Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (18. Σ΄ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑ)

 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ


Γεώργιος Χ. Μόδης

Εκλεκτά Διηγήματα: 18. Σʼ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑ


Βαρύς, βαρύτατος ήταν ο χειμώνας τον Δεκέμβριο 1906 στο Ράκοβο (Κρατερό). Βρίσκεται το χωριό ψηλά σε μιαν πλαγιά στο Περιστέρι. Χιόνια πολλά και πάγοι το σκέπαζαν. Όλοι οι κάτοικοι του έστεκαν κλεισμένοι στα σπίτια, κοντά στις σόμπες και στα τζάκια, και τα ζώα στους στάβλους.

Ωστόσο πρόβαλε ξάφνου στο χωριό ένας λόχος χακηφόρων «κυνηγών» (αβτζή ταμπόρ). Δεν έρχονταν απʼ τον κανονικό δρόμο, μα πάνω απʼ την πάνω μεριά του χωρίου, για νʼ αποκλείσουν διαφυγή των ανταρτών προς το βουνό. Ήξευραν ότι φύλαγαν χωρικοί, άντρες και γυναίκες, άγρυπνοι τον κανονικό δρόμο, όταν υπήρχε σʼ ένα χωριό ανταρτικό σώμα.

Οι στρατιώτες, εκλεκτοί όλοι άντρες με τους γιακάδες της χλαίνης σηκωμένους, έτριβαν τα χέρια και χτυπούσαν τα τσαρουχοφόρα πόδια τους καταγής να ζεσταθούν. Πήραν όμως αμέσως διαταγή και σκόρπισαν γύρω απʼ το χωριό, μέσα στα χιόνια, να το κυκλώσουν.

Ο λοχαγός, μʼ ένα λοχία και καμπόσους στρατιώτες, ήρθε στο μεσοχώρι και έριξε μιαν οργισμένη ματιά γύρω του.

Ήταν ένας ψηλός και γερός άντρας. Κρύσταλλοι πάγου κρέμονταν απʼ τα μεγάλα μουστάκια του. Είδε τον κύριο Παντελή Βλάση, που έβγαινε κείνη την στιγμή απʼ το δωμάτιό του. Του είπε με θυμό στα τούρκικα:

- Συ από που είσαι; Δεν είσαι χωριάτης.

- Είμαι απʼ την Φλώρινα, μπέη μου.

- Και τι γυρεύεις εδώ;!

- Είμαι δάσκαλος, μπέη εφέντη.

- Χμ. Ξέρω τι δάσκαλοι είστε...

- Είμαι δάσκαλος, εξοχότατε μπέη μου. Διορισμένος απʼ τον Μητροπολίτη. Μα ελάτε, παρακαλώ, μέσα στο σωμάτιό μου να ζεσταθήτε. Να πάρετε ένα τσάι ή καφέ. Καίει η σόμπα.

- Σάματης ο Μητροπολίτης είναι καλύτερος!...

- Αν δεν με θέλετε, μπέη εφέντη, φεύγω. Ειδοποιήσατε όμως τον Μητροπολίτη. Μα ελάτε μια στιγμή μέσα να ζεσταθείτε. Παρακαλώ θερμώς το υψηλό άτομό σας.

Ο Βλάσης μιλούσε καλά τουρκικά. Ο λοχαγός μπήκε στο δωμάτιο μουρμουρίζοντας: «Δάσκαλοι... Μητροπολίτες... αντάρτες... κομιτατζήδες, όλοι ένα σκατό...». Στάθηκε πάνω απʼ τη σόμπα με τα χέρια απλωμένα. Την αγκάλιασε σχεδόν. Έλιωσαν οι κρύσταλλοι απʼ τα μουστάκια. Ήπιε τσάι, καφέ και ένα ποτήρι κονιάκ. Και είπε:

- Έκαμες καλά, ντασκάλ εφέντη, που ζήτησες μʼ επιμονή να ʼρθω μέσα. Σʼ ευχαριστώ.

- Ήταν καθήκον μου, μπέη εφέντη.

- Πολύ άτιμος ο καιρός. Ξεπαγιάσαμε.

- Μα πως ξεκινήσατε με τέτοιο καιρό;! Κρύωσαν και κουράστηκαν και οι στρατιώτες.

- Τι να κάνουμε;! Διαταγή. Παράξενος αυτός ο τόπος. Εγώ είμαι απʼ την Ανατολή. Κάτω όλος ο κόσμος είναι σκεπασμένος με καταχνιά... Που την λέτε σιλάκι... σαλίακ.

- Σινιάκι.

- Κάτω σινιάκι παγερό... φοβερό... Εδώ πάνω δεν έχει σινιάκι. Μα ούτε και ήλιο.

- Είναι πολύ βαρύς φέτος ο χειμώνας.

- Κακοί εδώ οι άνθρωποι... Κακός ο τόπος... Και ο καιρός.

- Τόσο κακοί είμαστε;!

Ο λοχαγός βγήκε μια στιγμή έξω και ρώτησε ένα ανθυπολοχαγό αν συμπληρώθηκε η κύκλωση του χωρίου. Σε καταφατική του απάντηση, επρόσταξε να στείλει κάποιον να φέρει τον μουχτάρη του χωριού.

Ο μουχτάρης (πρόεδρος της κοινότητας) ήταν απαραίτητος στην έρευνα των σπιτιών.

Είπεν έπειτα στον Βλάση:

- Ψάρι εδώ πάνω;!

- Όχι, μωρέ μπουνταλά. Θα πιάσω ένα μεγάλο πρόσωπο.

- Στο χωριό μεγάλο πρόσωπο;! Όλοι αστοιχείωτοι, αγράμματοι και ταπεινοί χωριάτες είναι.

- Στο φανερώνω λοιπόν. Θα πιάσω τον Βάρντα.

Πραγματικά, ο Βάρδας βρισκόταν τότε στο Κρατερό. Είχε αφήσει τα Κορέστια και παραχείμαζε στο «Περιστέρι», στα χωριά δηλαδή ανάμεσα Φλώρινα και Μοναστήρι, στα ριζά του βουνού, όπου μπαινόβγαινε στις «κρυψάνες».

- Τον Βάρδα; Ποιος είναι αυτός;

- Μην το παρακάνεις, ντασκάλ εφέντη, και θελήσεις να με κοροϊδέψεις. Δεν είμαστε τόσο κουτοί όλοι οι Τούρκοι. Είναι για τα πανηγύρια και κουτοί οι κυβερνήτες μας.

Ο λοχαγός είχεν ήδη μυηθεί στην Νεοτουρκική κίνηση.

- Σε βεβαιώνω, μπέη εφέντη μου, δὲν γνωρίζω αυτόν τον Βάρδα. Εγώ απʼ το σχολείο έρχομαι σπίτι, σε τούτο το δωμάτιο. Εκτός απʼ τα παιδιά του σχολείου δεν βλέπω άλλους.

- Καλά το λοιπόν. Σε λίγο θα γνωρίσεις τον Βάρντα.

Ήρθε και ο μουχτάρης, ο γερο-Μήτρος, ένας καμπουριασμένος γέρος με έξυπνα μάτια.

- Καλώς ήρθες στο φτωχικό χωριό μας, εξοχότατε μπέη εφέντη, είπε στα τουρκικά.

- Ξέρεις, βλέπω, καλά τουρκικά.

- Έχω δουλέψει πολλά χρόνια στην Ανατολή.

- Που;

- Στα μέρη της Προύσας. Δούλευα κτίστης, πριονάς, τσομπάνος.

- Κι εγώ απʼ εκεί κοντά είμαι.

- Α! Καλός και πλούσιος τόπος. Τον θυμάμαι μʼ ευγνωμοσύνη. Αν ήμουν νεώτερος, θα ξαναπήγαινα εκεί.

- Είναι καλός εκείνος ο τόπος. Εδώ έχουν μαζωχθεί όλοι οι διάβολοι. Πάμε τώρα στο σπίτι του Μάρκου Κολάρη. Ντασκάλ εφέντη, έλα και συ να ιδείς.

- Κάποιος μασκαράς και ψεύτηε θα σας ξεγέλασε και σας κουβάλησε με τούτο τον καιρό, είπε ο μουχτάρης.

Κοίταξε όμως τον δάσκαλο μʼ ένα βλέμμα γεμάτο απορία και ανησυχία.

- Θα το δούμε σε λίγο, απάντησε μʼ ένα πονηρό χαμόγελο ο λοχαγός. Φαινόταν βέβαιος και σίγουρος για το αποτέλεσμα της εκστρατείας του.

Το σπίτι του Μάρκου ήταν πολύ μεγάλο. Ζούσαν εκεί μέσα κάπου 40 άτομα. Υπήρχαν τότε στα χωριά της Φλώρινας μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες.

Επρόσταξε ο λοχαγός να συγκεντρωθούν όλοι, άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί, στο μεγάλο κάτω δωμάτιο.

Κοίταξε με προσοχή τα χέρια των αντρών, να βεβαιωθεί ότι ήταν χωριάτικα και αγροτικά. Πρόσταξε και τις γυναίκες να κατεβάσουν απʼ το κεφάλι τα μεγάλα άσπρα μαντήλια τους, μη τυχόν κρύβονταν αντάρτες. Είχαν γλιτώσει πολλές φορές κομιτατζήδες που ντύθηκαν γυναίκες. Είπεν έπειτα να βγάλουν τα ζώα απʼ τον στάβλο και να φέρουν σκαπάνες και φτυάρια. Ο μουχτάρης έφερε και από άλλα σπίτια, όπου έλεγε: «Έχομε να κάνουμε με άτιμη προδοσία. Μα ποιος είναι ο προδότης; Δεν είναι βέβαια Ρακοβίτης... Θέλει γδάρσιμο, όποιος και να ʼναι».

- Θα ʼναι κανένας από άλλο χωριό, που ήπιε πολύ κρασί στην Φλώρινα και του ξέφυγαν λόγια. Πρέπει να τον μάθουμε είπε ο Κίτσος, που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής.

Τελευταία διαταγή του λοχαγού ήταν να κλειστούν όλοι οι άνθρωποι του σπιτιοῦ στο μεγάλο δωμάτιο και να μη βγει κανένας έξω. Έβαλε και τρεις στρατιώτες να τους φυλάγουν. Οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν κάτω απʼ το απέραντο παχνί, αφού παραμέρισαν κοπριές και άχυρα.

- Σκύψτε, παιδιά... Θα ζεσταθήτε... Και θα ζεσταθήτε περισσότερο σε λίγο,,, Θα βγάλετε απʼ το χώμα ένα «Γιουνανλή» (Έλληνα) αξιωματικό και αρχηγό των εσκιάδων (ληστανταρτών).

- Τα ʼχουμε ακούσει πολλές φορές, μουρμούριζαν μεταξύ τους οι στρατιώτες και πάντα πάει άδικα όλος ο κόπος μας. Ο στάβλος ήταν αρκετά σκοτεινός. Είχε συννεφιάσει κιόλας. Πετάχτηκε ο μουχτάρης και είπε του λοχαγού:

- Μπέη εφέντη. Με τούτο το σκοτάδι δεν βλέπουν οι στρατιώτες. Μπορεί να χτυπήσουν και κανένα πόδι. Πάω να φέρω ένα λυχνάρι.

- Καλά το σκέφτηκες... Καλός άνθρωπος είσαι.

- Είμαι καλός και έγινα καλύτερος στην Ανατολή, στον άγιο τόπο.

Επικρότησαν και οι στρατιώτες, που ήταν Μικρασιάτες οι περισσότεροι.

Ο γερο-Μήτρος έφερε ένα λυχνάρι και το άναψε. Ο λοχαγός απαρακολουθούσε προσεκτικὰ στο σκάψιμο. Ο μουχτάρης φώτιζε τους σκαφτιάδες στρατιώτες. Ο λοχαγός όμως έβγαινε συχνά έξω, νʼ αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Ήταν βαρειά η μυρωδιά του αχουριού. Εύρισκε τότε ευκαιρία ο γερο-Μήτρος και έλεγε στους στρατιώτες.

- Σας λυπάμαι, παιδιά. Άδικα σκάβετε και βασανίζεσθε. Δεν έχει τίποτε κάτω απʼ το χώμα. Κάποιος μασκαράς και παλιάνθρωπος θα ξεγέλασε τον λοχαγό.

- Το ξέρουμε. Έχουμε σκάψει σε πολλά άλλα χωριά χωρίς να βγάλουμε τίποτε. Αχ! Αν ξέραμε αυτόν τον άτιμο παλιάνθρωπο, που ξεγέλασε τον λοχαγό,,, θα τον συγυρίζαμε.

- Πολύ καλά θα του κάμνατε.

Ένας γιγαντόσωμος στρατιώτης, που πετάχθηκε ολόρθος είπε:

- Μας ξεσήκωσαν τα μεσάνυχτα. Και μας ανέβασαν ψηλά στο βουνό, να κατεβούμε απ ʼ εκεί στο χωριό για να μη φύγουν στο βουνό οι εσκιάδες... Τʼ ακούς, ντεντέ; (πάππου). Ζωή είναι τούτη;!... Καλύτερα να γίνω κι εγώ εσκιάς.

- Αυτά έχει το στρατιωτικό, παιδιά μου.

- Και βαστάει εφτά χρόνια! Ευτυχισμένοι σεις οι Γκιαούρηδες που δεν πάτε στρατιώτες.

Η στρατιωτική θητεία των Τούρκων ήταν τότε επτά όλα χρόνια. Και τους καλούσαν έπειτα «ρεντίφ» (εφέδρους) για πολλούς πάλι μήνες.

Όταν γύρισε ο λοχαγός, του είπε:

- Εδώ οι στρατιώτες ίδρωσαν με το σκάψιμο. Έξω τα ζώα παγώνουν.

- Ας παγώνουν.

- Μα είναι πλάσματα του Αλλάχ.

- Βασανίζονται οι στρατιώτες μου. Τα ζώα να λυπηθώ;

- Παρατήρησα και κάτι άλλο, μπέη μου. Έτσι που σκάβουν βαθιά οι στρατιώτες και κοντά στα θεμέλια, φοβούμαι.

- Τι φοβάσαι; Μην πέσει ο στάβλος;

- Ο Αλλάχ να μας φυλάξει... Μα υπάρχει κίνδυνος να σωριαστεί πάνω μας ο στάβλος μαζί με το σπίτι και να μας θάψουν. Καλύτερα να σκάβουν λιγότερο βαθιά και περισσότερο μακριά απʼ τα θεμέλια.

- Ξέρουν οι στρατιώτες.

Οι στρατιώτες άλλο που δεν ήθελαν. Σταμάτησαν το σκάψιμο, ξεκουράσθηκαν και ξανάρχισαν με λιγότερο ζήλο. Ήρθε τότε στο Κρατερό ο Επίσκοπος Αιμιλιανός, αναπληρωτής του Μητροπολίτη Πελαγωνίας Ιωακείμ Φορόπουλου, που τον εκτόπισε στην Πόλη ο Χιλμή πασάς, Επιθεωρητής των «Τριών Βιλαετίων» και ουσιαστικός αντιβασιλέας, με την έγκριση μάλιστα των δυο «συμβούλων» του Ρώσου και του Αυστριακού. Είχε στείλει επίσης νʼ αλλάξουν κλίμα στην Πόλη και τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο (τον Εθνομάρτυρα Σμύρνης) και τον Καστοριάς Καραβαγγέλη.

Ο μουχτάρης πετάχθηκε έξω και γύρισε γρήγορα στη θέση του. Τον ρώτησε ο λοχαγός:

- Βλέπω κίνηση έξω. Τι τρέχει;

- Ήρθεν ο Μητροπολίτης.

- Με τέτοιον καιρό!

- Εορτάζει αύριο η εκκλησία μας. Και ήρθε να λειτουργήσει.

- Πως δεν πήγες να τον υποδεχθείς;

- Είναι δουλειά των δυο παπάδων μας. Εγώ έχω να κάμνω με τους ανθρώπους του «Χοκιουμάτι» (της αρχής).

Ο Αιμιλιανός, μόλις έμαθε ότι οι στρατιώτες έσκαβαν κάτω απʼ το παχνί στο επιλήψιμο σπίτι, πετιέται αμέσως στον στάβλο με πολλά κουτιά λουκούμια και τσιγάρα στα χέρια.

- Με συγχωρείτε, εξοχότατε μπέη εφέντη, είπε του λοχαγού σε καλά τουρκικά. Θεώρησα υποχρέωση μου να έλθω να σας χαιρετήσω. Έφερα και λίγα λουκούμια και τσιγάρα για τους στρατιώτες. Κουράσθηκαν τα καημένα τα παιδιά.

Ο λοχαγός τον ευχαρίστησε με κάποια δόση απορίας. Ο Αιμιλιανός εμοίρασε ευθύς στους στρατιώτες τα λουκούμια με πολλούς τεμενάδες. Καταβρόχθισαν τα λουκούμια – ήταν πεινασμένοι – και άναψαν τσιγάρα. Σταμάτησαν αναγκαστικά την δουλειά.

Ο Αιμιλιανός έφυγε.

Δεν άργησε να φύγει και ο λοχαγός με σκυμμένο το κεφάλι. Είχαν περάσει κάμποσες ώρες. Ξεθεώθηκαν να σκάβουν οι στρατιώτες κάτω απʼ το παχνί, που απλωνόταν σε δυο τοίχους. Πάγωσαν και βασανίσθηκαν περισσότερο οι άλλοι που έστεκαν έξω, γύρω απʼ το χωριό. Και πεινούσαν όλοι. Ο καλός μουχτάρης είχε την καλοσύνη να φωτίζει με το λυχνάρι το σκάψιμο. Έστεκε όμως στην ίδια θέση. Κάτω απʼ αυτήν ακριβώς ήταν η είσοδος της κρυψάνας, που έβγαινε έξω, κάτω απʼ την αυλή. Δεν μπορούσαν βέβαια να σκάψουν και εκεί οι στρατιώτες...

Ο μουχτάρης επρότεινε στον λοχαγό να πάνε οι στρατιώτες στο σχολείο και να ζεσταθούν. Το χωριό θα τους έφερνε και τρόφιμα.

Εκείνος πρόσταξε να βαρέσει η σάλπιγγα, να συγκεντρωθείο λόχος και να φύγουν. Στον δάσκαλο μονάχα είπε ότι ο καϊμακάμης (έπαρχος) και ο ταγματάρχης τον βεβαίωσαν ότι σε κείνο το σπίτι ήταν ο Βάρδας και η κρυψάνα ήταν κάτω από το παχνί. Είχαν θετικότατες, τον κακό τους τον καιρό, πληροφορίες...

Όταν πια ο λόχος απομακρύνθηκε, έβγαλαν απʼ την κρυψάνα τον Βάρδα και τους τρεις οπαδούς του. Ήταν όμως όλοι σε εξαιρετικά άσχημα χάλια.

Η κρυψάνα είχε βάλει τον τελευταίο καιρό μπόλικο νερό. Έμειναν πολλές ώρες βυθισμένοι στο κρύο νερό... Τους κουβάλησαν σʼ ένα από τα δωμάτια, όπου έκαιε δυνατά η σόμπα, τους άλλαξαν με χειμωνιάτικια ρούχα και τους έτριψαν πολλήν ώρα από μεταβρασμένη ρακή.

Βοήθησε και ο Αιμιλιανός.


Ύστερα από μιαν εβδομάδα εμφανίσθηκε στο Κρατερό ένας υπολοχαγός με μικρότερο απόσπασμα. Ζήτησε αμέσως να ιδεί τον δάσκαλο του χωριού. Είχε μαζί του δυο «τσαούσηδες» (λοχίους) και λίγους στρατιώτες.

- Είμαι απʼ τα Χανιά. Φοίτησα και στο Γυμνάσιο των Χανίων. Είχα εκεί συμμαθητή μου και στενό φίλο τον Γεώργιο Τσόντο απʼ τα Σφακιά. Παρακαλώ να του πείτε ότι ο συμμαθητής και φίλος του Ισμαήλ Ψαλιδάκης θέλει να τον ιδεί.

Ο κύριος Παντελής Βλάσης κουμπώθηκε. Πολύ περίεργο το ενδιαφέρον και ακόμη περισσότερο το αίτημα του Τούρκου αξιωματικού. Απάντησε τουρκικά, για να τα καταλαβαίνουν και οι συνοδοί του υπαξιωματικοί και στρατιώτες:

- Δεν γνωρίζω, μπέη μου, κανένα Γιώργο Τσόντο απʼ τα Σφακιά ή και απʼ άλλον οποιονδήποτε τόπο.

- Γιώργος Τσόντος, συνέχισε ελληνικά ο αξιωματικός, είναι αυτός που λέγεται τώρα Βάρδας και γυρίζει στα εδώ χωριά. Ανθυπολοχαγός ή υπολοχαγός του ελληνικού στρατού.

- Δεν γνωρίζω και κανέναν Βάρδα, απάντησε πάλι τουρκικά ο Βλάσης.

- Άκουσέ με, σε παρακαλώ, δάσκαλε. Πως είναι το όνομά σου;

- Παντελής Βλάσης.

- Άκουσέ με λοιπόν, φίλε μου Παντελή. Είμαι παλιός και στενότατος φίλος του Βάρδα. Και επεθύμησα να τον ιδώ. Ας μου ορίσει που μπορώ να τον συναντήσω και θα πάω μοναχός μου. Κανένας άλλος δεν θα ξέρει τίποτε. Οι λεγόμενοι, που είναι πίσω μου, δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά. Γιʼ αυτό και σου μιλώ ελληνικά.

- Το ξαναλέω. Δεν ξεύρω κανένα Βάρδα, ξαναείπε τουρκικά ο Βλάσης.

- Το επαναλαμβάνω. Πρόκειται για φιλική εκδούλευση και μυστική συνάντηση δυο παλαιών και καλών φίλων.

- Μα, αφού δεν ξεύρω καν τον Βάρδα, πως μπορώ να τον βρω και να του μιλήσω; Τουρκικά πάλιν ήταν η απάντηση.

Ο Βάρδας βρισκόταν εκείνη την ημέρα στην Πρώτη.

- Είναι δυνατόν να μην ξεύρεις τον Βάρδα, δάσκαλε;! Σε ποιον τα λες;! Τον ξεύρουν και τον βλέπουν όλοι στα χωριά. Δεν μένει στα χιονισμένα βουνά. Στρώνεται σε σπίτια και κρύβεται σε τρύπες.

- Εγώ, γιούζμπαση εφέντη, αποκρίθηκε πάλι τούρκικα ο Βλάσης, δεν βλέπω παρά τα παιδιά του σχολείου μου και τον Μητροπολίτη που με διόρισε και με πληρώνει. Δεν έχω σχέσεις με κανένα άλλο. Ούτε χρειάζομαι να έχω.

- Με εκνευρίζεις, δάσκαλε, και θα με αναγκάσεις να σε στρώσω στο ξύλο. Με παίρνεις για τους Χαλντούπηδες Ανατολίτες, Μικρασιάτες, που εύκολα τους ξεγελάτε και κοροϊδεύετε.

- Οι Ανατολίτες δεν είναι καθόλου κουτοί και κανένας δεν είναι ικανός να τους ξεγελάσει, είπε με δυνατότερη φωνή ο δάσκαλος, για νʼ ακουσθεί καλύτερα. Και γιατί να με δείρετε; Τι έκαμα; Σε τι έφταιξα;

Ο υπολοχαγός σήκωσε την μαγκούρα να χτυπήσει. Μπήκαν όμως στην μέση οι δυο αξιωματικοί. Ο ένας ήταν «Ανατολίτης», καθώς και οι στρατιώτες. Είχαν ενοχληθεί απο τα λόγια του Κρητικού εις βάρος τους.

Ο δάσκαλος μπήκε στο σπίτι του και τρύπωσε σʼ ένα άλλο γειτονικό.

Ο άλλος λοχίας Γιακούπ τσαούς άνηκε στην φρουρά του Μπουφίου. Τον είχε πάρει τοπ απόσπασμα για γνώστη του τόπου και οδηγό.

- Ο δάσκαλος αυτός, γιούζμπαση μπέη εφέντη, είναι απʼ τη Φλώρινα. Έχει φίλους πολλούς μπέηδες και αγάδες. Θα θυμώσουν και θα σας καταγγείλουν αν τον κακοποιήσετε... Έχομε και τους Φράγκους αξιωματικούς πάνω απʼ τα κεφάλια μας... (Εννοούσε τους ξένους αξιωματικούς των «Μεταρρυθμίσεων»)... Πάμε στο καφενείο και μπακάλικο, κάτι να πιούμε να ζεσταθούμε... Εγώ θα σας οδηγήσω έπειτα σε μερικά ύποπτα σπίτια.

Ο Γιακούπ τσαούς είχεν αρχίσει να ʼρχεται κρυφά με λίγους στρατιώτες στο Κρατερό, πρωινή ή βραδυνή ώρα. Επιδίωκε να ιδεί κανένα αντάρτη, που ξέγνοιαστος γύριζε στους δρόμους, και να τον σκοτώσει και να πάρει το κοντό του Μάνλιχερ. Είχε καταντήσει επικίνδυνος. Δεν έλειπαν οι ατίθασοι και άτακτοι άντρες που έκαμναν βόλτες, παρά τις διαταγές, στους δρόμους και στα μπακάλικα, για να δείξουν και την παλικαριά τους. Τον φίλεψε μια μέρα ο γερο-Μήτρος με κοτόπουλο τηγανητό, πίτα και κρασί και του έδωσε ένα πακέτο τσιγάρα να καπνίσει. Ο τσαούσης το είδε βαρύ και το έβαλε στην τζέπη του. Περιείχε 15 μετζήτια, μεγάλα ασημένια νομίσματα, που αντιπροσώπευαν τρεις χρυσές λίρες Τουρκίας, ποσό μεγάλο κείνη την εποχή για έναν Αλβανό υπαξιωματικό. Από τότε ο Γιακούπ έγινε φίλος και μας εξυπηρετούσε, με την ελπίδα να πάρει και άλλα μετζήτια, πήρε τον υπολοχαγό με στρατιώτες και τον πήγε σε μερικά σπίτια που του έδειχνε... ο μουχτάρης ο γερο-Μήτρος! Έκαμναν πρόχειρη έρευνα, έσκαψαν σε μερικούς αχυρώνες και έφυγαν με άδεια χέρια ικανοποιημένοι...

Ο Γιακούπ, για να τον παρηγορήσει, του είπε ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, οι αντάρτες απʼ τη συστηματική δίωξη και τα πολλά χιόνια, είχαν φύγει πέρα στο Μορίχοβο.

(«Ο δραπέτης»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου