοτωμένος από τους κομιτατζήδες. Ο Παπαγιάννης είχε βαρεθεί να θάβει θύματα και Εθνομάρτυρες. Καιρός ήταν και οι Βούλγαροι να κλάψουν ιδικούς τους νεκρούς.
Ήταν και άτυχο το χωριό. Απʼ εκεί ξεκίνησε, κυνηγημένος από τον Τουρκικό στρατό, ο Παύλος Μελάς, για τη Σιάτιστα όπου βρήκε το θάνατο. Εκεί έπεσε από τούρκικες σφαίρες ο πρώτος νεκρός αντάρτης, ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, φαρμακοποιός στο Μοναστήρι.
Κάθησε και ξαναδιάβασε ο παπάς με προσοχή το γράμμα. Έγραφε:
Αιδεσιμώτατε Παπαϊωάννη.
Είμεθα το καινούργιο σώμα στο Βίτσι. Έφθασα προ ολίγων ημερών με 40 άνδρες. Με την Μπελκαμένη ατύχως δεν μπορέσαμεν να έλθωμεν εις επαφήν επειδή είναι πολύς στρατός. Πήραμε τροφή απʼ τους Σαρακατσαναίουθς. Χρειαζόμεθα οδηγούς και αγγελιοφόρους. Σας προσκαλώ λοιπόν να έλθετε με την επιτροπή να καταστρώσωμεν τα σχέδια της δράσεως και ενεργείας μας. Αι δύο γυναίκες θα σας είπουν που ακριβώς ευρισκόμεθα.
Βίτσι 28 Αυγούστου 1907
Ο Αρχηγός
Γεώργιος Τρομάρας
Υστερ. Φέρετε μας, αν σας είναι εύκολον, δια λογαριασμόν μου καπνό και τσιγάρα, λουκούμια, κονιάκ και όσα τρόφιμα μπορείτε.
Το γράμμα είχε και μια μεγάλη σφραγίδα με το κεφάλι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο μέσο και ολόγυρα την επιγραφή:
«ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΚΟΜΙΤΑΤΟΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ»
Ο Παπαγιάννης πήρε γρήγορα την απόφαση του. Θα πήγαινε στο βουνό και θα έλεγε του καπετάνιου: Αρχηγέ γίνομαι εγώ για λίγο καιρό οδηγός και αγγελιοφόρος σου. Θα μείνω μαζί σου. Ο καινούργιος αρχηγός δεν θα είχε οδηγίες και θα τον κρατούσε με πολλήν ευχαρίστηση. Ίσως και θα τον αγκάλιαζε. Θα φρόντιζε επίσης γρήγορα να εκτεθεί ώστε να μη μπορεί πια να γυρίσει στο χωριό. Έτσι θα πραγματοποιούσε το όνειρό του. Θα κρατούσε τουφέκι και σπαθί και θα ξεκαθάριζε μερικούς παλιούς και καινούργιους λογαριασμούς...
Επρόσταξε την παπαδιά να γεμίσει ένα ταγάρι με λειτουργιές, τυρί, δύο μπουκάλια ρακή, καπνό, λουκούμια και έστειλε την μητέρα του να ειπέι νάρθουν αμέσως στο σπίτι του ο Μηχάλης Παπασπύρου, ο Χρήστος Φιλίππου και ο Φίλιππος Μιχαλίτσης. Τους διάβασε μόλις ήρθαν με ενθουσιασμό το γράμμα.
- Είναι σαράντα άνδρες, είπε. Δεν είναι παίξε γέλασε. Θα κοιτάξουμε να γίνει σωστή δουλειά. Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα μερικά αγκάθια του χωριού μας. Λοιπόν τι λέτε; Η παπαδιά ετοίμασε κιόλας ένα ταγάρι με λειτουργιές, ρακή, καπνό.
Ο Μιχαλίτσης έφερε αντίρρηση.
- Να ξεκινήσουμε, είπε, ουδετώρα; Θα ήταν τρέλα, παππούλη.
- Και τι λες να κάνουμε, Φίλιππε;
- Να στείλουμε πρώτα ένα δικό μ,ας να τους ιδεί, να μιλήσει μαζί τους και να ιδεί με τι ανθρώπους έχομε να κάμουμε, έπειτα να πάμε στα σίγουρα. Να μη πάμε σαν πρόβατα στο στόμα του λύκου. Ξεχνάς το πάθημα του παπά απʼ το Πισοδέρι; Τους κάλεσαν και αυτούς με ψεύτικο γράμμα στο δάσος και τους κομμάτιασαν.
- Μα το γράμμα τόφεραν δικές μας γυναίκες. Τους είδαν, μίλησαν μαζί τους.
- Γυναίκες είναι.
- Ουφ, καημένε Φίλιππα, γεμάτος φόβο και υποψίες είσαι. Να πάει να τους δει ένας... Να πάει έπειτα άλλος. Και να χάνεται άδικα ο καιρός! Δουλειά πολλή έχομε. Καταλαβαίνεις; Εγώ μια φορά θα πάω. Όποιος θέλει ας έρθει. Θέλει όμως ο αρχηγός όλη την επιτροπή πάνω.
Έμειναν στο τέλος όλοι σύμφωνοι. Ξεκίνησαν ο καθένας από το σπίτι του χωριστά και συναντήθηκαν σʼ ορισμένο σημείο στο βουνό. Τράβηξαν έπειτα όλοι μαζί για τη Μεγάλη Παντίνα. Καθένας κρατούσε κι ένα μεγάλο τορβά γεμάτο.
Νύχτωσε, πέρασαν τα μεσάνυχτα, σίμωνε η αυγή και οι τέσσαρες καλεσμένοι της Μεγάλης Παντίνας δεν ξαναφάνηκαν! Οι σπιτικοί τους αγρυπνούσαν και αγωνιούσαν. Σκέφθηκαν κάποια στιγμή να ειδοποιήσουν τη στρατιωτική φρουρά. Μα τι θάλεγαν του Τούρκου αξιωματικού, αν τους ρωτούσε τι γύρευαν οι νοικοκυραίου αυτοί τόσο ψηλά στο βουνό; Καν αν το είχαν στρώσει στο γλέντι με τους αντάρτες;
Την αυγή πολλοί συγγενείς πήραν τα μουλάρια και ένα τσεκούρι, μαζί μʼ ένα τορβά τρόφιμα και τράβηξαν για τη Μεγάλη Παντίνα.
Τοους βρήκαν εκεί κομματιασμένους!
Ο παπάς πρόλαβε να κτυπήσει ένα με το πιστόλι του.
Είχε κομμένα τʼ αυτιά και τη μύτη!
Οι «χοντροκέφαλοι» κατάφεραν να τους παίξουν πολύ άσχημο παιχνίδι.
(«Πενήντα θρεφτάρια»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου