Έχουμε δικαίωμα, αδελφοί μου, να παρακαλούμε τον Θεό να μας θεραπεύσει· να θεραπεύσει τις οποιεσδήποτε σωματικές αρρώστιες μας και την ψυχή μας από τις οποιεσδήποτε πληγές και αδυναμίες, από τα πάθη, από το χτικιό της αμαρτίας.
Μπορεί όμως κάποιος από μας, καθώς ζητάει τη θεραπεία του, να φθάνει στο σημείο –επειδή δεν απαντά ο ουρανός, επειδή δεν απαντά ο Θεός, επειδή τα πράγματα δείχνουν ότι δεν προσέχει ο Θεός– να βγάζει τέτοιο συμπέρασμα: «Δεν ακούει ο Θεός. Δεν με δέχεται· με απορρίπτει. Μπορεί σε άλλους να το έκανε το θαύμα, αλλά σε μένα δεν θα το κάνει». Ή ακόμη χειρότερα –γιατί είναι πολύ κρίσιμες αυτές οι ώρες– μπορεί να μπαίνει μέσα στην ψυχή του η αμφιβολία: «Μήπως έγινε ποτέ κάποιο θαύμα; Μπορεί να διαβάσαμε, και να μας είπαν ότι κάποτε έγιναν θαύματα, όχι μόνο από τον ίδιο τον Κύριο, αλλά και από τους αποστόλους του και από τους αγίους· μήπως όμως δεν έγιναν, παρά μόνο γράφονται και λέγονται;» Αυτό, όπως είπα, είναι ακόμη χειρότερο. Διότι όχι απλώς πείθεται κανείς ότι δεν υπάρχει για τον εαυτό του καμιά θεραπεία ούτε σωτηρία, αλλά γενικότερα φεύγει η πίστη που έχει μέσα του.
Όποιος από μας –και μήπως, βάζοντας το χέρι στην καρδιά, ομολογήσουμε ότι δεν εξαιρείται κανένας μας– φθάνει ή έχει φθάσει σ’ αυτό το σημείο, καθώς δεν απαντά, όπως νομίζει, ο ουρανός, καθώς δεν προσέχει ο Κύριος, να λιγοστεύει η πίστη του, να εκλείπει η πίστη του, και να πείθεται πλέον ότι δεν γίνεται γι’ αυτόν τίποτε ή, όπως είπαμε, ακόμη χειρότερα, να αμφιβάλλει αν ποτέ έγινε θαύμα, όποιος λοιπόν ζει τέτοιες καταστάσεις και έχει τέτοια βιώματα, να ανησυχήσει. Δεν είναι πιστός αυτός ο άνθρωπος. Αυτός σαν να μην είναι βαπτισμένος, σαν να μην είναι χριστιανός. Καταλάβατε;
Και είπαμε, δεν ξέρω αν εξαιρείται κανένας μας. Τέτοιοι χριστιανοί είμαστε, και γι’ αυτό ο Κύριος θα μας αφήσει πολύ να παιδευτούμε. Και χρειάζεται ο άνθρωπος να μη σκανδαλισθεί από τη στάση αυτή του Θεού, αλλά μέχρι τέλους, καθώς θα διαπιστώνει ότι φεύγει η πίστη του, να προσπαθεί ακριβώς τότε να πιστέψει. Διότι θα δει κανείς στην πράξη ότι χάνεται η πίστη αυτή που νόμιζε ότι είχε, όμως δεν πρέπει να τα παρατήσει τα πράγματα, να τα εγκαταλείψει, δεν πρέπει να απογοητευθεί, αλλά ακριβώς τότε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις και όση πίστη μπορεί να διαθέσει ως άνθρωπος και να παρακαλέσει και τον Θεό να του δώσει και άλλη πίστη. Όποιος λοιπόν έτσι ενεργήσει, θα δει να γίνεται το θαύμα στην ψυχή του.
Να πιστέψουμε, αδελφοί μου, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς ενδοιασμούς. Να γίνουμε δηλαδή χριστιανοί αληθινοί. Έτσι σκέπτονται οι βαπτισμένοι χριστιανοί, οι ορθόδοξοι χριστιανοί· έτσι να γίνουμε κι εμείς. Και να μη σκανδαλισθούμε καθόλου ούτε απόψε ούτε αύριο –ποτέ– για να ανοίξει η ψυχή μας και να γεμίσει με πίστη. Έτσι, να δει ο Θεός ότι έχει να κάνει με ανθρώπους πίστεως, ώστε, όταν εκείνος κρίνει ότι είναι ώρα, να αρχίσει να θαυματουργεί μέσα μας: να μας καθαρίζει από τα πάθη μας, να στερεύει τα πάθη, να καθαρίζει την ψυχή μας από τη λέπρα της αμαρτίας· να γιατρέψει την ψυχή μας και τα σώματά μας και να κάνει ό,τι άλλο. Εκείνος ξέρει πότε και πόσο θα μας θεραπεύσει.
Δεν ξέρω πώς τα ακούτε αυτά, πώς τα καταλαβαίνετε, αλλά, παρακαλώ, ήρθε η ώρα να γίνουμε χριστιανοί. Μπορεί μέχρι τώρα να ξεφεύγαμε από δω και από κει, και να μην έχει γίνει μέσα στην ψυχή μας το βήμα αυτό που κάνει τον άνθρωπο να είναι πιστός του Θεού άνθρωπος. Όμως, ήρθε η ώρα να γίνει.
Όσο περισσότερο βλέπουμε και διαπιστώνουμε ότι δεν απαντά ο Θεός, ότι δεν απαντά ο ουρανός, όσο περισσότερο βλέπουμε ότι σαν να μας απορρίπτει ο Θεός, σαν να μη μας ακούει, σαν να μη μας δέχεται, τόσο βεβαιότερο είναι ότι ήρθε η ώρα αυτή, και τόσο περισσότερο εμείς να πιστέψουμε, να εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε, να παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει πίστη, και να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας, για να εκδηλώσουμε αυτή την πίστη.
Είναι κάτι που το περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο. Δεν είναι κάτι, για το οποίο επιτρέπεται να πει κανείς: «Εγώ δεν μπορώ να το κάνω». Όχι. Δεν υπάρχει κανείς που να δικαιολογείται να πει: «Εγώ αδυνατώ». Είμαστε όλοι έτσι φτιαγμένοι, που να μπορούμε να το κάνουμε αυτό, εφόσον δεχόμαστε τον Θεό, εφόσον εμπιστευόμαστε στον Θεό, εφόσον ζητούμε τη βοήθειά του.
Να το κάνουμε, αδελφοί μου, για να γίνουμε, όπως είπαμε, χριστιανοί, για να ανοίξει αυτός ο δρόμος, και να αρχίσει να θαυματουργεί μέσα μας ο Κύριος, δίνοντάς μας την υγεία της ψυχής και την υγεία του σώματος.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Το μυστήριο του πόνου”, Γ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 125 (απόσπασμα).
πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου