13. Η ΑΝΑΛΗΨΗ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
6. «Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς
καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός»
Τὸ ἱστορικὸ
τῆς Ἀναλήψεως
Σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή του ὁ Χριστὸς πῆρε τοὺς μαθητές
του στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀφοῦ τοὺς εἶπε τὰ τελευταῖα του λόγια, ὕψωσε τὰ χέρια
του καὶ τοὺς εὐλόγησε (Λουκ. 24,50). «Καὶ
ἐνῶ τοὺς εὐλογοῦσε ἀποχωρίστηκε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό»
(Λουκ. 24,51). Κάποια στιγμὴ ἕνα σύννεφο τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔκρυψε γιὰ πάντα ἀπὸ
τὰ μάτια τους (Πράξ. 1,9). Καὶ ὅπως τὸν κοίταζαν ἔχοντας τὰ βλέμματά τους στὸν
οὐρανό, παρουσιάστηκαν δύο ἄγγελοι λευκοντυμένοι καὶ τοὺς εἶπαν: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, γιατί στέκεστε καὶ
βλέπετε τὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀναλήφθηκε ἀπὸ σᾶς στὸν οὐρανό, θὰ
ἔλθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως τὸν εἴδατε νὰ πηγαίνει στὸν οὐρανό» (Πράξ.
1,11).
Μὲ τὴν Ἀνάληψή του ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ ἀγγέλους καὶ
ἀρχαγγέλους καὶ «ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» Πατέρα (Μᾶρκ. 16,19). Κάθισε
στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀπολαμβάνοντας καὶ ὡς
ἄνθρωπος τὴ δόξα ποὺ εἶχε ὡς
Θεός.
Τὸ νόημα
τῆς Ἀναλήψεως
Ὅπως βλέπουμε, στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν δύο
κλίμακες (σκάλες). Ἡ μιὰ εἶναι ἡ κλίμακα τῆς
καθόδου του στὴ Γῆ καὶ ἡ ἄλλη ἡ κλίμακα τῆς ἀνόδου ἢ μᾶλλον
ἐπανόδου του στὸν Οὐρανό.
Ὑπάρχει ὅμως μιὰ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ καθόδου καὶ ἀνόδου. Ὅταν
κατέβηκε στὴ Γῆ ἦταν ἄσαρκος, μὲ «γυμνή» τὴ θεότητα· ὅταν ἀνελήφθη στοὺς
Οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὴ θεότητα εἶχε ἑνωμένη καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δηλαδή,
κατέβηκε Θεὸς καὶ ἀνέβηκε Θεάνθρωπος.
Ἡ Ἀνάληψη ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου καὶ τὸν σκοπὸ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ποὺ ἦταν νὰ πάρει τὸν πεσμένο ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάθος, ὅπου τὸν ἔρριξε ἡ ἁμαρτία, καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Τὰ δῶρα τῆς
Ἀναλήψεως
α) Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τὸ πρῶτο μεγάλο δῶρο ποὺ προσέφερε ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἦταν τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἦλθε γιὰ νὰ ἱδρύσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο
τοῦ Χριστοῦ.
β) Ἡ ἐξασφάλιση μεσίτη στοὺς
Οὐρανούς. Ἡ Ἀνάληψη μᾶς χάρισε
ἕναν αἰώνιο μεσίτη πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν Χριστό (Ἑβρ.
4,14). Ὡς Μέγας καὶ αἰώνιος Ἀρχιερέας προσεύχεται ἀκατάπαυστα στὰ ἐπουράνια
Ἅγια τῶν Ἁγίων γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
γ) Ἡ ἀνύψωση τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως. Τέλος, μὲ τὴν Ἀνάληψή του ὁ Χριστὸς ἀνύψωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ
ἦταν ἑνωμένη ἀχώριστα μὲ τὴ θεότητά του, ὅπως ἔχουμε τονίσει (βλ. Ἐφ. 1,20-21). Στὴ δόξα αὐτὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως
τοῦ Χριστοῦ συμμετέχει καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει
ὁ ἀπ. Παῦλος· «Ὁ Θεός, πλούσιος σὲ ἔλεος,
ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, ἐνῶ ἤμασταν νεκροὶ πνευματικὰ ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ζωοποίησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ… καὶ μᾶς συνανέστησε καὶ μᾶς
ἔβαλε νὰ καθίσουμε μαζί του στὰ ἐπουράνια» (Ἐφ. 2,4-6). «Διότι ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ ἔργου τῆς θείας
Οἰκονομίας ἦταν νὰ μὴ μᾶς ἀφήσει κάτω στὴ Γῆ, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν Οὐρανό»
(ἁγ. Νικοδ. Ἑορτοδρόμιον· βλ. καὶ Ἰω.
14,3· 17,24. Α΄ Θεσ. 4,17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου