Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

«Βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;» Τοῦ Γιάννη Τσαρούχη. Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης, Καθηγητὴς ΠΔΜ

 

 Φαντάρος τὸ ’40 ὁ ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, πήγαινε, ὅπως ἀφηγήθηκε ὁ ἴδιος, μὲ μοτοσυκλέτα στὸν διοικητὴ τοῦ τάγματος, κρατώντας τὴν  εἰκόνα τῆς «Παναγιᾶς τῆς Νίκης». Ξαφνικὰ βάρεσε συναγερμός. Καὶ ἐνῶ αὐ τὸς καὶ ὁ μοτοσυκλετιστὴς ἔπεσαν πρηνεῖς, οἱ παρακείμενοι στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα δὲν ἔκαναν τὸ ἴδιο. «Βρὲ συνάδελφε», τοῦ εἶπε ἕνας ἀπὸ δαύτους,  «βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;».  

 


 

Αὐτὰ ἀφηγεῖται ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ εἶναι καταγεγραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Κ. Χατζηπατέρα “Μαρτυρίες ’40- ’41”.  Αὐτὰ διαβάζω καὶ ’γὼ καὶ ἀκούω τὸ πικρὸ παράπονο καὶ τὸ ἀμεἰλικτο ἐρώτημα τοῦ συνειδητοῦ Χριστιανοῦ:  


 -Βαστᾶς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, καὶ φοβᾶσαι;  

 Δηλαδή:  

 -Φοβᾶσαι νὰ μεταδώσεις τὴ Θεία Κοινωνία σὲ πάνω ἀπὸ ἐννέα πιστούς;  

-Φοβᾶσαι μὴ συγκρουσθεῖς μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ποὺ σήμερα εἶναι καὶ αὔριο ἐκλείπει, ἐνῶ Αὐτὸ ποὺ μεταδίδεις εἶναι φάρμακο ἀθανασίας; 

-Φοβᾶσαι μήπως κάνεις ἀνυπακοή… καὶ ἀναπαύεις τὴ συνείδησή σου,  λέγοντας ὅτι εἶμαι ὑπάκουος;

 -Φοβᾶσαι νὰ ἀντιπαρατεθεῖς, ὑπερασπιζόμενος αὐτὸ ποὺ σοῦ κληροδότησαν οἱ Πατέρες, καὶ δὴ τό: «Οὐ βασιλέως ἐστί τὸ νομοθετεῖν τῇ Ἐκκλησίᾳ»; 

-Φοβᾶσαι μήπως σὲ περιπαίξουν τὰ κανάλια ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἀντι εκκλησιαστικὸ πνεῦμα; 

 -Σὲ φοβίζει μήπως δὲν ἀποδέχεσαι τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ποὺ εἰσέρχεται ὡς  ξένο καὶ ἀλλότριο στὴν Ἐκκλησία; 

 -Φοβᾶσαι νὰ ἐξεγερθεῖς, ὅταν βλέπεις νὰ μᾶς σέρνουν στὰ ἀστυνομικὰ τμήματα, ἐπειδὴ κρατήσαμε τὴ γαλανόλευκη, βαμμένη μὲ τὸ αἷμα μαρτύρων  καὶ ἡρώων; Σιωπᾶς, ἐνῶ βλέπεις νὰ παραβιάζεται κατάφωρα ἡ ἀρχὴ τῆς  ἀναλογικότητος

 -Γιατί μᾶς ἀφήσατε νὰ σκορπισθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε «κατάβρωμα πᾶσι  τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ», ὅπως διαβάζω στὸν προφήτη Ἰεζεκιἠλ; Ξεχνᾶτε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐκζητήσει ἀπὸ τὰ δικά σας χέρια, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος προφήτης; 

-Φοβᾶσαι νὰ μᾶς κοινωνήσεις, ἐνῶ ἐμεῖς τολμήσαμε νὰ ἔρθουμε, ἔστω καὶ κρυμμένοι στὸ σκοτάδι, ἀκόμη καὶ στὰ μνήματα, γιατί ἀπέξω ἦταν τὰ ὄργανα  τῆς ἐξουσίας; 

 -Τελικὰ σὲ ποιὰ χώρα ζῶ; Ἀναρωτιέμαι: Ζῶ στὴν Πατρίδα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω; Εἶναι ἔγκλημα νὰ ἐκκλησιάζομαι, νὰ κοινωνῶ; Ἤ εἶμαι στὴ διωκομένη  ἐκκλησία ποὺ μεγαλουργεῖ;  

 -Μήπως ὑπείκετε ἀκουσίως στὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ποὺ δικαιώνει τὸ τοῦ Θουκυδίδη: «Καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν  τῇ δικαιώσει»˙ ποὺ σημαίνει: «Καὶ τὴν ἀνέκαθεν συνήθη σημασία τῶν λέξεων  μετέβαλαν ἐν τοῖς ἔργοις, κατὰ τὴ δική τους βούληση καὶ εὐχαρίστηση»; 

 -Φοβᾶσαι ν’ ἀνοίξεις τὰ φτερά σου καὶ σὰν χρυσαετὸς νὰ χαρεῖς τὴ θύελλα  ἢ προτιμᾶς νὰ εἶσαι λαγός, πτώξ, καὶ νὰ πτώσσεις, νὰ μαζεύεσαι˙ δηλαδή, νὰ εἶσαι πτωχός, φουκαρᾶς; 


 Ἐλπίζω πὼς δὲν φοβᾶσαι, γιατί κρατᾶς τὸ δισκοπότηρο σφικτὰ κι αὐτὸ σοῦ δίνει δύναμη, θάρσος. Δὲν εἶσαι τῆς «ὑποστολῆς», γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Ἀλλιῶς, οὐαί «τοῖς δειλοῖς», κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου