ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΕΞ ΑΔΟΥ...
Τὸ Θεῖον ἀνέκαθεν ἐτιμᾶτο ἐν Ἑλλάδι. Ἀπὸ τῆς Ὁμηρικῆς ἐποχῆς. Μετὰ πόσου σεβασμοῦ ὡμίλουν περὶ τῶν θεῶν οἱ ἥρωες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου! Διὰ θυσιῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων προσεπάθουν νὰ ἐξευμενίσουν τὴν ὀργὴν καὶ νὰ κερδήσουν τὴν εὔνοιαν τῶν θεῶν. Εἰς τὰ στρατόπεδά των ὑπῆρχον ἱερεῖς διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν των. Ἡ ὑπεράσπισις τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος τῶν θεῶν ἐθεωρεῖτο καθῆκον παντὸς Ἕλληνος. Ἡ ὕβρις κατὰ τῶν θεῶν, ἡ θραύσις τῶν ἀγαλμάτων αὐτῶν καὶ ἡ βεβήλωσις τῶν ἱερῶν χώρων τῆς λατρείας ἐθεωροῦντο δημόσια καὶ μέγιστα ἐγκλήματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ κινηθῇ ὅλος ὁ λαός, πρὸς τιμωρίαν καὶ ἐξαγνισμὸν ἐκ τοῦ ἄγους. Ἐὰν τὰ ἐγκλήματα αὐτὰ ἔμενον ἀτιμώρητα, οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἐπίστευον ὅτι ἡ ὀργὴ τῶν θεῶν θὰ ἐξέσπα ἐναντίον ὅλης τῆς πόλεως. Ὡς σεβομένους τοὺς θεούς των, «δεισιδαιμονεστέρους» πάντων ἀνθρώπων, ἥτοι εὐλαβεστέρους ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὠνόμασεν ὁ Παῦλος τοὺς Ἀθηναίους.
Ψευδεῖς βεβαίως ἦσαν οἰ θεοὶ τῶν ἀρχαίων προγόνων μας. Ἐν τούτοις τὸ σέβας τους πρὸς αὐτοὺς ἦτο μέγα. Τὸ σέβας τοῦτο διαλαλοῦν μέχρι σήμερον τὰ ὑπέροχα μνημεῖα τῆς τέχνης τῶν ἀρχαίων, καὶ μάλιστα ὁ Παρθενών, τὸ ἐξοχώτερον ἐξ ὅλων τῶν μνημείων.
* * *
Ἐὰν τώρα ὑποτεθῇ, ὅτι ἕνας ἐκ τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ ἀπέθανεν ἐν τῇ λατρείᾳ τῶν ψευδῶν θεῶν, ἀνίστατο ἐκ τοῦ τάφου καὶ εἰσήρχετο εἰς τὰς συγχρόνους Ἀθήνας ἤ μίαν ἄλλην πόλιν τῆς Ἑλλάδος ἤ χωρίον, θὰ ἔμενε κατάπληκτος. Ὁποῖα μεταβολὴ ὡς πρὸς τὴν Θρησκείαν! Οὐδαμοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γῆς βωμὸς εἰδωλολατρικός. Οὐδεμία θυσία εἰδωλολατρική, οὐδαμοῦ κνῖσα. Οὐδαμοῦ ἀγάλματα χρυσᾶ, ἀργυρᾶ, μαρμάρινα καὶ ξύλινα. Οὐδαμοῦ μαντεῖα. Ποῦ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια; Ποῦ αἱ πομπαὶ τῶν παρθένων πρὸς τὸν Παρθενῶνα; Ποῦ ἡ λαλέουσα πηγὴ τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος; Πάντα ταῦτα οἴχεται. Πάντα ταῦτα ἐσάρωσεν ἡ νέα Θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου. Ὁ εἰδωλολάτρης πρόγονός μας θὰ ἐλυπεῖτο σφόδρα μὴ ἔχων ποῦ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς. Ἀπορῶν δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ναῶν τῆς νέας Θρησκείας˙ ἀπορῶν πῶς ὁ σταυρός, ὄργανον ἀτιμώσεως καὶ ἐσχάτης καταδίκης, μετεβλήθῃ εἰς ἔνδοξον λάβαρον καὶ ἀκαταμάχητον ὅπλον τῆς νέας Θρησκείας, ὑψούμενος εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ναῶν˙ ἀπορῶν διὰ τὴν ἀφάνταστον αὐτὴν μεταβολήν, θὰ ἐζήτει ἐκ περιεργείας νὰ πληροφορηθῇ τὰ τῆς ἀνατροπῆς τῆς παλαιᾶς θρησκείας καὶ τὰ τῆς ἱδρύσεως τῆς νέας. Ὁπωσδήποτε δὲ θὰ ἐμελέτα τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον, γραμμένον εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, θὰ ἠννόει καλύτερον ἡμῶν τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐννοοῦμεν πλέον τὴν γλῶσσαν τῶν προγόνων μας. Τα νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου θὰ τὰ εὕρισκεν ἀσυγκρίτως ἀνώτερα τῶν πλατωνικῶν νοημάτων. Θὰ ἐθαύμαζε δέ, πῶς ἀλιεῖς τῆς Γαλιλαίας ἐνίκησαν τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς ρήτορας. Ἡ ζωή, τὰ σεπτὰ Πάθη, καὶ ἡ ἔνδοξος Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ὡς ταῦτα περιγράφονται ἐν τῷ Εὐαγγελίω, θὰ προεκάλουν τὸ θάμβος αὐτοῦ. Θὰ ἔβλεπε τὸν Ἥλιον, τὸν πνευματικὸν Ἥλιον, νὰ διαλύῃ τὰ σκότη καὶ τὴν σκοτόμαιναν τῆς εἰδωλολατρίας, θὰ ἐπίστευεν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, θὰ ἐβαπτίζετο εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, καὶ ὡς πιστὸς θὰ εἰσήρχετο εἰς ναὸν τῆς Χριστιανοσύνης, καὶ ἐκεῖ, ἀκούων διὰ πρώτην φορὰν τὴν θείαν Λειτουργίαν μὲ τὸ ἐξαίσιον περιεχόμενόν της, θὰ κατεμαγεύετο, καὶ εἰς τὸ τέλος αὐτῆς πλήρης εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν θὰ ανεφώνει˙ Ἐσταυρωμένε Λυτρωτά! Σὲ εὐχαριστῶ. Σήμερον εἶδον τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Ἔλαβον Πνεῦμα ἐπουράνιον. Εὖρον πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνῶν. Κύριε, δόξα σοι.
Ὁ ἔκτακτος ἐπισκέπτης, ὁ ἐκ τοῦ Ἅδου ἐπανερχόμενος, θὰ ἐλεεινολόγει τὴν ἐποχήν του καὶ θὰ ἐμακάριζε τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν νέαν των πίστιν.
* * *
Ἀλλʼ ἐὰν ἐκ τῆς θεωρίας τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ λατρευτικοῦ μεγαλείου τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἐξ Ἅδου ἐπισκέπτης εἰσήρχετο εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου βίου τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν, ὁποία ἀντίστροφος ἔκπληξις! Ὁποία ἀντίθεσις μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως! Ὁποία ἀπογοήτευσις! Ἐὰν π.χ. ὁ ἐπισκέπτης μας εἰσήρχετο εἰς ἕνα καφενεῖον διὰ νὰ λάβῃ ἕνα ἀφέψημα, μεταξὺ τῶν χιλιάδων λέξεων, ποὺ θὰ ἤκουεν ἐκεῖ κατὰ τὰς συζητήσεις, δὲν θὰ ἤκουε ὑπὲρ Χριστοῦ οὔτε μίαν λέξιν. Ἀντιθέτως ὅμως, ἐὰν παρέμενεν ὀλίγας ὥρας εἰς τὸ καφενεῖον, θὰ ἤκουεν ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ πολλὰς φορὰς τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ αἰσχρᾶς, ἀπὸ χυδαιοτάτας λέξεις. Ὁ ἐπισκέπτης, τοιαῦτα ἀκούων εἰς βάρος τῆς ἀληθινῆς Θρησκείας, θὰ κατελαμβάνετο ἀπὸ φρίκην καὶ ἀγωνίαν, καὶ θὰ ἔλεγε˙ «Ποῦ εὑρίσκομαι; Τί ἄνθρωποι εἶνε αὐτοί; Πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰς τὴν ἀληθινὴν Θρησκείαν; Εἶνε Χριστιανοί; Εἰς τὴν ἐποχήν μου, ὅτε ἔζων ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, οὐδαμοῦ ἠκούετο βλασφημία. Κάτι ἠθέλησε νὰ εἶπῃ εἰς βάρος τῶν νομιζομένων θεῶν ὁ φιλόσοφος Σωκράτης, καὶ οἱ λόγοι του ἐχαρακτηρίσθησαν ὡς βλάσφημοι, καὶ εἰσήχθῃ οὕτως εὶς δίκην, καὶ κατεδικάσθῃ εἰς θάνατον. Διότι ἡ προσβολὴ κατὰ τῶν θεῶν εἰς τὴν κοινωνίαν ἐκείνην ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ μεγαλύτερον κατὰ τῆς πολιτείας ἔγκλημα. Διότι ἐπίστευον οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ἄνευ θρησκείας δὲν δύναται νὰ σταθῇ ἡ κοινωνία».
Ἐὰν δὲ ὁ ἐξ Ἅδου ἐπισκέπτης ἐξήρχετο ἐκ τοῦ καφενείου καὶ ἐπεσκέπτετο καὶ τὰ ἄλλα κοσμικὰ κέντρα, καὶ ἐταξίδευε διὰ τῶν συγχρόνων μέσων, διὰ τοῦ αὐτοκινήτου, τοῦ σιδηροδρόμου, τοῦ πλοίου καὶ τοῦ ἀεροπλάνου, παντοῦ, εἰς τοὺς σταθμούς, εἰς τοὺς λιμένας, καὶ κατὰ τὸ ταξίδιον, ἐν τῇ γῇ, ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ ἐν τῷ ἀέρι, παντοῦ θὰ ἤκουε φρικτὰς βλασφημίας. Καὶ τὸ λυπηρότερον εἶνε, ὅτι αἱ βλασφημίαι δὲν ἐξέρχοντο μόνον ἐκ στόματος ἀγροίκων καὶ ἀμαθῶν ἀνθρώπων, ἀλλʼ ἐξέρχονται καὶ ἐκ τοῦ στόματος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διὰ μόρφωσιν καὶ ἐπιστήμην, καὶ κατέχουν θέσεις καὶ ἀξιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ εἶνε ὑποδείγματα εὐσεβείας διὰ τὸν λαόν, γίνονται κάκιστα παραδείγματα.
Τὰς φρικτὰς βλασφημίας ἀκούων ὁ ἐξ Ἅδου ἐπισκέπτης θὰ ἐλυπεῖτο διὰ τὸ κατάντημα τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων, καὶ ἐνῷ θὰ ἤθελεν ὁ ἀρχαῖος αὐτὸς Ἕλλην νὰ παρατείνῃ ἐπὶ πολὺ τὴν παραμονήν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, διὰ νʼ ἀπολαύσῃ διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὰς φυσικὰς καλλονάς, μὲ τὰς ὁποῖας ἐπροίκισεν ὁ καλὸς Θεὸς τὴν Πατρίδα, ἐν τούτοις θὰ ἐζήτει τὸ ταχύτερον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Ἅδην, διὰ νὰ μὴ ἀκούουν τὰ ὦτά του τὰς φρικτὰς βλασφημίας. Διότι ἡ γῆ, ὅπου ἀκούονται βλασφημίαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἶνε κατὰ τοῦ Ἅδου χειρότερα.
* * *
Ἡ ἐκ τῆς βλασφημίας κατάστασις εἶνε ἀνυπόφορος. Πᾶς εὐσεβὴς πονεῖ. Πᾶς πατριώτης αἰσθάνεται τὴν βλασφημίαν ὡς τὸ θλιβερώτερον στίγμα τῆς Πατρίδας μας. Πρέπει ὅλοι νὰ αἰσχυνώμεθα διὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς Ἑλλάδος ὡς χώρας ἐχούσης τὸ ρεκὸρ τῆς βλασφημίας μεταξὺ τῶν ἐθνῶν.
Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Τὸ εἴπομεν καὶ τὸ ἐγράψαμεν ἐπανειλημμένως. Καὶ συμβουλαὶ καὶ ἐπιπλήξεις καὶ εὐρεῖα διαφώτισις τοῦ κοινοῦ διὰ τοῦ ἄμβωνος, τοῦ τύπου καὶ τοῦ ραδιοφώνου ἀσφαλῶς χρειάζονται διὰ τὴν καταπολέμησιν τῆς βλασφημίας. Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Διʼ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, σκληροκάρδιοι καὶ πεπωρωμένοι, κλείουν τὰ ὦτα εἰς πᾶσαν φωνήν, καὶ εἰρωνεύονται καὶ ἐμπαίζουν τοὺς συμβουλεύοντας αὐτούς, καὶ διὰ νὰ τοὺς πειράξουν εἰς τὰ μυχιαίτατα τῶν αἰσθημάτων των βλασφημοῦν ἀκόμη περισσότερον, διʼ αὐτὰς τὰς τερατώδεις ὑπάρξεις, ποὺ δὲν ἐγέννησεν ἡ Ἑλλάς, ἀλλʼ ἡ σκοτεινὴ κόλασις, χρειάζεται φραγγέλιον, χρειάζεται τιμωρία αὐστηρά. Ὅπως κανεὶς δὲν τολμᾶ νᾶ βλασφημήσῃ τὸν ἐπίγειον βασιλέα μας, διότι εὐθὺς θὰ παραπεμθῇ εἰς ἔκτακτον στρατοδικεῖον καὶ θὰ καταδικασθῇ εἰς ἐτῶν φυλάκισιν, ὡς ὑβρίζων τὸν ἀνώτατον ἄρχοντα τῆς χώρας, οὕτω θὰ ἔπρεπεν, ἐπί τι διάστημα, καὶ πᾶς ὁ ὁποῖος ὑβρίζει τὸν Θεόν, τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριον τῶν κυριευόντων, νὰ παραπέμπεται εἰς ἔκτακτον στρατοδικεῖον καὶ νὰ τιμωρῆται μὲ ποινὴν αὐστηροτέραν ἐκείνης, μὲ τὴν ὁποίαν τιμωρεῖται ὁ ὑβρίζων τὸν ἐπίγειον βασιλέα. Ὀλίγαι τοιαῦται τιμωρίαι θὰ ἔφθανον διὰ νὰ σφραγίσουν τὰ βρωμερά των στόματα οἱ βλάσφημοι τῶν Θείων. Τοῦτο ἐγίνετο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἐνδόξου Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τοῦτο πρέπει νὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε καὶ σήμερον, ἐφʼ ὅσον εἴμεθα Ὀρθόδοξον Βασίλειον, τὸ μοναδικὸν ἐν τῷ κόσμῳ Ὀρθόδοξον Βασίλειον.
Ἡ Ἐθνικὴ Κυβέρνησις, ἡ ὁποία τόσον πολὺ προέβαλε τὸ σύνθημα «Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν», ὀφείλει νὰ ψηφίσῃ αὐστηρὸν κατὰ τῆς βλασφημίας νόμον, καὶ νὰ συντελέσῃ οὕτως εἰς τὴν ἐξάλειψιν τῆς ἐξωτερικῆς τοὐλάχιστον βλασφημίας. Θὰ εἶνε ἀξία εὐγνωμοσύνης καὶ μόνον διὰ τὸν λόγον αὐτόν.
«Οὐδὲν εὐχαριστίας ἴσον ἀγαθόν, ὥσπερ βλασφημίας χεῖρον οὐδέν»
(Ἐκ τῆς Α' ὁμιλίας τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου εἰς τοὺς ἀνδριάντας : Ε.Π. Migne 49, 31).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου