ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
5. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε. Οκτώ πλάβες – μονόξυλα καρίνα του Βάλτου
των Γιαννιτσών – προχωρούσαν η μια πλισω απʼ την άλλη με τρεις οπλοφόρους η
καθεμιά. Φιλοδοξούσαν να ξεκαθαρίσουξ τον Βάλτο απʼ τα κομιτατζήδικα αγκάθια
και νʼ απαλλάξουν τα χωριά απʼ τη Βουλγαρική τρομοκρατία. Και χαιρετούσαν
προκαταβολικά τον θρίαμβο τους με λίγες ντουφεκιές και πολλές ζητωκραυγές.
Μερικά ποτήρια ρακή είχαν δυναμώσει την αισιοδοξία τους. Απʼ την παραλία τούς
φώναζαν πολλοί χωρικοί: «Ούώρακʼλή παιδιά... Ούώρακʼλή. Ο Χριστός κʼ η Πανʼγια
μαζί σας».
Αποτελούσαν το σώμα Τζέλας ο Περήφανος και ο Χάρης απʼ τον Γιδά, τη
σημερινή Αλεξάνδρεια, ελεεινό τότε χωριουδάκι, και μερικοί από άλλα χωριά του
«Ρουμλούκι» - (του Ελληνοφώνου κάμπου). Ήταν και «βουνήσιοι» απʼ τα Πιέρια και
τον Όλυμπον «αντάρτες» λίγο διάστημα το 1896, 1897, «κλέφτες» τον άλλο καιρό με
διαλείμματα, τσομπαναραίοι το καλοκαίρι στα βουνά, στη Θεσσαλία τον χειμώνα –
για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ἂνταποκρίθηκαν πρόθυμα στην έκκληση που τους έκαμε ένας φίλος τους τυρέμπορος
που τους παρουσιάσθηκε σαν αντιπρόσωπος του Δεσπότη και του Προξενείου. Μα σαν
κατέβηκαν στον λασπωμένο κάμπο και αντίκρισαν τον Βάλτο βάλτωσε η ψυχή τους.
- Είπαμε να πάμʼ αντάρτες μα στα βʼ να, οχʼ στον βούρκο, είπε ο
Τσιούμης, ένα λεβεντόκορμο παλικάρι.
- Κι θα μας βαστάξουν εμάς τούτα τα σαπιοσάνιδα;! Επρόσθεσε ο Νίκος
κουτός, χοντρός μα και σβέλτος.
- Μια βολά που ήρθαμε δε μπορούμʼ να γʼ ρίσουμε πίσω, είπε ο Τασιούλας
ψηλός με γένεια και μεγάλα άτακτα μαλλιά αρχηγός μιας μικρής ομάδας.
Έκαμε το σταυρό του και μπήκε σε μιαν πλάβα.
Τον ακολούθησαν οι άλλοι ανά δυο σε κάθε πλάβα μʼ ένα τρίτο που ήξευρε
να την κατευθύνει και να κρατάει το
πλακίδι (κουπί).
Υπήρχε και η παράδοση ότι παλιοί μεγάλοι κλέφτες και αρματωλοί του
Ολύμπου, όπως ο Νικοτσάρας, έγιναν και κουρσάροι στη θάλασσα. Φορούσαν όλοι
φουστανέλες με βαριά φουντοφόρα τσαρούχια, πολύ λίγο κατάλληλα για τον Βάλτο.
Εκτός απʼ τους βουνήσιους και πολλοί άλλοι δεν είχαν ξαναμπεί στον
Βάλτο και όλοι δεν είχαν ιδέα του πολέμου στον Βάλτο και ήταν τόσο παράξενος
και ιδιότυπος. Είχαν όμως πολύ μεγάλην ιδέα για τον εαυτό τους και την
παλικαριά τους.
Το «Κέντρον» όμως της Θεσσαλονίκης, οι ανθυπολοχαγοί δηλαδή Κάκαβος και
Αλεξ. Μαζαράκης, που υπηρετούσαν στο Προξενείο με τα ψευδώνυμα Ζώης και Ιωαννίδης,
τους έστειλαν τον Γκόνο Γιώτα απʼ τα Γιαννιτσά με δυο δικούς του.
Ο Γκόνος είχε επαναστατήσει ενωρίς αμούστακο παλικάρι. Τα ʼβαλε με τους
επιστάτες και φύλακες των Τουρκικών τσιφλικιών, που ήταν αληθινή μάστιγα του
αγροτικού πληθυσμού.
Σκότωσε δυο, ανακηρύχθηκε απʼ τη Τουρκική αρχή «φεράρ» (φυγόδικος) και
εγκαταστάθηκε στον Βάλτο. Εκεί τον βρήκαν οι πρώοι κομιτατζήδες και τον
αγκάλιασαν. Μα γρήγορα τους σιχάθηκε. Οι περίφημοι πρόμαχοι της λευτεριάς και
Τουρκομάχοι φρόντιζαν περισσότερο για τον εκβουλγαρισμό παρά για την
απελευθέρωση. Υπήρχε στα Γιαννιτσά και σχολή Γάλλων καλογήρωνμ που ήταν καθαρά
Βουλγαρική εστία. Και την ημέρα που τους είδε να επιβάλλουν με φωνές, βρισιές,
απειλές, γυμνά μαχαίρια την Βουλγαρική λειτουργία στον Άγιο Λουκά τους είπε:
Έτσι θα διώξουμε τον Τούρκο;! Εγώ σας αφήνω. Με δυο φίλους του εγκαταστάθηκε σε
μια μικρή καλύβα στην καρδιά του Βάλτου, που την ήξευραν μόνο λίγοι έμπιστοι
ψαράδες.
Σαν τα ʼμαθε ο περιβόητος βοεβόδας Αποστόλη, σκύλιασε και επρόσταξε να
τον ξεκάμουν με κάθε μέσο και θυσία. Μα το πουλί είχε πετάξει.
Δικοί μας των Γιαννιτσών, όπυ αρκετοί είχαν βρει τον θάνατο από όργανα
του Κομιτάτου, μίλησαν στη Θεσσαλονίκη στους αρμοδίους για τον Γκόνο. Έτσι
βρέθηκε στην πρώτη ναυτική μας επιχείρηση. Ο Τζόλας και ο Χάρης που παρίσταναν
τους μεγάλους αρχηγούς και πολεμάρχους δεν θα τον δέχονταν, που δεν ήξευρε
«ρωμέικα» και μπορούσε να τους κλέψει τις δάφνες. Υπήρχεν όμως η φήμη ότι
ήξευρε όλα τα κατατόπια του Βάλτου και όλα τα τερτίπια των κομιτατζήδων. Υπήρχε
και η διαταγή του «Προκσιενείου» που είχεν απεριόριστο κύρος και επιβολή
μεγαλύτερη από ένα Υπουργείο στην κάτω Ελλάδα.
Ο Γκόνος έκαμε τρεις φορές τον σταυρό του και τράβηξε μπροστά με τους
δυο συντρόφους.
Κύριος στόχος της εκστρατείας ήταν η καταστροφή μιας καινούργιας
καλύβας, που είχαν σκαρώσει τον τελευταίο καιρό οι κομιτατζήδες σʼ εκείνα τα
μέρη και ήταν επικίνδυνη απειλή για τα δικά μας χωριά.
Έτρεξε όμως ο Τζόλας με την πλάβα του και του επρόσφερε ένα παγούρι να
ρουφήξει ρακή.
- Πιες, Γκόνο, τον είπε, να παρʼς δύναμη. Και τι λες; Δεν θα τους φάμε;
- Ο Τεός... Ο Τεός... απάντησε.
- Δείξε μας εσύ την καλύβα κι τʼ άλλα δική μας δʼλεια. Δεν την ξιέρʼς
την καλύβα;!
- Ντέν.
- Ντέν; Κι τότʼς τι θα κάνʼμε;!
- Να το βρούμε το καλύβα.
Είχαν πλησιάσει τώρα και άλλες πλάβες και παρακολουθούσαν τη συζήτηση
αναστατωμένες.
- Κι όμως έληγαν πως ήξερε όλες τις καλύβες και όλα τα μονοπάτια, είπεν
απογοητευμένος ο Χάρης. Πετάχθηκεν όμως ο Γρηγόρης ο ανεψιός του καπετάν Παύλου
απʼ τον Ζορμπά, παλιού αγωνιστή που τον φαρμάκωσε το Κομιτάτο.
Ήταν της παλιάς σχολής με παλιά μυαλά που δεν μπορούσαν να καταλάβουν
τα καινά δαιμόνια του Κομιτάτου, ότι ο δρόμος για τη λευτεριά περνούσε πάνω απʼ
τα ερείπια και τα πτώματα του Ελληνισμού.
- Πως μπορούσε να την ξέρει ο Γκόνος την καλύβα;! Είπε. Είναι
καινούργια. Την έφτιαξαν τώρα οι κομιτατζήδες κάπου εδώ κοντά.
- Και πως θα τη βρούμε;!
- Θα ψάξουμε. Τα το βρούμε... Ο Τεός βοηθός, είπε κάνοντας το σταυρό ο
Γκόνος. Μα όχι λόγια... Όχι τραγούδια... φωνές.
- Τι;! Θα πηγαίνουμε σαν μούτοι;! Διαμαρτυρήθηκε ο Χάρης.
- Μα πηγαίνουμε σε γάμο;! Παρατήρησε ο Γρηγόρης.
- Καλά κάνει ο Γκόνος, ακούσθηκε δυνατά η φωνή του Τασιούλα. Ξέρʼ κʼλά
τη δουλειά. Σεις δεν ξέρʼτε τίποτις... Και δεν είστε για τίπʼτις.
- Πως δεν ξέρʼμε;! Συ ξέρʼς καλύτερα;! Ακούσθηκε ο Χάρης.
- Ξέρʼτε να μεγαλώνʼτε βουβάλια;!
Για να σταματήσει τον καβγά ο Γκόνος, συνέχισε τις συστάσεις: Το ένα
πλάβα πίσω από το άλλο πενήντα μέτρα, ογδόντα μέτρα.
- Πολύ σωστά, επιδοκίμασε ο Τασιούλας.
- Μωρέ πως βρίσκʼμε την καλύβα. Και έπειτα... είπε ο Τζόλας.
- Τι έπειτα;
- Έπειτα θα τους ριχτούμε κι θαν τους παρʼ ο διάβολος τον πατέρα.
- Α... Όχι!... φώναξε δυνατά ο Γκόνος.
- Να μην τους παρʼ ο διάβολος τον πατέρα;! Ρώτησε ο Τζόλας ξεσπώντας
στα γέλια.
- Όχι να ριχτούμε.
- Να μην τους ριχτούμε;! Τι λες μωρέ Γκόνο;! Και γιατί ξεκινήσαμε;!
- Το κομιτατζήδες μέσα στο καλύβα... Πίσω από μετερίζι!... πίσω από
τοίχος... και εμείς στο πλάβα;!
- Κι τι θα κάνʼμε; θα σταθούμʼ να τους κοιτάζουμʼ με σταυρωμένα τα
χέρια;!
- Μυαλό... Τέλει μυαλό...
Και έδειξε με το δάχτυλο στο κεφάλι.
- Μα αν είχʼμε μυαλό δεν θα γυρίζαμε στον Βάλτο με πλάβες τέτοιν καιρό!
Θα καθόμαστε σπίτι κοντά στο τζάκι.
Όλοι γέλασαν χωρίς να εξαιρείται και ο Γκόνος.
Ξαναπήρε τον λόγο ο Γρηγόρης για να εξηγήσει τα λόγια του Γκόνου και
είπε:
- Έχει δίκιο ο Γκόνος... Πολύ σωστά λέγει. Οι κομιτατζήδες έχουν
οχυρώσει τις καλύβες. Φτάνουν γύρω-γύρω ένα τοίχο από χώμα και σακκιά με χώμα.
Και θα χτυπούν αυτοί προφυλαγμένοι εμείς ξεσκέπαστοι στις πλάβες! Καταλαβαίνετε
τι μπορεί να γίνει... Είναι σα να χτυπούμε με το κεφάλι ένα χοντρό τοίχο.
Κατάλαβαν όλοι και σώπασαν. Κατάλαβαν επίσης ότι ο Γκόνος ήταν ο μόνος
που ήξευρε καλά τον Βάλτο και τον πόλεμο του.
- Ο Γκόνος αρχʼγός και καπʼτάνιος, ακούσθηκε η φωνή του Τασιούλα. Εγώ
αυτόν δέχομαι. Είνʼ ο μόνος άξιος.
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση.
Ήταν μέσα του Νοέμβρη 1904. Ο Βάλτος είχεν αρχίσει να κιτρινίζει. Έκανε
κρύο και ψιχάλιζε. Σύννεφα. Σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά. Τα καλάμια φαίνονταν
σαν να λύγιζαν απʼ το βάρος τους. Η υγρασία έμπαινε στα κόκκαλα.
- Μωρʼ ιδούνʼ χειρότʼρα και απʼ τα χιονισμένα βʼνα, φώναξε ο Τσιουμής
ενώ έσφιγγε την κάπα πάνω του.
- Χμ! Τι θαρρούσες;! Έτσι εύκολος είνʼ ο Βάλτος; απάντησε ο Χάρης.
Ως τόσο εξακολουθούσε ο στόλος νʼ αλων ίζει τον Βάλτο για να βρουν την
εχθρικιά καλύβα ή εχθρικιά πλάβα. Οι οχτώ πλάβες πήγαιναν η μία πίσω απʼ την
άλλη σε ορισμένη πάντοτε απόσταση. Δεξιά και αριστερά υψώνονταν αδιαπέραστος
τοίχος τα καλάμια. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία που την τάρατταν μονάχα τα
αγριοπούλια. Τον χειμώνα κατέβαιναν στον Βάλτο απʼ τον βορρά μεγάλα και πολλά
κοπάδια αγριόπαπιες, άγριόχηνες, αγριόγαλοι κτλ. Ήταν ο παράδεισος του
κυνηγίου.
Και όμως, κανένας δεν πυροβολούσε όσο και αν σκανδαλίζονταν.
Ο Γκόνος μπροστά πάντοτε δεν έπαυσε να συνιστά με νοήματα σιωπή και
τάξη. Ήθελε να πηγαίνουν όλοι όπως η σκιά, η σκιά όμως που θα σκόρπιζε φωτιά
και θάνατο. Του έκαμε εντύπωση η ερημιά του Βάλτου σε εκείνα τα μέρη. Δεν
έμπαιναν τώρα πολλοί στον Βάλτο για ψάρια ή για ψάθες απʼ τον φόβο των
κομιτατζήδων. Γιʼ αυτό εύρισκε κλειστούς παλιούς δρόμους-διαύλους. Δεν
δουλεύθηκαν και τους κυρίευσαν τα καλάμια που ξεφύτρωναν και όπου δεν τα
έσπερνε κανένας.
Κάποτε είδαν μια πλάβα, που πάσχιζε όμως να ξεφύγει. Έτρεξε ο Γκόνος
και την πρόλαβε. Ήταν μέσα ένας γέρος μʼ ένα παιδάκι.
- Γιατί έφευγες γέρο; τον ρώτησε στη γλώσσα του.
- Φοβήθηκα.
- Ποιους φοβάσαι;
- Αν ήξευρα πως ήσουνα εσύ Γκόνο δεν θα έφευγα.
- Με γνωρίζεις;
- Και ποιος δεν σε γνωρίζει;
- Φοβάσαι τους κομιτατζήδες; Δεν τους αγαπάς;
- Εγώ τους αγαπάω. Μα δεν ξεύρω αν εκείνοι με αγαπούν... Στείλʼ τους το
γρηγορότερο στον διάβολο. Να γλυτώσουμε και νʼ ανασάνουμε.
- Για πες μου τώρα στον Θεό σου, ξέρεις καμιά καινούργια κομιτατζήδικη
καλύβα εδώ κοντά;
- Όχι, Γκόνο μου. Δεν ξεύρω. Στο ορκίζομαι. Και έχω καιρό να μπω στον
Βάλτο.
Πέρασαν ώρες πολλές. Η ψιλή βροχή έγινε χιόνι και το κρύο δυνάμωσε. Απʼ
τις άλλες πλάβες έκαμναν νοήματα να γυρίσουν πισω στο χωριό. Κρύωναν. Και είχαν
κουρασθεί και βαρεθεί. Ο Γκόνος όμως εννοούσε να συνεχίσει.. θα ήταν εντροπή
και προσωπική του προσβολή αν δεν μπορούσε ούτε τη θέση της καλύβας να
επισημάνει.
Βράδιαζε πια. Κόντευε να σουρουπώσει. Αναγκάσθηκε να πάρει περίλυπος
την απόφαση να γυρίσει πίσω άπρακτος. Έστριψε πίσω την πλάβα του. Μερικές
πλάβες χειροκρότησαν. Μα ξάφνου από ένα κάθετο δίαυλο πρόβαλε μια μεγάλη παραφορτωμένη
πλάβα. Ο Γκόνος ανατινάχθηκε. Είδε τον δάχτυλο της θείας προνοίας... Και την
ευχαρίστησε με πολλά σταυροκοπήματα.
Η πλάβα ήταν αληθινά γεμάτη με πάμπολλα πράγματα. Την είχαν δυο παιδιά
το ένα 17-18 χρονών, το άλλο 14-15, ο Στέφος. Τους πλησίασε. Δεν υπήρχε φόβος
να τον αναγνωρίσουν. Ήταν πολύ νεαροί. Τους χαιρέτησε και τους ρώτησε στα
Βουλγαρομακεδονικά με κάποιο τόνο της καθαρεύσουσας Βουλγαρικής:
- Για πού ώρα καλή το βάλατε παιδιά;
- Δεν καταλαβαίνεις; Για τους συντρόφους σας.
Τους πήραν τα δυο παιδιά για κομιτατζήδες.
Φορούσαν ο Γκόνος και οι δυο σύντροφοί του τα ρούχα της περιοχής
Γιαννιτσῶν, που τα κρατούσαν με μερικά στολίδια και οι κομιτατζήδες. Έκαμε
νοήματα να μείνουν μακριά οι άλλες πλάβες. Υπήρχε φόβος να τους προδώσουν οι
φουστανέλες.
Και μερικοί καμπίσιοι είχαν αντικαταστήσει τα μπενοβρέκια με την
κλασική κλέφτικη στολή. Ευτυχώς ήταν σφιχτοτυλιγμένοι στις κάπες.
- Και τι καλά έχετε στην πλάβα σας;
- Ρώτησε καλύτερα,λ τι δεν έχομε, απάντησε ο μικρός Στέφος. Έχομε
αλεύρι, ψωμιά, πίτες, κρέας, φασόλια, κρεμμύδια, αυγά, τυρί, βούτυρο, κρασί,
ρακή.
- Πω! Πω! Μπράβο σας. Έχετε απʼ όλα. Δώστε μας και εμάς κάτι να
μασήσουμε και λίγη ρακή να ζεσταθούμε.
- Α! Όχι θα τα πάρετε μαζί με τους άλλους στην καλύβα. Δεν είναι
μακριά.
- Τόσο σφιχτοί και τσιγγούνηδες είστε;
- Εμείς τρώμε ξηρή μπομπότα και φέρνομε σε σας και του πουλιού το γάλα.
- Γιατί δεν έρχεσαι και συ μαζί μας να χορτάσεις πουλιού γάλα;...
- Δεν μʼ αφήνει η μάνα μου.
- Θέλει να σε παντρέψει;
- Ου! Ου! Μʼ έχει κιόλας αρραβωνιάσει.
- Θα γίνω στον γάμο σου εγώ μπράτιμος. Δώσε μας λοιπόν λίγο ρακή.
Ο μικρός σήκωσε τους ώμους και έδειξε τον μεγάλο που ήταν ο πλοίαρχος
της πλάβας.
- Μα ερχόμαστε από μακριά, απʼ τα μέρη της Καρυώτισας.
- Ουχουού! Τόσο μακριά;!
- Μας στέλνουν εδώ για ενίσχυση. Γιατί φανήκαν εδώ, καθώς λέγουν,
Γραικοί αντάρτες.
- Πουφ. Γραικοί αντάρτες. Ψόφιες ψείρες!... είπε περιφρονητικά ο
μεγάλος.
Στο μεταξύ οι πλάβες προχωρούσαν. Μπροστά η κομιτατζίδικη.
- Ώστε τζάμπα κάνουμε τόσο δρόμο;! ξαναείπε ο Γκόνος. Και μας αφήνετε
νηστικούς!...
- Μα όχι, θα φάτε μαζί με τους άλλους μʼ όλη σας την ησυχία. Όλα αυτά,
που κουβαλάμε είναι και δικά σας. να. Φαίνεται τώρα η καλύβα. Φτάσαμε.
Φάνηκε κπραγματικά η καλύβα αρκετά μεγάλη με το όχυρο γύρω
περιτείχισμα. Κάμποσοι κομιτατζήδες κάθονταν γύρω από ένα μαγκάλι με φωτιά που
τους φώτιζε και τους κοκκίνιζε στο μισοσκόταδο.
- Σας φέρνουμε και καινούργιους συντρόφους, φώναξε ο μικρός Στέφος.
Δεν φάνηκε όμως να χαρούν πολύ. Θα τους έτρωγαν τα φαγιά οι
«καινούργιοι». Ένας μονάχα σηκώθηκε βαρύς να τους κοιτάξει. Περιορίσθηκε να
ειπεί στα παιδιά. Ξεφορτώστε.
Άρχισε το ξεφόρτωμα. Πλησίασαν και άλλες πλάβες. Ο Γρηγόρης και δυο
άλλοι που φορούσαν τα χωριάτικα έστεκαν όρθιοι και οι άλλοι σκυφτοί. Ο
Τασιούλας όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και τινάχθηκε ολόρθος. Τον είδαν οι
κομιτατζήδες και πετάχθηκαν και αυτοί αλαφιασμένοι να πάρουν τα όπλα.
Ακολούθησε σύντομη και σκληρή από κοντά συμπλοκή. Δυο αντάρτες πληγώθηκαν
ελαφρά και δυο δικοί μας πλαβαδόροι καθώς και ο μεγάλος της κομιτατζήδικης
πλάβας σκοτώθηκαν. Πολύ περισσότεροι όμως κομιτατζήδες έπεσαν νεκροί. Και η
καλύβα έμεινε οριστικά δική μας.
Ο μικρός Στέφος που είχε τρυπώσει κάτγω απʼ τη σκάλα της καλύβας, παρουσιάσθηκε
όταν πήρε τέλος η συμπλοκή και είπε του Γκόνου:
- Γιατί δεν μου έλεγες πως είστε δικοί μας;
- Και τι θα ʼκαμνες μικρέ;
- Γέρω εγώ. Τώρα έρχομαι μαζί σας.
- Και η μαμάκα σου; Η αρραβωνιαστικιά;
- Δεν με νοιάζει, θέλω να πολεμήσω.
- Καλά. Τώρα που γνωρισθήκαμε θα σε καλέσω. Έννοια σου.
Οι δυο πληγωμένοι αντάρτες και οι δυο σκοτωμένοι πλαβαδόροι
μεταφέρθηκαν με δυο πλάβες στο πλησιέστερο χωριό για να τους δει γιατρός απʼ τη
Βέροια, οι πρώτοι, και οι άλλοι για να ταφούν. Τα κομιτατζήδικα πτώματα ρίχθηκαν
παραπέρα, στον Βάλτο, όπου τα νερά ήταν βαθύτερα και κινούμενα. Και οι
προμήθειες των κομιτατζήδων χρησίμευαν για πλούσιο φαγοπότι των ιδικών μας.
(«Ο δραπέτης»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου