Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

«Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ» ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΒΔΟΜΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 8,41-56) Δημητρίου Π. Ρίζου Δρ Θεολογίας

 



Κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο καὶ ἦταν ἄρχων τῆς συναγωγῆς, πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πέφτοντας στὰ πόδια του, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μπῆ στὸ σπιτι του, διότι ἡ δωδεκάχρονη, μονάκριβη, κόρη του πέθαινε. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι, οἱ ὄχλοι συνωστίζονταν, καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἀπὸ δώδεκα χρόνων αἱμορραγοῦσε καὶ εἶχε ξοδέψει πολλὰ σὲ ἰατροὺς χωρὶς νὰ βρῆ θεραπεία, πλησίασε ἀπὸ πίσω, ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε˙ Ποιὸς μὲ ἀκούμπησε; Καὶ ἐπειδὴ κανένας δὲν ὁμολογοῦσε, εἶπε ὁ Πέτρος˙ Δάσκαλε, ἐδῶ μᾶς σμπρώχνουν καὶ μᾶς συνθλίβουν καὶ ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἀκούμπησε;  Ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος μὲ ἀκούμπησε, ἐγὼ ἔννοιωσα ὅτι βγῆκε ἀπὸ μένα μία δύναμι. Ὅταν ἡ γυναῖκα κατάλαβε ὅτι ἔγινε ἀντιληπτή, μὲ τρόμο πλησίασε, γονάτισε καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους τὰ εἶπε ὅλα, καὶ ὅτι θεραπεύθηκε τότε. Αὐτὸς τῆς εἶπε˙ Θυγατέρα, θάρρος ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, προχώρα εἰρηνικά. Καὶ, ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ ἀνήγγειλλαν τὸν θάνατο τῆς θυγατέρας, ἂς μὴ κουράζει τὸν διδάσκαλο. Τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε˙ Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῆ. Ἦρθαν στὸ σπίτι καὶ δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπῆ παρὰ μόνο τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο, τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι τὴν ἔκλαιγαν, καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε˙ Μὴν κλαῖτε, δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Ἀλλὰ αὐτοὶ κορόϊδευαν, διότι ἤξεραν ὅτι πέθανε. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἐξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ φώναξε˙ «Ἡ παῖς, ἐγείρου». Καὶ ἀμέσως ἐπέστρεψε ἡ ψυχή της καὶ σηκώθηκε τὴν ἴδια στιγμή. Ὁ Χριστὸς ἐδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάη. Κατάπληκτοι ἔμεινα οἱ γονεῖς, ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς παρήγγειλλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τίποτε.

Ἡ σημερινὴ περικοπὴ λέγεται «ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου», ἀλλὰ περιέχεται καὶ μία ἀκόμη θαυμαστὴ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης. Καὶ σήμερα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ τονίσωμε μία λεπτομέρεια.

Ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας διέσωσε τὸ ὄνομα, εἶναι ἡ ἁγία Βερονίκη, πλησίασε μέσα στὴν κοσμούρα κρυφὰ τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀπογητευμένη, ἀφοῦ ἐνῶ ξόδεψε τὴν περιουσία της σὲ ἰατρούς, θεραπεία δὲν βρῆκε. Ἄκουσε ὅμως γιὰ τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὸν ἀπέθεσε τὶς ἐλπίδες της. Δὲν ἤθελε νὰ ἐνοχλήση τὸν Κύριο. Δὲν θὰ ζητοῦσε τίποτε. Δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Χριστό. Μόνον θὰ ἀκουμποῦσε τὸ ἱμάτιό του. Πίστευε μέσα της ὅτι τῆς εἶναι ἀρκετὸ μόνο νὰ ἀκουμπήση τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνη καλά. Τὰ θαύματα ξεκινᾶνε ἀπὸ τέτοια πίστι. Ἡ πίστις εἶναι μεγάλη μυστικὴ δύναμις, ποὺ μπορεῖ νὰ μετακινήση βουνά, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας. Νόμιζε ὅμως ὅτι ἡ θεραπεία της μπορεῖ νὰ γίνη χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ ὁ Κύριος. Καὶ τώρα ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι κάποιος τὸν ἀκούμπησε, ἀναγκάσθηκε ἡ γυναῖκα νὰ φανερωθῆ. Καὶ μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστειά της, ἀλλὰ καὶ τὴν θεραπεία της.

Ἐδῶ τονίζομε δύο σημεῖα γιὰ νὰ τὰ δοῦμε μὲ προσοχή.

Τόσοι ἄνθρωποι ἦταν γύρω καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει˙ «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγάλος, συνέθλιβαν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ μόνον ἡ γυναῖκα ἔλαβε δύναμι ἀπὸ τὸν Κύριο. Αὐτὴ ποὺ τὸν πλησίασε μὲ πίστι. Αὐτὸ εἶναι μάθημα γιὰ μᾶς. Δὲν ὀφελεῖ σὲ τίποτε αὐτὸ ποὺ κάνουμε ὅταν πηγαίνομε νὰ προσκυνήσωμε κάποια εἰκόνα, λείψανα ἁγίων, τὸν Ἐπιτάφιο, νὰ πάρουμε ἀντίδωρο, καὶ ἀκόμα καὶ νὰ κοινωνήσωμε. Τότε ποὺ ὅλοι σμπρώχνουμε, συνωστιζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ ἢ νὰ εἴμαστε πρῶτοι. Τόσοι ἄνθρωποι ὄχι μόνον ἦσαν κοντά στὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν συνέθλιβαν. Αὐτοὶ δὲν ὠφελήθηκαν σὲ τίποτε. Τὴν χάρι τὴ ἔλαβε ἡ γυναῖκα τῆς πίστεως. Με τὸν συνωστισμό μας ὄχι χάρι δὲν παίρνομε, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἁμαρτάνωμε μὲ τὴν ἀκαταστασία ποὺ δημιουργοῦμε καὶ μὲ τὴν ἀσέβεια ποὺ δείχνομε. Δὲν σεβόμαστε τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας κοινωνίας, μὲ τὴν μανία μας νὰ κοινωνοῦμε πρῶτοι. Δὲν εὐλαβούμαστε τὰ ἅγια λείψανα μὲ τὸν συνωστισμό. Καὶ τελικὰ, ὅπως ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συνέλθιβαν τὸν Κύριο δὲν πῆραν χάρι καὶ εὐλογία, ἔτσι μένουμε καὶ ἐμεῖς χωρὶς πνευματικὴ ὠφέλεια.

Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικὸ νὰ καταλάβωμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἐνεργεῖ μὲ βία, ἐξαναγκασμό, μηχανιστικὸ ἢ μαγικὸ τρόπο. Ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε τὴν χάρι ποὺ ἔδωσε στὴν γυναῖκα. Δὲν μεταδίδει μηχανικά, ἔτσι μαγικά, ἐνέργεια, ἀλλὰ συνειδητά, μὲ πλήρη ἐπίγνωσι. Καὶ πάλι ὅταν ρωτάει ποιὸς τὸν ἀκούμπησε, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ μάθη. Αὐτὸς ξέρει. Τὸ κάνει γιὰ νὰ ἀποκαλύψη καὶ νὰ βραβεύση ἔτσι τὴν πίστι τῆς γυναικός, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ τὸν προσεγγίζωμε. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν πίστι της κερδίζει τὴν θεραπεία καὶ τὴν σωτηρία της. Ἑπομένως σημασία δὲν ἔχει τὸ πόσο κοντὰ εἴμαστε τοπικὰ ἢ σωματικά, ἀλλὰ πόση πίστι καὶ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ ἔχομε, ὅταν προσεγγίζουμε τὰ θεῖα. Πόσο συνειδητὰ καὶ εἰλικρινὰ μετέχομε. Τὸ ἴδιο ἀνώφελη εἶναι καὶ ἡ καύχησίς μας ὅτι γνωρίσαμε, εἴδαμε, ἐπισκεφθήκαμε καὶ προσκυνήσαμε κάποιο ἅγιο τόπο ἢ πρόσωπο ἀναγνωρισμένης ἁγιότητος. Τὸ ὤφελος ἀπὸ τέτοια προσκυνήματα καὶ ἐπισκέψεις σὲ ἅγια πρόσωπα εἶναι μεγάλο, ὅταν αὐτὰ ἐπενενεργοῦν στὴν ψυχή μας. Ὅταν μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἐπιθυμία γιὰ μετάνοια, στερέωσι στὴν πίστι, ἀποφασιστικότητα γιὰ ἐντονώτερη πνευματικὴ ζωή, ζῆλο γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ κάνωμε. Ἡ αἱμορροοῦσα ἤθελε νὰ πλησιάση τὸν Κύριο, γιὰ νὰ θεραπευθῆ. Καὶ ἐμεῖς ἀποζητοῦμε τὴν θεραπεία μας καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ προσέγγισίς μας θὰ εἶναι ἐπωφελής, ἐὰν γίνεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσεγγίζει τὸν Κύριο καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.

Ἡ ἁγία Βερονίκη ποὺ ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἄμποτε νὰ πρεσβεύη στὸν Ἐλεήμονα Κύριο, νὰ δείξη καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν χάρι ποὺ ἔδειξε σ’ αὐτὴν



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου