Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Ἑρμηνεία στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Η΄ Λουκά ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ''

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

Ἐφ. 2, 4-10

 


Πλούσιος!

«Ὁ Θεὸς πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν

ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς,...»

(Ἐφ. 2, 4)

 ΠΛΟΥΣΙΟΣ, ἀγαπητοί μου, πλούσιος ποιός εἶνε; Πλούσιος ἕνας καὶ μόνο εἶνε˙ εἶνε ὁ Θεός.

- Ὁ Θεὸς πλούσιος; Τί σχέσι, θὰ ποῦν πολλοί, τί σχέσι ἔχει ὁ Θεὸς μὲ τὰ λεφτά;

Μὴ βιάζεστε, ἀγαπητοί μου. Θὰ δοῦμε μὲ ποιὰ ἔννοια ὁ Ἀπόστολος λέει πλούσιο τὸ Θεό. Οἱ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας μας, οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, σὲ κάποιο βιβλίο ποὺ ἔχουν βγάλει, γιὰ νὰ κατηγορήσουν τὴ θρησκεία μας ὅτι ὑποστηρίζει δῆθεν τοὺς πλουσίους, τὸν καπιταλισμό, ἁρπάχτηκαν ἀπʼ τὸν σημερινὸ Ἀπόστολο, ποὺ λέει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πλούσιος, καὶ εἶπαν˙ Νά, κι ὁ Θεὸς εἶνε καπιταλιστής! Ὤ τῆς βλασφημίας των καὶ τῆς βλακείας των! Γιατί δὲν πρόσεξαν, ἤ μᾶλλον δὲν θέλησαν νὰ προσέξουν, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὀνομάζεται ἁπλῶς πλούσιος, ἀλλὰ «πλούσιος ἐν ἐλέει» (Ἐφ. 2, 4). Ξέρετε τί θὰ πῆ «ἐν ἐλέει»; Ἔλεος θὰ πῆ εὐσπλαχνία, ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶνε πλούσιος σὲ εὐσπλαχνία, σὲ ἀγάπη. Πάνω στὸ νόημα αὐτὸ θὰ κάνουμε τὴ σημερινή μας ὁμιλία. Καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.

* * *

«Ὁ Θεὸς πλούσιος ἐν ἐλέει». Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ὁμοιότητα μὲ τοὺς πλουσίους τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως θέλουν νὰ τὸν παρουσιάσουν οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Γιατὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα, ποὺ ἔχουν στὴν κατοχή τους οἱ πλούσιοι, δὲν εἶνε δικά τους˙ εἶνε ξένα. Εἴτε χωράφια εἶνε, εἴτε λιβάδια καὶ κάμποι, εἴτε νησάκια καὶ λιμνοῦλες, εἴτε χρυσάφι καὶ πολύτιμα πετράδια, εἴτε κτήρια καὶ μέγαρα, εἴτε ἐργοστάσια καὶ καράβια, καὶ ὅ,τι ἄλλο ὑπάρχει στὴ διάθεσί τους, εἶνε ὑλικὰ πράγματα. Ὅλα δὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα δὲν τὰ δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν ὕλη, ποὺ τὴν παίρνει ὁ ἄνθρωπος, τὴ δουλεύει, καὶ ἔτσι κατασκευάζει ὅλα τὰ πράγματα ποὺ λέγονται τεχνικὸς πολιτισμός. Ὅλα ἔχουν βάσι τὴν ὕλη. Ἀλλὰ τὴν ὕλη ποιός τὴν ἔφτειαξε; ὁ ἄνθρωπος; Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτειάξῃ οὔτε μιὰ χούφτα χῶμα.

Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ τὸ πατοῦμε καὶ τὸ περιφρονοῦμε, εἶνε τὸ πιὸ πολύτιμο ὑλικὸ πρᾶγμα. Αὐτὸ μέσα του κρύβει μυστήρια. Κρύβει θαυμαστὲς δυνάμεις καὶ ἰδιότητες. Ἀπʼ τὸ χῶμα βγαίνουν τὰ χορτάρια, τὰ λουλούδια, τὰ σπαρτά, τὰ δέντρα, μιὰ ποικιλία ποὺ δὲν ἔχει μέτρημα. Ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ τρῶμε κι ἀπολαμβάνουμε, ἀπὸ τὸ χῶμα βγαίνουν. Ἄς λείψη τὸ χῶμα, καὶ τότε θὰ δοῦμε ἄν μπορέση κι ὁ πιὸ μεγάλος πλούσιος νὰ ζήσῃ τρώγοντας λίρες καὶ χιλιάρικα! Ὅλοι οἱ πλούσιοι θὰ ψοφήσουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ὁ ἄνθρωπος, συνεπῶς, δὲν ἔχει τίποτε δικό του.

Ὅλα εἶνε τοῦ Θεου[, ποὺ δημιούργησε τὴν ὕλη. Ἀλλὰ τότε, θὰ μοῦ πῆτε, ὁ Θεὸς εἶνε πλούσιος. Βεβαίως εἶνε πλούσιος, πάμπλουτος, ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται πλούσιος. Ἀλλὰ τί διαφορὰ ἀπὸ τοὺς πλουσίους αὐτοῦ τοῦ κόσμου! Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ἀνάγκη ἀπʼ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Οὔτε ψωμὶ χρειάζεται οὔτε νερὸ οὔτε ῥοῦχα οὔτε σπίτια οὔτε καράβια οὔτε ἐργοστάσια οὔτε τίποτʼ ἄλλο. Ὅπως ἔλεγε κʼ ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Σωκράτης, ὁ Θεὸς εἶνε ἀνενδεής. Ὁ Θεός, δηλαδή, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε. Εἶνε πνεῦμα τέλειο καὶ ἀπόλυτο. Καὶ ὅσα ἔκανε δὲν τὰ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό του – ὤ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! – τὰ ἔκανε ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὰ ἔκανε πλούσια, γιὰ νὰ μὴ λείπῃ τίποτε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πεινᾶς; Νά οἱ καρποὶ τῶν δέντρων˙ νά τὸ ψωμί˙ νά τὸ γάλα˙ νά τὰ ψάρια˙ νά τὰ κρέατα. Διψᾶς; Νά τὰ κρυστάλλινα νερά. Κρυώνεις; Νά τὰ βαμπάκια, τὰ λινάρια, τὰ μαλλιὰ τῶν προβάτων. Ἀρρωστάς; Νά τὰ βότανα τῆς γῆς˙ νά τὰ φάρμακα. Θέλεις ψυχαγωγία; Νά τὸ ἀπέραντο θέατρο, ἡ ὄμορφη φύσι, ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς μὲ ὅλα τὰ μεγαλεῖα τους. Θέλεις μουσική; Νά τὰ πουλιά, νά οἱ κορυδαλλοὶ καὶ τʼ ἀηδόνια, ποὺ κελαηδοῦν γιὰ σένα.

Καὶ γιὰ νʼ ἀπολαύσης ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μέσα ἐκεῖνα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ βρίσκεσαι σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν κόσμο. Σοῦ ἔδωσε τὰ μάτια, γιὰ νὰ βλέπης˙ τʼ αὐτιά, γιὰ νʼ ἀκοῦς˙ τὴν ὄσφρησι, γιὰ νʼ ἀπολαμβάνης τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν˙ τὴ γεῦσι, γιὰ νʼ ἀπολαμβάνῃς τὴ νοστιμάδα καὶ τὴν γλυκύτητα τῶν τροφῶν˙ τὴν ἀφή, γιὰ νʼ ἀγγίζεις καὶ νὰ θωπεύεις ὅ,τι ὡραῖο καὶ προσφιλὲς ὑπάρχει στὸν κόσμο. Καὶ μόνο αὐτὰ τὰ μέσα καὶ ὄργανα ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο; Ἔδωσε κι ἄλλα μέσα καὶ ὄργανα, ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀπʼ τὶς πέντε αἰσθήσεις, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεχωρίζῃ ἀπʼ ὅλα τὰ ζῶα καὶ νʼ ἀνεβαίνῃ σʼ ἕνα ὕψος θεϊκό. Ναί, ἄνθρωπε, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μυαλό, γιὰ νὰ σκέπτεσαι, νὰ κρίνῃς, νὰ ἐρευνᾶς, νʼ ἀνακαλύπτῃς τὰ μυστήρια τῆς φύσεως, νὰ δημιουργῆς ἐπιστήμη καὶ πολιτισμὸ καὶ νὰ γίνεσαι ἔνας μικρὸς θεός. Σοῦ ἔδωσε ἐλευθερία, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ διαλέγης τὸ καλὸ καὶ νʼ ἀποφεύγης τὸ κακό. Σοῦ ἔδωσε συνείδησι ποὺ σὲ παρακινεῖ στὸ καλὸ καὶ σὲ ἀποτρέπει ἀπʼ τὸ κακό, ποὺ σʼ ἐπαινεῖ ὅταν κάνῃς τὸ καλὸ καὶ σʼ ἐλέγχει ὅταν κάνῃς τὸ κακό. Σοῦ ἔδωσε νόμο ἄγραφο καὶ γραπτό˙ ἄγραφο μέσα στὴν καρδιά σου καὶ γραπτὸ μέσα στὴν ἁγία Γραφή˙ νόμο διπλό, γιὰ νὰ σὲ φωτίζῃ πλούσια στὸ δρόμο σου καὶ νὰ μὴν πλανηθῆς.

Ὅλα τὰ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, εὐγνωμονώντας τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μεγαλόδωρη ἀγάπη του, θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ καλὴ χρῆσι ὅλων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ γίνῃ κι αὐτός, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἕνας μικρὸς θεὸς σκορπώντας ἀγάπη καὶ καλωσύνη στοὺς συνανθρώπους του. Ὤ ἐὰν τὸ ἔκαν αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος! Ἡ γῆ θὰ πλουτιζόταν ἀπὸ ἀγαθά, κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ῆταν πλούσιοι˙ γιατὶ πλοῦτος εἶνε ἡ ἀγάπη, ποὺ δὲν ἀφήνει κανένα νηστικὸ καὶ πεινασμένο.

Ἀλλʼ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔκανε καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν μέσων ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τὰ χρησιμοποίησε ὅλα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ πάλι ὄχι γιὰ τὴν ἐξέλιξί του πρὸς τὸ καλό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐξέλιξί του πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὴ διαφθορά. Τὰ ἀγαθά, ποὺ ὀ Θεὸς προώρισε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς θέλει νὰ τὰ κάνῃ ὅλα δικά του. Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τίποτα γιὰ τοὺς ἄλλους. Κέντρο ὅλου τοῦ κόσμου ὄχι ὁ Θεός, ἀλλʼ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη του! Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατάντησε φίλαυτος, σκληρός, ἀπάνθρωπος, τύραννος καὶ ἐγκληματίας.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πλάστηκε γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ ἔργα, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ προορισμοῦ του ἔπεσε σὲ βάθος˙ σʼ ἕνα τέτοιο βάθος, ποὺ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βγάλῃ ἀπὸ ʼκεῖ, κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν πεσμένος καμμιὰ δύναμις δὲν μποροῦσε νὰ φτάσῃ. Ἦταν σὰν ἕνα καράβι, ποὺ καταποντίστηκε στὸ βαθύτερο μέρος τοῦ ὠκεανοῦ. Ἀλλὰ νά˙ τί βλέπω; Ὤ θαῦμα, ὤ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀμέτρητη! Βλέπω ἕνα τεράστιο γερανὸ νὰ χαμηλώνῃ, νὰ φτάνῃ μέχρι τὴν ἄβυσσο, νʼ ἁρπάζῃ μὲ δύναμι τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀνεβάζῃ ἐπἀνω καὶ νὰ τὸν βγάζῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο˙ κι ἀπὸ σκλάβο τοῦ διαβόλου νὰ τὸν κάνῃ ἐλεύθερο, παιδὶ ἀγαπημένο τοῦ Θεοῦ. Ποιός εἶνε ὁ γερανὸς αὐτός, ποὺ πῆρε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; Εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ, πάνω στὸ σταυρό, γράφτηκε μὲ χρυσᾶ γράμματα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀγάπη ὠκεανός, μιὰ ἀγάπη ἀπέραντη καὶ ἀμέτρητη.

Νά, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, νά γιατί ὁ Θεός μας ὀνομάζεται ἀπʼ τὸν ἀπόστολο «πλούσιος ἐν έλέει» (ἔ.ἀ.).

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 251-256 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου