ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪ́ΤΟΥ
Γιατί ἀπελπίζεσαι;
Ὑπάρχει ἄλλη ζωή;
3. Ὑπάρχει ἄλλη ζωή;
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ὅλο ἀπορίες. Ἀπορίες τὰ παιδιά, ἀπορίες οἱ νέοι, ἀπορίες οἱ
ἄνδρες, ἀπορίες οἱ γέροντες. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ γυναῖκες, χίλιες δυὸ ἀπορίες ὅλος ὁ
κόσμος.
Ἀλλὰ
ἄν ὑπάρχει μιὰ ἀπορία ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλες βασανίζει τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ
ἐξῆς: Ὑπάρχει ἄλλη ζωή; Καὶ ἡ ἀπορία αὐτὴ γίνεται πιὸ βασανιστική, ὅσο
πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου.
Ὑπάρχει,
λοιπόν, ἄλλη ζωή; Παρούσα ζωή ὑπάρχει, γιατὶ τὴ ζοῦμε. Ἀλλὰ μέλλουσα; Ποιός θὰ
μᾶς τὸ πεῖ; Ποιός θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει; Ὅλοι ζητοῦν, ἔστω ἕναν, ποὺ νὰ πῆγε στὴν
ἄλλη ζωὴ καὶ νὰ γύρισε.
Ἀλλὰ ἕνας τέτοιος μάρτυρας ὑπάρχει. Καὶ εἶναι μάρτυρας ἀψευδής. Εἶναι μάρτυρας ποὺ δὲν εἶπε ποτὲ ψέμματα. Εἶναι ἕνας ποὺ διακήρυξε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια». Καὶ αὐτὸς ὁ ἕνας, ποὺ ἦταν στὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, «ὁ ὤν ἐν τῶ Οὐρανῶ... καὶ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς μᾶς λέγει ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Μᾶς τὸ λέγει μὲ τὴ διδασκαλία του.
Πάντοτε,
ὁ Ἰησοῦς, ἔκανε λόγο γιʼ αύτήν, τὴν ἄλλη ζωή. Σὲ κάθε του ὁμιλία ἀναφερόταν καὶ
σʼ αὐτὴ τὴ ζωή, στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στὸν Οὐρανό, στὸ
σπίτι τοῦ Πατέρα του, στὸ Παράδεισο. Μὲ θέμα αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶπε κάποτε τὴν
παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Παραστατικὴ παραβολή. Τὸ πρῶτο
μέρος τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται στὴν παρούσα ζωή. Τὸ δεύτερο στὴν ἄλλη ζωή. Ἐδῶ
σʼ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὁ πλούσιος ζοῦσε πολὺ ἀπαίσια. Σκληρός, ἀδιάφορος πρὸς ὅλους.
Ὑπῆρξε φάγος, οἰνοπότης, γλεντζὲς καὶ ἠδονολάτρης. Ντυμένος ἀρχοντικά, καρφὶ
δὲν τοῦ καιγόταν γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιὰ ψυχὴ οὔτε σκέψη. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ
θάνατο.
Ὁ Λάζαρος
ἦταν ἥρωας. Μεγάλη ψυχή, καὶ μὲ ὑπομονὴ ἄφθαστη. Φτωχός, πληγωμένος, χωρὶς
σπίτι, χωρὶς τίποτε, μόνος, κι ὅμως δὲν ἔβγαλε οὔτε ἕνα γογγυσμὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Τοῦ ἔφθαναν τὰ ψίχια τοῦ πλουσίου, νὰ χορταίνει τὴν πείνα του καὶ ἀνεχόταν τὰ
σκυλιὰ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του. Ὅμως ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι σύντομη. Καὶ ἦρθε ὁ
θάνατος. Τότε ἄλλαξαν ὅλα. Ὁ πλούσιος βρέθηκε στὴν ὀδύνη τῆς κολάσεως καὶ ὁ
Λάζαρος στὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως λέγει ἡ
παραβολή.
Μάρτυρας
ὁ Κύριοε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Ἀλλὰ μάρτυρας, τὸ ἴδιο ἀψευδής, καὶ ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον». Ἐκεῖ «ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἀξιώθηκε νὰ βρεθεῖ στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ μᾶς
περιγράψει ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε, ὅπως ἡμεῖς τὸ θέλουμε. Μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς
αἰωνιότητας .εμεινε ἄναυδος.μ ὡστόσο ὅμως ἔχοντας προσωπικὴ ἀντίληψη τῆς
ὡραιότητας τῆς ἄλλης ζωῆς βροντοφωνεῖ: «Οὐκ
ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Καὶ
ἀλλοῦ: «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Τὸ θάνατο τὸν θεωροῦσε κέρδος καὶ πάντοτε εἶχε τὴν ἐπιθυμία «τοῦ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῶ εἶναι».
Μάρτυρας
τῆς ἄλλης ζωῆς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ ὁποῖος στὸ ὅραμά του, στὴν σύντομη
ἐπίσκεψή του στὸν Οὐρανό, στὴν Ἁγία Πόλη, στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, «εἶδεν αὐτόν... ἤκουσε φωνήν» καὶ πῆρε τὴν
παραγγελία: «Γράψον οὖν ἅ εἶδες, καὶ ἅ εἰσι»
(Ἀποκ. 1, 19). Ἀλλὰ τί εἶδε; Εἶδε στὴν πόλη τὴν Ἁγία δρόμους
στρωμένους μὲ χρυσάφι, εἶδε πόρτες ἀπὸ μαργαριτάρια καὶ εἶδε κρυστάλλινα
ποτάμια. Σύμβολα βέβαια αὐτά. Πίσω ὅμως ἀπὸ τὰ σύμβολα αὐτὰ λαμποκοπᾶ μιὰ ζωὴ
ἀνέκφραστης χαρᾶς, ὀμορφιᾶς καὶ τελειότητας.
Ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Ἕνας παρουσιάζει,
ὑποθετικά, δυύο ἔμβρυα, νὰ διερωτῶνται, ἄν ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, ἄλλος κόσμος,
ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦν, στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας τους. Τὸ ἕνα λέει
ὅτι ὑπάρχει. Τὸ ἄλλο ἰσχυρίζεται τὸ ἀντίθετο. Ὄχι, δὲν ὑπάρχει. Ὅταν ὅμως
τελείωσε ἡ ζωή τους μέσα στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας τους καὶ γεννήθηκαν στὴ γῆ,
τότε πίστεψε καὶ τὸ ἄλλο στὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλης ζωῆς. Εἶδαν τότε, καὶ τὰ δύο,
τὸν ἥλιο, ἄκουσαν τὰ ἀηδόνια, ἀντίκρυσαν τὶς φυσικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἔμειναν
κατάπληκτα.
Ἔτσι,
λοιπόν, ὅπως γιὰ τὰ ἔμβρυα ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, ἔξω ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς
μητέρας, τὸ ἴδιο καὶ γιὰ μᾶς, ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Οὐρανοῦ, στὴν
ὁποία θὰ γεννηθοῦμε μὲ τὸ θάνατό μας. Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὀνόμαζαν τὴν ἡμέρα
τοῦ θανάτου γεννέθλια ἡμέρα. Εἶχε δίκιο ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι «γεννιόμαστε γιὰ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ καὶ πεθαίνουμε γιὰ νὰ
ζήσουμε».
Ἐπαναλαμβάνουμε.
Ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Τίποτε πιὸ βέβαιο ἀπὸ αὐτό. Ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ εἶναι
ψέμμα, ἀλλὰ ἡ ἄλλη ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Ἕνας διάσημος ἀστρολόγος καὶ μαθηματικός,
στὸν ἐπικήδειο λόγο του πρὸς τὸ συνάδελφό του, τὸν κατευόδωσε μὲ τὰ ἐξῆς λόγια˙
«Δὲν σοῦ ἀπευθύνω τὸν τελευταῖο χαιρετισμό, ἀλλὰ
καλὴ συνάντηση στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή, ὅπου ὁ Θεὸς ὑπόσχεται ἀθάνατη εἰρήνη
σʼ ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ ἀγαθοῦ».
Καὶ
μιὰ ἱστορία ἀληθινή. Μία κόρη, ἡλικίας 17 ἐτῶν, μόνη θυγατέρα μιᾶς χήρας
μητέρας, ἀρρώστησε ἀπὸ λευχαιμία. Οἱ ἰατροὶ προσπάθησαν νὰ σώσουν τὴν νεαρὰ
Εὐγενία, διότι ἤξεραν ὅτι ἕνας ἐνδεχόμενος θάνατος τῆς νέας θὰ συνέτριβε τὴ
δυστυχισμένη μητέρα, ποὺ ὅλη της ἡ ἀγάπη καὶ ἡ στοργὴ εἶχε συγκεντρωθεῖ στὴν
Εὐγενία, μιὰ κοπέλλα μὲ ὀμορφιὰ γοητευτική, ἀλλὰ πρό παντὸς μὲ ἀρετὴ καὶ σεμνότητα. Ὅμως, παρα
τὶς προσπάθειές τους, δὲν ἐπέτυχαν νὰ τὴ σώσουν. Ἕνα ἀπόγευμα ἡ ἄρρωστη ἐπέταξε
σʼ ἄλλους κόσμους, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Οἱ τελευταῖες λέξεις τῆς Εὐγενίας
ἦταν: «Μαννούλα μου, θὰ σὲ περιμένω στὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Μή κλαῖς! Καλὴ ἀντάμωσι!...».
Ὅλη
ἡ πόλις ἐθρήνησε τὸ θάνατο τῆς νεαρᾶς κοπέλλας, ποὺ τὴν ἐκαμάρωναν, γιὰ τὴν
καλωσύνη της. Ἦλθε ἡ ὥρα τῆς κηδείας. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε γεμίσει ἀπὸ κόσμο. Οἱ
κοπέλλες μὲ λυγμοὺς παρακολουθοῦσαν τὴ νεκρικὴ πομπή. Λόγοι συγκηνιτικοὶ
ἐξεφωνήθησαν. Στεφάνια ἀτέλειωτα κατετέθησαν.
Μετὰ
τὴν ἀκολουθία ἡ πομπὴ κατευθύνθη πρὸς τὸ νεκροταφεῖο. Ἔφθασαν μπροστὰ στὸν
τάφο. Ἄρχισε ὁ ἱερεὺς τὸ Τρισάγιον. Ἐπλησίασε ἡ ὥρα τῆς ταφῆς. Τότε ἡ μητέρα μὲ
μιὰ ἐκπληκτικὴ ἠρεμία ἐπλησίασε πρὸς τὸ φέρετρο.
Παιδί
μου, εἶπε, σὲ ἀποχωρίζομαι μὲ ἀπέραντο πόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ βαθειὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ
σὲ ξαναδῶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενέ με! Ἀποθέτω στὸ παρθενικό σου σῶμα
τὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ πάντα διάβαζες καὶ ἀγαποῦσες. Καὶ ἕνα σταυρό, ποὺ εἶχα
ἀπὸ τὴν μητέρα μου καὶ περίμενα τὴν ἡμέρα τῶν γάμων σου, νὰ σοὺ τὸν κρεμάσω
στὸν λαιμό σου. Εἶναι δικά σου. Σοῦ τὰ προσφέρω τώρα. Ἦταν ὁ σταυρὸς ἡ ἐλπίδα
σου, ὅταν ζοῦσες. Τώρα θὰ εἶναι τὸ στολίδι στὴν αἰωνιότητα. Καὶ μὲ μιὰ κίνηση
γεμάτη ἀγάπη καὶ στοργὴ ἔσκυψε ἡ μητέρα καὶ ἀπέθεσε στὸ στῆθος τῆς νεκρῆς τὴν
Κ. Διαθήκη καὶ τὸν σταυρό. Ἔπειτα ἐφίλησε τὴν κόρη της καὶ ἐστάθηκε μὲ
δακρυσμένα μάτια, κοιτάζοντάς την... Ὁ κόσμος ἔκλαιε. Ἔγινε ἡ ταφή. Ἐκείνη τὴν
ἡμέρα ὅλη ἡ πόλις μιλοῦσε γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς γυναίκας αὐτῆς.
Ὑπάρχει
καὶ ἄλλη ζωή, «ὅπου ὅλα εἶναι ὄμορφα, ὅλος ὁ
κόσμος εἶναι καλός, ὅπου εἶναι Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι..., Σεραφεὶμ καὶ ὅλες οἱ
καλὲς ψυχὲς τῆς γῆς». Σʼ αὐτὴ τὴ ζωή, τὴν καλὴ καὶ ὡραία, στὴν
Οὐράνια Βασιλεία, εὔχομαι νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μιὰ ἡμέρα, ὅταν θὰ ἀφήσουμε γιὰ
πάντα αὐτὴ τὴ γῆ. Ἀμήν.
«Δεῦτε πρός με πάντες
οἱ κοπιῶντες
καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»
(Ματθ. 11, 28)
Ἀπὸ
τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου ''ΠΑΡΗΓΟΡΕΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ'', σελ. 11-16 (ἑκδόσεις ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ'', Θεσσαλονίκη, 2016).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου