Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Ἑρμηνεία στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ''

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ

Τίτ. 3, 8-15

 

Ἡ γλῶσσα τῶν αἱρετικῶν

«Μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας

καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο˙

εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι»

(Τίτ. 3, 9)

 

Η ΓΛΩΣΣΑ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ γλῶσσα εἶνε ἕνα ἐξαιρετικὸ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου. Λέγοντας δὲ γλῶσσα ἐννοοῦμε τὴν ἱκανότητα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράζη τὶς σκέψεις του καὶ τὰ συναισθήματά του. Γιατὶ γλῶσσα ἔχουν καὶ τὰ ζῶα. Γλῶσσα ἔχει καὶ ὁ πίθηκος, ἀπʼ τὸν ὁποῖο μερικοὶ ἀνόητοι λένε ὅτι κατάγεται ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλʼ ἐνῶ οἱ πίθηκοι καὶ τὰ ἄλλα ζῶα ἔχουν γλῶσσα, ἐν τούτοις δὲν μιλᾶνε. Δὲν μιλᾶνε, γιατὶ δὲν ἔχουν σκέψεις καὶ ἰδέες. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως μιλάει, γιατὶ ἔχει νοῦ ποὺ σκέπτεται, ἡ δὲ γλῶσσα του εἶνε τὸ ὄργανο ποὺ ἐξωτερικεύει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Χωρὶς τὸ ὄργανο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ δυσκολευόταν νὰ πῆ στὸν ἄλλο τί σκέπτεται καὶ τί θέλει. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὴν περίπτωσι τῶν κωφαλάλων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μὲ διάφορες κινήσεις τῶν χεριῶν τους.

Ἡ γλῶσσα στὸν ἄνθρωπο εἶνε ὄργανο τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ καλὸ ἤ τὸ κακό. Μὲ τὴ γλῶσσα μπορεῖ νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος μύρια καλά. Μὲ τὴ γλῶσσα ἡ μάνα μαθαίνει στὸ παιδή της τὶς πρῶτες λέξεις, τὸ συνηθίζη νὰ κάνη τὴν προσευχούλα του μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ γλῶσσα ἡ καλὴ γιαγιὰ διηγεῖται στὰ ἐγγόνια της ὄμορφες ἱστορίες, ποὺ δὲν τὶς ξεχνᾶνε. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ δάσκαλος μεταδίδει στοὺς μαθητὰς τὶς γνώσεις ἐκεῖνες ποὺ εἶνε ἀπαραίτητες γιὰ τὴ ζωή. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ καθηγητὴς στὸ πανεπιστήμιο ἐξηγεῖ καὶ ἀναπτύσσει τὰ ἐπιστημονικὰ θέματα. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ γιατρὸς συνεννοεῖται μὲ τὸν ἄρρωστο, τὸν παρηγορεῖ καὶ τὸν ἐνισχύει. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ δικηγόρος στὸ δικαστήριο ὑπερασπίζει τὸν ἀθῶο πελάτη. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ εἰσαγγελεὺς ἐλέγχει καὶ καυτηριάζει τὰ ἐγκλήματα καὶ ζητεῖ τὴν τιμωρία τῶν ἐνόχων. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ γενναῖος ἀξιωματικὸς προτρέπει τοὺς στρατιῶτες στοὺς ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος ἱεροὺς ἀγῶνες. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ ἱερεὺς εὐλογεῖ, ἐπικαλεῖται τὴ χάρι τοῦ παναγίου Πνεύματος καὶ τελεῖ τὰ μυστήρια. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ ἱεροκήρυκας προτρέπει τὸ λαὸ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Μὲ τὴ γλῶσσα...

Ὤ, πόσα καλὰ στὸν κόσμο δὲν γίνονται μὲ τὴ γλῶσσα! Ἀλλὰ καὶ πόσα κακὰ δὲν γίνονται στὸν κόσμο μὲ τὴ γλῶσσα. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα φλυαρεῖ. Μὲ τὴ γλῶσσα αἰσχρολογεῖ. Μὲ τὴ γλῶσσα κακολογεῖ, βρίζει τὸν ἄλλο ἄνθρωπο καὶ προκαλεῖ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα. Μὲ τὴ γλῶσσα προσβάλλει τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τοῦ ἄλλου, συκοφαντεῖ καὶ διαβάλλει ἀθῶα πρόσωπα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ ποτίζει μὲ φαρμάκι καρδιὲς καὶ δηλητηριάζει τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ γλῶσσα λέει μύρια ψέμματα. Ἐκεῖ στὴν ἀγορὰ ἀκούγονται τὰ πιὸ πολλὰ ψέμματα.  Σπάνιο πρᾶγμα ὁ ἄνθρωπος νὰ λέει τὴν ἀλήθεια. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ ἀνήθικος παρακινεῖ τοὺς νέους καὶ τὶς νέες στὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα τῆς σαρκός. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ αἱρετικὸς διαδίδει τὸ μίασμα τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ ἄθεος διδάσκει τὴν ἀθεΐα. Μὲ τὴ γλῶσσα ὁ ἄνθρωπος βλαστημάει τὸ Χριστό, τὸν βασιλέα τοῦ παντός.

* * *

 

Ὤ, πόσα κακὰ στὸν κόσμο δὲν κάνει ἡ γλῶσσα! Πόσα ἐγκλήματα καὶ φόνους δὲν προκαλεῖ! Μιὰ λέξι εἶνε σὰν ἕνα σπίρτο, ποὺ τὸ ἀνάβεις καὶ τὸ πετᾶς σʼ ἕνα δάσος, κι ἀπὸ ʼκεῖνο τὸ ἀναμμένο σπίρτο ἀνάβει φωτιὰ καὶ καίγεται ὅλο τὸ δάσος. Ἀπὸ ἕνα σπίρτο! Ἔτσι καὶ ἀπὸ μιὰ λέξι μεγάλο κακὸ μπορεῖ νὰ γίνη.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ξέρει καλὰ τί φοβερὰ ἀποτελέσματα μπορεῖ νὰ φέρη ἡ γλῶσσα τῶν κακῶν καὶ διεστραμμένων ἀνθρώπων, ἡ γλῶσσα τῶν ἀπίστων, ἀθέων καὶ αἱρετικῶν ἀνθρώπων. Ὁ Παῦλος ἔχει ὁ ἴδιος πεῖρα τοῦ κακοῦ, γιατὶ ὅπου πήγαινε καὶ μὲ τὴν οὐράνια γλῶσσα του φώτιζε ἀνθρώπους, ἐκεῖ πήγαινε κι ὁ σατανᾶς καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων ἀνθρώπων προσπαθοῦσε νὰ καταστρέψη καὶ νὰ διαλύση ὅ,τι μὲ τόσους κόπους πετύχαινε ὁ Παῦλος. Καὶ δυστυχῶς ὑπῆρχαν παντοῦ ἄνθρωποι, ποὺ ἔδιναν πιὸ μεγάλη προσοχὴ σὲ ὅ,τι ἔλεγαν τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου ἀπʼ ὅτι ἔδιναν στὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου. Τί περίεργο πρᾶγμα, νʼ ἀκοῦνε τοὺς αἱρετικούς, καὶ ὄχι τὸν Παῦλο! Τὰ λόγια τῶν αἱρετικῶν ἦταν λόγια ψεύτικα, ἦταν παραμύθια, σὰν τὰ παραμύθια ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες γιὰ τοὺς ψεύτικους θεούς τους. Καὶ ὅπως ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὴ μυθολογία, ἔτσι ὑπῆρχε καὶ ἰουδαϊκὴ μυθολογία, ποὺ ἔπλαθαν μὲ τὴ φαντασία τους οἱ αἱρετικοὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Αὐτοὶ οἱ αἱρετικοὶ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα τὰ ἔκαναν μεγάλα καὶ σπουδαῖα, καὶ ἀντιθέτωε μεγάλα καὶ σπουδαῖα τὰ ἔκαναν μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Ἔκαναν κάτι πιὸ χειρότερο˙ τὸ σκοτάδι τὸ ἔλεγαν φῶς, καὶ τὸ φῶς σκοτάδι. Μισοῦσαν τὸ φῶς, μισοῦσαν τὸ Χριστό, καὶ ἔκαναν τὸ πᾶν νὰ σβήσουν τὸ φῶς, νὰ διαλύσουν τὴν Ἐκκλησία.

Αἱρετικοὶ εἶχαν πάει καὶ στὴν Κρήτη. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στὸ μαθητή του Τίτο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Κρήτης, τὸν συμβουλεύει νὰ προσέχη καὶ νὰ μὴ χάνη τὸν πολύτιμο καιρό του ἀνοίγοντας συζητήσεις μαζί τους. Ἀφοῦ τοὺς συμβουλέψεις, λέει, μιὰ καὶ δυὸ φορὲς καὶ δῆς ὅτι δὲν ἀλλάζουν γνώμη, ἄφησέ τους. Εἶνε ἄνθρωποι διεστραμμένοι, ποὺ ὅσα καὶ νὰ τοὺς πῆς δὲν πρόκειται νʼ ἀλλάξουν (Τίτ. 3, 10).

* * *

Τέτοιοι αἱρετικοὶ εἶνε καὶ σήμερα οἱ χιλιασταί, ποὺ μόνοι τους ὠνόμασαν τὸν ἑαυτό τους «μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Οἱ χιλιασταὶ ἔχουν ξαπλώσει παντοῦ. Πηγαίνουν σὲ πόλεις ἀλλὰ καὶ σὲ χωριά. Ἡ γλῶσσα τους εἶνε ὅπως ἡ γλῶσσα τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Λένε πολλὰ παραμύθια. Τὸ δὲ μεγάλο τους παραμύθι εἶνε, ὅτι ὅλα τὰ κράτη μιὰ μέρα θὰ καταστραφοῦν, καὶ μόνο ἕνα κράτος θὰ κυριαρχήση στὸν κόσμο, ἡ Ἑβραϊκὴ αὐτοκρατορία. Πρωτεύουσα θὰ ἔχη τὰ Ἱεροσόλυμα. Πρωθυπουργὸς θὰ εἶνε ὁ Ἀβραάμ. Ὑπουργοὶ οἱ προφήται καὶ οἱ πατριάρχαι. Αὐτοὶ θʼ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ κυβερνήσουν χίλια χρόνια τὸν κόσμο. Χίλια χρόνια οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦν εὐτυχισμένα σʼ ἕναν ἑβραϊκὸ παράδεισο, ποὺ θὰ εἶνε γεμᾶτος ἀπʼ ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου... Γύρω ἀπʼ τὸ παραμύθι αὐτὸ λένε κι ἄλλα παραμύθια, καὶ προσπαθοῦν νὰ τὰ στηρίξουν πάνω σὲ χωρία τῆς Γραφῆς, ποὺ ὅλα τὰ παρερμηνεύουν καὶ τὰ διαστρεβλώνουν. Οἱ ὁπαδοί τους πηγαίνουν ἀπὸ ἐργοστάσιο σὲ ''εργοστάσιο, ἀπὸ γραφεῖο σὲ γραφεῖο, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κι ὅπου βρίσκουν κανέναν ἀφελῆ ἄνθρωπο ἀρχίζουν νὰ τοῦ κάνουν τὴ σατανική τους κατήχησι. Ἡ γλῶσσα τῶν χιλιαστῶν λὲς καὶ στάζει μέλι. Γλυκὰ εἶνε τὰ λόγια τους, ἀλλὰ μέσα στὰ λόγια αὐτὰ ἔχουν κρυμμένο τὸ φαρμάκι, τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀσέβεια. Ὅποιος τοὺς ἀκούει καὶ δὲν εἶνε σὲ θέσι νὰ ξεχωρίση τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα, αὐτὸς πιάνεται στὰ δίχτυα τῶν χιλιαστῶν καὶ ἀπὸ ʼκεῖ πιὰ εἶνε δύσκολο νὰ ξεφύγη.

* * *

Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα˙ Ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς, τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἀθέους ποιά στάσι πρέπει νὰ παίρνουν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί;

Νὰ μὴν ἀνοίγουν συζητήσεις μαζί τους, ὅπως μᾶς συμβουλεύει σήμερα ὁ Ἀπόστολος. Νὰ τοὺς διώχνουν ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Νὰ εἰδοποιοῦν τὴ μητρόπολι ὅτι ἐμφανίστηκε λύκος στὸ μαντρί, γιὰ νὰ λάβη ὁ ἐπίσκοπος τὰ πνευματικὰ ἐκεῖνα μέτρα, ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ λάβη γιὰ νὰ προφυλάξη τὸ ποίμνιό του. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ θὰ κάνη εἶνε, νὰ στείλη θεολόγο στὸ χωριό. Καὶ ὁ θεολόγος που θὰ πάη θὰ καλέση τὸ χιλιαστή, θʼ ἀνοίξη δημοσία συζήτησι μαζί του, καὶ θʼ ἀποδείξη, ὅτι ψέμα, ἀπάτη, διαστροφὴ καὶ ἐκμετάλλευσι εἶνε ὁ χιλιασμός. Ἡ γλῶσσα τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ νικήση τὴ γλῶσσα τῶν αἱρετικῶν.

Ἀλλὰ σύ, ὦ χριστιανέ, φεῦγε μακριὰ ἀπʼ αὐτούς, φεῦγε ὅπως φεύγεις ἀπʼ τὰ φαρμακερὰ φίδια. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάση φίδι, παρὰ νὰ σὲ δαγκάση γλῶσσα χιλιαστοῦ.

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 97-103 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου